Όταν ο Τσώρτσιλ κατέπλευσε στο Νέο Φάληρο το 1927 με σκοπό να ζωγραφίσει τον Παρθενώνα.

Ο Τσώρτσιλ απεικονίζεται σε σκίτσο να ζωγραφίζει την πίσω γωνία του Παρθενώνα



του Στέφανου Μίλεση

Στις 13 Ιανουαρίου του 1927 αγγλική μοίρα καταπλέει στον όρμο του Νέου Φαλήρου, σε ένα από τα πλοία της οποίας επέβαινε ο τότε υπουργός του Αγγλικού Θησαυροφυλακείου της Μεγάλης Βρετανίας Λόρδος Ουίνστον Τσώρτσιλ. Εκ μέρους της ελληνικής κυβερνήσεως τον υποδέχθηκε ο υπουργός εξωτερικών Λαγουδάκης ο οποίος μάλιστα πρότεινε στον Τσώρτσιλ παράθεση δείπνου για το βράδυ της ίδιας ημέρα. Ο Τσώρτσιλ ευχαρίστησε τον υπουργό εξωτερικών, ωστόσο του είπε ότι δεν θα ήταν δυνατόν να παραστεί καθώς το απόγευμα της ίδιας ημέρας θα αναχωρούσε για το Μπρίντιζι. 

Ο Τσώρτσιλ αποβιβάζεται στην εξέδρα του Νέου Φαλήρου


Ο σκοπός της επισκέψεως του Τσώρτσιλ ήταν ένας και μοναδικός, να επισκεφθεί την Ακρόπολη προκειμένου να την αποτυπώσει σε πίνακα ζωγραφικής. Στις 11.30 αποβιβάστηκε στην εξέδρα του Νέου Φαλήρου συνοδευόμενος από τον αδελφό του Τζακ Τσώρτσιλ, τον γιο του, τον ιδιαίτερο γραμματέα του και έναν ακόλουθο. Ως ξεναγός του από ελληνικής πλευράς ορίστηκε ο αρχαιολόγος Οικονόμου. Όμως το αυτοκίνητο που είχε στείλει το υπουργείο εξωτερικών για την μετακίνηση του Τσώρτσιλ και της συνοδείας του δεν είχε φτάσει για να τους παραλάβει και καθώς ο Τσώρτσιλ βιαζόταν να επισκεφθεί την Ακρόπολη, ζήτησε την βοήθεια από τον Ανθυπομοίραρχο Γιαλουράκο για να εξασφαλιστεί μετακίνηση προς την Αθήνα. Ο Ανθυπομοίραρχος οδήγησε τον Τσώρτσιλ με την συνοδεία του μπροστά από το ξενοδοχείο ΑΚΤΑΙΟΝ όπου υπήρχε σταθμός αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως. Εκεί μίσθωσαν μια κάντιλακ όπου συμφωνήθηκε εκ των προτέρων να καταβληθεί στον οδηγό το ποσό των 150 δραχμών, σύμφωνα με τον τιμοκατάλογο που είχε εκδοθεί με αστυνομική διάταξη. 

Ο Τσώρτσιλ ήταν γενικά βιαστικός και ήθελε να τελειώνει με τις εθιμοτυπικές διαδικασίες καθώς επιθυμούσε ιδιαιτέρως να αποτυπώσει τον Παρθενώνα σε καμβά. Καταγινόταν με την ζωγραφική και ο Παρθενώνας ήταν ένα από τα τοπία που ήθελε να αποτυπώσει. Ο Τσώρτσιλ εξομολογήθηκε ότι ήταν η τρίτη φορά που επισκεπτόταν τον Παρθενώνα. Χωρίς να αναφέρει πότε ήταν η πρώτη φορά της επισκέψεώς του, ανέφερε ότι η δεύτερη φορά ήταν το 1913 που είχε ενδιαφερθεί για τις αναστηλώσεις στην αριστερά πλευρά των Προπυλαίων. Παρά λοιπόν ότι η επίσκεψη στην Ακρόπολη γινόταν για τρίτη φορά, έδειξε και πάλι εντυπωσιασμένος διότι επιτέλους θα τον ζωγράφιζε! Κάθισε μπροστά του και θαύμαζε για ώρα την πρόσοψή του και ρώτησε για τους πεσμένους κίονες για το κατά πόσο ήταν δυνατή η αναστύλωσή τους. 

Του εξήγησαν ότι υπήρχε έριδα μεταξύ των συνηγόρων και των πολεμίων της αναστήλωσης και τότε ο Τσώρτσιλ δήλωσε: «Αυτά τα πράγματα ήταν όρθια στην καλή τους εποχή. Έπειτα καταστράφηκαν. Δεν βρίσκω για ποιο λόγο πρέπει να τα αφήσουμε έτσι όπως είναι πεσμένα και να μην τα βάλουμε στη θέση τους». Ζήτησε να λάβει πληροφορίες από τον ξεναγό περί του τρόπου διεξαγωγής των εργασιών. Στο μεταξύ είχαν στηθεί τα σύνεργα της ζωγραφικής, η παλέτα, το τελάρο και μια άσπρη ποδιά. Αφού ο Τσώρτσιλ φόρεσε την ποδιά, έβαλε τα γυαλιά, άρχισε να ζωγραφίζει. Διάλεξε ως θέμα την αριστερή γωνία της πίσω πλευράς του Παρθενώνα η οποία έχει ως φόντο τον λόφο του Λυκαβηττού. Ο αδελφός του με τον γιο του επισκέφθηκαν το Μουσείο της Ακρόπολης. Είχε πει να μην τον ενοχλήσει κανένας μέχρι να ολοκληρώσει τον πίνακα που φιλοτεχνούσε. 

Όταν του ζήτησαν να κάνει δηλώσεις ο Τσώρτσιλ απάντησε: "Είμαι απλώς ένας ταξιδιώτης που ήρθε να θαυμάσει την αττική φύση. Χρησιμοποιώ τον λίγο χρόνο που έχω για να θαυμάσω τις αρχαιότητες τις οποίες λατρεύω. Η Ελλάδα είναι η χώρα του πολιτισμού, είναι η χώρα όπου ο πολιτισμένος άνθρωπος οφείλει να εκδηλώνει το σεβασμό του. Αυτό πράττω και εγώ σήμερα και παρακαλώ να αφεθώ ήσυχος στην μυσταγωγία μου αυτή".

