Νικόλαος Μοσχονάς. Από το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά στη Νέα Υόρκη.




του Στέφανου Μίλεση

Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ένας βαθύφωνος με αφετηρία το Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς, έμελλε να κατακτήσει όλο τον καλλιτεχνικό κόσμο. Πρόκειται για τον Νικόλαο Μοσχονά. Υπήρξε ο πρώτος Έλληνας βαθύφωνος που κατέκτησε το παγκόσμιο κοινό και έφτασε να γίνει πρωταγωνιστής στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης. Ο Νικόλαος Μοσχονάς γεννήθηκε στην Αθήνα στις 23 Σεπτεμβρίου του 1907. Το 1925 σπούδασε φωνητική στο Εθνικό Ωδείο. 

Η σταδιοδρομία του Μοσχονά ουσιαστικά ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’30 από το Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, που ακόμα κρατούσε κάτι από τις λαμπρές ημέρες του παρελθόντος. Οκτώ μόλις χρόνια μετά από τις Πειραϊκές εμφανίσεις του, έφθασε στην Όπερα της Νέας Υόρκης και μάλιστα ως πρωταγωνιστής. Η επιτυχία του αυτή τον κατέταξε στην πρώτη θέση των κορυφαίων πρεσβευτών της ελληνικής όπερας. Και παρέμεινε κορυφαίος περισσότερα χρόνια από οποιοδήποτε άλλο Έλληνα θα εμφανιστεί στη συνέχεια. Η σπουδαιότερη κατάκτησή του όμως ήταν ότι υπήρξε ο πρώτος Έλληνας βαθύφωνος, που έκανε το αστέρι του να λάμψει στο διεθνή μουσικό στίβο. Και αυτό θα πρέπει να θεωρείται ως μια κατάκτηση του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά αλλά και της ίδιας της πόλης. Κι αυτό κατατάσσει τον Νικόλαο Μοσχονά να θεωρείται «Πειραιώτης» αφού υπήρξε καλλιτεχνικό γέννημα της πόλης που ο ίδιος άλλωστε δήλωσε ότι αγάπησε και ταυτίστηκε μαζί της. Έφτασε να τραγουδήσει ως κορυφαίος σολίστας στο Ρέκβιεμ του Βέρντι, με μαέστρο τον άφθαστο Τοσκανίνι. Λένε μάλιστα πως στο συγκεκριμένο έργο ο Μοσχονάς επιλέχθηκε από τον ίδιο τον Τοσκανίνι! 

Ο Νικόλαος Μοσχονάς υπήρξε ο πρώτος Έλληνας βαθύφωνος που κατέκτησε το παγκόσμιο κοινό και έφτασε να γίνει πρωταγωνιστής στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης. 


Την επομένη ημέρα της συναυλίας το αμερικανικό περιοδικό TIMES της Νέας Υόρκης, έγραψε «Ο Μοσχονάς  στο Ρέκβιεμ αναδείχτηκε αντάξιος του μεγάλου μαέστρου που διηύθυνε», ενώ η εφημερίδα SUN έγραψε πως «ο Έλληνας βαθύφωνος απέδωσε το Ρέκβιεμ του Βέρντι, όπως κανείς άλλος πριν». Επίσης στις επιτυχίες του Μοσχονά, αξίζει να αναφερθεί και η συναυλία που έδωσε στο Carnegie Hall,  στην οποία συγκέντρωσε πάνω από 3.000 ακροατές. Στη Νέα Υόρκη δεν παρέμεινε ήρεμος με την γρήγορη άνοδό του, αλλά παράλληλα μάθαινε αγγλικό, γαλλικό και ιταλικό ρεπερτόριο. Αξίζει να αναφερθεί πως όταν προσλήφθηκε στην Όπερα της Νέας Υόρκης δεν γνώριζε καν την Αγγλική γλώσσα! Η αντίληψή του όμως και η οξυδέρκειά του ήταν τεράστια και γρήγορα έφτασε να τη μιλά σα να ήταν η μητρική του. Το ίδιο συνέβη αμέσως μετά με τη γαλλική και την ιταλική γλώσσα. Τραγούδησε στο μεγαλύτερο αμερικανικό ραδιοφωνικό σταθμό της εποχής τον N.B.C. και το 1939 εμφανίστηκε στη Σκάλα του Μιλάνου! Από την ημέρα που πρωτοεμφανίστηκε στον Πειραιά μέχρι να κατακτήσει την κορυφή του καλλιτεχνικού στερεώματος χρειάστηκε μόλις δέκα χρόνια, εκ των οποίων τα οκτώ τα διένυσε στον Πειραιά. 

