Τα Θεόσπιτα του Πειραιά


Απομεινάρια από "Θεόσπιτα" την δεκαετία του 1980.



του Στέφανου Μίλεση

Θεόσπιτα συναντάμε σε αρκετά σημεία του ελλαδικού χώρου, κυρίως όπου υπήρχαν λατομεία ή ανθρώπινες δραστηριότητες για την εξόρυξη πέτρας. Πρόκειται για οικήματα λαξευμένα με τέτοιο εντυπωσιακό τρόπο ώστε οι άνθρωποι μεταγενέστερα τα αποκάλεσαν «Θεόσπιτα», δηλαδή φτιαγμένα από χέρια Θεού ή αλλιώς σπηλιές του Δράκου! 

Κατ΄ άλλη εκδοχή οφείλουν την ονομασία τους στην πίστη ότι αποτελούσαν δείγματα μεγαλοψυχίας Θεϊκής Πρόνοιας. Κυνηγημένος ο άνθρωπος στην ιστορική του πορεία από τα στοιχεία της φύσης, έβρισκε καταφύγιο σε αυτές τις κατασκευές που εμφανίζονταν σχεδόν με θεϊκό τρόπο εκεί όπου κάθε ελπίδα είχε χαθεί. Η σωτήρια εμφάνιση αυτών των κατασκευών λέγεται πως προσδιόρισε και την ονομασία τους σε «Θεόσπιτα», δηλαδή σε σπίτια σταλμένα από τον Θεό. Οι κατασκευές αυτές είναι σαφώς προϊστορικές και όσοι ερευνητές ασχολήθηκαν δεν κατάφεραν να δώσουν μια εξήγηση για τη χρήση τους ή την κατασκευή τους. Κάποιες μεμονωμένες κατασκευές θεωρήθηκαν ότι ήταν τόποι λατρείας Θεών, άλλες όμως που σχημάτιζαν αριθμό ίδιων στη σειρά οικημάτων χαρακτηρίστηκαν ως καταφύγια ή ως πρόχειρα καταλύματα. 


Επιχωματωμένα λαξευμένα στον βράχο ορύγματα (Θεόσπιτα). Βλέπουμε την ακόμα μεγαλύτερη καταστροφή που έχουν υποστεί συγκριτικά με την πρώτη φωτογραφία της ανάρτησης που τραβήχτηκε την δεκαετία του 1980. 


Στην Πειραϊκή χερσόνησο τα συναντούσαμε στη βόρεια πλευρά της και ειδικά στη θέση «Σταυρός» γύρω από τη σημερινή οδό Κρυστάλλη, πάνω από την Πλατεία Σερφιώτου, ονομασία που έλαβε από έναν τεράστιο ξύλινο ιστό  Σηματωρείου που υπήρχε εκεί αρχικά, ενώ αργότερα στην εποχή των τηλεπικοινωνιών ο ξύλινος ιστός αντικαταστάθηκε από μια μεταλλική κεραία ύψους 35 μέτρων, που από μακριά συνέχιζε να φαντάζει ως σταυρός ονοματίζοντας όλη τη γύρω περιοχή. Θεόσπιτα επίσης βρέθηκαν και στον λόφο της Μουνιχίας (σημερινό Προφήτη Ηλία) λαξευμένα εντός βράχων και θεωρούνται παλιές πρόχειρες κατοικίες που ανάγονται ακόμα στην εποχή της προϊστορίας. 

Τα Θεόσπιτα ήταν εναρμονισμένα πλήρως με το περιβάλλον, αφού για την κατασκευή τους χρησιμοποιήθηκαν αποκλειστικά είτε υλικά της περιοχής είτε όπως συνέβη στον Πειραιά επρόκειτο για λαξεύσεις σε βραχώδεις όγκους. Φυσικά περισσότερο εντυπωσιακά είναι τα Δρακόσπιτα σε διάφορα σημεία της Ελλάδας για τα οποία θα μπορούσαν να γραφτούν πολλά περισσότερα. Διότι αυτά δεν επρόκειτο για λαξεύματα εντός βράχων αλλά για τεχνητές εξ ολοκλήρου κατασκευές. Η τοιχοποιία των Δρακόσπιτων χαρακτηρίζεται από την έλλειψη συνδετικού υλικού, γεγονός που τα κατατάσσει στην κυκλώπεια αρχιτεκτονική (Μυκήνες, Τίρυνθα κλπ). Όσα Δρακόσπιτα είναι κατασκευασμένα έχουν ως χαρακτηριστικό γνώρισμα την είσοδό τους που αποτελείται από τρεις λίθινους όγκους. Οι δύο από αυτούς είναι τοποθετημένοι κάθετα (παραστάτες) ενώ το τρίτος που σκεπάζει (γεφυρώνει) του δύο παραστάτες εκτείνεται προς το εσωτερικό της κατασκευής, που καλείται από τους αρχαιολόγους «κυκλώπειος πρόβολος». Οι δύο κάθετοι παραστάτες με τον τρίτο οριζόντιο (κυκλώπειο πρόβολο) είναι εντυπωσιακοί σε μέγεθος. Άλλα Δρακόσπιτα ήταν κατασκευασμένα με ορθογώνια σκεπή ενώ άλλα στρογγυλή με τρούλο! Ο περίτεχνος τρόπος λάξευσης των τεράστιων λίθων, η τοποθέτησή τους ώστε να σχηματίζουν μια πανίσχυρη τοιχοποιία περιμετρικά, η θαυμαστή δόμηση της σκεπής τους, η έλλειψη συνδετικού υλικού, το μέγεθος των δομικών υλικών είναι στοιχεία που σπάνε κάθε λογική εξήγηση ή απόπειρα χρονολόγησης, όταν για την ίδια ακριβώς περίοδο ο άνθρωπος θεωρείται ότι κινείται στα πρώιμα στάδια του πολιτισμού! Το πιο διάσημο Δρακόσπιτο στον Ελλαδικό χώρο βρίσκεται στο όρος Όχη στη Νότια Εύβοια (σε υψόμετρο 1480 μέτρα), που θεωρείται η τελειότερη και εντυπωσιακότερη κατασκευή όλων. Η στέγη του συγκεκριμένου Δρακόσπιτου είναι κλιμακωτή (εκφορική), δηλαδή η μια στρώση πλακών, πατάει πάνω στην προηγούμενη και εξέχει προς τα μέσα σε τέτοιο τρόπο ώστε σταδιακά να στεγάζει όλο το οικοδόμημα.


Για να επιστρέψουμε όμως στα πειραϊκά Θεόσπιστα, τα μέρη όπου βρέθηκαν κατά τον Ιωάννη Μελά προσδιορίζουν και τα μοναδικά σημεία κατοίκησης του Πειραιά σε μια πρώιμη ιστορική περίοδο. Γράφει ο Ιωάννης Μελάς («Ιστορία της πόλεως Πειραιώς. Από τους προϊστορικούς καιρούς έως τους δικούς μας χρόνους», Τόμος Α’, Προϊστορία και Πρωτοϊστορία,1976), ότι ο Πειραιάς κατά την προϊστορική περίοδο παρουσίαζε κατοικήσιμους χώρους μόνο προς το λόφο της Μουνυχίας με τον μικρό ομώνυμο λιμένα και  στην Πειραϊκή στη θέση «Σταυρός». Συμπληρώνει ότι οι κατασκευές αυτές παρουσιάζουν ομοιότητες με εκείνες που βρέθηκαν στην Πνύκα, στην Ακρόπολη και αλλού και θα πρέπει να σχετιστούν με προηγούμενες εποχές ίσως από την εμφάνιση των Μινυών. 

