Παλαιός Πειραιάς. Τριάντα φωτογραφικές αποτυπώσεις εποχής


του Στέφανου Μίλεση

Ακτές που επιχωματώθηκαν, πλανόδιοι πωλητές στα καταστρώματα των πλοίων, φωτογράφοι σε πλατείες και δημόσιους χώρους, μικρά καφενεία και μπακαλοταβέρνες στο κύμα, συνθέτουν την εικόνα ενός Πειραιά που δεν υπάρχει πια. 

Χρονικά σε κάποιες από τις φωτογραφίες ο Πειραιάς δεν είναι πολύ μακρινός, αλλά οι άνθρωποι τον έκαναν να φαντάζει πλέον απόμακρος. Δεν ήθελε και μεγάλη προσπάθεια. Ο κάθε ένας μας ξεχωριστά άσκησε το δικαίωμα είτε που του έδινε ο νόμος, είτε όχι. Έπρεπε να κατεδαφίσει, να οικοδομήσει, να αποκτήσει ό,τι απέκτησαν νόμιμα ή μη και οι υπόλοιποι. Δεν μπορούσε να μείνει πίσω τους απλός παρατηρητής. Με την ψήφο του εξέλεξε ανθρώπους και αρχές που όμοια επιχωμάτωσαν, οικοδόμησαν, κατεδάφισαν, εκπληρώνοντας τη βούληση την δική του, τη θέληση των δημοτών. Άλλωστε δεν είναι διόλου τυχαίο που στον Πειραιά θαυμάζονται οι Δήμαρχοι εκείνοι που κατεδάφισαν και όχι όσοι διατήρησαν ή ανέδειξαν. 

Τελικά ο καθένας ξέχωρα αλλά όλοι μαζί αλλάξαμε πρώτα το χαρακτήρα της πόλης μας και ύστερα των επόμενων γενεών. Διότι ο άνθρωπος διαμορφώνει το περιβάλλον που ζει, αλλά το περιβάλλον είναι εκείνο που διαμορφώνει τον χαρακτήρα του ανθρώπου και τη συμπεριφορά του. Δεν είναι άλλωστε δύσκολο να το διαπιστώσει κάποιος κινούμενος σήμερα στον Πειραιά. Οι παλαιές φωτογραφίες δεν απεικονίζουν πώς ήταν ο Πειραιάς, αλλά το πώς ήταν οι άνθρωποί του. Οι πλατείες, οι δρόμοι, οι κήποι δεν περιγράφουν πολεοδομική διαμόρφωση. Ανθρώπους που ζουν περιγράφουν.  


Επί της οδού Ιακώβου Δραγάτση, βρισκόταν το ζαχαροπλαστείο "Διεθνές" του Βουγιάλα, το πιο γνωστό στον Πειραιά, μαζί με τα "Ακροπόλ" και "Στάνη" στην Πλατεία Κοραή. Απέναντί του τα Ράλλεια σχολεία και πίσω του το Μέγαρο Κανέττη με το χαρακτηριστικό θόλο.  


Στην οδό Ρετσίνα το 1939

Πίσω στο χρόνο, στα καφφενεία (σύμφωνα με την γραφή της εποχής) και στις μπακαλοταβέρνες της γειτονιάς.  Και τα ντουβάρια πραγματικές μηχανές του χρόνου, τροφοδοτούν με εικόνες ακόμα παλαιοτέρων χρόνων. Η Γενοβέφα, ο Οθέλος, ο "πωλών τοις μετρητοίς" και ο "πωλών επί πιστώσει" και από δίπλα η νησιώτισσα με τη Αιγινήτικη στάμνα. Για τους Πειραιώτες η μεγαλύτερη ευχαρίστηση, ο μοναδικός τρόπος ψυχαγωγικής καταφυγής, ήταν η μικρή και ταπεινή μπακαλοταβέρνα της γειτονιάς ή ένα ασήμαντο καφενείο στον τόπο της εργασίας τους. Και αυτό διότι μετά τον κάματο του εργοστασίου, της μηχανουργείου ή του λιμανιού, μια γωνιά με το εκατοσταράκι έτοιμο, συνοδεία μιας ντομάτας και μερικών ελιών ήταν αρκετά για να ανεβάσουν το ηθικό των ανθρώπων, να τους δώσει δύναμη να συνεχίσουν. Εκτός από τις γειτονιές όμως, τέτοια στέκια, μικρά ουζερί και γωνιές καρτούτσου λειτουργούσαν και στα κεντρικά σημεία της πόλης, εκεί που η εργασία τις πρωινές ιδίως ώρες ήταν πυρετώδης και αδιάκοπη.
Στους τοίχους των καφενείων και των μπακαλοταβερνών όλο και συναντούσες και τη φωτογραφία κάποιου προγόνου σε ηρωική στάση να ποζάρει στο φακό φέροντας τη στολή της στρατιωτικής του θητείας. Με αυστηρό ύφος κοιτά από ψηλά τους θαμώνες στα μικρά τραπέζια να γελούν, να μιλούν και να πίνουν. 

- Καλέ Λευτέρη, γράψτα στο τεφτέρι σου και την άλλη εβδομάδα που ο Φανούρης θα πληρωθεί θα σου δώσουμε κάποιο έναντι…


Σαν να ακούω ακόμα τη φωνή της γειτόνισσας να φτάνει στα αυτιά μου.


Το υπερωκεάνιο "Νέα Ελλάς" (στα δεξιά). 