Κατά τις τρεις το μεσημέρι μάζεψε τα σύνεργά του και επιβιβάστηκε σε αυτοκίνητο –που αυτή την φορά τον περίμενε- και αναχώρησε με προορισμό την αγγλική πρεσβεία.
Από την αγγλική πρεσβεία αργά το απόγευμα ξεκίνησε για το Νέο Φάληρο όπου επιβιβάστηκε σε αγγλικό αντιτορπιλικό με προορισμό το Μπρίντιζι. Η αγγλική μοίρα παρέμεινε στα νερά του Φαλήρου για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Ωστόσο εγώ θέλω να διατηρήσω την σκέψη του Ουίνστον Τσώρτσιλ όταν αντίκρισε τους πεσμένους στο έδαφος κίονες και να την προσαρμόσω στην περίπτωση των γλυπτών του Παρθενώνα: «Αυτά τα πράγματα ήταν όρθια στην καλή τους εποχή. Έπειτα καταστράφηκαν. Δεν βρίσκω για ποιο λόγο πρέπει να τα αφήσουμε έτσι όπως είναι πεσμένα και να μην τα βάλουμε στη θέση τους».

Η ιστορία με τον πίνακα του Παρθενώνα του Τσώρτσιλ

Πηγή προέλευσης εικόνας του πίνακα του Τσώρτσιλ
 https://winstonchurchill.hillsdale.edu/4313-2/



Το 2017 ανακαλύφθηκε ένας πίνακας του Τσώρτσιλ, άγνωστος μέχρι τότε, που αναπαριστούσε τον Παρθενώνα. Ο πίνακας αυτός δεν ήταν γνωστός καθώς βρισκόταν στην κατοχή του πρώτου μεταπολεμικού Καγκελάριου της Δυτικής Γερμανίας του Adenauer. Ο Τσώρτσιλ του προσέφερε τον πίνακα με τον Παρθενώνα ως δώρο το 1956 όταν τον επισκέφθηκε. Η ανακάλυψη αυτού του πίνακα απασχόλησε στην Μεγάλη Βρετανία τον ημερήσιο τύπο και τους μελετητές του Τσώρτσιλ. Σύμφωνα με όσα καταγράφηκαν για τον πίνακα αυτό αποδίδεται ότι φιλοτεχνήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1934 όταν ο Τσώρτσιλ έκανε κρουαζιέρα από Μασσαλία προς Λίβανο, με ενδιάμεσο σταθμό την Ελλάδα. Πραγματικά ο Τσώρτσιλ έφτασε με κότερο την 1η Οκτωβρίου 1934 στην Ελλάδα και αμέσως μετέβη στον Παρθενώνα για να ασχοληθεί με την προσφιλή του απόλαυση της ζωγραφικής. 

Εφημερίδα "ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ", φ. 3ης Οκτωβρίου 1934
"Ο Τσώρτσιλ στην Ακρόπολη"


Μάλιστα καθώς ζωγράφιζε για ώρα οι φύλακες της Ακρόπολης καθώς είχε περάσει το ωράριο επισκέψεων προσπάθησαν να τον απομακρύνουν μη γνωρίζοντας ποιος ήταν. Τότε ο Τσώρτσιλ διαμαρτυρήθηκε και τους αποκάλυψε το όνομά του. Όμως οι φύλακες πίστεψαν ότι τους κορόιδευε και απείλησαν να τον βγάλουν από το χώρο με την βία. Κάποιος από τους φύλακες που έφτασε εκείνη την ώρα τον αναγνώρισε και έτσι λύθηκε η παρεξήγηση. Ο Τσώρτσιλ παρέμεινε μέχρι αργά το απόγευμα να ζωγραφίζει και να καπνίζει. Ο πίνακας τον οποίο σχεδίασε ο Τσώρτσιλ αυτή την φορά ήταν η βόρεια πλευρά του Παρθενώνα από το εσωτερικό του, ενώ μέσα από τους κίονες διακρίνονται τα βουνά της Αττικής.

Έτσι λοιπόν φαίνεται ότι ο Τσώρτσιλ φιλοτέχνησε δύο πίνακες με θέμα διαφορετικές γωνίες του Παρθενώνα. Το 1927 φιλοτέχνησε την αριστερή γωνία της πίσω πλευράς του Παρθενώνα με φόντο τον Λυκαβηττό, ενώ το 1934 την βόρεια πλευρά του Παρθενώνα με φόντο τα βουνά της Αττικής.

Πάντως ο πίνακας που ανακαλύφθηκε προσφάτως φέρει στην πίσω πλευρά του γραπτή ένδειξη: "Η γωνία του Παρθενώνα" Winston Churchill. 

Διαβάστε το σχετικό άρθρο που φέρει τίτλο  

Newly Discovered: A Painting for Dr. Adenauer

  

Νικόλαος Μοσχονάς. Από το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά στη Νέα Υόρκη.




του Στέφανου Μίλεση

Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ένας βαθύφωνος με αφετηρία το Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς, έμελλε να κατακτήσει όλο τον καλλιτεχνικό κόσμο. Πρόκειται για τον Νικόλαο Μοσχονά. Υπήρξε ο πρώτος Έλληνας βαθύφωνος που κατέκτησε το παγκόσμιο κοινό και έφτασε να γίνει πρωταγωνιστής στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης. Ο Νικόλαος Μοσχονάς γεννήθηκε στην Αθήνα στις 23 Σεπτεμβρίου του 1907. Το 1925 σπούδασε φωνητική στο Εθνικό Ωδείο. 

