Μύθοι και ιστορίες για το έθιμο του πρωταπριλιάτικου ψέματος

Η τεράστια ακρίδα που βρέθηκε ημιναρκωμένη από το χιόνι στην Μακεδονία ήταν το πρωταπριλιάτικο ψέμα της εφημερίδας "Ακρόπολις" του 1931

του Στέφανου Μίλεση

Η Πρωταπριλιά είναι καθιερωμένη ως ημέρα ψέματος με σκοπό φυσικά την πρόκληση γέλιου. Το ψέμα την ημέρα αυτή έχει την τιμητική του. Οι εκδοχές για την καθιέρωσή της συγκεκριμένης ημέρας είναι πολλές. Επικρατέστερη όλων θεωρείται η εκδοχή εκείνη που υποστηρίζει την εκκίνηση της αλιείας την Πρώτη μέρα του μήνα Απρίλη από τους κατοίκους των Ευρωπαϊκών κρατών που βρέχονται από τον Ατλαντικό ωκεανό (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Πορτογαλία κ.ο.κ.).  

Καθώς ήταν δύσκολη η αλιεία στον ανοιχτό ωκεανό τις παλαιότερες εποχές που οι αλιείς ψάρευαν με ιστιοφόρα σκάφη ήταν πραγματικά επικίνδυνη απόφαση να ανοίγονται στη θάλασσα. Πολλές βάρκες καταποντίζονταν και ψαράδες εξαφανίζονταν. Έτσι αποφασίστηκε να υπάρξει απαγόρευση αλιείας στην ανοιχτή θάλασσα και μόνο παράκτια μπορούσαν οι ψαράδες να αλιεύουν. Η απαγόρευση αυτή που στηρίχθηκε σε ένα παλιότερο έθιμο Κελτών ψαράδων, διαρκούσε μέχρι την 1η Απριλίου όπου τότε όλοι ανυπόμονα εξορμούσαν στο ανοιχτό πέλαγος για τη μεγάλη ψαριά.

Τις περισσότερες φορές οι ψαράδες -παρά τις όποιες προσδοκίες τους- επέστρεφαν στα λιμάνια με άδεια τα κοφίνια. Καθώς όμως είχαν μεταξύ τους ανταγωνισμό, αλλά και μη θέλοντας να χάσουν την εμπιστοσύνη του εμπόρου, ότι αυτοί δεν έπιασαν συγκριτικά με τους υπόλοιπους που επέστρεφαν γεμάτοι, κανείς δεν ομολογούσε την αποτυχημένη πρώτη εφόρμησή του. Κάθε ψαράς άρχιζε να διηγείται ψεύτικες ιστορίες για μεγάλες ψαριές που τους έφυγαν μέσα από τα χέρια τους από μια ξαφνική και αναπάντεχη αβαρία που έπαθαν στο σκάφος, άλλοι πάλι έλεγαν ότι είχαν πιάσει τεράστια ψαριά την οποία όμως δεν θα την προωθούσαν στον έμπορα αλλά θα την κρατούσαν για τους ίδιους. Έτσι κάθε χρόνο οι ψαράδες φαντάζονταν ολοένα και περισσότερα ψέματα με αποτέλεσμα το έθιμο αυτό να επικρατήσει σταδιακά στις παράλιες ακτές του Ατλαντικού και αργότερα και στα ηπειρωτικά μέρη. 

Το έθιμο αυτό που χρωστάει τη γέννησή του στους Ψαράδες λεγόταν αρχικά λεγόταν το "ψάρεμα του Απριλίου" που με τα χρόνια παραλλάχθηκε και έγινε «το πάθημα του Απριλίου». Άλλωστε όλοι ξέρουμε και από την ελληνική παράδοση ότι όταν οι ψαράδες περιγράφουν τα αλιευτικά τους κατορθώματα σχεδόν πάντα υπερβάλουν, με χαρακτηριστική τη σκηνή εκείνη να δείχνουν με το χέρι τους το μέγεθος του ψαριού που όταν τελικά το δει κάποιος από κοντά, διαπιστώνει ότι δεν διέθετε ούτε το μισό μήκος της περιγραφής. Ένα ευρωπαϊκό έθιμο που επικράτησε προς ενίσχυση αυτής της περιγραφής ήταν και το χάρτινο ψάρι που κρεμούσαν στην πλάτη εκείνου που ήθελαν να πειράξουν.