Πλοίο που διασώθηκε από την καταστροφή των Στούκας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ναυλώθηκε από τους Συμμάχους και χρησιμοποιήθηκε ως μεταγωγικό σε επικίνδυνες νηοπομπές. Όταν ο πόλεμος τελείωσε, το πλοίο αποδεσμεύθηκε από την αγγλική επίταξη και για χρόνια ολόκληρα αποτελούσε "γέφυρα" της Ελλάδας με την ομογένεια της Αμερικής.
Πλοίαρχος που συνέδεσε το όνομά του με αυτό το υπερωκεάνιο ήταν ο Σταμάτης Πολέμης, συγγενής του ποιητή Πολέμη. 

Γενικότερα τα ελληνικά υπερωκεάνια αποτελούσαν κομμάτι ελληνικής γης, όχι μόνο για όσους ταξίδευαν με αυτά, αλλά και για τους ομογενείς που τα έβλεπαν. Έλληνες της Νέας Υόρκης κατέβαιναν στο λιμάνι της αμερικανικής μεγαλούπολης για να δουν από κοντά Ελλάδα! Τόσο μεγάλη ήταν η αγάπη τους προς κάθε τι ελληνικό, ώστε η γαλανόλευκη που κυμάτιζε στην πρύμνη ενός ελληνικού υπερωκεάνιου ήταν αρκετή να προσφέρει ικανοποίηση στους ομογενείς. 


Καΐκια στο Πασαλιμάνι


Σε αυτά πάτησε η νησιωτική Ελλάδα και ανέκτησε την ελευθερία της, με αυτά στηρίχτηκε ο πρώτος καιρός της ανεξαρτησίας και κινήθηκε το εμπόριο και οι πραμάτειες. Τα καΐκια ήταν οι μαντατοφόροι της ελευθερίας. Με αυτά ακόμα ταξίδευαν οι άνθρωποι για να μεταβούν από το ένα μέρος στο άλλο. Ό,τι κι αν γινόταν ο άνθρωπος πάνω σε ένα καΐκι πατούσε. Πολλοί γεννήθηκαν πάνω σε καΐκι. Οι άνθρωποι στην πείνα τους, στην αρρώστια τους, στη σωτηρία τους στα καΐκια κατέφευγαν. Πόσα άραγε από αυτά δεν μετέφεραν τους ηρωικούς στρατιώτες μας στην Κρήτη και αργότερα στη Μέση Ανατολή; Πόσα από αυτά δεν μετέφεραν εφόδια στα δύσκολα χρόνια του λοιμού; Αυτά άλλωστε δεν ήταν που αποτέλεσαν και τον πρώτο ναρκαλιευτικό στόλο; Διότι εκεί που οι μαγνητικές νάρκες είχαν αφανίσει όλα τα ατμόπλοια, τα μικρά ξύλινα σκαριά κυμάτιζαν άφοβα ανάμεσά τους. Ένα εχθρό είχαν μόνο τα καΐκια κι αυτός ήταν ο άνθρωπος. Διότι τα καΐκια φτιάχτηκαν για να αντέχουν στο χρόνο και στις θύελλες της θάλασσας και των πολέμων. Μόνο την ανθρώπινη αδιαφορία δεν αντέχουν! Αυτή είναι που τα κατατρώει όπως το σαράκι. Την δεκαετία του 1960 ελάχιστα καΐκια είχαν απομείνει πλέον στο λιμάνι του Πειραιά. Ο ουρανός του πειραϊκού λιμένα είχε αδειάσει από τα ιστία τους. Η παρουσία τους είχε γίνει γραφική.



Πλανόδιος πωλητής φιστικιών Αίγινας σε κατάστρωμα πλοίου την δεκαετία του '50
(Φωτογραφία Έλλης Παπαδημητρίου)

Ταξίδευαν καθημερινά εκτελώντας το δρομολόγιο Αίγινα - Πειραιάς και αντίστροφα. Αναζητούσαν την πελατεία τους στους επιβάτες των πλοίων της συγκεκριμένης γραμμής. Ελάχιστοι από αυτούς τους ναυτικούς πωλητές φιστικιών έχουν απομείνει σήμερα. Για να περνά η ώρα και να σπάει η μονοτονία του ταξιδιού. Για τους Έλληνες η παρουσία τους αποτελούσε μια γνώριμη εικόνα. Για τους ξένους τουρίστες όμως ήταν μια εικόνα άγνωστη την οποία έσπευδαν να απαθανατίσουν.    

Δεν πρέπει να ξεγελάει ο Ι.Ν. Αγίας Τριάδας στο βάθος που είναι ο παλαιός με τα διπλά καμπαναριά. Η φωτογραφία είναι μεταπολεμική της δεκαετίας του 1950. Απλώς η πρόσοψη της παλαιάς, βομβαρδισμένης, εκκλησίας είναι η μοναδική που στέκει ανέπαφη, δίνοντας την εντύπωση της φυσιολογικότητας. Πίσω όμως από την πρόσοψη δεν υπάρχει τίποτε που θα θυμίζει τον παλαιό ναό. Η νέα Αγία Τριάδα θα ανεγερθεί στη ίδια θέση αργότερα, και το ρολόι θα κατεδαφιστεί επίσης αργότερα. Μια ακόμα φωτογραφία της Έλλης Παπαδημητρίου.  



Ακτή Πρωτοψάλτη δεκαετία 1960. 