Η σταδιοδρομία του Μοσχονά ουσιαστικά ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’30 από το Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, που ακόμα κρατούσε κάτι από τις λαμπρές ημέρες του παρελθόντος. Οκτώ μόλις χρόνια μετά από τις Πειραϊκές εμφανίσεις του, έφθασε στην Όπερα της Νέας Υόρκης και μάλιστα ως πρωταγωνιστής. Η επιτυχία του αυτή τον κατέταξε στην πρώτη θέση των κορυφαίων πρεσβευτών της ελληνικής όπερας. Και παρέμεινε κορυφαίος περισσότερα χρόνια από οποιοδήποτε άλλο Έλληνα θα εμφανιστεί στη συνέχεια. Η σπουδαιότερη κατάκτησή του όμως ήταν ότι υπήρξε ο πρώτος Έλληνας βαθύφωνος, που έκανε το αστέρι του να λάμψει στο διεθνή μουσικό στίβο. Και αυτό θα πρέπει να θεωρείται ως μια κατάκτηση του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά αλλά και της ίδιας της πόλης. Κι αυτό κατατάσσει τον Νικόλαο Μοσχονά να θεωρείται «Πειραιώτης» αφού υπήρξε καλλιτεχνικό γέννημα της πόλης που ο ίδιος άλλωστε δήλωσε ότι αγάπησε και ταυτίστηκε μαζί της. Έφτασε να τραγουδήσει ως κορυφαίος σολίστας στο Ρέκβιεμ του Βέρντι, με μαέστρο τον άφθαστο Τοσκανίνι. Λένε μάλιστα πως στο συγκεκριμένο έργο ο Μοσχονάς επιλέχθηκε από τον ίδιο τον Τοσκανίνι! 

Ο Νικόλαος Μοσχονάς υπήρξε ο πρώτος Έλληνας βαθύφωνος που κατέκτησε το παγκόσμιο κοινό και έφτασε να γίνει πρωταγωνιστής στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης. 


Την επομένη ημέρα της συναυλίας το αμερικανικό περιοδικό TIMES της Νέας Υόρκης, έγραψε «Ο Μοσχονάς  στο Ρέκβιεμ αναδείχτηκε αντάξιος του μεγάλου μαέστρου που διηύθυνε», ενώ η εφημερίδα SUN έγραψε πως «ο Έλληνας βαθύφωνος απέδωσε το Ρέκβιεμ του Βέρντι, όπως κανείς άλλος πριν». Επίσης στις επιτυχίες του Μοσχονά, αξίζει να αναφερθεί και η συναυλία που έδωσε στο Carnegie Hall,  στην οποία συγκέντρωσε πάνω από 3.000 ακροατές. Στη Νέα Υόρκη δεν παρέμεινε ήρεμος με την γρήγορη άνοδό του, αλλά παράλληλα μάθαινε αγγλικό, γαλλικό και ιταλικό ρεπερτόριο. Αξίζει να αναφερθεί πως όταν προσλήφθηκε στην Όπερα της Νέας Υόρκης δεν γνώριζε καν την Αγγλική γλώσσα! Η αντίληψή του όμως και η οξυδέρκειά του ήταν τεράστια και γρήγορα έφτασε να τη μιλά σα να ήταν η μητρική του. Το ίδιο συνέβη αμέσως μετά με τη γαλλική και την ιταλική γλώσσα. Τραγούδησε στο μεγαλύτερο αμερικανικό ραδιοφωνικό σταθμό της εποχής τον N.B.C. και το 1939 εμφανίστηκε στη Σκάλα του Μιλάνου! Από την ημέρα που πρωτοεμφανίστηκε στον Πειραιά μέχρι να κατακτήσει την κορυφή του καλλιτεχνικού στερεώματος χρειάστηκε μόλις δέκα χρόνια, εκ των οποίων τα οκτώ τα διένυσε στον Πειραιά. 

Ο Μοσχονάς γεννημένος στην Αθήνα, ανερχόμενος καλλιτεχνικά στον Πειραιά όταν στη συνέχεια γνώρισε τη δόξα εκείνη που μόνο η Αμερική μπορεί να προσφέρει στους καλλιτέχνες, ουδέποτε ξέχασε το παρελθόν του. Νοσταλγούσε τις βόλτες που έκανε κάποτε στον Βασιλικό Κήπο και την ταβέρνα που σύχναζε που συνοδεία κρασιού τραγουδούσε καντάδες. Επίσης θυμόταν συχνά τους καθηγητές της μουσικής από την εποχή του Εθνικού Ωδείου Αθηνών, το οποίο είχε τελειώσει. Στις 17 Δεκεμβρίου του ’40, ενώ ο πόλεμος εξελίσσεται δραματικά για τους Έλληνες στις βουνοκορφές της Αλβανίας, ο Νικόλαος Μοσχονάς καλείται από τη Λαίδη Άστορ η οποία διοργανώνει μεγάλο γκαλά στη Νέα Υόρκη στο ξενοδοχείο «Ριτς Κάρλτον», να μαγέψει τους επίσημους προσκεκλημένους ώστε να συγκεντρωθούν όσα περισσότερα χρήματα γίνεται υπέρ της ενίσχυσης των Ελλήνων στρατιωτών που μάχονται, λίγοι ενάντια σε πολλούς, σε εκείνα τα πρώτα πολεμικά Χριστούγεννα που πλησιάζουν. Το άστρο του Μοσχονά είναι που φέρνει σε εκείνη την εκδήλωση το γιο του Ρούζβελτ, του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά και τον Τσάρλι Τσάπλιν το διάσημο Σαρλώ! 

Ο Μοσχονάς τη βραδιά εκείνη είχε ειδικά ετοιμάσει να παρουσιάσει ένα πρόγραμμα εθνικού θα λέγαμε περιεχομένου, συνοδεία Βυζαντινής χορωδίας, ενώ έκλεισε ψέλνοντας το «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ». Η ερμηνεία του ήταν τόσο μεγαλειώδης που όλοι οι Αμερικανοί προσκεκλημένοι στην εκδήλωση στάθηκαν όρθιοι σε θέση προσοχής. Ο Σαρλώ  επίσης αφού πρώτα σηκώθηκε όρθιος, όπως και όλοι οι υπόλοιποι, φανερά συγκινημένος, προσέφερε χίλια δολάρια στην υπόθεση του ελληνικού Αγώνα. Τότε συνέβη ένα γεγονός καταπληκτικό που για άγνωστο λόγο όμως, η ιστορία το άφησε στο περιθώριο. 