Η αλήθεια είναι ότι κάθε χώρα διατηρεί την δική της ιστορία σχετικά με την προέλευση της αντίστοιχης ημέρας. Μια άλλη ιστορία θέλει τον Απρίλιο να τρώνε μόνο ψάρια, σύμβολο της Σαρακοστής. Καθώς στοιχείο του χριστιανισμού είναι η αγάπη, από την πρώτη Απριλίου που ξεκινούσε η ψαροφαγία έστελναν ευχετήριες κάρτες που απεικονίζονταν ψάρια. Εξάλλου στα πρωτοχριστιανικά χρόνια η λέξη ΙΧΘΥΣ είχε να κάνει με την αναγνώριση μεταξύ χριστιανών (Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ).  
Στην Γαλλία λέγεται ότι ουδέποτε εφαρμόστηκε απαγόρευση αλιείας το Χειμώνα, αλλά τον Απρίλιο μόνο είχε απαγορευτεί το ψάρεμα με σκοπό την αναπαραγωγή των αλιευμάτων. Έτσι οι κάτοικοι των παράκτιων περιοχών έκαναν δώρο ψεύτικα χάρτινα ψαράκια στους επαγγελματίες αλιείς για να τους θυμίσουν ότι ξεκινά η απαγόρευση. 

Στην Γαλλία ξανά μια άλλη εκδοχή για την προέλευση του εθίμου θέλει μια απόφαση το Βασιλιά Καρόλου 9ου με το Διάταγμα της 9ης Αυγούστου 1564 να μεταφέρει την πρώτη ημέρα του έτους από την 1η Απριλίου, την 1η Ιανουαρίου. Ο μύθος θέλει κάποιοι ακολουθώντας το διάταγμα να προσφέρουν δώρα κατά τη νέα ημερομηνία (1η Ιανουαρίου), ενώ κάποιοι άλλοι «κάνοντας αντίσταση» συνέχιζαν να προσφέρουν δώρα την παλαιά ημερομηνία που ήταν η 1η Απριλίου. Τα δώρα τους όμως πλέον καθώς ήταν άκαιρα προκαλούσαν γέλιο κι έτσι μετατράπηκαν σε φάρσες. 


Στην Ελλάδα το έθιμο της πρωταπριλιάς έχει επίσης καταγραφεί από την εποχή της Τουρκοκρατίας. Μια ιστορία που σχετίζεται μάλιστα με το έθιμο του πρωταπριλιάτικου ψέματος έχει να κάνει με μια περιοχή κοντινή του Πειραιά. Πρόκειται για τους Τρεις Πύργους (δόθηκαν μάχες εκεί κατά τις επιχειρήσεις του 1827 στο ευρύτερο Φαληρικό πεδίο). Την εποχή της Τουρκοκρατίας κατά την Πρώτη Απριλίου, τρεις γριές ξεγέλασαν έναν Αγά και του είπαν να κατέβει στην περιοχή «Τρεις Πύργοι» κατά τα μεσάνυχτα, με τρία υποζύγια για να υποδεχθεί ένα καΐκι που θα ερχόταν φορτωμένο εμπορεύματα από την Πόλη. Από το καΐκι αυτό ο Αγάς θα αγόραζε φθηνά εμπορεύματα και ήταν δήθεν μεγάλη ευκαιρία για τον ίδιο να κερδίσει. Ο Αγάς όντως πίστεψε τις γριές και έκανε ό,τι του είπαν αλλά αφού περίμενε για τρεις ώρες στην παραλία με τα τρία υποζύγια, επέστρεψε άπρακτος έχοντας τρεις σπιθαμές μούτρα! (Καμπούρογλου, Περιοδικό «Εβδομάς», 1884, σελ. 40). 

Άλλες εκδοχές θέλουν η ημέρα ψέματος να κρατά τις ρίζες της από την ελληνική αρχαιότητα και τη λατρεία της Θεάς Αφροδίτης που ήταν η Θεά του έρωτα. Θεωρούσαν τον Απρίλιο ως μήνα του ρεμβασμού, των ονείρων και του έρωτα που τις περισσότερες φορές όμως δεν οδηγεί πουθενά. Ο Απρίλιος όμως από μόνος του είναι ονειροπόλος καθώς η Άνοιξη μπαίνει, η ημέρα έχει μεγαλώσει και εμφανίζονται τα χρώματα και οι μυρωδιές της νέας εποχής. Ο άνθρωπος μπαίνει σε νέα διάθεση κάνει όνειρα, ρεμβάζει, ερωτεύεται «Η αγάπη σου είναι ψεύτικη σαν του Απριλιού το χιόνι/ όπου το ρίχνει αποβραδίς και το πρωί λιώνει!» έλεγε ένα παλαιότερο τραγούδι.