Ακτή που έγινε διάσημη από το κέντρο "Λάμψις της Σελήνης". Ωστόσο σε αυτή την μικρή ακτή έγιναν για πρώτη φορά στην Ελλάδα αγώνες λεμβοδρομίας το 1886 και  διεθνείς αγώνες λέμβων το 1888 διοργανωμένους από τον Όμιλο Ερετών που έδρευε εκεί από το 1885. Σε αυτούς τους διεθνείς αγώνες συμμετείχαν λέμβοι από αγγλικά, γαλλικά και ρωσικά πολεμικά πλοία. 
Ο Όμιλος Ερετών όπως αναφέραμε είχε την έδρα του στην Ακτή Πρωτοψάλτη, στην θέση που μεταγενέστερα στεγάστηκε η ταβέρνα. Από εκεί οι Ερέτες έριχναν τις λέμβους στην θάλασσα. Συνεπώς τόσο οι ελληνικοί αγώνες του 1886 όσο και οι "Διεθνείς" αγώνες του 1888, έγιναν στον κόλπο που κάποτε υπήρχε κάτω από τον απότομο λόφο της Καστέλλας και που σήμερα δεν υπάρχει λόγω της επιχωμάτωσης της παραλίας. Η νέα επιχωματωμένη παραλία το 1973 μετονομάστηκε σε Ακτή Δηλαβέρη.   



Ακτή Ξαβερίου, δεκαετία 1950. Παροπλισμένα εμπορικά αναμένουν την διάλυσή τους.
(φωτογραφία Έλλης Παπαδημητρίου) 

Το όνομα ή η προσφορά ενός πλοίου ουδέποτε στάθηκε ικανό να διασώσει πλοία από τη διάλυση. Με τον όρο αυτό προσδιορίζουμε τον τρόπο εκείνο με τον οποίο τα πλοία μέχρι και σήμερα «πεθαίνουν». Ο χρόνος αφού τα κατέστησε ξεπερασμένα κι άχρηστα τα έστειλε να πουληθούν με την οκά, να πουληθούν δηλαδή για παλιοσίδερα. Η πρώτη οργανωμένη μονάδα διάλυσης πλοίων συγκροτήθηκε κοντά στον Πειραιά, ήταν ο κόλπος των Αμπελακίων στη Σαλαμίνα, που μετατράπηκε σταδιακά σε ένα μεγάλο «κοιμητήριο πλοίων».  Πριν από αυτό όμως, τα πλοία προς διάλυση οδηγούνταν στην Ακτή Ξαβερίου του πειραϊκού λιμένα. Εκεί αφού περίμεναν για αρκετό χρονικό διάστημα την πώλησή τους, έστω και σε τιμή πολύ μικρή, οδηγούνταν τελικώς στο «κοιμητήριο» των Αμπελακίων. Εκατοντάδες αν όχι χιλιάδες πλοία είχαν ως τελευταίο τους δρομολόγιο την διαδρομή Ακτή Ξαβερίου – Αμπελάκια Σαλαμίνας. Στη γλώσσα των ναυτικών αυτό ήταν το στερνό ταξίδι των πλοίων. Μια βόλτα στα Αμπελάκια ισοδυναμούσε με ένα ταξίδι στην ιστορία της ελληνικής ακτοπλοΐας. 



Επιβίβαση σε πλοίο με χρήση κλίμακας - 1933

Από το 1931 και μετά η ταλαιπωρία των επιβατών για επιβίβαση / αποβίβαση στα πλοία στο λιμάνι του Πειραιά λαμβάνει τέλος! Το χάος των βαρκάρηδων αντικαθίσταται από μια σκάλα που οδηγεί τον επιβάτη απευθείας στο βαπόρι. Οι προβλήτες έδιωξαν του βαρκάρηδες του λιμανιού καθώς και τα επεισόδια που δημιουργούσαν μεταξύ τους. Το πλεύρισμα των πλοίων στις προβλήτες απέδειξε τελικώς ότι μια ξύλινη σκάλα ήταν αρκετή να γεφυρώσει την διαφορά μεταξύ ενός βάρβαρου καυγά και μιας πολιτισμένης επιβίβασης. 

Ακτή Κονδύλη 1933. Ατμόπλοιο με φόντο τον Σταθμό Σ.Π.Α.Π. ή απλώς Πελοποννήσου. 

Μια σιδηροδρομική γραμμή Πελοποννήσου παραδόθηκε τμηματικά. Το πρώτο τμήμα της παραδόθηκε στις 21 Μαΐου 1884  και έφτανε μέχρι την Κόρινθο. Η γραμμή φτάνει στο Κιάτο τον Σεπτέμβριο του 1885 και τελικώς στην Πάτρα το 1887 με ένα χρόνο καθυστέρηση από την αρχική ημερομηνία. Κάθε τμήμα που ετοιμάζεται αναγγέλλεται θριαμβευτικά από τον τύπο της εποχής, με πρωτόγνωρα ενθουσιώδη κείμενα και φωτογραφίες για το τεχνικό επίτευγμα, καθώς η διαδρομή περιελάμβανε δύσκολα τμήματα όπως την διάβαση της "Κακής Σκάλας". Η διαδρομή από Πειραιά έως Κόρινθο θεωρήθηκε από τα πιο δύσκολα τεχνικά έργα στην Ελλάδα με 481 γέφυρες, σήραγγες και άλλες παρεμβάσεις. Ο σταθμός στέκει μέχρι σήμερα στη θέση του ως τερματικός σταθμός του Προαστιακού σιδηροδρόμου. Όσο για την πολυδιαφημισμένη γραμμή της Πελοποννήσου αυτή αντικαταστάθηκε από άλλη, καθώς το άνοιγμα των γραμμών του ενός μέτρου ήταν εκτός προδιαγραφών. Το ίδιο και τα 481 γιοφύρια της και τα υπόλοιπα έργα που την πλαισίωναν. 