«Γνωρίζετε» είπε ο Σαρλώ  «ότι στον Κινηματογράφο δεν μιλώ. Οι ομιλούσες ταινίες μου είναι μια ή δύο και σε αυτές ακόμα δεν μιλώ από την αρχή ως το τέλος, αλλά σε ορισμένα σημεία μόνο. Αυτό σημαίνει ότι δεν είμαι καλός ομιλητής. Σήμερα όμως με εμπνέει και με καθιστά εύγλωττο, η θρυλική γενναιότητα των Ελλήνων. Οι φίλοι μου Έλληνες που ζουν εδώ, μου είπαν ότι στην Ελλάδα ο κόσμος με γνωρίζει και με αγαπά. Ας μάθει λοιπόν ο κόσμος της Ελλάδας ότι θαυμάζω την ηρωική αυτή χώρα. Αν προβληθεί καμιά ταινία μου μπροστά στους Έλληνες στρατιώτες ας γνωρίζουν τα παιδιά αυτά ότι όχι μόνο η σκιά μου στην οθόνη, αλλά η ψυχή μου ολόκληρη είναι κοντά τους. Ζήτω η Ελλάς!». 

Έτσι, έστω και δια αυτού του τρόπου, η οκταετία του Μοσχονά στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς, απέδωσε τη κρίσιμη στιγμή του ’40, πολλά χρήματα και δωρεές των Αμερικανών που μετατράπηκαν σε εφόδια και εξοπλισμό για το στρατό που πολεμούσε. Ο Μοσχονάς ουδέποτε ξέχασε την πόλη που τον  ανέδειξε, αλλά ούτε και οι Πειραιώτες που ένοιωθαν υπερήφανοι που η σταδιοδρομία του ξεκίνησε από το δικό τους θέατρο. Για αυτό κάθε φορά που κατέπλεε από την Αμερική στον Πειραιά με το πλοίο «Πατρίς» τα καλλιτεχνικά και τα φιλολογικά σωματεία της πόλης τον υποδέχονταν με λουλούδια.

Το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά το 1972



Ο Μοσχονάς μέχρι σήμερα έμεινε ως σημείο αναφορά για την υπέροχη εμφάνισή του ως Ράμφις στην όπερα «Αΐντα». Πέθανε το 1975 τιμώμενος με πλήθος χρυσών μεταλλίων τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.


Τα πρώτα ελεύθερα Θεοφάνεια στον Πειραιά μετά την αποχώρηση των Γερμανών.

Θεοφάνεια στο Λιμάνι του Πειραιά το 1947




του Στέφανου Μίλεση

Η τελετή αγιασμού των υδάτων για πρώτη φορά, μετά την περίοδο της γερμανικής κατοχής 1941 – 1944, δεν πραγματοποιήθηκε ούτε στο μεγάλο εμπορικό λιμάνι του Πειραιά, όπου ιστορικά γινόταν, ούτε στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας, η οποία άλλωστε λίγο καιρό πριν είχε καταστραφεί ολοσχερώς από τον «συμμαχικό» βομβαρδισμό της 11ης Ιανουαρίου. Παρά το γεγονός ότι τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής αποχώρησαν από τον Πειραιά το μεσημέρι της 13ης Δεκεμβρίου 1944, τα Θεοφάνεια της 6ης Ιανουαρίου του 1945, δεν πραγματοποιήθηκαν στον Πειραιά, λόγω των εμφυλιακών μαχών και των φονικών συγκρούσεων που ακολούθησαν, που είχαν ιδιαίτερα σκληρό χαρακτήρα. Άλλωστε η υπογραφής κατάπαυσης των εχθροπραξιών εκείνης της περιόδου ανάμεσα στα βρετανικά στρατεύματα και τον ΕΛΑΣ πραγματοποιήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1945.  

Έτσι την επόμενη χρονιά, στις 6 Ιανουαρίου του 1946 δόθηκε για πρώτη η φορά η ευκαιρία πανηγυρικού εορτασμού της τελετής στον Πειραιά. Όμως το λιμάνι ήταν πλήρως κατεστραμμένο και η εικόνα που παρουσίαζε ήταν απελπιστική. Για πρώτη φορά στην ιστορία της πόλης η πραγματοποίηση αγιασμού των υδάτων έγινε στο Πασαλιμάνι, σε ειδική εξέδρα που είχε στηθεί ανάμεσα από την Πλατεία Κανάρη και το Ρολόι, που είχε κατασκευάσει ο τελευταίος προπολεμικός Δήμαρχος του Πειραιά, ο Μιχάλης Μανούσκος. 

Η λειτουργία που προηγήθηκε έγινε στον ναό της Αγίας Αικατερίνης στην Πλατεία Αλεξάνδρας. Με αυτό τον τρόπο η ιστορία κατέγραψε για πρώτη φορά την κύρια τελετή των Θεοφανείων να διενεργείται εκτός του κεντρικού λιμανιού του Πειραιά. Η λειτουργία στην Αγία Αικατερίνη έγινε χοροσταντούντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού, ενώ με την ολοκλήρωσή της πομπή σχηματίσθηκε που κατευθύνθηκε από το ναό της Αγίας Αικατερίνης προς το Πασαλιμάνι, όπου έγινε η κατάδυση του Τιμίου Σταυρού. 

Πίνακας Αλέξανδρου Μπαρκόφ που αναπαριστά την εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης


Η πομπή αυτή εξήλθε από τον ναό στις 10.45 έχοντας προπομπό ένα τάγμα Ευζώνων. Ο καιρός τον Ιανουάριο του 1946 ήταν πολύ άσχημος και η κακοκαιρία ήταν τόση, που ακόμα και στα συνήθως ήρεμα νερά του λιμανιού της Ζέας η τελετή έγινε με δυσκολία. Σε ειδική εξέδρα που είχε στηθεί στο Πασαλιμάνι στέκονταν οι επίσημοι, μεταξύ των οποίων βρίσκονταν οι Πρεσβευτές της Αγγλίας και της Τουρκίας, καθώς και ο Βρετανός Στρατηγός Σκόμπυ. Δίπλα του ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ο Πλαστήρας, ο Υποναύαρχος Αλεξανδρής και ο διορισμένος Δήμαρχος Πειραιώς Φοίφας. Στις 11 ακριβώς, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δαμασκηνός έριξε τον τίμιο Σταυρό τρεις φορές στη θάλασσα. Ο Σταυρός ήταν δεμένος με κυανή μεταξωτή ταινία. 