Προσωρινοί οικιστές κατέφευγαν τα φυσικά ή τεχνητά άντρα και σε σπήλαια του λόφου ή των ακτών για μικρό χρονικό διάστημα καθώς και δεν κατοικούσαν μόνιμα αφού η περιοχή ήταν βραχώδης και άγονος και δεν προσφερόταν για συντήρηση. 


Ο Απόστολος Αρβανιτόπουλος στην εγκυκλοπαίδεια «Ελευθερουδάκης» στη λέξη «Αθήναι», καταγράφει ότι τα κοιλώματα του πειραϊκού τόπου, που ο λαός σε πολύ κατοπινούς καιρούς, τα αποκάλεσε «Θεόσπιτα», ευρισκόμενος (λαός) φυσικά σε ιστορική άγνοια, πρέπει να χρησίμευσαν για την ομαδική κατοίκηση κάτω όμως από συγκεκριμένες περιστάσεις καθώς οι άνθρωποι τότε επεδίωκαν να ζουν στα παράλια. Ενώ σε ταραγμένους καιρούς, πολλά από αυτά, ιδίως τα φυσικά, πρέπει να χρησιμοποιήθηκαν ως στέγαστρα διαφόρων σποραδικών οικιστών ή και ως κρησφύγετα κακοποιών και πειρατών. Αν υποθέσουμε ότι κατασκευάστηκαν στην Παλαιολιθική ή στη Νεολιθική περίοδο πιθανότατα να χρησίμευαν για να προσφέρουν στους ανθρώπους προστασία σε περιπτώσεις νεροποντής ή όταν η θυμωμένη φύση στρεφόταν επικίνδυνα κατά του ανθρώπου. Τα Θεόσπιτα λαξευμένα εντός βράχων αποτελούσαν μοναδικά καταφύγια για τους ανθρώπους εκείνων των εποχών. Η αλήθεια είναι ότι ελάχιστα αποδεικτικά παλαιολιθικού βίου στον Πειραιά διαθέτουμε, υπάρχουν όμως σε αφθονία ευρήματα νεολιθικής εποχής που αποδεικνύουν σαφέστατα ότι υπήρχε οργανωμένη κατοίκηση στον Πειραιά. 



Άλλη εκδοχή κατά τον Κ. Ζουμπουλίδη (Σχεδίασμα ιστορίας τους Πειραιώς – Ο Πειραιεύς και οι λιμένες του κατά την αρχαιότητα», δημοσιευμένο στο Δελτίο του ΟΛΠ τεύχος 2ο, σελ. 27) για τα «Θεόσπιτα» είναι ότι αποτελούσαν κατασκευές παλαιολιθικής ακόμα εποχής που προορίζονταν για προσωρινή στέγαση ανθρώπων που κατέφευγαν σε αυτά για προστασία έχοντας τα οικοδομήσει σε δυσπρόσιτα σημεία για ασφάλεια. Οι προσωρινοί οικιστές τους κατέφευγαν τα φυσικά ή τεχνητά άντρα και σε σπήλαια του λόφου ή των ακτών για μικρό χρονικό διάστημα καθώς και δεν κατοικούσαν μόνιμα αφού η περιοχή ήταν βραχώδης και άγονος και δεν προσφερόταν για συντήρηση. 

Ο Χρήστος Πανάγος (στο έργο «Ο Πειραιεύς», έκδοση ΕΒΕΠ, 1995), καταγράφει ότι πλήθος από βραχώδη ορύγματα δέσποζαν κάποτε στο λόφο της Καστέλλας άλλα φυσικά κι άλλα τεχνητά, χρονολογημένα στην προϊστορική εποχή του Πειραιά. Επίσης επιβεβαιώνει κι αυτός ότι στην Πειραϊκή χερσόνησο, στη παλαιά θέση «Σταυρός» βρέθηκαν όμοια με το λόφο της Καστέλλας λαξευμένα εντός βράχου «Θεόσπιτα» που αποδεικνύουν την ύπαρξη οικιστών πριν ακόμα από την έλευση των Μινυών.  Ειδικά τα τεχνητώς κατασκευασμένα κοιλώματα της Μουνιχίας και του «Σταυρού» θεωρούνται από πολλούς ως δημιουργήματα των Μινυών χωρίς να αποκλείεται όμως να είναι προγενέστερα.   


Γκραβούρα του 1878 που απεικονίζει τα θεόσπιτα να στέκονται ακόμα όρθια στη σημερινή Καστέλλα, έναντι της μικρής νήσου Σταλίδας (Παρασκευά ή Κουμουνδούρου)

Ιωάννης (Γιαννάκης) Νοταράς. Οι εκδοχές για το τραγικό του τέλος στον Φαληρέα

Το αρχοντόπουλο της Κορίνθου που θυσιάστηκε στο Φάληρο,
ο Γιαννάκης Νοταράς


του Στέφανου Μίλεση

Ο Γιάννης Νοταράς ήταν το αρχοντόπουλο της Κορίνθου και ο χαμός του στον Φαληρέα (Φάληρο) αποτέλεσε αφορμή να τον κλάψει όλος ο Μοριάς, αλλά και να υμνηθεί μέσα από το Δημοτικό μας τραγούδι. Γεννημένος στα Τρίκαλα Κορινθίας το 1805 κρατούσε από τη μεγάλη οικογένεια των Νοταραίων που βαστούσαν από τα βυζαντινά χρόνια. Ο Γιάννης ήταν γιος του Σωτήρη Νοταρά αλλά περισσότερο και από τον πατέρα του έμεινε γνωστή η αγάπη που έτρεφε προς το πρόσωπό του ο θείος του Πανούτσος Νοταράς που τον θεωρούσε στην κυριολεξία δικό του παιδί. 

Ο Γιάννης παρότι έζησε μέσα στο πλούσιο αρχοντικό των Νοταραίων εξελίχθηκε σε ένα παλικάρι σκληραγωγημένο, γενναιόψυχο που όλοι αγαπούσαν και σέβονταν στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Ντυνόταν πάντα με χρυσοκέντητα ρούχα και είχε περίτεχνα άρματα. Η αγάπη του κόσμου ήταν τόση ώστε οι συμπατριώτες του θεωρώντας τον δικό τους παιδί τον αποκαλούσαν Γιαννάκη ή αρχοντόπουλο

Ο Γιαννάκης Νοταράς είχε κλείσει τα δεκαπέντε του χρόνια όταν ξέσπασε η επανάσταση. Παρά το γεγονός ότι οι Τούρκοι παρακολουθούσαν την οικογένεια των Νοταραίων, δεν δίστασε να πάρει μέρος στην επανάσταση. Ύστερα με την οικονομική ενίσχυση του θείου του Πανούτσου έκανε σώμα δικό του και μπήκε αρχηγός. Τα χρήματα για τη μισθοδοσία των στρατιωτών του προέρχονταν από την οικογενειακή περιουσία. Από την πρώτη στιγμή έδωσε τέτοιες αποδείξεις ικανότητας που αν και ήταν νεαρός ακόμα στην ηλικία, του ανέθεσαν την πολιορκία της Ακροκόρινθου που την έφερε εις πέρας με επιτυχία. Για αυτό και έγινε στη συνέχεια και φρούραρχός της. Μόλις είχε πατήσει τα δεκαοχτώ του χρόνια και έγινε αντιστράτηγος κι ύστερα από έναν χρόνο, το 1824, στρατηγός. Ο Ιωάννης Νοταράς έγινε έτσι ο πιο νέος στρατηγός του αγώνα.  Πήρε μέρος σε όλες τις επικίνδυνες μάχες όπως στην αντιμετώπιση του Δράμαλη. 