Άφιξη Εμπορικού Πλοίου στον μεταπολεμικό Πειραιά φορτωμένο με είδη βοήθειας. 
 .
Όταν κάποτε ανέτειλε και για τη χώρα μας ο αέρας της ελευθερίας, στον Πειραιά βρέθηκε μεγάλος αριθμός ναυτικών στη δυσχερή θέση της καταναγκαστικής ανεργίας, αφού δεν υπήρχαν πλοία ώστε οι ναυτικοί μας να εργασθούν. Ωστόσο με γοργούς ρυθμούς ο ακτοπλοϊκός στόλος άρχισε και πάλι να αναγεννιέται με πλοία, τα περισσότερα εκ των οποίων, προέρχονταν από τις λεγόμενες πολεμικές αποζημιώσεις.
Η Διεύθυνση Θαλασσίων μεταφορών παραλάμβανε τα πλοία των πολεμικών αποζημιώσεων και τα δρομολογούσε σε διάφορους προορισμούς όχι μόνο προς νησιωτικούς προορισμούς αλλά και σε όλη την Ελλάδα καθώς ο πόλεμος είχε διαλύσει το οδικό δίκτυο και δρόμοι δεν υπήρχαν. Εκτός αυτού υπήρχε και ο εμφύλιος, προσθέτοντας μια ακόμα πληγή στην πολύπαθη χώρα. Η εκτέλεση οδικής μεταφοράς ήταν μια σοβαρή κι επικίνδυνη υπόθεση, κι έτσι άνθρωποι και εμπορεύματα διεκπεραιώνονταν δια θαλάσσης. 


1955 - Ταξίδι από Σάμο προς Πειραιά με το πλοίο "Δέσποινα". (Robert McCabe)

Τ' αγαπώ αυτά τα καράβια, προ πάντων τα φτωχοκάϊκα. Γιατί εκεί πέρα βλέπεις τη ρωμηοσύνη τη βασανισμένη, μα που δεν χάνει το κέφι της και το μεράκι της, ύστερ΄ από τόσα μαρτύρια που τράβηξε και τραβά ακόμα. Σαν εικονίσματα είναι οι καθρέπτες πίσω στην πρύμνη, κ΄ έχουνε γραμμένο τ' όνομα κάθε καϊκιού, σκέτο είτε ζωσμένο με λουλούδια και με κορνίζες πλουμισμένες. Πολλά αρχοντοκάραβα έχουνε και σκαλίσματα με πλουμιά και με γοργόνες..."
Φώτης Κόντογλου, "Θάλασσες, καΐκια και καραβοκύρηδες"




Αναχώρηση για τη Ρόδο με το πλοίο "Αιγαίον" των αδελφών Τυπάλδου. 

Αναχωρούσε από τον Πειραιά πάντα με πληρότητα. Όλα τα καλοκαίρια της δεκαετίας του 1950 το "Αιγαίον" μισθωνόταν από την Εργατική Εστία για εκδρομές εργατών και υπαλλήλων στη Ρόδο.
Τα μέλη της "Εστίας" κατέβαλαν το 1/3 του συνολικού κόστους της εκδρομής. Το σύνολο έφτανε τις 50 χιλιάδες δραχμές και περιλάμβανε εκτός της μεταφοράς τροφή και έξοδα κινήσεως εντός του νησιού. Με το "Αιγαίον" διακομίσθηκε το 1946 από τη Μασσαλία η σωρός του Πρίγκιπα Ανδρέα που στη συνέχεια μετακομίσθηκε στο Τατόι.
(Το "Αιγαίον" φωτογραφήθηκε από τον Robert McCabe κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα την δεκαετία του ΄50 και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "2board" τ. Αυγ. - Οκτ. 2019.)

Πειραιάς Μάιος 1939

Εργάτριες της καπνοβιομηχανίας των αδελφών Παπαστράτου, ακούνε ραδιόφωνο την ώρα του διαλείμματος. 

Αυτό το εργοστάσιο του Πειραιά ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1931 και θεωρήθηκε ένα από τα πλέον σύγχρονα εργοστάσια επεξεργασίας καπνού στην Ευρώπη. Ο τέταρτος όροφος προοριζόταν αποκλειστικά για τους εργαζόμενους παρέχοντάς τους ιματιοθήκες, λουτήρες, καπνιστήριο, ιατρείο, αίθουσα εστιάσεως και μαγειρείο. Το 1934 το διαδοχικό ζεύγος του θρόνου της Σουηδίας όταν επισκέφθηκε την Ελλάδα ζήτησε να δει από κοντά το εργοστάσιο του οποίου η φήμη είχε φτάσει στη χώρα τους όπως και πραγματικά έγινε.


Στις 6 Μαρτίου του 1958 το υπερωκεάνιο "Βασίλισσα Φρειδερίκη" αναχωρεί. 

Σαλπάρει ξανά από τον Πειραιά με προορισμό την Αμερική (Νέα Υόρκη) και τον Καναδά με ενδιάμεσες στάσεις σε Νάπολη και Γένοβα. Επτακόσιοι πενήντα Έλληνες μετανάστες αναχωρούσαν (εκ των οποίων οι 150 προορίζονταν για τον Καναδά) αφού πρώτα είχαν αποχαιρετίσει τους συγγενείς τους στην προβλήτα της Τρούμπας. Σε κάθε αναχώρηση υπερωκεάνιων πλοίων για την Αμερική ή την Αυστραλία τα λιγοστά ξενοδοχεία του Πειραιά γέμιζαν από άνδρες, γυναίκες και παιδιά από όλες τις περιοχές της Ελλάδας που είχαν φτάσει στο λιμάνι συνοδεύοντας το αγαπημένο τους πρόσωπο που αναχωρούσε. 
Οι ασπασμοί, οι αγκαλιές, τα δάκρυα και οι κραυγές των μανάδων, που μέχρι να χαθεί το πλοίο από το λιμάνι φώναζαν στα παιδιά τους, που ίσως να μην έβλεπαν ξανά στη ζωή, έμειναν βαθιά χαραγμένες στη μνήμη όσων έτυχε να παρακολουθήσουν τέτοιες στιγμές.