Η ιστορική μοίρα είναι αλήθεια ότι εμπλέκει συχνά ανθρώπους και καταστάσεις στον ίδιο τόπο αλλά σε διαφορετικό χρόνο. Ο ναός της Αγίας Αικατερίνης οικοδομήθηκε προπολεμικά όπως είναι γνωστό τουλάχιστον στους περισσότερους Πειραιώτες, από έναν Ιταλό, τον Βιτσέντζο Καϊβάνο προς τιμή της πεθαμένης γυναίκας του που υπεραγαπούσε, της Πειραιώτισσας Αικατερίνης Λεμπέση. Ο Καϊβάνο κατά την κήρυξη του Ελληνο-ιταλικού πολέμου συνελήφθη και απελάθηκε με την κατηγορία της κατασκοπείας. Ο ασύρματος με τον οποίο επικοινωνούσε ο Καϊβάνο με τους δικούς του ήταν κρυμμένος μέσα στην εκκλησία. Σε αυτό τον ναό λοιπόν, εορτάστηκαν τα πρώτα Θεοφάνια της ελευθερίας και στο ίδιο σημείο η μοίρα ήθελε να παραβρεθεί ο Βρετανός Στρατηγός Ρόναλντ Μακένζι Σκόμπυ. 

Η εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης σήμερα


Στον πρώτο εορτασμό των Θεοφανείων της ανεξάρτητης Ελλάδας, η Αστυνομική Διεύθυνση Πειραιώς είχε απαγορεύσει την παραμονή ατόμων σε μπαλκόνια, ταράτσες και σε στέγες όπως επίσης και την ρίψη ανθέων κατά την διέλευση των επισήμων. Την επόμενη χρονιά, το 1947, τα Θεοφάνεια επέστρεψαν στον ιστορικό τους χώρο όπου τελούνταν και προπολεμικά, μπροστά δηλαδή δίπλα από το Δημαρχείο (Ρολόι). Τρεις εξέδρες και πάλι, όπως και προπολεμικά, έκαναν την εμφάνισή τους. Τα αγήματα του 1947 δεν αποτελούνταν από Ευζώνους αλλά από ναύτες, άνδρες της Αστυνομίας Πόλεων και προσκόπους ενώ παρέστη και η βασιλική οικογένεια με τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως και τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου. Παρέστη όλη η αγγλική ναυτική αποστολή υπό τον Ναύαρχο Τάλμποτ, ο πρεσβευτής της Μεγάλης Βρετανίας Νόρτον, των Η.Π.Α. Μακβή, ο Άγγλος Στρατηγός Κρώφορντ, ο Πρωθυπουργός Τσαλδάρης κ.α.

 
Εμπορικό πλοίο φορτωμένο με τρόφιμα και άλλα είδη αμερικανικής βοήθειας εισέρχεται στο λιμάνι του Πειραιά το 1947

Με εξαίρεση λοιπόν το 1946, τα Θεοφάνεια τελούνται από το 1947 έως και σήμερα στο μεγάλο λιμάνι του Πειραιά. Η εικόνα του 1947 δεν διέφερε από τη σημερινή και κόσμος είχε συγκεντρωθεί κατά μήκος της παραλίας. Καθώς η μεγάλη πληγή των ελληνικών θαλασσών μεταπολεμικά ήταν οι θαλάσσιες νάρκες. Η απελευθέρωση των θαλασσίων οδών από αυτές αποτελούσε πρώτη και απαραίτητη ενέργεια ώστε να μπορέσει η χώρα να λειτουργήσει. Κι αυτό διότι λόγω της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου, δρόμοι δεν υπήρχαν και όλες οι συγκοινωνίες, τροφοδοσίες και μεταφορές γίνονταν δια θαλάσσης. Οι θαλάσσιοι οδοί όμως ήταν επικίνδυνοι από τις χιλιάδες νάρκες που είχαν ποντιστεί από διαφορετικές δυνάμεις. Στον αγώνα αυτό πρωταγωνιστούσαν τα ναρκαλιευτικά πλοία. Έτσι λοιπόν ενώ για τα περισσότερα πλοία του πολεμικού μας ναυτικού η πολεμική προσπάθεια είχε τελειώσει, για τα ναρκαλιευτικά πλοία ένα μεγάλο μέτωπο ξεκινούσε, αυτό της ναρκαλιείας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ορίστηκε τα πλοία που θα συμμετείχαν τιμητικά στην τελετή καταδύσεως του Τιμίου Σταυρού να είναι ναρκαλιευτικά, παράδοση που για χρόνια διατηρήθηκε στον Πειραιά και που μέχρι σήμερα συνεχίζεται. Πέντε μέρες αργότερα ο Πειραιάς συγκεντρώθηκε στο κοιμητήριο της Ανάστασης για το μνημόσυνο των θυμάτων του βομβαρδισμού της 11ης Ιανουαρίου 1944. 

Ο Δήμαρχος Πειραιά Χαραλαμπόπουλος καταθέτει στεφάνι στο κοιμητήριο της Ανάστασης για τα θύματα του "συμμαχικού" βομβαρδισμού. 
   

Εντυπώσεις από μια σχολική εκδρομή στο λιμάνι του Πειραιά προπολεμικά




του Στέφανου Μίλεση

Η έκτη τάξη ενός δημοτικού σχολείου της Αθήνας, το καλοκαίρι του 1940, ύστερα από τους τελικούς διαγωνισμούς, λίγο πριν το κλείσιμο του σχολείου για τις θερινές διακοπές, επισκέπτεται το λιμάνι του Πειραιά. Η επίσκεψη αυτή αποτελούσε μια υπόσχεση του δασκάλου προς τους μαθητές, να δουν από κοντά το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας και την πρόοδο που σημειώνει προς όφελος της εθνικής οικονομίας. 