Στα τέλη Ιανουαρίου του 1827 προχώρησε στην Αττική όπου και βρέθηκε με το σώμα του, κάτω από τις διαταγές του Γεωργίου Καραϊσκάκητότε που ο Ρεσίτ Πασάς (Κιουταχής) πολιορκούσε την Ακρόπολη της Αθήνας μέσα στην οποία βρίσκονταν πολιορκημένοι οι Έλληνες. Υπό την διοίκηση του Βρετανού φιλέλληνα Τόμας Γκόρντον συμμετείχε στην κατάληψη της Καστέλλας, στον Πειραιά. Ηγείτο μιας δύναμης 1.500 ανδρών που μαζί με τον Μακρυγιάννη και τους 550 άνδρες του, τον Δημήτριο Καλλέργη με τους Κρήτες του, τους Ιωάννη Πέτα και Χαράλαμπο Ιγγλέση ανέλαβαν να καταλάβουν τον καλά οχυρωμένο λόφο της Καστέλλας. Και αφού το επέτυχαν ο Μακρυγιάννης έμεινε να φυλά το λόφο που κοιτούσε προς το Φάληρο, ο Καλλέργης προς τον Πειραιά και ο Ιωάννης Νοταράς "έπιασε" το κέντρο. 




Ο Καραϊσκάκης που παρακολουθούσε από κοντά την δράση του Γιάννη Νοταρά απευθυνόμενος για αυτόν στους άλλους οπλαρχηγούς είπε: 

«Τούτος ο νέος αν ζήσει θα ντροπιάσει πολλούς από εμάς τους γεροντότερους. Μακάρι η πατρίδα να είχε πολλούς σαν κι αυτόν!». Τόσο τον εκτιμούσε και τον συμπαθούσε ο Καραϊσκάκης, που δώσανε λόγο να τον κάνει γαμπρό στην μικρότερη κόρη του στην Πηνελόπη. 

Ο Γιαννάκης Νοταράς, δύο μέρες πριν την επίθεση που θα οδηγήσει τους Έλληνες στη μεγαλύτερη καταστροφή (Μάχη Ανάλατου), έγραψε από το Φάληρο την τελευταία επιστολή προς τους γονείς του. Οι παρατηρήσεις εντός των παρενθέσεων είναι φυσικά διευκρινιστικές εκτός κειμένου. 

«Φαληρέα 22 Απριλίου 1827.

Σεβαστοί μου γονείς. Από υγείαν δόξα νάχη ο άγιος θεός, είμαι καλά, και άμποτε να είσθε και σεις καλά. Εγώ με το ασκέρι μου εις τα 12 Απριλίου από το Αμπελάκι της Κούλουρης και με την σκούνα του καπετάν Αλεξανδρή ξεμπαρκαρισθήκαμε εις του Δράκου (Πειραιά) το λιμάνι. Επολιορκήσαμε το Μοναστήρι του Άι Σπυρίδωνα γιατί ήτο πιασμένο από 400 Αρβανίτας του Κιουταχή. Ήλθε και η φρεγάδα μας «Ελλάς» και έριξε κάμποσες κανονιές. Εμείς κάναμε γιουρούσι και επατήσαμε το μοναστήρι. Οι Αρβανίτες τότε παραδόθησαν με την ζωήν τους και με τα άρματά τους. Αλλά κάποιοι από μας δεν εστάθηκαν οι αφεόφοβοι εις τον λόγον τους. Εριχθήκανε για πλιάτσικα και εχαλάσθηκαν όλοι σχεδόν οι Αρβανίτες. Το κρίμα να το έχουν όσοι τους επήραν στο λαιμό τους. Όταν επατήσαμε το Μοναστήρι ελαβώθηκαν βαρειά ο μπουλουξής μου καπετάν Γιάννης Γιουρούκος και το αξιοτίμητο παλικάρι ο Γιωργάκης ο Μπόνος. Ελπίζω να μην πάθουνε τίποτε, γιατί τους γιατρεύει ο Τουρκοκούρταλης (αναφέρεται στον Τούρκο ιατρό Κούρταλη που προσέφερε από δική του επιλογή τις υπηρεσίες του στους Έλληνες). Εσκοτώθη εις το πάτημα του Μοναστηριού και ο Καπετάν Νικολής του Πανάγου Κτίστη, φαίνεται ότι και τούτο η σκλητάδα είναι γραμμένο να πάει για το Γένος. Εδώ και 20 ημέρες ο Παναγιωτάκης με τον Βάσσο και με τον Βούρβαχη εβάρεσε τους Τούρκους στο Καματερό. Πάνε πολλοί από τους δικούς μας καθώς και ο Βούρβαχης. Κρίμας τον άνθρωπο και το τιμημένο παλικάρι. Εδώ και δύο ώρες άνοιξε λιανοτούφεκο (το ψιλό ντουφέκι δηλαδή εκείνο που ο ίδιος άνδρας γεμίζει μόνος του το καριοφίλι του σε αντίθεση με το "χονδρό τουφέκι" όπου οι μισοί έριχναν και οι άλλοι μισοί γέμιζαν) εις τα Υδραίικα ταμπούρια. Τώρα μου έφεραν το χαμπέρι πως ελαβώβη βαρειά ο αρχηγός Καραϊσκάκης (επομένως η επιστολή του Γιάννη Νοταρά ξεκίνησε να συντάσσεται στις 22 Απριλίου αλλά ολοκληρώθηκε μετά τον τραυματισμό του Καραϊσκάκη που συνέβη στις 23 Απριλίου ανήμερα της ονομαστικής του εορτής). 

Αν χαθεί αυτός ο άνθρωπος, ξεγράψτε μας όλους, γιατί ο Τσούρτζ δεν εξεύρει να διοικήσει άτακτο ασκέρι (η εκτίμηση του Νοταρά ταυτίζεται απόλυτα με του Καραϊσκάκη). Ο Θεός να βάλει το χέρι του και να λυπηθεί πρώτα την πατρίδα και ύστερα εμάς. Τα πράγματα δεν μου αρέσουν (προφητεία της επερχόμενης καταστροφής). Ας γείνει ό,τι θέλει ο Θεός! Εις το ορδί μου είναι οι χιλίαρχοι Λάμπρος Βεΐκος, Γιωργάκης Τζαβέλας, Αθανάσιος Τσούσια Βότζαρης, Δημήτριος Δράκος, Δημήτριος Καλέργης και ο Ιγγλέσης. Πέστε της Κοκκώνας να μη στενοχωρηθεί και αν δεν σμίξουμε εδώ, θα σμίξουμε όλοι εις τον κάτω κόσμο. Με την ευχή σας. Φιλώ το χέρι της μάνας μου και της ευγενίας Σας. Φιλώ και τα αδέλφια μου και την Κοκκώνα. 

Ο αγαπητός σας υιός. 
Γιαννάκης Νοταράς». 


Ο θάνατος του Καραϊσκάκη
(Μουσείο Μπενάκη)


Ο Καραϊσκάκης πέθανε και τον έθαψαν στην Κούλουρη. Και οι Έλληνες στις 24 Απριλίου του 1827 επιτέθηκαν στην περιοχή Τρεις Πύργοι στο σημερινό Παλαιό Φάληρο υπό τις διαταγές του Τσώρτζ, που όπως έγραψε και ο Γιαννάκης στην επιστολή του δεν ήξερε διόλου από άτακτο ασκέρι. Ο Γιάννης Νοταράς είχε αναλάβει το κέντρο της ελληνικής παράταξης. Στο μεταξύ όμως το ισχυρό Οθωμανικό ιππικό του Κιουταχή  παρακολουθούσε τις κινήσεις τους, από σημείο καλά κρυμμένο. Η τακτική επίθεσης ήταν λανθασμένη και οδήγησε τους Έλληνες να πέσουν στην περίτεχνη ενέδρα των Οθωμανών, που με 800 ιππείς και 400 πεζούς στην κοίτη του Ιλισού ποταμού (όρια σημερινού Μοσχάτου), παραμόνευαν αθέατοι, τους αμέριμνους Έλληνες να πλησιάσουν.