Μερίδιο στην ημέρα ψέματος είχαν και οι εφημερίδες που την πρώτη Απριλίου δημοσίευαν άλλοτε μικρά κι άλλοτε μεγάλες ειδήσεις που φυσικά ήταν ψέματα. Η εφημερίδα «Ακρόπολις» την 1η Απριλίου του 1931 στην Τρίτη της σελίδα δημοσίευσε την είδηση ότι μια τεράστια ακρίδα ανευρέθηκε ημιναρκωμένη από το χιόνι στην Μακεδονία και μεταφέρθηκε στον Εθνικό Κήπο προκειμένου να εκτεθεί σε κοινή θέα. Μάλιστα το άρθρο περιελάμβανε και τη φωτογραφία μιας τεράστιας ακρίδας την οποία κρατούσε δεμένη με λουρί ένας φύλακας. Η εξιστόρηση της ανεύρεσης καταλάμβανε σχεδόν όλη την Τρίτη σελίδα της εφημερίδας και συμπεριελάμβανε τόσες πολλές πληροφορίες, ονόματα και λεπτομέρειες που έγινε πιστευτή από πολλούς αναγνώστες.

Η πρωταπριλιάτικη ακρίδα της εφημερίδας "Ακρόπολις"


Ο σατυρικός ποιητής Κλεάνθης Τριανταφυλλίδης που είχε ταυτίσει από τους πρώτους τα ψέματα του Απριλίου με τους πολιτικούς, είχε γράψει το περιοδικό του με τίτλο "Ραμπαγάς":

«Πρωταπριλιάτικη ψευτιά
στο Έθνος Βασιλεύει
κλώσες ζεσταίνουν κλουβί αυγά
να βγάνουνε πουλιά!
Λαχταριστός Ελληνισμός
μεσ’ στη σκλαβιά δουλεύει
και τον γελά της λευτεριάς
πικρή πρωταπριλιά !
Πρωταπριλιά τα πλούτη μας
οι στόλοι και οι στρατοί μας
τα τόσα μας παράσημα
ανώφελα λιλιά
ψευτιά μες στην Κυβέρνηση
ψευτιά μες στην Αυλή μας
παντού ψηλά και χαμηλά
σωστή πρωταπριλιά»



Πηγές:
Καμπούρογλου, Περιοδικό «Εβδομάς», 1884, σελ. 40
Εφημερίδα «Ακρόπολις» φ. 1 Απριλίου 1935, σελ. 3 & 4, Α. Παπαδήμας «Η πρωταπριλιά και η… ψευδολόγος φιλολογία της».
Εφημερίδα «Ακρόπολις» φ. 1 Απριλίου 1938, σελ. 3 & 4, «Παθήματα, φάρσες και γκάφες της Πρωταπριλιάς».
Περιοδικό «Ραμπαγάς» φ. 31ης Μαρτίου 1883
  


Ο τορπιλισμός του πλοίου της Κατίνας Παξινού στον Ατλαντικό Ωκεανό


Αναπαράσταση τορπιλισμού επιβατηγού πλοίου από γερμανικό υποβρύχιο
(Πηγή: Pinturas marina II Guerra Marina
https://pinturas-sgm-marina.tumblr.com/)


του Στέφανου Μίλεση

Στις 29 Μαρτίου του 1941 στο τεύχος των «Εικονογραφημένων Νέων του Λονδίνου» δημοσιεύθηκε μια ενδιαφέρουσα περιγραφή της Πειραιώτισσας Κατίνας Παξινού η οποία αναδημοσιεύθηκε την επόμενη ακριβώς ημέρα από την ελληνική εφημερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας «Η Πρωία». 

Η Κατίνα Παξινού περιέγραψε την περιπέτειά της στον Ατλαντικό ωκεανό όταν το πλοίο με το οποίο ταξίδευε στον Αμερική τορπιλίστηκε από γερμανικό υποβρύχιο. Θα πρέπει ωστόσο να ληφθούν ορισμένα στοιχεία για να γίνει περισσότερο κατανοητή η συνέντευξη της Κατίνας Παξινού. Δόθηκε σε αγγλικό έντυπο σε περίοδο πολέμου όπου η Μεγάλη Βρετανία και η Ελλάδα ήταν συμμαχικές δυνάμεις. Η Παξινού παραχώρησε τη συνέντευξη μετά τον τορπιλισμό της και κάτω από τη φόρτιση που ένιωθε από την διάσωσή της και την κατάσταση που είχε δημιουργήσει ο πόλεμος.

Η Κατίνα Παξινού στα «Εικονογραφημένα Νέα του Λονδίνου» είπε τα εξής:

«Η ιστορία της Ελλάδος είναι θεμελιωμένη πάνω σε τραγωδίες και σε κινδύνους. Η ανταμοιβή μας δεν ήταν παρά τα σύντομα διαστήματα της ειρήνης, για τα οποία χρειαζόταν πολύ συχνά να πολεμήσουμε. Έτσι πολεμούμε και τώρα. Φαίνεται ότι στο αίμα της οικογενείας μας υπάρχει το στοιχείο της συμφοράς. Όπως και σε πολλές άλλες ελληνικές οικογένειες, η ιστορία μας υπήρξε μιας διαρκής πάλη προς το θάνατο. Μπορώ να βεβαιώσω ότι ούτε τρόμαξα, ούτι συγκινήθηκα υπερβολικά, όταν η τορπίλη χτύπησε το πλοίο, με το οποίο ταξίδευα στον Ατλαντικό. Το μόνο αίσθημα που δοκίμασα ήταν ένας τρομερός θυμός. Ήταν η ώρα περίπου 4 το πρωί, όταν τινάχθηκα ξαφνικά έξω από την κουκέτα μου. Το μαρμάρινο τζάκι της καμπίνας μου είχε συντριβεί σαν να ήταν από ζάχαρη, το πλοίο κλονίσθηκε και από το καλοριφέρ ξεπηδούσαν ορμητικοί ατμοί, που με χτύπησαν στο πρόσωπο. Θυμάμαι ότι έμεινα εντελώς ακίνητη προς στιγμή και κυριευμένη από τρομερό θυμό αναφώνησα: «Τα τέρατα, μας πέτυχαν!»



Είχα όμως εμπιστοσύνη στο πλοίο που ήταν μεγάλο και γερό. Η τορπίλη το είχε πληγώσει, αλλά ήταν τόσο δυνατό, ώστε δεν μπορούσε να πεθάνει από το τραύμα αυτό. Κλονίσθηκε προς στιγμή, αλλά εξακολούθησε τον δρόμο του. Μας έριξαν και άλλες τορπίλες αλλά το γερό πλοίο μας εξακολούθησε και πάλι τον πλουν του. Υπήρχε άλλωστε η αυτοπεποίθηση του πλοιάρχου και η μορφή του αρχιμηχανικού που κάπνιζε ήσυχα το τσιγάρο του και άδειαζε ατάραχος το ποτήρι του. Πραγματικά δεν φοβηθήκαμε καθόλου. Είχαμε πολλές άλλες δουλειές να κάνουμε. Κατά τα ξημερώματα κατέβηκα κάτω για να ετοιμάσω λίγο τσάι. Όταν άνοιξα το φινιστρίνι είδαν την μελγαγχολική γκρίζα ημέρα να απλώνεται πάνω στην τρικυμισμένη θάλασσα. Αλλά τα άλλα πλοία της νηοπομπής δεν φαίνονταν πλέον ολόγυρα. Είχαν συνεχίσει τον πλουν των και είχαμε μείνει μόνοι. Ίσως την στιγμή εκείνη να διέτρεξε το σώμα μου ένα μακρύ ρίγος ανησυχίας. Δεν ξέρω. Ετοίμαζα την στιγμή εκείνη το τσάι….



Όλη την ημέρα εξακολουθήσαμε να κάνουμε τις μικροδουλειές μας. Αλλά το απόγευμα… Η ημέρα εξακολουθούσε να είναι γκρίζα και καταθλιπτική… Το απόγευμα το πλοίο κλονίσθηκε πάλι, ξαφνικά, και έπειτα έγειρε πολύ προς τη μια πλευρά. Αυτό ήταν βέβαια ανησυχητικό. Θα μπορούσα τότε να φοβηθώ, αλλά άκουσα την ήρεμη φωνή του πλοιάρχου να δίνει την διαταγή: «Όλοι στις βάρκες!»

Υπάκουσα αμέσως και εγώ. Δεν προκλήθηκε καμία αταξία και μάλιστα κοίταξα και το ρολόι μου για να ξέρω τι ώρα ήταν. Ήταν ακριβώς πέντε παρά δέκα. Το πλοίο έκλεινε τόσο πολύ τώρα, ώστε οι βάρκες είχαν κρεμαστεί πολύ προς τα έξω και ήμασταν υποχρεωμένοι να πηδήξουμε για να μπούμε μέσα. Αληθινά ήταν τραγική αυτή η στιγμή. Το τεράστιο σώμα του πλοίου ορθωνόταν από επάνω μας, τα κύματα κτυπούσαν την βάρκα στο πλευρό του σκάφους. Τέλος κόπηκαν τα σχοινιά και απομακρυνθήκαμε με τα κουπιά από το πλοίο, στην τρομακτική και απέραντη θάλασσα. Και θυμάμαι…  Θα θυμάμαι αιώνια αιωνίως την τρομερή και επιβλητική τραγωδία των στιγμών εκείνων, όταν το τεράστιο πλοίο ανατράπηκε με μιας και η κοκκινοβαμμένη καρένα του φάνηκε πάνω από την επιφάνεια των νερών. Το ζωηρό χρώμα της καρένας απλώθηκε πάνω από τα πράσινα νερά και έλαμπε ακόμα ζωηρότερα στο φως του ήλιου, που έγερνε στον ορίζοντα.