Το κείμενο αυτό συμπεριλαμβανόταν στο βιβλίο «Αναγνωστικό» για την Έκτη τάξη του δημοτικού σχολείου, που εκδόθηκε από τον Οργανισμό Εκδόσεως σχολικών βιβλίων (ΟΕΣΒ) το 1940 (επί Ι. Μεταξά) και αποτέλεσε ουσιαστικά το αναγνωστικό της πολεμικής περιόδου. Την ύλη του συγκεκριμένου αναγνωστικού επιμελήθηκαν οι Δημ. Κοντογιάννης, Νικ. Κοντόπουλος, Παύλος Νιρβάνας και Δημ. Ζήσης. Του συγκεκριμένου κεφαλαίο του τιτλοφορείται "Ο Λιμήν του Πειραιώς" συγγραφέας ήταν φυσικά ο Παύλος Νιρβάνας. Φυσικά ο λογοτέχνης Νιρβάνας έγραψε αυτή την ιστορία χρόνια πριν αφού πέθανε το 1937, τρία δηλαδή χρόνια πριν από την έκδοσή της.   

Το περιεχόμενο του κειμένου αποκτά ιδιαίτερη σημασία καθώς ο δάσκαλος τονίζει προς τους μαθητές την αξία που έχει το λιμάνι στην ανάπτυξη της χώρας, ενώ τα λόγια του πολλές φορές εκπλήσσουν τον αναγνώστη καθώς είναι προφητικά. Ο δάσκαλος της ιστορίας, καταγράφει το μέλλον του λιμανιού με την εξάπλωσή του προς την κατεύθυνση του Κερατσινίου, αλλά και την οικοδόμηση νέων μόλων που θα απλώνονται σαν βραχίονες προς την θάλασσα προσεγγίζοντας την θάλασσα της Σαλαμίνας. Συγκρίνει το παρελθόν του λιμανιού με την εικόνα που παρουσιάζει τη χρονιά εκείνη και εξηγεί στους μαθητές για ποιο λόγο είναι εξίσου σημαντικό για τους Έλληνες να ενεργούν στην περίοδο της ειρήνης για την ευημερία της χώρας, όπως ενεργούσαν οι πρόγονοί τους στις πολεμικές περιόδους. Η διαπαιδαγώγηση του δασκάλου (του Παύλου Νιρβάνα δηλαδή) προς τους μαθητές, η ηθική προσέγγιση ακόμα και για τομείς υλικοτεχνικούς, επιβεβαιώνουν ότι η πολεμική προσπάθεια που θα ακολουθήσει μερικούς μήνες αργότερα στα βουνά της Αλβανίας, υπήρξε αποτέλεσμα πρωτίστως παιδείας και λιγότερο πολεμικής προετοιμασίας.



"Ο ΛΙΜΗΝ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ" (σελ. 179)

«Ο δάσκαλος μας είχε υποσχεθεί ότι όταν τελειώσουμε τους διαγωνισμούς θα επισκεφθούμε όλοι μαζί το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, το λιμάνι του Πειραιά. Έπρεπε να δούμε τα νέα λιμενικά έργα.
Ένα πρωινό λοιπόν, όλη η τάξη μαζί με τον δάσκαλό μας, κατεβήκαμε με τον υπόγειο ηλεκτρικό σιδηρόδρομο στον Πειραιά. Ήμασταν περίεργοι να δούμε τα μεγάλα έργα, τα οποία, όπως μας είπε ο δάσκαλος, όταν ολοκληρωθούν θα κατατάξουν το ελληνικό λιμάνι μας, στη θέση των ωραιότερων λιμανιών της Μεσογείου.

-Πριν επισκεφθούμε τα έργα, μας είπε ο δάσκαλος, έχουμε, εδώ που ήρθαμε, μιαν άλλη υποχρέωση: Θα πάμε πρώτα να προσκυνήσουμε τους τάφους των δύο μεγάλων ναυάρχων της πατρίδας μας. Ο Θεμιστοκλής και ο Μιαούλης είναι θαμμένοι στην είσοδο αυτού του λιμένα. Και τα ελεύθερα νερά τα οποία εκείνοι δόξασαν, σώζοντας την Ελλάδα, ο πρώτος κατά τους αρχαίους χρόνους, ο δεύτερος κατά την νεώτερη, στεφανώνουν με τους αφρούς, τους δοξασμένους τάφους τους. Δεν ήταν δυνατόν να βρεθεί καλύτερος τόπος για να δεχθεί τους τάφους των δύο μεγάλων ναυάρχων. 

Ποιος από σας θυμάται το αρχαίο επίγραμμα στον τάφο του Θεμιστοκλή; Ένας από τους συμμαθητές μας ο οποίος είχε κρατήσει σημειώσεις από το μάθημα της ιστορίας το απήγγειλε. «Ο τάφος σου κτισμένος σε ωραία τοποθεσία, θα χαιρετά τους από όλο τον κόσμο καταπλέοντας, θα βλέπει όλους όσοι εισπλέουν και εκπλέουν από τον λιμένα και θα καμαρώνει όταν τα πλοία ναυμαχούν».

-Έτσι είπε ο δάσκαλος, οι δύο ναύαρχοι καθώς βλέπετε, εξακολουθούν να χαιρετούν τους θαλασσινούς, και την δοξασμένη ελληνική θάλασσα, και από τους τάφους τους ακόμα.

Σιγά – σιγά περπατώντας φτάσαμε στο στόμιο του λιμανιού, στο μέρος εκείνο το οποίο ονομάζεται «Βασιλικό Περίπτερο» και προχωρήσαμε προς το σημείο εκείνο όπου ευρίσκεται ο τάφος του Ανδρέα Μιαούλη. Λίγα αγκωνάρια φθαρμένα από την πολυκαιρία δείχνουν ότι είναι το μέρος  που έχει ταφεί ο ένδοξος Υδραίος Ναύαρχος.




