Στα κουτούκια και στις οικογενειακές ταβέρνες






του Στέφανου Μίλεση

Η ταβέρνα ταυτισμένη στη συνείδησή μας με την καλή παρέα, την αθάνατη ρετσίνα, το τραγούδι και τον πρόχειρο μεζέ, έχει μεγάλη ιστορία, περισσότερη απ’  όσο φανταζόμαστε. Χρειάστηκε όμως να περάσει αρκετός καιρός για να ανοίξουν οι ταβέρνες της πύλες τους και να δεχθούν οικογένειες. Και όταν αυτό συνέβη σε αρκετές άρχισε να εμφανίζεται στην πρόσοψη του καταστήματος μια μεγάλη πινακίδα με τίτλο «Οικογενειακή Ταβέρνα», ώστε να διαλύει κάθε αμφιβολία. Απαιτήθηκε λοιπόν καιρός ώστε η ταβέρνα εξευγενιστεί και να κερδίσει την εμπιστοσύνη των απλών ανθρώπων που έσπευδαν με τις οικογένειές τους. 




Τότε ήταν που άρχισε να διακρίνεται αν θέλετε, σε διάφορες άλλες παραλλαγές που άλλοτε αναγράφονταν στον τίτλο της, κι άλλοτε όχι αλλά απλώς εννοούνταν, όπως μουσική ταβέρνα, κοσμική ταβέρνα, φιλολογική ταβέρνα κ.ο.κ. Η ταβέρνα στην καλή της εποχή ταυτίστηκε με πολλές έννοιες αλλά κύρια δύο ήταν οι λέξεις που την χαρακτήριζαν: το κρασί και ο μεζές. Πρόγονος της ταβέρνας ήταν το καπηλειό που εξυπηρετούσε κυρίως ταξιδιώτες προσφέροντας κρασί και πρόχειρο φαγητό, ενώ στον πάνω όροφο του ιδίου κτηρίου, υπήρχαν συνήθως δωμάτια για μια διανυκτέρευση. Καπηλειό θα λέγαμε ότι ήταν και το πανδοχείο που λειτούργησε το 1829 ένας από τους πρώτους οικιστές του Πειραιά, ο Γιαννακός Τζελέπης. Από τις λιγοστές περιγραφές που διασώθηκαν φαίνεται ότι στου Τζελέπη προσφερόταν κρασί, φουμάρισμα ναργιλέ και ένας κάποιος πρόχειρος μεζές, ενώ στο πάνω ακριβώς πάτωμα υπήρχαν μερικά μικρά και άβολα δωμάτια. Στα καπηλειά τόσο σε Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, συνήθως σύχναζαν εκτός από ταξιδιώτες, οι αμαξάδες που διακρίνονταν από τις βλάσφημες εκφράσεις τους, αλλά και άνθρωποι που αναγκαστικά προσέφευγαν σε αυτήν όπως πραματευτές, οδοιπόροι και φυσικά ντόπιοι που την είχαν ως στέκι τους. 



Οι ταβέρνες αποτέλεσαν στέκια ανθρώπων που αντιπροσώπευαν διαφορετικές τάξεις και επαγγέλματα. Όσες βρίσκονταν μακριά από τα κοσμικά κέντρα των πόλεων, στις απόμερες συνοικίες, στις παρυφές της πόλης, αποτελούσαν συνήθως τόπο συνάθροισης ανθρώπων του περιθωρίου και χαμηλής κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια μέχρι να αλλάξει η φήμη από τις ταβέρνες του Περάματος, της Δραπετσώνας, της ερημικής Πειραϊκής και των Ταμπουρίων και να δημιουργηθεί η εικόνα της ταβέρνας όπως την διατηρούμε στις αναμνήσεις μας. Αυτό που σήμερα αποκαλούμε παραδοσιακή ταβέρνα, μόνο παραδοσιακή δεν είναι, διότι αν το εννοούσαμε θα περιγράφαμε ταβέρνες περιθωριακών τύπων, κακόφημων συνοικιών, μαστούρας και μπαγλαμά. 