Ο Μοσχονάς γεννημένος στην Αθήνα, ανερχόμενος καλλιτεχνικά στον Πειραιά όταν στη συνέχεια γνώρισε τη δόξα εκείνη που μόνο η Αμερική μπορεί να προσφέρει στους καλλιτέχνες, ουδέποτε ξέχασε το παρελθόν του. Νοσταλγούσε τις βόλτες που έκανε κάποτε στον Βασιλικό Κήπο και την ταβέρνα που σύχναζε που συνοδεία κρασιού τραγουδούσε καντάδες. Επίσης θυμόταν συχνά τους καθηγητές της μουσικής από την εποχή του Εθνικού Ωδείου Αθηνών, το οποίο είχε τελειώσει. Στις 17 Δεκεμβρίου του ’40, ενώ ο πόλεμος εξελίσσεται δραματικά για τους Έλληνες στις βουνοκορφές της Αλβανίας, ο Νικόλαος Μοσχονάς καλείται από τη Λαίδη Άστορ η οποία διοργανώνει μεγάλο γκαλά στη Νέα Υόρκη στο ξενοδοχείο «Ριτς Κάρλτον», να μαγέψει τους επίσημους προσκεκλημένους ώστε να συγκεντρωθούν όσα περισσότερα χρήματα γίνεται υπέρ της ενίσχυσης των Ελλήνων στρατιωτών που μάχονται, λίγοι ενάντια σε πολλούς, σε εκείνα τα πρώτα πολεμικά Χριστούγεννα που πλησιάζουν. Το άστρο του Μοσχονά είναι που φέρνει σε εκείνη την εκδήλωση το γιο του Ρούζβελτ, του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά και τον Τσάρλι Τσάπλιν το διάσημο Σαρλώ! 

Ο Μοσχονάς τη βραδιά εκείνη είχε ειδικά ετοιμάσει να παρουσιάσει ένα πρόγραμμα εθνικού θα λέγαμε περιεχομένου, συνοδεία Βυζαντινής χορωδίας, ενώ έκλεισε ψέλνοντας το «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ». Η ερμηνεία του ήταν τόσο μεγαλειώδης που όλοι οι Αμερικανοί προσκεκλημένοι στην εκδήλωση στάθηκαν όρθιοι σε θέση προσοχής. Ο Σαρλώ  επίσης αφού πρώτα σηκώθηκε όρθιος, όπως και όλοι οι υπόλοιποι, φανερά συγκινημένος, προσέφερε χίλια δολάρια στην υπόθεση του ελληνικού Αγώνα. Τότε συνέβη ένα γεγονός καταπληκτικό που για άγνωστο λόγο όμως, η ιστορία το άφησε στο περιθώριο. 

«Γνωρίζετε» είπε ο Σαρλώ  «ότι στον Κινηματογράφο δεν μιλώ. Οι ομιλούσες ταινίες μου είναι μια ή δύο και σε αυτές ακόμα δεν μιλώ από την αρχή ως το τέλος, αλλά σε ορισμένα σημεία μόνο. Αυτό σημαίνει ότι δεν είμαι καλός ομιλητής. Σήμερα όμως με εμπνέει και με καθιστά εύγλωττο, η θρυλική γενναιότητα των Ελλήνων. Οι φίλοι μου Έλληνες που ζουν εδώ, μου είπαν ότι στην Ελλάδα ο κόσμος με γνωρίζει και με αγαπά. Ας μάθει λοιπόν ο κόσμος της Ελλάδας ότι θαυμάζω την ηρωική αυτή χώρα. Αν προβληθεί καμιά ταινία μου μπροστά στους Έλληνες στρατιώτες ας γνωρίζουν τα παιδιά αυτά ότι όχι μόνο η σκιά μου στην οθόνη, αλλά η ψυχή μου ολόκληρη είναι κοντά τους. Ζήτω η Ελλάς!». 

Έτσι, έστω και δια αυτού του τρόπου, η οκταετία του Μοσχονά στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς, απέδωσε τη κρίσιμη στιγμή του ’40, πολλά χρήματα και δωρεές των Αμερικανών που μετατράπηκαν σε εφόδια και εξοπλισμό για το στρατό που πολεμούσε. Ο Μοσχονάς ουδέποτε ξέχασε την πόλη που τον  ανέδειξε, αλλά ούτε και οι Πειραιώτες που ένοιωθαν υπερήφανοι που η σταδιοδρομία του ξεκίνησε από το δικό τους θέατρο. Για αυτό κάθε φορά που κατέπλεε από την Αμερική στον Πειραιά με το πλοίο «Πατρίς» τα καλλιτεχνικά και τα φιλολογικά σωματεία της πόλης τον υποδέχονταν με λουλούδια.

Το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά το 1972



Ο Μοσχονάς μέχρι σήμερα έμεινε ως σημείο αναφορά για την υπέροχη εμφάνισή του ως Ράμφις στην όπερα «Αΐντα». Πέθανε το 1975 τιμώμενος με πλήθος χρυσών μεταλλίων τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"