Η μάχη του Φαληρέα (Ανάλατου)


Σε απόσταση μόλις εκατό μέτρων οι Τούρκοι έκαναν επέλαση κατά των αμέριμνων και αφύλακτων πεζοπόρων Ελλήνων! Επρόκειτο για κανονική σφαγή.
Τους ρίχθηκαν όμως οι Ντελήδες, το τουρκικό δηλαδή ιππικό και τους μακέλεψαν. Πιάσανε πολλούς Έλληνες αιχμαλώτους ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Ιωάννης Νοταράς που αψηφώντας τον κίνδυνο έμεινε να πολεμάει πάνω στο άλογο μέχρι τέλους. Μια μαρτυρία λέει πως κείνη την μέρα ο Νοταράς δούλευε το σπαθί του και χτυπούσε τους Τούρκους μια στα δεξιά του και μια στα αριστερά του που άκουγαν οι άλλοι τα χτυπήματα όμοια με του ξυλοκόπου. Αυτή η μαρτυρία θα γίνει αργότερα στίχος στο δημοτικό μας τραγούδι 


"Δεν είναι καιρός για ντουφεκιές! 
 τραβάτε τα σπαθιά σας! 
 Για ιδέτε πέρα εκεί το Κάστρο της Αθήνας! 
 Εκεί θα πάμε σήμερα πριν έρθει μεσημέρι". 

Όμως οι Ντελήδες τον κύκλωσαν και κατάφεραν να τον πιάσουν ζωντανό. Ήταν η πιο ολοσχερής ήττα που υπέστησαν οι Έλληνες σε όλη την διάρκεια της πολιορκίας της Ακροπόλεως. Χίλιοι πεντακόσιοι (1.500) άνδρες χάθηκαν, διακόσιοι σαράντα (240) πιάστηκαν αιχμάλωτοι και στην συνέχεια αποκεφαλίσθηκαν, εκτός του Δημητρίου Καλλέργη που απελευθερώθηκε καταβάλλοντας ως λύτρα

Από την ήττα αυτή οι Έλληνες αποθαρρύνθηκαν τόσο πολύ που διέταξαν την φρουρά της Ακροπόλεως να συνθηκολογήσει! Η ήττα αυτή οδήγησε επίσης και τον Ελληνικό στόλο να εγκαταλείψει την θαλάσσια κυριαρχία του και να συγκεντρωθεί στον Πόρο. 



Ένα από τα σχέδια του Μακρυγιάννη που απεικονίζει τις θέσεις των εμπλεκομένων και τις μάχες του Φαλήρου


Η αιχμαλωσία του Γιαννάκη Νοταρά ήταν και η τελευταία πληροφορία που άκουσε η οικογένειά του για την τύχη του, από περιγραφές που μετέφεραν συναγωνιστές τους στην Κορινθία. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, μόνο ιστορίες αόριστες και εκδοχές. Οι Τούρκοι από την ολόχρυση φορεσιά του και τα περίτεχνα άρματά του κατάλαβαν πως ήταν Έλληνας στρατηγός. Θέλανε λοιπόν να τον πάνε ζωντανό στον Κιουταχή πασά για να λάβουν καλό μπαξίσι. 


Η πρώτη εκδοχή έχει ως εξής. 

Άρχισαν να μαλώνουν μεταξύ τους για το ποιος θα τον πάρει αιχμάλωτο. Ο Νοταράς ύστερα από ανταλλαγές ύβρεων μεταξύ των Αλβανών έπεσε στα χέρια δύο εξ αυτών που τον έβαλαν στη μέση και κίνησαν να τον παραδώσουν για να πάρουν την αμοιβή. Όπως κρατούσαν τον Νοταρά από τα ρούχα λέγεται πως άνοιξε το πουκάμισό του και φάνηκε ο χρυσός σταυρός που κρεμόταν με αλυσίδα από τον λαιμό του. Οι Αλβανοί είδαν να λαμποκοπάει το χρυσάφι και θαμπώθηκαν. Πριν προλάβει να τον αρπάξει το χέρι του ενός, τον είχε αρπάξει το χέρι του δευτέρου. Οι δύο Αλβανοί μάλωναν για ώρα για τον σταυρό που κατάφερε να αρπάξει ο ένας από τον άλλον. Φτάσανε σε κάποιο ξεροπήγαδο κοντά στους Άγιους Θεοδώρους στη σημερινή Αμφιθέα. Εκεί Τούρκοι και Αλβανοί μάζευαν τους Έλληνες αιχμαλώτους εκείνης της ημέρας. Τους έσφαζαν έχοντας τα χέρια των αιχμαλώτων δεμένα πισθάγκωνα και τα πτώματα τα πετούσανε μέσα σε ένα ξεροπήγαδο. Εκεί στάθηκαν και οι δύο Αλβανοί με το αιχμάλωτο αρχοντόπουλο. Εξακολουθούσαν ακόμα και εκεί να διαπληκτίζονται μεταξύ τους. Κάποια στιγμή ο Αλβανός που δεν είχε αρπάξει τίποτα πρότεινε στον άλλο. 
- "Γιατί μαλώνουμε μεταξύ μας για έναν χρυσό σταυρό; Ας σκοτώσουμε τον ραγιά να του πάρουμε τα ακριβά ρούχα που φοράει, που σε αξία είναι μεγαλύτερη από το μπαξίσι του Πασά". 

Με μιας, άδειασαν τα κουμπούρια τους πάνω στον άτυχο Νοταρά και στη συνέχεια πέταξαν το σώμα του στο ξεροπήγαδο της Αμφιθέας.


Οι Έλληνες επιτυγχάνουν νίκη στον Πειραιά καταλαμβάνοντας την Καστέλλα
(P. Von Hess Μουσείο Μπενάκη)


Υπάρχει όμως μια δεύτερη εκδοχή

Οι δύο Αλβανοί έφτασαν στο πηγάδι της Αμφιθέας αλλά κάποιος τρίτος Τούρκος τους πλησίασε με ζήλια λέγοντας πόσο πολύτιμο αιχμάλωτο είχαν πιάσει. Καθώς οι δύο Αλβανοί δεν του έδιναν σημασία, ο Τούρκος  πήγε πίσω από τον Νοταρά και με το σπαθί του τον σκότωσε. Τότε πολλοί Τούρκοι και Αλβανοί έπεσαν πάνω στο άψυχο σώμα για να πάρουν τα χρυσοκέντητα ρούχα. Έφτασαν στο τέλος να μαλώνουν με τα σπαθιά στα χέρια για την μοιρασιά. Οι Τούρκοι συμφώνησαν τελικά με τους Αλβανούς να μην πάρει κανένας τα ρούχα του Νοταρά παρά πέταξαν το σώμα του μέσα στο πηγάδι, εκεί όπου βρίσκονταν και άλλοι νεκροί Έλληνες. 