-Απλός και φτωχικός, όπως βλέπετε, μας είπε ο δάσκαλος, είναι ο τάφος του μεγάλου ναυάρχου.  Αλλά η ένδοξη πατρίδα μας δεν θα αργήσει να υψώσει προς τιμή του ένα μεγαλοπρεπές μνημείο, με το οποίο θα δείξει την ευγνωμοσύνη της και τον θαυμασμό της. Σε αυτό το μέρος, στην είσοδο του πρώτου ελληνικού λιμανιού, θα στηθούν μια μέρα αναστημένοι από χαλκό ή μάρμαρο, για να ατενίζουν το πέλαγος και να είναι αιώνιο προσκύνημα των θαλασσινών, ο ένας παραπλεύρως του άλλου οι δύο μεγάλοι ναύαρχοι: Ο Θεμιστοκλής και ο Μιαούλης.


Ο τάφος του Μιαούλη σε μεταγενέστερη κατάσταση από τη χρονιά που αναφέρεται στο κείμενο. 

Αφού μείναμε για πολλή ώρα σιωπηλοί προ του τάφου του Μιαούλη και σκορπίσαμε πάνω του λίγα αγριολούλουδα, ζητήσαμε να δούμε και τον τάφο του Θεμιστοκλή.

-Από τον τάφο του Θεμιστοκλή, μας είπε ο δάσκαλος, δεν θα δείτε τίποτα. Η θάλασσα τον κάλυψε, μετά από τόσα πολλά χρόνια και τα κύματα έφαγαν τους λίθους του. Υπάρχουν μερικοί πελεκητοί λίθοι, οι οποίοι διακρίνονται ακόμα, όταν η θάλασσα είναι γαλήνια. Ίσως οι λίθοι αυτοί να είναι από την σαρκοφάγο, η οποία περιέκλεισε κάποτε την τέφρα του μεγάλου ναυάρχου. Για αυτό και το φανάρι (φανός) που βλέπεται εδώ κοντά, ο οποίος δείχνει κατά την διάρκεια της νύχτας με το φως του, την είσοδο του λιμανιού στους ναυτικούς, ονομάστηκε «Φανός του Θεμιστοκλέους». 

Σκύψαμε ευλαβικά στα διαφανή νερά και σκορπίσαμε και εδώ λίγα αγριολούλουδα πάνω στα κύματα, ενώ ο νους μας πετούσε στα «ξύλινα τείχη» και την ναυμαχία της Σαλαμίνας.

- Ας πάμε τώρα, μας είπε ο δάσκαλος, να δούμε και τα νέα έργα, που εκτελούνται στο λιμάνι. Οι δοξασμένοι πατέρες μας παρέδωσαν μια ελεύθερη πατρίδα. Εμείς πρέπει να την καταστήσουμε άξια και προκομμένη σε όλα τα έργα της ειρήνης. Είναι ο μόνος τρόπος, μέσω του οποίου θα δείξουμε σε όλους αυτούς, ότι δεν μας χάρισαν μάταια την ελευθερία μας. Μπήκαμε σε δύο βάρκες οι οποίες είχαν προσδεθεί στο μόλο και περάσαμε στο απέναντι μέρος, όπου προχωρεί η εργασία των μεγάλων μηχανικών έργων του λιμανιού. «Ηετιωνία άκρα» λέγεται το μέρος αυτό. Όταν αποβιβασθήκαμε στον μόλο, καθίσαμε για λίγο πάνω σε μεγάλους ογκόλιθους από τσιμέντο, οι οποίοι είχαν τοποθετηθεί σε σειρές στην παραλία, για να ριχθούν στην θάλασσα. Έτσι θεμελιώνονται οι μόλοι. Καθίσαμε για να ακούσουμε τον δάσκαλό μας, ο οποίος ήθελε να μας εξηγήσει λίγα πράγματα πριν επισκεφθούμε τα έργα.


-Αυτό το μεγάλο λιμάνι, που βλέπετε παιδιά, γεμάτο από μεγάλα ατμόπλοια, που εισέρχονται και εξέρχονται αδιάκοπα, μέρα και νύχτα, προ εκατό ετών δεν ήταν τίποτα, παρά ένας μικρός λιμενίσκος με λίγα ιστιοφόρο προσορμισμένα εδώ κι εκεί. Κάπου – κάπου μια μικρή βάρκα διέσχιζε τα νερά του. Τον ονόμαζαν τότε «Πόρτο Δράκο» ή «Πόρτο Λεόνε», δηλαδή λιμάνι του λιονταριού, εξαιτίας του λιονταριού που είχε στηθεί ως φύλακας στο στόμιο του. Αλλά και η πόλη του Πειραιά τι ήταν άραγε τότε; Λίγες καλύβες γύρω από το Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα, εκεί που σήμερα βρίσκεται ο ναός του. Κάποιος από τους συμμαθητές μας, είπε τότε, ότι έτυχε να δει μια εικόνα του παλιού λιμανιού σε ένα βιβλίο του πατέρα του. Την είχε ζωγραφίσει κάποιος περιηγητής της εποχής εκείνης.

-Αν δεν είχαμε αυτές τις εικόνες, είπε ο δάσκαλος, δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε, πώς ήταν μερικά πράγματα και πώς σε σύντομο χρόνο μεταβλήθηκαν και βελτιώθηκαν στη χώρα μας, η οποία διαρκώς προοδεύει. Και ύστερα από κάποια χρόνια πάλι, όταν θα βλέπουνε το λιμάνι αυτό, δεν θα μπορούν να φανταστούν πώς ήταν αυτό που βλέπουμε εμείς σήμερα.

-Πώς θα είναι τότε το λιμάνι; Ρώτησαν κάποιοι από τους μαθητές.
-Όταν δείτε τι έγινε μέχρι σήμερα και τι γίνεται διαρκώς, θα μπορέσετε να λάβετε μια κάποια ιδέα, μας είπε ο δάσκαλος.