Ένας ακόμα αποχαιρετισμός. Του υπερωκεάνιου "Ολύμπια" αυτή τη φορά.

Όλοι οι μετανάστες την τελευταία εικόνα που διατηρούσαν ως ανάμνηση στα χρόνια της ξενιτιάς ήταν ο αποχαιρετισμός των δικών τους ανθρώπων που στέκονταν στις προβλήτες του Πειραιά κουνώντας πέρα δώθε τα μαντήλια τους μέχρι το πλοίο να εξαφανιστεί πέρα στον ορίζοντα του Σαρωνικού.   




Το στοιχείο που κάποτε έλκυε τους Πειραιώτες στο Τουρκολίμανο ήταν η γραφικότητά του. Τίποτα τα ψεύτικο, τίποτα το επιτηδευμένο. Οι Πειραιώτες κατέβαιναν στον γραφικό όρμο για να απολαύσουν τη πρωτόγνωρη γαλήνη του, ζευγαράκια να ονειρευτούν το μέλλον τους, να κάτσουν δίπλα στα φιλόξενα νερά του. 
Τα βράδια στις παράλιες ταβέρνες, ποτήρια ρετσίνας υψώνονταν προσφέροντας σπονδή στις φιλίες της νιότης, στους πρώτους κερδισμένους έρωτες ή σε εκείνες τις αγάπες που πέταξαν κι έφυγαν μακριά αφήνοντας πίσω τους όχι κενά μα εμπειρίες ζωής. Οι ψαράδες άπλωναν τα δίχτυα τους στον δρόμο, άνθρωποι της θάλασσας, πρόσφυγες και εργατικοί, εικόνες, ήχοι και οσμές ανάμικτες, μόχθου και διασκέδασης, κίνησης και ανάπαυσης, αλμύρας και πεύκου, ρετσίνας και θαλασσινού μπάτη. Το Τουρκολίμανο ήταν η εικόνα της καθημερινής ζωής, ήταν η εικόνα του Πειραιά της σχόλης, του κλεισίματος μιας δύσκολης μέρας, μιας φιλίας, ενός χωρισμού, μιας υπόσχεσης εκπληρωμένης ή ανεκπλήρωτης. 
Τι από όλα αυτά σήμερα άραγε υπάρχει;



Επιβάτες αποβιβάζονται στον Πειραιά. 

Κατά την διάρκεια ενός ταξιδιού πόσες ιστορίες δεν γράφτηκαν, πόσα δράματα, πόσοι έρωτες.... Οι περισσότερες από τις ιστορίες αυτές πέρασαν και ξεχάστηκαν. Κάποιες έγιναν γνωστές καθώς δημοσιεύθηκαν. Όπως του Γεωργίου Βιζυηνού. Στις 15 Απριλίου του 1896 πεθαίνει στο Δρομοκαΐτειο φρενοκομείο ο Γεώργιος Βιζυηνός έγκλειστος σε αυτό επί τέσσερα χρόνια (από το 1892), κατακυριευμένος από το πάθος του για την μαθήτριά του Μπετίνα Φραβασίλη την οποία ήθελε να νυμφευθεί.
Τον Αύγουστο του 1883 είχε δημοσιεύσει το διήγημα "Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως" σε συνέχειες στην εφημερίδα "Εστία". Το πλοίο “Rio Grande”, ξεκινάει από τον Πειραιά με προορισμό τη Νάπολη Ιταλίας. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ο Ποιητής και αφηγητής της ιστορίας, συναντά μια παιδική του φίλη και τον βαθύπλουτο πατέρα της. Ο ποιητής ερωτεύεται τη νεαρά αλλά..


Αναμονή επιβίβασης για προσκυνηματικό ταξίδι στην Τήνο.

Το ταξίδι στην Τήνο κάποτε ήταν αληθινός άθλος μετακίνησης. Για να φτάσει κάθε ταξιδιώτης σώος και αβλαβής στο νησί και να επιστρέψει εξίσου σώος πίσω στην ασφάλεια του σπιτιού του. 
Αυτό ήταν το πραγματικό θαύμα της Παναγιάς! 
Το στοίβαγμα σε όλα αυτά τα πλοία, ξεπερνούσε τον επιτρεπτό αριθμό των επιβαινόντων ενώ η εικόνα απέδιδε σκηνές όμοιες με εκείνες της πρόσφατης τότε Μικρασιατικής καταστροφής. Και αυτοί οι άνθρωποι οι τόσο άσχημα στοιβαγμένοι πάνω στα καταστρώματα των πλοίων δεν θα είχαν καμία τύχη αν τότε γινόταν το μοιραίο!

Και στις λιθόστρωτες τότε αποβάθρες του Πειραιά; Κι εκεί πραγματικός χαμός! Στρώματα, μπόγοι με ρούχα, τρόφιμα και εικονίσματα, άνθρωποι υγιείς και άρρωστοι όλοι μαζί κατά μήκος όλου του λιμανιού, αφού από όλα τα σημεία του λιμανιού αναχωρούσαν τα πλοία προς την Τήνο. Και ο απλός παρατηρητής που έβλεπε όλο αυτό το πλήθος απορούσε.

- Πώς είναι δυνατόν να διεκπεραιωθεί ένα τέτοιο πλήθος;

- Πού βρίσκονταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι;




Το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά φωτογραφημένο από πλοίο αρχές δεκαετίας του '50. 