Εκείνο το πηγάδι ο λαός το αποκαλούσε για χρόνια αργότερα «πηγάδι των στεναγμών» ή "πηγάδι των σκοτωμένων" διότι υπήρχε μια φήμη που ήθελε τις νύχτες να ακούγονται φωνές που προκαλούσαν τρομάρα στους περαστικούς. Η αλήθεια ήταν ότι το ξεροπήγαδο συγκοινωνούσε με ένα άλλο γειτονικό. Ο αέρας που περνούσε από το ένα στο άλλο σχημάτιζε ρεύμα κι έκανε ήχο που έμοιαζε με στεναγμό. Ο κόσμος όμως τα πρώτα χρόνια μετά τους σκοτωμούς της επανάστασης που γνώριζε την ιστορία του τόπου του, πίστευε πως ο ήχος αυτός ερχόταν από τους σκοτωμένους.


Ο Καραϊσκάκης διενεργώντας  επίθεση με κατεύθυνση το "Κάστρο" (Ακρόπολη)
(Συλλογή Κουτλίδη)


Αλλά για το θάνατο του Γιάννη Νοταρά υπάρχει και μια τρίτη εκδοχή της ιστορίας.  

Οι δύο Αλβανοί που έπιασαν αιχμάλωτο τον Νοταρά τον πήγαν αλυσοδεμένο στον Κιουταχή, στη σκηνή του όπου έλαβαν μπαξίσι γερό. Σαν τον είδε καλοντυμένο ο Κιουταχής κατάλαβε ότι θα ήταν κάποιος από τους Έλληνες στρατηγούς. Ο Κιουταχής τότε του απηύθυνε τον λόγο για να μάθει ποιος ήταν. Ο Νοταράς απαντούσε άφοβα σε όλες τις ερωτήσεις του καθώς γνώριζε ότι το τέλος του πλησίαζε. Έτσι τόσο ο Κιουταχής όπως και όλοι οι υπόλοιποι μπέηδες και οι αγάδες που βρίσκονταν τη στιγμή εκείνη στη σκηνή έμαθαν ότι ο αιχμάλωτος ήταν ο Γιαννάκης Νοταράς, το αρχοντόπουλο του Μοριά. Το πιο πιθανό λοιπόν ήταν ότι κάποιος από τους παριστάμενους αγάδες τον αναγνώρισε και κατάλαβε ότι θα μπορούσε να εισπράξει μεγάλα ποσά λύτρων από τον θείο του Πανούτσο. Εκείνος ο αγάς λοιπόν ζήτησε από τον Κιουταχή να του τον δώσει τάχα για δούλο για να εργάζεται στα τσιφλίκια. Ο Κιουταχής τότε γύρισε και του είπε ότι είχε ορκιστεί στον Αλλάχ να ματώνει τα γιαταγάνια του πάνω στους Έλληνες. Τότε ο μπέης πήγε κοντά του και αφού ζήτησε ένα από τα σπαθιά του Κιουταχή πλησίασε τον Ιωάννη Νοταρά και με ένα χτύπημα του έκοψε το δεξί του αυτί. 
- «Ορίστε πασά μου» είπε ο αγάς «ο όρκος σου ξεπληρώθηκε. Το σπαθί σου ματώθηκε από το αίμα του ραγιά». 

Λέγεται τότε πως πραγματικά ο Κιουταχής δέχθηκε και προσέφερε για δούλο τον Νοταρά. Αυτή η εκδοχή έγινε η πλέον αποδεκτή στον Μοριά για χρόνια, ίσως διότι κανείς δεν ήθελε να πιστέψει τον θάνατό του. Για αυτό και οι στίχοι δημοτικού τραγουδιού μιλούσαν για "σκλαβιά του λεβέντη".


«Θέε μου και τι νάγινε ο στρατηγός της Κόρθος;
Ούδε στην Κόρθο φαίνεται, ούδε στον Πεντεσκούφη. 
Δεν κλαις καημένε Νοταρά με τον λεβέντη πούχες; 
Σκλάβωσαν τ΄αρχοντόπουλο τον αρχηγό της Κόρθος»



Ωστόσο τα ίχνη του Γιαννάκη Νοταρά εξαφανίστηκαν. Κανείς δεν ζήτησε λύτρα από τον θείο του Πανούτσο, που μάταια περίμενε για χρόνια τα μαντάτα του. 
Να πέθανε άραγε;
να τον σκότωσαν αργότερα; 
Κανείς με σιγουριά δεν έμαθε. 

Η αναζήτηση του χαμένου Γιαννάκη Νοταρά

Η οικογένεια των Νοταραίων όμως καρτερούσε υπομονετικά να ακούσει τα μαντάτα για την τύχη του παιδιού τους. Να βρισκόταν τάχα στο ξεροπήγαδο σκοτωμένος μαζί με τους άλλους Έλληνες ή να ζούσε δούλος στα τσιφλίκια κάποιου μπέη; Ο θείος του ο Πανούτσος που ήταν πλούσιος έταζε μεγάλα χαρίσματα σε εκείνον που θα του έδινε πληροφορίες για το χαμένο ανιψιό του. Μα κανένας δεν βρέθηκε και το μαρτύριο συνεχιζόταν για χρόνια. Ακόμα και το 1845 περίμεναν νέα του καθώς εκείνη τη χρονιά έφτασε με το ατμόπλοιο στον Πειραιά από την Οδησσό μια επιστολή. Με αυτή γινόταν γνωστό ότι κάποιος Έλληνας συστήθηκε στις φυλακές της Οδησσού ως υιός Νοταρά περιγράφοντας στη συνέχεια την χρόνια αιχμαλωσία του. Ότι κατάφερε να δραπετεύσει και με Αρμενικό όνομα έφτασε στην Ρωσία όπου συνελήφθη διότι είχε παραβεί τους υγειονομικούς κανονισμούς. Η επιστολή αυτή είχε γραφτεί στην Οδησσό από τον γιο του Στρατηγού Ρεβελιότη όπου ζούσε εκεί. Μάλιστα ο Ρεβελιότης παρέθετε και στοιχεία από τη ζωή του εμφανιζόμενου ως Γιάννη Νοταρά τα οποία αποδείκνυαν ότι ήταν αυτός! Η οικογένεια ανταποκρίθηκε και έστειλε άνθρωπο δικό της στην Οδησσό για να τον συναντήσει. Ωστόσο τίποτε δεν έγινε γνωστό στη συνέχεια. 

Ένα τάξιμο και ένας συμπολεμιστής από τον Πειραιά γράφουν τη συνέχεια...

Όταν πέρασε πλέον πολύς καιρός τότε μόνο όλοι κατάλαβαν πως το νεαρό αρχοντόπουλο, ο Γιαννάκης Νοταράς, δεν ζούσε πια. Όσο για την Πηνελόπη Καραϊσκάκη που καρτερικά περίμενε τον Γιαννάκη να εμφανιστεί και εκτελεστεί το τάξιμο του πατέρα της Γεωργίου Καραϊσκάκη, την νυμφεύθηκε τελικά ο αδελφός του Γιάννη Νοταρά, ο Αντρίκος! 

Υπήρχε ακόμα όμως για γυναίκα που τον περίμενε για χρόνια! Η πανέμορφη Σοφία Ρέντη που για χάρη της ο Γιαννάκης κάποτε προκάλεσε εμφύλιο πόλεμο στον Μοριά πολεμώντας τον ξάδελφό του Παναγιωτάκη Νοταρά για το ποιος θα την κερδίσει. Για χάρη της είχε καταστραφεί το Σοφικό! Αυτή η Σοφία Ρέντη καθώς επίσης περίμενε με προσμονή την επιστροφή του, έλαβε είδηση για το θάνατό του που όμως τίθεται σε αμφιβολία. Ένας άλλος επιζών του Πειραιά, ο Δημήτρης Καλλέργης, που είχε συλληφθεί όπως ο Γιάννης Νοταράς αλλά είχε καταβάλει λύτρα και είχε αφεθεί ελεύθερος, παρουσιάστηκε μπροστά της, λέγοντάς της ότι είδε τον συμπολεμιστή του Γιάννη Νοταρά να πέφτει νεκρός στο Φάληρο. Όμως η μαρτυρία του δεν ήταν αξιόπιστη, διότι σκοπός του Δημήτρη Καλλέργη ήταν να την πείσει την Σοφία Ρέντη να τον παντρευτεί! Για να το καταφέρει έπρεπε να θέσει ένα τέλος στην αναμονή της ώστε να ανοίξει ο δρόμος ο δικός του. Όπως και πραγματικά έγινε! Ο Δημήτρης Καλλέργης έγινε τελικώς ο άνδρας της Σοφίας Ρέντη παίρνοντας τη θέση του φίλου του Γιαννάκη Νοταρά. 