Με το χέρι του Λάμπρου Πορφύρα το γνωστό ποίημα αφιερωμένο στην Ταβέρνα της Φρεαττύδας "Πιε στου γιαλού τη σκοτεινή ταβέρνα"


Στην εφημερίδα «Μηνιαία Εικονογραφημένη Ατλαντίς» τον Σεπτέμβριο του 1929 («Η ζωή εις τα ταβερνάκια του Πειραιώς),  καταγράφονται στον Πειραιά ταβέρνες που αποτελούν στέκια συγκεκριμένων ομάδων ανθρώπων. Στις ταβέρνες της Φρεαττύδος εκεί όπου τα ψάρι «σπαράζει πάνω στο τηγάνι» συχνάζουν ψαράδες και βαρκάρηδες. Ανάμεσά τους και άλλοι άνθρωποι της θάλασσας καραβοκύρηδες ή καραβόσκυλοι. Ξεχωρίζει με την παρουσία του ο ποιητής των «Σκιών» ο Δημήτρης Σύψωμος ή αλλιώς Λάμπρος Πορφύρας. Το ίδιο περίπου πελατολόγιο υπάρχει και στις ταβερνούλες του Τουρκολίμανου. Ο κόσμος διαφέρει ριζικά στα στέκια των Λεμονάδικων, στην Πλατεία Καραϊσκάκη. Στην ταβέρνα του Κωστάλα στο Ρώσικο Νοσοκομείο μπορεί κάποιος να συναντήσει ιατρούς, δικηγόρους, στρατιωτικούς και ανθρώπους του πνεύματος. Στις ταβέρνες του κέντρου του Πειραιά οι ηλικίες χαμηλώνουν και συναντά κανείς νεότερους ανθρώπους. Διασημότερη όλων η «Αντριώτικη» στην οδό Κουντουριώτου όπου σύχναζαν δημοσιογράφοι καθώς τα γραφεία του Συνδέσμου Δημοσιογράφων Πειραιώς. Στις ταβέρνες κατά μήκος του λιμανιού η πελατεία αποτελείται από ναυτικούς από όλες τις φυλές της γης. Πληρώματα ξένων πλοίων εμπορικών ή πολεμικών. Συμβαίνει μάλιστα από πολύ πιοτό κάποιοι να μεθούν, όπως έγινε με κάποιους Άγγλους ναύτες πολεμικού που έχασαν το πλοίο τους και συντετριμμένοι παρουσιάστηκαν στο Αγγλικό Προξενείο να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα. 


Το σκηνικό μιας ταβέρνας είναι λίγο πολύ γνώριμο σε όσους τις θυμούνται. Παλιά ξύλινα βαρέλια υπερυψωμένα με δοκάρια έως πάνω στο ταβάνι, ενώ κάτω ακριβώς από αυτά άλλοτε εδράζονται τραπέζια κι άλλοτε μια ακόμα σειρά από κρασοβάρελα. Έφεραν στην πρόσοψή τους αριθμούς γραμμένους με κιμωλία, με τους οποίους ο ταβερνιάρης τα διέκρινε. Παλαιότερα έφεραν ονόματα Αγίων ή ηρώων, χαρακτηριστικό γνώρισμα της ημερομηνίας που θα τα άνοιγε (για παράδειγμα την ημέρα που γιόρταζε ο αντίστοιχος άγιος). Δίπλα στα βαρέλια, απλωμένα ξύλινα τραπέζια, πάνω στα οποία έπιναν οι θαμώνες τοποθετώντας τον μεζέ και τα ποτήρια τους, απευθείας στην ξύλινη επιφάνεια του τραπεζιού, χωρίς την μεσολάβηση τραπεζομάντηλου ή έστω μια κόλλας χαρτιού, που ακόμα κι αυτή χρειάστηκε χρόνια για να στρωθεί. 



Οι θαμώνες μια ταβέρνας ήταν συνήθως άνθρωποι της γειτονιάς ή της συνοικίας. Συνέβαινε όμως η ταβέρνα να διαθέτει εκλεκτό κρασί. Τότε στην περίπτωση αυτή σύχναζαν και από άλλες γειτονιές. Το κρασί αποτελούσε την κύρια αιτία «μετανάστευσης», να πάρει δηλαδή κάποιος την απόφαση να περπατήσει και να επισκεφθεί μια μακρινή ταβέρνα. Η απόφαση αυτή είχε να κάνει με την επιστροφή που θα ήταν προβληματική, καθώς ο θαμώνας πιωμένος πλέον, θα αδυνατούσε να περπατήσει…  Όταν οι θαμώνες της ταβέρνας ήταν μπεκρήδες, για να κρατάει ο ταβερνιάρης τον λογαριασμό τραβούσε σε έναν μικρό μαυροπίνακα στον τοίχο μια γραμμή με την κιμωλία του. Κάθε γραμμή αντιστοιχούσε στο λεγόμενο «κατοσταράκι» που μετρούσε το κρασί με δράμια, εκατό στην προκειμένη περίπτωση, που αποτελούσαν υποδιαίρεση της οκάς. Όταν από τη «σούρα» θόλωνε ο νους και θάμπωνε η ματιά του πελάτη, οι γραμμές αυξάνονταν με θαυματουργό τρόπο. Από εκεί, όπως έλεγαν χαριτολογώντας οι μπεκρήδες, μάθαιναν σωστά την αριθμητική. Όταν ο ταβερνιάρης «έκλεβε» τους μπεκρήδες τότε σταματούσαν να πηγαίνουν σε αυτόν, καθώς αποκτούσε κακή φήμη. Δεν υπήρχε χειρότερο πράγμα από έναν ταβερνιάρη που νερώνει το κρασί στα βαρέλια ή που κλέβει στις γραμμές! Αυτό ο μικρός μαυροπίνακας της ταβέρνας ήταν ο πίνακας αριθμητικής των μπεκρήδων. 