Ο Πειραιάς το 1835 ως πόλη και ως λιμάνι, ως προς το μέγεθος διακίνησης προσώπων και αγαθών εμφανίζει τόσο μικρά στατιστικά κίνησης, που ο έλεγχός του υπάγεται διοικητικώς στον Κεντρικό Λιμενάρχη της Ύδρας! Ο Γάλλος υπολιμενάρχης Λεόν Μπαντέν (Leon Badin), που μέχρι τότε υπηρετούσε στο Ναύπλιο, διορίζεται στον Πειραιά. Όταν αφικνείται αδυνατεί να βρει κατάλληλο σημείο να στεγαστεί και τελικά αποφασίζει να χρησιμοποιήσει ως κατοικία του, μια καμπίνα του κανονιοφόρου «Ανδρούτσος», ενώ διατηρεί μικρό οίκημα ως γραφείο στη στεριά. Ύστερα από 130 περίπου χρόνια, το Λιμάνι του Πειραιά και η ελληνική ναυτιλία σε τίποτα δεν θυμίζει την δύσκολη αρχή. Το συνάλλαγμα που έμπαινε στην χώρα μας το 1958 ήταν περίπου 60 εκατομ. δολάρια, και το 1960 άγγιξε τα 100 εκατομ. δολάρια, χωρίς να υπολογιστούν στο ποσό αυτό και άλλα 44 εκατομ. δολάρια που έμπαιναν στην Ελλάδα από τις μισθοδοσίες των ναυτικών μας και τα εμβάσματα.

Και πάλι η οδός Ρετσίνα το 1939 στη συμβολή της με την οδό Αλιπέδου.


Οι αδελφοί Ρετσίνα εκτός του ότι παρήγαγαν φτηνά ελληνικά βαμβακερά υφάσματα, ανέπτυξαν μαζικά την ραπτική στην Ελλάδα, σε τέτοιο βαθμό ώστε ένα βαμβακερό παντελόνι που πριν κόστιζε 40 δραχμές να πωλείται τώρα μόλις με 5 δραχμές! Έτσι η εργατική αλλά και η φοιτητική τάξη ανακουφίστηκε και τα υφάσματα Ρετσίνα έγιναν δημοφιλή. Το ίδιο έπραξαν αργότερα και με τα μάλλινα υφάσματα των οποίων η τιμή κατέβηκε από τις είκοσι δραχμές στις οκτώ!  
Ο Θεόδωρος Ρετσίνας εξαιτίας των υφασμάτων του έφτασε να εκλεγεί και Δήμαρχος Πειραιώς την 1 Οκτωβρίου του 1887. Το όνομα του Θεόδωρου Ρετσίνα, δεν ήταν για τον εργατόκοσμο του Πειραιά ενός ακόμη πλουσίου και πετυχημένου άνδρα, αλλά ενός κοινωνικού σωτήρα κι αυτό φάνηκε από τα αποτελέσματα της δημοτικής εκλογικής διαδικασίας. Πριν από την ίδρυση της κλωστοϋφαντουργίας των Αδελφών Ρετσίνα τα υφάσματα ήταν πανάκριβα καθώς εισάγονταν από την Ευρώπη. Προς τιμή του ο δρόμος στις 11 Δεκεμβρίου του 1906 μετονομάσθηκε σε "οδό Θεόδωρου Ρετσίνα". Ωστόσο μόνο το επίθετο αναγράφηκε στα οδόσημα. 

Δεξιά η Πλατεία Κοραή και αριστερά ο Άγιος Κωνσταντίνος. 

Στις 20 Δεκεμβρίου του 1944, η Πλατεία Κοραή μετονομάσθηκε σε Πλατεία Ουίνστον Τσώρτσιλ καταδεικνύοντας την πολιτική θέση της δημοτικής αρχής έναντι των Δεκεμβριανών που είχαν μόλις ξεσπάσει. Και έτσι η Πλατεία Κοραή έμεινε να αποκαλείται Πλατεία Τσώρτσιλ για περίπου δέκα χρόνια μέχρι τον Αύγουστο του 1954, οπότε έλαβε και πάλι την αρχική της ονομασία.  Στην οδό Καραΐσκου, πίσω ακριβώς από το πάρκο του Αγίου Κωνσταντίνου υπήρχε το καφενείο των "Κυνηγών" που τα μεσημέρια οι περισσότεροι πήγαιναν για γαρίδες και ούζο. 

Χιόνι στο Πασαλιμάνι το 1934
Στις 15 Φεβρουαρίου του 1934 Αθήνα και Πειραιάς ερήμωσαν εξαιτίας μεγάλης χιονοπτώσεως. Οι Μετεωρολόγοι της εποχής κατέγραψαν ότι παρόμοια χιονόπτωση είχε συμβεί τον Ιανουάριο του 1850 και τον Ιανουάριο του 1864 που το έδαφος είχε μείνει καλυμμένο από χιόνι επί δεκατέσσερις ημέρες. Ελάχιστοι βγήκαν από τα σπίτια τους και η πόλη είχε την όψη απόλυτης ερημιάς. Πολλές στέγες σπιτιών ράγισαν από το βάρος του χιονιού. Δέκα οικίσκοι στην Δραπετσώνα κατέρρευσαν. Μόνο νεαρά στην ηλικία άτομα έκαναν την εμφάνισή τους με μοναδικό σκοπό τον χιονοπόλεμο. 

Το Ωρολόγιο σε φωτογραφία του 1939.