Τέλος το σκάφος και ο ήλιος χάθηκαν μαζί κάτω από την επιφάνεια των νερών. Λίγο πριν βυθιστεί το πλοίο ανυψώθηκε για μια φορά ακόμα, σαν ένα ζώο πριν εκπέμψει την τελευταία του πνοή. Οι μηχανές του λειτουργούσαν ακόμη και οι έλικές του εξακολουθούσαν να στριφογυρίζουν απεγνωσμένα στον αέρα. Τέλος χάθηκαν και το πλοίο και ο ήλιος και ήλθε το σκοτάδι. Ζαρώσαμε τότε μέσα στην βάρκα μας περικυκλωμένοι από το κρύο και την μοναξιά, όπως έκαναν αμέτρητοι άλλοι ναυαγισμένοι ναυτικοί, από τότε που τα πρώτα πλοία αντιμετώπισαν την θάλασσα… 



Η περιπέτειά μας δεν ήταν κάτι το νέο και πρωτοφανές. Σήκωσα λίγο το κεφάλι μου και είδα τις τελευταίες ακτίνες του φωτός να σβήνουν στον ουρανό και έπειτα, μη έχοντας τι άλλο να κάνω, άρχισα για πρώτη φορά να συλλογίζομαι το μέλλον. Αναφέρονται περιπτώσεις ανθρώπων που έμειναν μέσα σε βάρκες έπειτα από ένα ναυάγιο επί ημέρες. Η σκέψη αυτή φέρνει αληθινή τρέλα. Η πείνα… Το σώμα μου ήταν πολύ κουρασμένο, αλλά η σκέψη μου δεν ξεκολλούσε από τις φοβερές αυτές ιδέες. Δεν μπορώ να πω πόσο κράτησε η νύχτα εκείνη. Τα λεπτά κυλούσαν αργά, ατέλειωτα, σαν μολυβένια, μέσα σε μια μαύρη, ψυχρή αιωνιότητα. Ξαφνικά ο πλοίαρχος που κοίταζε μέσα στο σκοτάδι φώναξε: «Νομίζω ότι βλέπω ένα πλοίο!»

Ω! τη στιγμή εκείνη χάθηκε μονομιάς όλη η αγωνία και η αδυναμία και η καρδιά μου πήδησε μέσα στο στήθος μου. Αληθινά, η ζωή είναι γλυκιά με όλες τις σκοτεινές  κηλίδες της…

Η προτομή της Κατίνας Παξινού μπροστά από το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά


Ρίξαμε μια φωτοβολίδα και μετά από λίγο μέσα στο σκοτάδι, σε απόσταση 15 περίπου μιλίων, διακρίναμε ένα αδύνατο πράσινο ως να υψώνεται στον ουρανό σαν ρουκέτα. Καταλάβαμε τότε ότι είχαμε σωθεί. Βρεθήκαμε ξαφνικά μπροστά ένα βρετανικό πολεμικό. Το φως ήταν αρκετό, ώστε να διακρίνουμε τις κυματοειδείς λωρίδες που ήταν ζωγραφισμένες στα πλευρά του. Μας παρέλαβαν πάνω στο πολεμικό που ήταν γρήγορο και σιωπηλό. Ο εχθρός ήταν ακόμα στη θάλασσα και μπορούσε από στιγμή σε στιγμή να εμφανιστεί και στον αέρα. Με το αυγά, το μπέικον, τον καφέ, τις περιποιήσεις, το ζεστό νερό, τα χαμόγελα και τα τσιγάρα που μας προσφέρθηκαν ξαναβρήκαμε γρήγορα το θάρρος μας.

Στο ζαρωμένο ακόμη μυαλό μου πρόβαλε σιγά – σιγά το γεγονός ότι εγώ ήμουν μια Ελληνίδα που είχε βρει όλη αυτή την περίθαλψη πάνω σε ένα βρετανικό πολεμικό, ότι οι γενειοφόροι αυτοί ναύτες και οι αξιωματικοί τους είχαν καρδιές παιδιών και θάρρος λιονταριών, ήταν οι άνδρες που κρατούσαν τον Ατλαντικό ελεύθερο για τα πλοία μας. Και τότε βρήκα αληθινά, την αποζημίωσή μου δια τη συμφορά μας: Είδα την βρετανική ψυχή ανθισμένη ή ίσως θα μπορούσα να πω: φλογισμένη… Διστάζω να γράψω πολλά πράγματα για αυτό, διότι φοβούμαι μήπως πειράξω την μετριοφροσύνη των ανθρώπων αυτών, αλλά καθώς παίζαμε μαζί και τραγουδούσαμε μαζί, όταν στο παλιό πιάνο του πλοίου έπαιξα μερικές νότες για να συνοδεύσω τον βαρύτονο πυροβολητή, καθώς γελούσα μαζί τους και τους είδα να εκτελούν την υπηρεσία τους, κατάλαβα ότι ο πόλεμος αυτός έχει κερδηθεί οριστικώς. Η ψυχή αυτή δεν μπορεί να νικηθεί ποτέ…