Ακολουθώντας τον δάσκαλο περιεργασθήκαμε τι γίνεται στους μόλους. Παντού εργάτες, βορβοροφάνοι, μηχανήματα στερεωμένα πάνω σε φορτηγίδες, μικροί σιδηρόδρομοι, οι οποίοι συσσωρεύουν διάφορα υλικά, θεόρατοι ογκόλιθοι κρεμασμένοι στον αέρα από βαρούλκα, άλλοι τοποθετημένοι σε σειρές στην παραλία, γέμιζαν τον τόπο. Ωραίοι μόλοι με μεγάλες πλακόστρωτες προκυμαίες και σκάλες για τα πλοία παντού, εκεί που κάποτε η προσέγγιση ακόμα και για τις μικρές λέμβους ήταν αδύνατη. Και νέοι μόλοι οικοδομούνται διαρκώς ενώ άλλοι διαιρούσαν το κεντρικό λιμάνι σε μικρότερους όρμους. Τεράστια βαρούλκα είχαν τοποθετηθεί κατά μήκος των ακτών στους μόλους εκτείνοντας τις κεραίες τους προς τη θάλασσα. Και παραμέσα στην ξηρά, οι εργάτες οικοδομούσαν τεράστιες νέες αποθήκες.





-Ό,τι βλέπετε σε αυτό εδώ το μέρος, μας είπε ο δάσκαλος, θα γίνει σε όλο το λιμάνι περιμετρικά. Τα ατμόπλοια δεν θα αγκυροβολούν πλέον εν μέσω του λιμανιού, για να αποβιβάζουν επιβάτες και εμπορεύματα με λέμβους και μαούνες. Τα ατμόπλοια θα πλευρίζουν τους μόλους με τάξη. Θα ρίχνουν δηλαδή μια γέφυρα στην στεριά και οι επιβάτες θα αποβιβάζονται χωρίς να θαλασσοπνίγονται με τις λέμβους και να βασανίζονται μέχρι να πατήσουν το πόδι τους στην στεριά. Από τώρα μάλιστα άρχισαν κάποια ατμόπλοια να πλευρίζουν. 




Ο δάσκαλος μας έδειξε ένα πλευρισμένο ατμόπλοιο απέναντι, στον ιστορικό μόλο της Τρούμπας, ο οποίος είδε κάποτε να επιβιβάζονται τα γενναία μας στρατεύματα που αναχωρούσαν για τα σύνορα. Και μετά από αυτά εξακολούθησε:
-Αλλά το σπουδαιότερο παιδιά μου, είναι ότι τα φορτηγά ατμόπλοια δεν θα χάνουν χρόνο κατά την εκφόρτωση των εμπορευμάτων δια αχθοφόρων και φορτηγίδων. Θα πλευρίζουν και αυτά στις αποβάθρες και 16 ηλεκτροκίνητοι γερανοί σποραδικά τοποθετημένοι, θα απλώνουν τους σιδηρούς τους βραχίονες, θα αρπάζουν τα εμπορεύματα από το κύτος των ατμόπλοιων και θα τα εναποθέτουν στις αποβάθρες. 








Όσον αφορά την εκφόρτωση του σιταριού, άλλα μηχανήματα, τα λεγόμενα σιλό, θα το αναρροφούν, χύμα όπως είναι, από το κύτος των ατμόπλοιων και θα το βλέπετε να χύνεται όμοια με το νερό, εντός των αποθηκών. Και οι αποθήκες αυτές θα είναι τεράστιες, σε όλο το μήκος του λιμανιού, για να δέχονται κάθε είδους εμπορεύματα, αντί αυτά να μένουν όπως γινόταν προγενέστερα, παρατημένα στην παραλία, να τα ψήνει ο ήλιος, να τα καταβρέχει η βροχή και να τα κλέβουν οι κλέφτες. Και τα ατμόπλοια ακόμα, τα οποία μέσα σε λίγο χρόνο θα έχουν απαλλαγεί από το φορτίο τους, θα είναι ελεύθερα να αποπλεύσουν και να εξακολουθήσουν τα πλουτοφόρα ταξίδια τους. 

Βλέπετε λοιπόν παιδιά, τι αξίζει ένα τέλειο λιμάνι, για έναν τόπο μάλιστα όπως είναι η Ελλάδα, όπου έχει αναπτυχθεί τόσο πολύ η ναυτιλία. Και το λιμάνι αυτό, το οποίο θα φτάσει αύριο μέχρι και το Κερατσίνι, μέχρι δηλαδή τη θάλασσα της Σαλαμίνας, με τις νέες αποβάθρες και τα νέα εν γένει έργα, τα οποία εκτελούνται θα είναι μέγα λιμάνι για τη χώρα μας. Και από εδώ θα αναχωρεί η ελληνική σημαία, για να διαλαλεί και στα μακρινότερα πελάγη, και στους πιο απομακρυσμένους ωκεανούς τη ναυτική δόξα της Ελλάδας, η οποία δεν έσβησε ποτέ, από την εποχή του Θεμιστοκλή, μέχρι την εποχή του Μιαούλη, του Κανάρη, του Κουντουριώτη και του Βότση. Και η ναυτιλία μας η οποία τώρα έρχεται Πέμπτη κατά σειρά στον κόσμο, θα λάβει καλύτερη σειρά.






Με τους ωραίους αυτούς λόγους του δασκάλου μας ξεκινήσαμε από εκεί για να επιστρέψουμε πίσω στην Αθήνα.

Στον δρόμο ο δάσκαλος μας είπε:

-Άλλοι από σας θα γίνουν ναυτικοί, άλλοι έμποροι, άλλοι στρατιωτικοί, άλλοι επιστήμονες, άλλοι βιομήχανοι, άλλοι τεχνίτες. Αλλά ό,τι και να γίνετε όταν διέρχεστε προ των φανών του λιμένος Πειραιώς, μη λησμονείτε, ότι εκεί κάπου, πλησίον του κύματος, το οποίο τραγουδά την δόξα τους, κοιμούνται οι δύο δοξασμένοι ναύαρχοι της ελληνικής πατρίδας. Ο Θεμιστοκλής και ο Μιαούλης. Αποκαλυφθείτε τότε ευλαβικά και προσκυνήστε τους μεγάλους νεκρούς με μια βουβή προσευχή».  

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"