Στην ταβέρνα αρχικά επικρατούσε απόλυτη ησυχία αφού όσοι σύχναζαν σε αυτήν, δεν πήγαιναν να διασκεδάσουν αλλά να «πνίξουν» την καθημερινότητα, τα βάσανα, να σβήσουν από το μυαλό τους τα προβλήματα που τους ταλάνιζαν. Στους τοίχους των ταβερνών δέσποζαν οι μορφές ηρώων της επανάστασης, η Γενοβέφα καθώς και πινακίδες ενημερωτικού ενδιαφέροντος όπως «ο βερεσές κομμένος» ή «απαγορεύονται τα άσματα και τα όργανα» όταν ο καταστηματάρχης δεν επιθυμούσε μουσική και τραγούδια εντός. Ο Καραγκιοζοπαίχτης Μώρος που όλη του την ζωή ανέβαζε παραστάσεις Θεάτρου Σκιών στον Πειραιά ήταν εκείνος που εισήγαγε την μορφή του Σταύρακα του Πειραιώτη! Ο Μώρος διατηρούσε την σκηνή του στην Πλατεία Κανάρη και εκεί πρωτοπαρουσίασε τον Σταύρακα. Επρόκειτο για τον Τζίμη Σταυράκη, ένα υπαρκτό πρόσωπο, που ενέπνευσε τον Μώρο να κάνει φιγούρα, που αμέσως έγινε ανάρπαστος καθώς σκιαγραφούσε τον τύπο του μάγκα με το κομπολόι στο χέρι, τα μυτερά παπούτσια τα ψηλοτάκουνα με την χονδρή ζώνη που έκρυβε το μαχαίρι ενώ μιλούσε την παράξενη αργκό του λιμανιού. Ο Σταύρακας ήταν τύπος της ταβέρνας! «Με μεζεδάκι και δια δελτίο μπακαλιαράκι τηγανιτό και με την ρετσινούλα την αγνή ήρθα στο τσακίρ κέφι και γουστάρισε η ψυχή μου ένα τραγουδάκι. Γιατί ρε να μην το κάνω; Μήπως πληροφορήθηκες ότι δεν πλερώνω;» 



Την μεταπολεμική εποχή οι τοίχοι των ταβερνών γέμισαν με ζωγραφιές του γνωστού «μπεκρή» με το στομάχι να εξέχει, την κόκκινη μύτη και το απλανές από το κρασί βλέμμα. Η φυσιογνωμία του έγινε κοινή σε όλες τις ταβέρνες, αλλά οι περιπέτειές του διέφεραν. Άλλοτε κρατούσε αγκαλιά κολώνες για να μην πέσει, άλλοτε τον πήγαιναν υποβασταζόμενο. Όσο τα χρόνια περνούσαν, τα απλά σκίτσα του μπεκρή, εμπλουτίζονταν και με απλές φράσεις, μέχρι που εξελίχθηκαν σε ολόκληρους διαλόγους εμπνευσμένους από την πραγματικότητα. Καθώς για παράδειγμα έξω από τις ταβέρνες περίμεναν ταξί για να μεταφέρουν τους μπεκρήδες πίσω στο σπίτι τους (οι ίδιοι αδυνατούσαν να περπατήσουν) οι διάλογοι ήταν ανάλογοι με τις οκάδες που καταναλώθηκαν. Μπεκρής ρωτάει ταξιτζή με δύο οκάδες βενζίνη πόση απόσταση καλύπτει, διότι ο ίδιος με δύο οκάδες κρασί δεν μπορούσε να κάνει ούτε δέκα βήματα! Γνωστή επίσης η τοιχογραφία της ταβέρνας με τον μπεκρή να επιστρέφει μετά τα μεσάνυχτα στο σπίτι και να τον περιμένει η ανυπόμονη σύζυγος, μια ευτραφής κυρία που αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της καταπίεσης του αθώου κατά τα άλλα μπεκρή, που δεν φταίει σε τίποτα παρά μόνο στο ότι ήπιε ένα ποτηράκι παραπάνω.

Διαβάστε επίσης:

Οδοιπορικό στον Πειραιά της ρετσίνας και των Βαρελοποιών



Στην Ταβέρνα του Λάμπρου Πορφύρα




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"