Υπάρχει ένα δημοτικό τραγούδι για τον Γιαννάκη Νοταρά ηρωικό και πένθιμο συνάμα. Σύμφωνα με αυτό αφού τα χρόνια πέρασαν και μαντάτα κανείς δεν έλαβε για την τύχη του, το αρχοντόπουλο δεν έγινε σκλάβος, ούτε θανατώθηκε αργότερα, παρά έπεσε από βόλι εχθρικό στη μάχη όπως στους ήρωες αρμόζει. Το σώμα του δεν βρέθηκε όπως και του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου διότι "άνοιξε η γη και χάθηκε και πάει δεν εφάνη!".

Διαβάστε με προσοχή αυτούς τους καταπληκτικούς στίχους που περιγράφουν όλη την καταστροφική μάχη του Φαληρέα. Ο Γιαννάκης Νοταράς όμοια με αρχαίο ήρωα, παρά του ότι γνωρίζει την καταστροφή (το είχε γράψει στην επιστολή προς τους γονείς του) στέκεται πάνω στο άλογο και δείχνει προς τους άνδρες του την Ακρόπολη. "Να! εκεί θα είμαστε μέχρι το μεσημέρι!" Έχοντας επίγνωση της αρχαίας ιστορίας της Ακρόπολης τους λέει "Ξέρετε τι ήταν κάποτε αυτό το κάστρο; Ξέρετε τι ήταν κάποτε αυτή η χώρα;"  


"Προχθές το βράδυ έφυγα και μόλις τώρα ήρθα!
Μ'  ένα ποδάρι μόνο γύρισα και μ΄ ένα μόνο χέρι
Το βόλι με λυπήθηκε! ο χάρος δεν με πήρε!
Μαύρο γραφτό της μοίρας μου για να γυρίσω πίσω!
Χάθηκαν τόσοι Στρατηγοί! και τόσα παλικάρια! 
Εμένα ο Θεούλης μου τι μ'  άφησε να ζήσω;
Πίσω να μην εγύριζα χωρίς τον Στρατηγό μας!
Στο Φαληρέα είμαστε μ'  άλλους Καπεταναίους
Γιώργο Τζαβέλλα, Μπότσαρη, τον Βεΐκο, τον Δράκο
Τον Κρητικό Καλλέργη μας τον άμοιρο Ιγγλέση
χωρίς ταμπούρια δυνατά μας έβαλαν στον Κάμπο
Τουρκιά πολλή μας πλάκωσε, πεζούρα και ντελήδες
Ερίξαμε μια μπαταριά, ερίξαμε μιαν άλλη!
Κι ο Στρατηγός απ΄ τ' 'Ατι του με το σπαθί στο χέρι!
Χαρούμενος και γελαστός στέκεται και μας λέει
-Δεν είναι καιρός για ντουφεκιές τραβάτε τα σπαθιά σας!
Για ιδέτε πέρα εκεί το Κάστρο της Αθήνας!
Εκεί θα πάμε σήμερα πριν έρθει μεσημέρι
Εκεί θα κάνουμε Λαμπρή και το Χριστός Ανέστη
Ξέρετε τι Κάστρο ζηλευτό, τι ξακουσμένη χώρα!
που ήταν τον παληό καιρό; το ξέρτε  τ' είναι τώρα;
Σαν τον βοριά ερίχθηκε στους Τούρκους στους Δελήδες!
Βοριάς με μαύρα σύννεφα με μαύρο αστροπελέκι
που ξεριζώνει τα κλαδιά και τα βουνά σαλεύει
Μας φάνη σαν Αρχάγγελος, μας φάνη σαν Άιγεώργης
 Έβαψε η άκρη του γιαλού από το πολύ το αίμα
Άλλαξε όψη η στεργιά, έγινε παπαρούνα!
τα βόλια παραμέριζαν, του άνοιγαν τον δρόμο
Μα ένα βόλι άτιμο, πικρό, φαρμακωμένο
Τον ηύρε μέσα στην καρδιά και πάει για το Γένος!
Ένα στεφάνι ύστερα, θεόρατο στεφάνι
Κατέβηκε απ΄ τον ουρανό πέφτει και τον σκεπάζει
Τούρκοι δεν τον επιάσανε και σκλάβο δεν τον πήραν!
Άνοιξε η γη και χάθηκε και πάει και δεν εφάνη!
Στείλτε χαμπέρια στον Μωρηά, στείλτε πικρά μαντάτα
Στείλτε και μες' στα Τρίκαλα πικρά, φαρμακωμένα
Να μην το πουν οι πέρδικες τα αηδόνια να σιωπήσουν
Για να βουρκώσουν τα βουνά, να χύσουν μαύρα δάκρια
Οι βρύσες να στερέψουνε κι όλα να μαραθούνε
Μάνα να μην τον καρτερεί να μην τον πετυχαίνει
ο μπάρμπας και ο πατέρας του σε άλλο κόσμο θα σμίξουν
πάει το καμάρι του Μωρηά, πάει και δεν γυρίζει". 


Τα χρόνια πέρασαν, οι άνθρωποι άλλαξαν, τα γεγονότα του Φαληρέα, όπως και όλης της Ελλάδας, οι θυσίες νέων παλικαριών που έκαναν τα νιάτα τους θυσία στην ελευθερία, πέρασαν στο περιθώριο. Ποιος είναι αυτός ο Γιάννης Νοταράς; Για ποιο αρχοντόπουλο μιλάνε; Ποια πίκρα είναι χειρότερη άραγε; Της λησμονιάς ή της άγνοιας; Ντροπή! Ντροπή! Ντροπή!

Από νεώτερος στρατηγός της επανάστασης ο Γιαννάκης Νοταράς "βαπτίστηκε" από άγνοια ναύαρχος!