Την ώρα που είχαμε καθίσει για το γεύμα, σήμανε συναγερμός. Εχθρικά αεροπλάνα είχαν εμφανιστεί από πάνω μας και ο αξιωματικός που καθόταν δίπλα μου είπε: «Μα έχουν πολύ κακή ανατροφή αυτοί οι άνθρωποι!... Καμαρότε, κράτησε, παρακαλώ ζεστό το φαγητό μου. Θα γυρίσω σε λίγα λεπτά». Και έφυγε, πράγματι, για να σπεύσει στο καθήκον του. Η πειθαρχία εδώ είναι κάτι που βγαίνει από την ψυχή των ανθρώπων, είναι ίσως μια πνευματική ιδιότητά τους. Δεν ακούει κανείς εδώ ούτε φωνές, ούτε τις επιδείξεις, παρά μόνο ένα βαθύ και ειλικρινή «αμοιβαίο σεβασμό». Πιστεύω ότι αυτό ακριβώς το αίσθημα κάνει τους ανθρώπους αυτούς να συνεργάζονται και όχι ο «αμοιβαίος φόβος» που είναι το σύμβολο του εχθρού. Οι άνθρωποι αυτοί με έφεραν έτσι ασφαλώς στην αγγλική ακτή. Και όταν πάτησα πάλι την ξηρά ξέχασα με μιας και τον τορπιλισμό και την αγωνιώδη νύχτα και τον κίνδυνο. Δεν θυμάμαι παρά μόνο το πολεμικό αυτό και την ψυχή των ανδρών εκείνων. Και θυμάμαι και κάτι άλλο ακόμη. Στα παιδικά μου χρόνια η γιαγιά μου και η μητέρα μου με είχαν αναθρέψει με την πίστη ότι η Αγγλία είναι αληθινά μεγάλη χώρα και ότι η σκιά του προστατευτικού χεριού της είναι πάντοτε απλωμένη πάνω από τις τύχες της μικρής μας Ελλάδος. Είναι πολύς – πολύς καιρός που έχω ακούσει την ιστορία αυτή. Αλλά τώρα καταλαβαίνω τι σήμαιναν τα λόγια της γιαγιάς μου και καταλαβαίνω ότι τα λόγια της ήταν αληθινά».


Διαβάστε επίσης:

Εμείς οι Πειραιώτες της Κατίνας Παξινού


Πηγή: Εφημερίδα «Η Πρωΐα», φ. 30 Μαρτίου 1941, σελ. 1 «Η περιπέτειά μου στον Ατλαντικό» της Κατίνας Παξινού.

Το ιστορικό ανέγερσης των σιταποθηκών (Σιλό) του Πειραϊκού Λιμανιού





του Στέφανου Μίλεση

Την 16η Μαρτίου 1937 τελούνται με πανηγυρικό τρόπο τα εγκαίνια λειτουργίας του συγκροτήματος των νέων μηχανικών αναρροφητικών μέσων του σταριού και των άλλων δημητριακών, στις σιταποθήκες του πειραϊκού λιμανιού, στα γνωστά σε όλους μας Σιλό. Οι σιταποθήκες (Σιλό) είχαν ολοκληρωθεί καιρό πριν στην Ηετιώνεια Ακτή και ανέμεναν την έναρξη λειτουργίας τους. 

Ειδικώς για την ημέρα των εγκαινίων είχε πλευρίσει στην προβλήτα μπροστά από τα Σιλό το σιτοφόρο ατμόπλοιο «Διώνη» του Χιώτη εφοπλιστή Ανδρεάδη από το οποίο θα γινόταν η αναρρόφηση του φορτίο του για πρώτη φορά με μηχανικό τρόπο. Στην τελετή μεταξύ των επισήμων βρίσκονταν και ο Γερμανός Πρεσβευτής και αντιπρόσωποι του εργοστασίου Siemens. Τα Σιλό ολοκληρώθηκαν επί προεδρίας στον Ο.Λ.Π. του Γεννηματά, με πρόεδρο της Κυβέρνησης τον Ιωάννη Μεταξά, ενώ Δήμαρχος Πειραιά την περίοδο εκείνη ήταν ο Στρατήγης. 




Προσέλευση επισήμων στα εγκαίνια λειτουργίας των Σιλό


Στην τελετή εγκαινίων ο Ιωάννης Μεταξάς δεν αναφέρθηκε τόσο στη σημασία του έργου που εγκαινίαζε, αλλά στα μέτρα που θα λάμβανε στο λιμάνι του Πειραιά με σκοπό την καταπολέμηση της ανεργίας. Και αυτό διότι ήταν έκδηλη η ανησυχία εκ μέρους των εργαζομένων στο λιμάνι αλλά και στην πόλη του Πειραιά καθώς υπήρχαν φήμες περί απολύσεως μεγάλου αριθμού εργατών. Ο Μεταξάς διαβεβαίωσε δημόσια τους εργάτες και τις εργατικές ενώσεις ότι η μηχανική εξέλιξη δεν θα επέφερε ανεργία στον Πειραιά.  