Στα δεξιά το Μέγαρο τραπέζης και δίπλα του η Δημοτική Αγορά. Στον Πειραιά, στην καρδιά της δημοτικής αγοράς της πόλης, υπάρχει σήμερα η «οδός Δημοσθένους» προς τιμή του μεγαλύτερου ίσως ρήτορα της αρχαιότητας. Όπως είναι γνωστό καμιά ονοματοθεσία δρόμου από τη σύσταση του Δήμου Πειραιά (1835) κι ύστερα, δεν ήταν τυχαία, αλλά βασιζόταν πάνω σε μια ιστορία έγγραφη ή άγραφη, που γεννούσε ένα δεσμό ανάμεσα στο αντικείμενο της ονοματοθεσίας και στην πόλη. Έτσι και η ύπαρξη ενός δρόμου που φέρει το όνομα του Δημοσθένη δεν φαίνεται να έγινε τυχαίως, αλλά διότι στην αρχαιότητα υπήρχε σχέση του Πειραιά με τον μεγάλο ρήτορα, καθώς του άρεσε να συχνάζει και να χάνεται μέσα στο πλήθος των μετοίκων που κυκλοφορούσαν τότε στον Πειραιά για να μην αισθάνεται άσχημα για την καχεξία του.
Στον Πειραιά ο Δημοσθένης βρήκε τη λύση των προβλημάτων του καθώς γνώρισε τον ηθοποιό Σάτυρο. Ο ηθοποιός μπήκε στο σπίτι του Δημοσθένη όπου τον βρήκε να κάθεται και να οδύρεται για τα παθήματά του.
«Πώς είναι δυνατόν», ρώτησε ο Δημοσθένης τον Σάτυρο, «να ανεβαίνουν στο βήμα της αγοράς για να μιλήσουν ναύτες των πλοίων ή άνθρωποι αμόρφωτοι ή άλλοι που το μόνο που κάνουν στη ζωή τους είναι να ξενυχτούν και να είναι βυθισμένοι στην κραιπάλη ενώ εγώ που μελετώ τη ρητορική δεν καταφέρνω να πείσω κανέναν από το πλήθος;». (αναπάντητο ερώτημα που ισχύει μέχρι τις μέρες μας).


Γέφυρα Καλαμάκη το 1939.
Οι ατμόμυλοι Πειραιώς ήταν οι περισσότεροι και οι μεγαλύτεροι σε όλη την Ανατολή. Σημαντικός αλευροβιομήχανος υπήρξε και ο Δημήτριος Καλαμάκης ο οποίος τόλμησε μεταρρυθμίσεις εκσυχρονισμού του εργοστασίου του στις αρχές του 20ου αιώνα. 
Αντικατέστησε τις παραδοσιακές μυλόπετρες με κυλίνδρους που εισήγαγε από την Ζυρίχη της Ελβετίας του εργοστασίου Millot. Ήδη από το 1901 ο Καλαμάκης είχε εισάγει ως κινητήρια δύναμη του εργοστασίου του το φωταέριο αντικαθιστώντας τον ατμό. Έκτοτε το όνομά του ταυτίστηκε με τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη νέας τεχνολογίας. Δεν είναι διόλου τυχαίο λοιπόν ότι η εν λόγω γέφυρα παρά το γεγονός ότι γειτνίαζε με πολλά ιστορικά εργοστάσια, έλαβε το δικό του όνομα. 
  


Παραδοσιακά καΐκια τύπου "Λίμπερτι" στον Πειραιά.

Τα αθάνατο ξύλινα πλεούμενα που έδιναν ζωή στον Πειραιά. Κάποτε ρύθμιζαν τη ζωή της πόλης. Πόδιζαν στα Καρβουνιάρικα ζέσταιναν τον Πειραιά τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Κουβαλούσαν ξυλοκάρβουνα από το Άγιο Όρος και από άλλες περιοχές και τα ξεφόρτωναν στην Ακτή Ξαβέρη. Τα πήγαινε – έλα των καϊκιών σιγούρευαν τον κόσμο ότι δεν θα του λείψει το κάρβουνο και όχι μόνο αυτό. Με τα ξεφορτώματα στου Ξαβέρη, κινούταν οι κυλινδρόμυλοι, τα εργοστάσια, οι ατμοηλεκτρικές μηχανές, τα πάντα! Από τα καΐκια  θερμαινόταν ο Πειραιάς και η πρωτεύουσα από δίπλα.  Λίγο πιο κάτω στου Τζελέπη, άλλα καΐκια κουβαλούσαν τις πραμάτειες, τα Ανδριώτικα κρεμμύδια, τα Αιγινίτικα κανάτια, τη φάβα της Σαντορίνης. Στα «Λεμονάδικα» ξεφόρτωναν τα φρούτα και τα οπωρολαχανικά μέσα σε τεράστιες καλαθούνες. Δεν υπήρχε κανένα σημείο του μεγάλου πειραϊκού λιμανιού που να μην γεμίζει από ιστία καϊκιών αρχικά και αδειανά ιστία αργότερα όταν στα παραδοσιακά αυτά σκαριά προστέθηκαν μηχανές. Το σιωπηλό μέχρι τότε λιμάνι, μπορεί να γέμισε ξαφνικά από το βόμβο των μηχανών τους, αλλά η εικόνα παρέμενε πάντα η ίδια, αναλλοίωτη, με τα ιστία να υψώνονται περίτρανα στον ουρανό. Αθάνατα σκαριά, τα καΐκια φτιάχνονταν χωρίς ημερομηνία λήξεως. Οι νεοέλληνες ήταν που τα σκότωσαν αντί ευτελούς ποσού επιδότησης.