Πηγές:
Ι. Μακρυγιάννη: Απομνημονεύματα. Εκδ. Μέλισσα, Αθήναι
Ι. Μελετόπουλου: Πειραϊκά, Αθήναι 1945
Δημ. Αινιάνος, Άπαντα, Απομνημονεύματα Καραϊσκάκη και άλλων αγωνιστών, (Γ. Βαλέττας), Αθήναι 1962.
"Γύρω απ' το Εικοσιένα" του Τάκη Λάππα, Εκδόσεις Αλκαίος
"Το αρχοντόπουλο Γιαννάκης Νοταράς, Δράμα εις πράξεις πέντε" του Ιωάννου Π. Σταματούλη, Εν Αθήναις 1896 (ψηφιακή μορφή από Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης)



Διαβάστε επίσης σχετική θεματολογία:

Οδός Νοταρά. Σκέψεις περί της ονομασίας της οδού








Οι νύφες που αναχωρούσαν από το λιμάνι του Πειραιά και η πίκρα της μετανάστευσης



του Στέφανου Μίλεση


Το μεταναστευτικό ρεύμα από την Ελλάδα προς την Αμερική γιγαντώθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα. Και αυτό είχε να κάνει κυρίως με τη συστηματική δρομολόγηση βαποριών, που έκαναν το δρομολόγιο ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Χωρικοί ή νησιώτες εγκατέλειπαν τις ιδιαίτερες πατρίδες τους για να ανακαλύψουν έναν νέο πολιτισμό, χωρίς πρώτα να έχουν γνωρίσει τον πολιτισμό της Αθήνας ή του Πειραιά ή έστω κάποιας άλλης ελληνικής μεγαλούπολης. Αναχωρούσαν από το λιμάνι του Πειραιά, χωρίς να ξέρουν τη γλώσσα της νέας χώρας που είχαν για προορισμό, και δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι, δεν γνώριζαν να γράφουν ή να διαβάζουν καν τα ελληνικά, που ήταν η ίδια η γλώσσα τους. Ωστόσο τα δύο μεγάλα κίνητρα της μετανάστευσης που ήταν η δυστυχία και η φτώχεια, υπερνικούσαν τα εμπόδια που εμφανίζονταν, και έκαναν χιλιάδες ανθρώπους να γίνουν μετανάστες, ενώ μέχρι λίγο καιρό πριν δεν είχαν καν απομακρυνθεί από την οικογένειά τους ή τα στενά όρια του χωριού τους. Η περιγραφή των συνθηκών του ταξιδιού, που πολλές φορές έφτανε στα αυτιά τους, δεν τους φόβιζε ιδιαίτερα αφού και στην πατρική τους οικία στερούνταν το ζεστό μπάνιο, το τρεχούμενο νερό ή τα βασικά είδη ενδιαίτησης και διατροφής. Το μόνο δηλαδή που έβλεπαν ήταν η μιζέρια του περιβάλλοντος στο οποίο μεγάλωσαν και η απουσία εργασιακού μέλλοντος.  



Όσο περνούσε ο καιρός η αναχώρηση για τις Η.Π.Α. συστηματοποιούταν, νέες γραμμές δρομολογούνταν. Όσο όμως κι αν βελτιώνονταν οι τρόποι μετακίνησης προς Αμερική, Καναδά και Αυστραλία οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι ομογενείς μετανάστες ήταν πάντα τρομακτικές ειδικά κατά τον πρώτο χρόνο της εκεί παραμονής τους. Κάποιοι πείθονταν να υπογράψουν συμβόλαια που προέβλεπαν την πληρωμή των μεσιτών εργασίας, με κράτηση των αποδοχών τους για τους έξι πρώτους μήνες της εργασίας τους. Παρά τις δυσκολίες που αναφέραμε οι Έλληνες μετανάστες εξαπατημένοι ή όχι, κατάφερναν ύστερα από σκληρή εργασία να εξασφαλίσουν όχι μόνο τη δική τους επιβίωση αλλά  άρχισαν να στέλνουν χρήματα στους φτωχούς γονείς τους, να ξεχρεώνουν το σπίτι το πατρικό τους, να προικίζουν τις αδελφές τους. Από φιλότιμο και από ντροπή αποσιωπούσαν τα παθήματά τους, τα οποία ουδέποτε γίνονταν γνωστά στον κύκλο του χωριού τους. Αυτός ο ιδιότυπος «νόμος της σιωπής» αντί να αποτρέψει έτρεφε τα όνειρα άλλων συγχωριανών που έβλεπαν τον συμπατριώτη τους να προκόβει στην Αμερική, να βοηθά το σπίτι του, μη γνωρίζοντας βέβαια περισσότερες λεπτομέρειες. Είναι αλήθεια ότι αυτός ο «κύκλος της σιωπής» βοηθούσε στο να συντηρείται το μεταναστευτικό ρεύμα. Η άγνοια του κινδύνου βοηθούσε στην ευκολότερη λήψη της απόφασης για μετανάστευση. 

Γραφεία Μεταναστεύσεως είχαν δημιουργηθεί στον Πειραιά ήδη από τις αρχές του αιώνα όπως το Ελληνο-Αμερικανικόν στην Πλατεία Καραϊσκάκη του οποίου η καταχώρηση στις εφημερίδες είναι του 1903.

Οι βαλίτσες των μεταναστών πάνω στο ΠΑΤΡΙΣ
Έλληνες μετανάστες στην Αμερική το 1951


Ο Πειραιάς ήταν κύρια το λιμάνι εκείνο από το οποίο αναχώρησαν οι περισσότεροι Έλληνες. Τα μεγάλα υπερωκεάνια ελληνικά ή ξένα είχαν δημιουργήσει από το λιμάνι του Πειραιά μια αδιάκοπη γέφυρα προς τις Η.Π.Α., τον Καναδά και την Αυστραλία. Ο καταστροφικός Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, η κατοχή της Ελλάδας με τον εμφύλιο που ακολούθησε, η πείνα, η έλλειψη εργασίας, οι δύσκολες κοινωνικές συνθήκες ειδικά στην ελληνική επαρχία και άλλοι παράγοντες, συντέλεσαν ώστε μεταπολεμικά να στηθεί και πάλι αυτή η θαλάσσια γραμμή μετανάστευσης, αιμορραγίας ελληνικού αίματος στις ξένες χώρες. Όπως προπολεμικά, έτσι και μεταπολεμικά κάθε φορά που αναχωρούσε ένα από τα ωκεανοπόρα πλοία εξελίσσονταν στην Τρούμπα, αλλά και έναντι του ναού Αγίου Νικολάου, διαδραματίζονταν σπαραχτικές σκηνές αποχωρισμού. Μανάδες αποχαιρετούσαν τα παιδιά τους, αδέλφια θα αποχωρίζονταν για πάντα μεταξύ τους, νεαροί έφηβοι ακόμα που ονειρεύονταν μια καλύτερη ζωή, γεμάτοι από νεανική ζωντάνια και ορμή για δημιουργία. Ανάμεσα στους μετανάστες υπήρχε και μια κατηγορία νεαρών στην ηλικία γυναικών που ήταν οι λεγόμενες «υποψήφιες νύφες». Παρόμοιες αποστολές από την προπολεμική ακόμα εποχή ήταν πολλές. 



Ακαταχώριστες οι περισσότερες, έξω από στατιστικούς πίνακες, η μετανάστευση «νυφών» συνεχιζόταν και στην μεταπολεμική εποχή, ακόμα και στα χρόνια εκείνα που τα λογαριάζουμε ως σύγχρονα! Στις 11 Μαρτίου 1958 νέο αίμα πολύτιμο και ζωντανό εξήχθη από τη χώρα μέσω του Πειραιά. Εξακόσιοι ογδόντα νέοι μετανάστες αναχώρησαν με το ιταλικό υπερωκεάνιο «Λουρέλια» για την Αυστραλία. Από αυτούς, οι 604 ήταν υποψήφιες νύφες που τις είχαν καλέσει Έλληνες εγκατεστημένοι από καιρό στην μακρινή ήπειρο. Οι γυναίκες αυτές αναχωρούσαν από τον Πειραιά χωρίς να γνωρίζουν και πολλά για τον άνδρα με τον οποίο επρόκειτο να περάσουν την υπόλοιπη ζωή τους. Το μόνο που γνώριζαν για αυτόν, ήταν ότι διέθετε δουλειά και σπιτικό. Αυτά και μόνο, ήταν αρκετά για να τις κάνει να ταξιδέψουν στο άγνωστο, αφού ούτε καν αυτά ήταν εξασφαλισμένα στην Ελλάδα. 