Ο φόβος εργατικών ταραχών με αφετηρία τις ομαδικές απολύσεις στο λιμάνι του Πειραιά είχε δημιουργήσει πραγματικό πρόβλημα στον Ιωάννη Μεταξά.

Στη συνέχεια πάτησε ένα κουμπί και έθεσε σε λειτουργία τα δαιδαλώδη μηχανήματα των Σιλό. Αμέσως ξεκίνησε η αναρρόφηση του σταριού από τα αμπάρια του πλευρισμένου σιτοφόρου πλοίου ενώ από την άλλη πλευρά των Σιλό περίμεναν φορτηγά αυτοκίνητα σε σειρά στα οποία φορτωνόταν το στάρι καθαρισμένο και συσκευασμένο έτοιμο προς μεταφορά! 


 




Πριν από τη λειτουργία των Σιλό η εκφόρτωση του σταριού γινόταν με εκατοντάδες εργάτες που σχημάτιζαν αλυσίδα που ξεκινούσε από τα αμπάρια του πλοίου μέχρι την ακτή. Ένας αριθμός από 220 έως 250 περίπου εργάτες με σκληρή εργασία καταπονούσαν τη μέση τους και επιβάρυναν τον οργανισμό τους, πετυχαίνοντας ύστερα από επίπονη εργασία να εκφορτώσουν περί τους 400 με 500 τόνους σταριού την ημέρα. Με την λειτουργία των αυτομάτων μηχανημάτων των Σιλό η 24ωρη λειτουργία τους επιτύγχανε την αναρρόφηση μέχρι και 4.000 τόνων σταριού! 

Το λιμάνι του Πειραιά έγινε ελκυστικός πόλος για τα σιτοφόρα ατμόπλοια καθώς μείωσε το κόστος των εταιρειών τους. Παράλληλα αποφασίστηκε οι σιδηροδρομικές γραμμές Λαρίσης και Πελοποννήσου να επεκταθούν και να φτάσουν μέχρι τα Σιλό ώστε το στάρι να διανέμεται με χρήση σιδηροδρομικών μέσων. Από την αυτοματοποίηση εκφόρτωσης σίτου στα Σιλό πολλές προβλήτες εντός του λιμένος Πειραιώς απελευθερώθηκαν (καθώς τα σιτοφόρα πλοία δεν περίμεναν πια στη σειρά), και τη θέση τους κατέλαβαν ατμόπλοια άλλων εμπορευμάτων με αποτέλεσμα την αύξηση της κίνησης πλοίων στον Πειραιά. 

Η έναρξη λειτουργίας των Σιλό σύμφωνα με τον Ιωάννη Μεταξά και τις διαβεβαιώσεις που έδινε την ημέρα των εγκαινίων, δεν σήμανε την απόλυση των εργατών που μέχρι τότε απασχολούνταν σε αυτόν τον τομέα, καθώς αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν σε εκφορτώσεις άλλων εμπορευμάτων. Ωστόσο ο λογοτέχνης - αρθρογράφος της εφημερίδας "Ακρόπολις" Χρήστος Λεβάντας τολμά σε άρθρο του πέρα από την περιγραφή της νέας αυτοματοποιημένης μεθόδου, να αναφερθεί και σε ένα μέρος εργαζομένων, που κινούνταν στο περιθώριο της προγενέστερης χειρωνακτικής εργασίας για τους οποίους ο εκσυγχρονισμός έφερε το οριστικό τους τέλος. Διότι τα Σιλό δεν επιτύγχαναν μόνο την αυτόματη εκφόρτωση του σταριού από τα πλοία, αλλά και την αυτόματη ζύγιση, συσκευασία, αποθήκευση και φόρτωση στα φορτηγά αυτοκίνητα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα με χαμηλό κόστος. Ήταν πολύ δύσκολο την εποχή εκείνη να γράψει για ανθρώπους που ζούσαν στο περιθώριο της ζωής και ζούσαν όπως τα περιστέρια με ό,τι έπεφτε από τη συσκευασία και τη μεταφορά του σταριού. 






Ο Χρήστος Λεβάντας  τόλμησε ωστόσο να καταγράψει με την δική του μοναδική πένα, τις συνθήκες της χειρωνακτικής εργασίας που ίσχυαν μέχρι τότε, δημιουργώντας πρωτόγνωρες εικόνες στους αναγνώστες της εφημερίδας. Ο Λεβάντας επικεντρώνεται σε κάποιους που δεν θα ωφεληθούν από την αυτοματοποίηση των Σιλό. Και αυτοί ήταν οι γυναίκες του σταριού και τα περιστέρια! Χαρακτηριστικό το απόσπασμα από το άρθρο του (φ. 19ης Μαρτίου 1937, σελ. 3):