Τουρκολίμανο αρχές 20ου αιώνα, άδειο ακόμα από σπίτια κι ανθρώπους, με κάποιους μόνο ψαράδες να ζουν στην ακτή του. Δύο δεκαετίες αργότερα, μετά την καταστροφή του '22, δημιουργείται ένας μικρός προσφυγικός συνοικισμός στον οποίο διαμένουν 150 περίπου προσφυγικές οικογένειες. Το Τουρκολίμανο θα αποτελέσει αρχικά ένα από τα γραφικότερα σημεία του Πειραιά συγκεντρώνοντας κόσμο τα καλοκαιρινά απογεύματα στην ακτή του που αναζητά ηρεμία, ενώ οι μικρές ταβέρνες ήταν γνωστές για εκλεκτή ρετσίνα τους.


Άνδρες της Σχολής Εμποροπλοιάρχων Ύδρας στην Σταλίδα.

Εκπαιδεύονται από Λιμενικούς, πάνω στο νησάκι της Σταλίδας (Κουμουνδούρου).  Απέναντί τους η παραλία της Καστέλλας. Στα αριστερά η Έπαυλη Οριγώνη (μετέπειτα Μουτούση), ενώ στα δεξιά ακολουθούν οι εγκαταστάσεις της Έπαυλης Μαυρομιχάλη, οι οποίες βρέχονται στην κυριολεξία από τη θάλασσα, καθώς τότε ακόμα δεν είχε επιχωματωθεί η περιοχή, ώστε να δημιουργηθεί η παραλία που σήμερα υπάρχει. 
Οι Σχολές Ύδρας παρέμειναν στην Καστέλλα μέχρι την 1η Νοεμβρίου του 1949 για χρονικό διάστημα περίπου επτά ετών. Εκτός από τα θεωρητικά μαθήματα διδάσκονταν και τη ναυτική τέχνη. Μάθαιναν να δένουν σχοινιά, να κατραμώνουν σπάγκους κ.α. 
Μέρος των εγκαταστάσεων του Ναυτικού Ομίλου Ελλάδος είχαν παραχωρηθεί για τις ανάγκες της σχολής Εμποροπλοιάρχων Ύδρας όπως το Λεμβαρχείο. Όσο για τη μικρή Σταλίδα αυτός ο πανέμορφος θαλασσόβραχος της Καστέλλας θα σωθεί με παρέμβαση του Μανούσκου το 1939 όταν είχε απομείνει σχεδόν φαλακρός εξαιτίας των παρανόμων εκσκαφών από εργολάβους προκειμένου να χρησιμοποιούσουν την άμμο και τις πέτρες που αφαιρούσαν από αυτήν στις οικοδομές. Ο Μανούσκος τους είχε χαρακτηρίσει "λαθρέμπορους πέτρας".  



Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, όταν ακόμα περνούν από τον Τινάνειο κήπο, αναζητούν με τη ματιά τους να βρουν τους πλανόδιους φωτογράφους με τις λευκές ποδιές.
Τόσο εκεί όσο και στις Πλατείες Τερψιθέας ή μπροστά από το Δημοτικό Θέατρο ή στην Πλατεία Κοραή, όταν ακόμα υπήρχαν περιστέρια, οι φωτογράφοι συνέδεσαν την παρουσία τους με την ιστορία της πόλης.
Οι φωτογράφοι ήταν οι άνθρωποι που βρίσκονταν στο κ
ατάλληλο μέρος, την κατάλληλη στιγμή.
Η παρουσία τους τελικώς αποτέλεσε μέρος του ντεκόρ που οι ίδιοι φωτογράφιζαν. Έτσι έφτασαν στο τέλος της εποχής τους να φωτογραφίζονται αντί να φωτογραφίζουν. Οι τελευταίοι φωτογράφοι με τις χαρακτηριστικές λευκές ποδιές τους στον Πειραιά εξαφανίστηκαν μαζί με τα σύμβολα της πόλης κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1960 άντε αρχές του εβδομήντα. Έφυγαν μαζί με το ρολόι του Πειραιά, τα περιστέρια της πλατείας Κοραή, τα πουλιά της Τερψιθέας, τα γραφικά μικρά τραμ... Ξεπεράστηκαν από την εξέλιξη αλλά έμειναν για πάντα χαραγμένοι στη μνήμη μας.

Φίλαθλοι του Ολυμπιακού Πειραιώς πανηγυρίζουν. 

Αυτό το «Πειραιώς» έδειχνε ότι αναφερόταν σε μια πόλη που ζούσε στο περιθώριο της πρωτεύουσας, που έδινε τον αγώνα της βιοπάλης.
Αναφερόταν στους κατοίκους μιας εργατούπολης που δεν γνώριζαν θέατρα και κοσμικές διασκεδάσεις, που περνούσαν τις σχόλες και τις αργίες τους με πασατέμπο βολτάροντας στο Πασαλιμάνι, που γελούσαν με το θέατρο σκιών του Χαρίδημου, που χαίρονταν με την κεχριμπαρένια ρετσίνα των Μεσογείων στου Μπαϊκούτση, στου Καλαμπάκα και στου Παρλαμά. Και άλλες ομάδες στην πορεία του χρόνου έφεραν την επωνυμία «Ολυμπιακός», καμία όμως δεν έφερε τον προσδιορισμό «Πειραιώς». Αυτός ο προσδιορισμός ήταν η προστιθέμενη αξία!





3 σχόλια:

Unknown είπε...

Υπεροχο ταξιδι στο παρελθον.

Unknown είπε...

Εκπληκτική Ανάρτηση
Συγχαρητήρια

Unknown είπε...

Παλιός ωραίος Πειραιάς!

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"