Η προβλήτα της Τρούμπας γέμιζε κάθε φορά ακόμα ασφυκτικά από χιλιάδες άνδρες και γυναίκες, μέλη οικογενειών και φίλους, που έρχονταν να τις δουν για στερνή φορά, να τις αποχαιρετίσουν. Οι υποψήφιες νύφες αγκάλιαζαν για τελευταία φορά ίσως τους γηραιούς γονείς τους, γνωρίζοντας ότι θα ήταν δύσκολο να τους ξαναδούν. Τέτοιος αποχαιρετισμός ισοδυναμούσε με θάνατο! Μητέρες έκλαιγαν σπαρακτικά για τα κορίτσια τους για τα οποία είχαν ονειρευτεί ένα άλλο μέλλον. Μια «καραβιά» ακόμα ελληνικού αίματος προς εξαγωγή. Αν στα αρχαία χρόνια έμεινε στην ιστορία η αποστολή κάθε εννιά χρόνια, επτά νέων αγοριών και επτά νέων κοριτσιών από την Αθήνα, θυσία στον Μινώταυρο, σε πόσες ιστορικές σελίδες θα έπρεπε να καταγραφεί άραγε αυτή η θυσία εκατομμυρίων Ελλήνων, όταν αιώνες αργότερα θα γίνονταν μετανάστες; 










Αφού η κατεστραμμένη χώρα δεν είχε και δυστυχώς δεν έχει, να εξάγει τίποτα άλλο, εξήγαγε (και συνεχίζει να εξάγει) ανθρώπινο δυναμικό. Όταν προπολεμικά οι φτωχές εργάτριες στα εργοστάσια του Πειραιά δεν είχαν την δυνατότητα να καλύψουν ούτε τη γαμήλια τελετή, πώς ηχούσε στα αυτιά τους άραγε η δυνατότητα γάμου με εύπορο ομογενή του εξωτερικού; Άλλωστε στον Πειραιά ήταν γνωστοί οι ομαδικοί γάμοι εργατριών σε τελετές όπου βιομήχανοι κάλυπταν όλα τα έξοδα της τελετής αλλά και της προικοδότησης των νυμφών. Κορίτσια από την επαρχία που έπιαναν εργασία στα μεγάλα εργοστάσια του Πειραιά κατάφερναν με το μισθό που λάμβαναν να επιβιώνουν και αν ήταν τυχερές ίσως να κατάφερναν να τελέσουν έναν αξιοπρεπή ομαδικό γάμο, χορηγία του βιομηχάνου που τις απασχολούσε. Οι Πειραιώτες κύρια την προπολεμική εποχή είχαν συνηθίσει να βλέπουν τέτοιους γάμους να τελούνται στις διάφορες εκκλησίες της πόλης, μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1970 όταν ομαδικοί γάμοι τελούνταν από τον τότε Δήμαρχο Αριστείδη Σκυλίτση.

Νύφες σε ομαδικό γάμο στον Πειραιά το 1938

Ομαδικός γάμος εργατριών καπνοβιομηχανίας Παπαστράτου το 1939

Ομαδικοί γάμοι στον Πειραιά

Ομαδικοί γάμοι το 1939
Ομαδικοί γάμοι γίνονταν στον Πειραιά ακόμα και την δεκαετία του 1970. 


Δημοσιογράφοι συχνά κατέβαιναν στον Πειραιά από τις μεγάλες εφημερίδες του κέντρου, όχι μόνο για να καταγράψουν τους ομαδικούς γάμους, αλλά και την αναχώρηση νυφών για το εξωτερικό. Σε ερωτήσεις που απεύθυναν προς τις υποψήφιες νύμφες που αναχωρούσαν με τα ωκεανοπόρα πλοία για την Αυστραλία οι απαντήσεις που λάμβαναν ήταν στερεότυπες και επαναλαμβανόμενες. 
- «Στο χωριό μου η κατάσταση είναι τραγική», 
- «Η μονοτονία του χωριού με έπνιξε, όταν πάλι πάω εκεί και δεν μου αρέσει θα πάρω το βαπόρι και θα επιστρέψω…»

Κάποιες… ναι! Επέστρεψαν. Οι περισσότερες όμως έμειναν εκεί στην μακρινή Αυστραλία, στην πολυπληθή Νέα Υόρκη ή στις πόλεις του ατέλειωτου καναδικού χειμώνα. 

Λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 6 Μαρτίου 1958 είχε αναχωρήσει από τον Πειραιά το υπερωκεάνιο  «Βασίλισσα Φρειδερίκη» με προορισμό την Αμερική (Νέα Υόρκη) και τον Καναδά με ενδιάμεσες στάσεις σε Νάπολη και Γένοβα. Άλλοι επτακόσιοι πενήντα Έλληνες μετανάστες είχαν αναχωρήσει (εκ των οποίων οι 150 προορίζονταν για τον Καναδά) αφού πρώτα είχαν αποχαιρετίσει τους συγγενείς τους στην προβλήτα της Τρούμπας. Σε κάθε αναχώρηση υπερωκεάνιων πλοίων για την Αμερική ή την Αυστραλία τα λιγοστά ξενοδοχεία του Πειραιά γέμιζαν από άνδρες, γυναίκες και παιδιά από όλες τις περιοχές της Ελλάδας που είχαν φτάσει στο λιμάνι συνοδεύοντας το αγαπημένο τους πρόσωπο που αναχωρούσε. Οι ασπασμοί, οι αγκαλιές, τα δάκρυα και οι κραυγές των μανάδων, που μέχρι να χαθεί το πλοίο από το λιμάνι φώναζαν στα παιδιά τους, που ίσως να μην έβλεπαν ξανά στη ζωή, έμειναν βαθιά χαραγμένες στη μνήμη όσων έτυχε να παρακολουθήσουν τέτοιες στιγμές. 



Θα κλείσω με μια περιγραφή γυναίκας που έζησε τις σκηνές αυτές αποχαιρετισμού και μου έγραψε λίγο παλαιότερα «όταν το πλοίο έβγαινε από το λιμάνι, η ορχήστρα του έπαιζε το τραγούδι “φιλώντας της μανούλας του το χέρι και της καλής του τα γλυκά τα χείλη… στο καλό έχει γεια ψιθυρίζει η μανούλα γλυκά” κι όπως χανόταν το πλοίο στον ορίζοντα της Αίγινας, μια φιγούρα που όλο και μίκραινε, φαινόταν ακόμα να χαιρετάει με τα δύο της χέρια ανοιχτά, σα νάχε φτερούγες. Φύγαμε κι όταν είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και η φιγούρα στο πλοίο είχε χαθεί μαζί με το πλοίο που πήγαινε στην Αμερική. Εγώ όμως έβλεπα αυτή τη φιγούρα συνέχεια μπροστά μου και τα βράδια στο κρεβάτι μου ξεκλείδωνα την πόρτα της ψυχής μου κι αποχαιρέταγα τον Θόδωρο. Τον αδελφό μου…».



Θεωρώ υποχρέωσή μου να αναφέρω, ότι είναι ντροπή για την πόλη μας να μην διαθέτει σήμερα Μουσείο Μετανάστευσης, όταν από το λιμάνι του Πειραιά αναχώρησαν χιλιάδες μετανάστες προς Αμερική, Καναδά και Αυστραλία. Δεδομένου ότι το κτήριο όπου λάμβαναν χώρα οι τραγικές στιγμές αποχαιρετισμού υπάρχει ακόμα, θα μπορούσε ένας χώρος του πρώτου ορόφου του -που έτσι κι αλλιώς είναι εγκαταλειμμένος- να διατεθεί και να διαμορφωθεί σε χώρο μουσείου μετανάστευσης. 

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"