"... οι σιτεργάτες ξεφόρτωναν το στάρι με μεγάλα καζάνια τα οποία μεταφέροντο με τα βίντζια των πλοίων, αφού πρώτα εκείνοι τα γέμιζαν ή με ζεμπίλια και σακιά. Ο εκφορτωνόμενος εις χύμα σίτος εσχημάτιζε εις τας προκυμαίας λόφους ολόκληρους, γύρω δε απ΄ αυτούς ήσαν συγκεντρωμένες γυναικούλες, οι οποίες και ασχολούνταν με το ετοίμασμα των σακιών -προσεκτικό ράψιμο δια να μη διαρρέει στο στάρι κατά τη μεταφορά του από τα τροχοφόρα στους μύλους. Άλλες εκρατούσαν βελόνες και έραβαν τα σακιά, εμπάλωναν τα τυχόν διερρηγμένα και άλλες με μικρά σκουπάκια συγκέντρωναν γύρω από τους λόφους του σταριού όσες ποσότητες είχαν εκχυθεί στην γύρω περιοχή. 

Ήτο μια δουλειά που γινόταν από γυναικούλες γηρασμένες, βασανισμένες που ζητούσαν κάτι να κάμνουν κι αυτές για να ανακουφίσουν το σπιτάκι τους. Ξεκινούσαν τα πρωινά από μακρινές φτωχογειτονιές, από συνοικισμούς, και κατέβαιναν στα μουράγια με τα σκουπάκια και τις σακκοράφες στα χέρια για να δουλέψουν δίπλα στα σιτοφόρα πλοία και να εξοικονομήσουν ένα μικρό μεροκάματο. Το θέαμα που έδιδαν ήταν ξεχωριστό με τα πολύχρωμα, παρδαλά και ξεθωριασμένα φθηνά φορέματα και τα γερασμένα ή μαραζωμένα από τις πίκρες και τους καημούς της μίζερης ζωής πρόσωπά τους. Δούλευαν όλην την ημέρα και το βράδυ πολλές φορές γύριζαν με αμοιβή μια... ποδιά σταριού!

Χειρωνακτική εκφόρτωση σιταριού το 1945, βοήθεια από την ΟΥΝΡΑ. Η καταστροφή των αναρροφητικών μέσων από τους βομβαρδισμούς και τις ανατινάξεις των Γερμανών κατά την αποχώρησή τους, δημιούργησε και πάλι στον Πειραιά εικόνες όμοιες με εκείνες που επικρατούσαν πριν το 1937, πριν δηλαδή από τη λειτουργία των αυτόματων μέσων εκφόρτωσης. 

Κοντά σ' αυτόν τον κόσμο των ροδαλών, ηλιοκαμένων σταράδων που κατέβαιναν ανασκουμπωμένοι και κατάφορτοι από σακιά στα μαδέρια των σιτοφόρων πλοίων και των φτωχογυναικών που ησχολούντο στη περισυλλογή του, υπήρχε και ένα άλλο πλήθος που ζητούσε κάτι να ωφεληθεί απ΄ όλην αυτήν την καθημερινή διαδικασία. Το πλήθος αυτό αποτελείτο από κακομοιριασμένες γυναικούλες και... περιστέρια!

Και οι πρώτες και τα δεύτερα, καραδοκούσαν στις προκυμαίες και στον δρόμο που έπαιρναν τα κάρα ή τα φορτηγά αυτοκίνητα το στάρι για τον ίδιο σκοπό. Όταν δηλαδή ο σίτος διέρεε από καμιά τρυπούλα ή τον κραδασμό των αυτοκινήτων, οι γυναικούλες έτρεχαν πίσω του, άπλωναν την ποδιά τους και μάζευαν με μικρά σκουπάκια ή με τις χούφτες τους το εκχυνόμενο στάρι. Τα περιστέρια επίσης κατά πυκνά σμήνη επέπιπταν και τσιμπούσαν τους κόκκους με τα ράμφη τους.... Τα περιστέρια τώρα ματαίως θα περιμένουν εις τις προκυμαίες τα αυτοκίνητα με τα διαρρέοντα σακιά. Και το πλήθος των γυναικών με τα σκουπάκια στα χέρια θα γύριζε περίλυπο στα σπίτια των".     

      


Το σύνολο του έργου, που περιλαμβάνει τόσο την διαμόρφωση της Ηετιώνειας Ακτής όσο και τον εκσυγχρονισμό του πειραϊκού λιμανιού έχει αναλάβει ο άνθρωπος με το δαιμόνιο πνεύμα, ο μοναδικός Δημήτριος Καλλιμασιώτης που διετέλεσε τρεις φορές Πρόεδρος της Επιτροπείας του Λιμανιού (1911-1914, 1921-1924 και 1926 - 1928). Το "Σχέδιο Καλλιμασιώτη" περιελάμβανε:
Κρηπιδώματα μήκους 2.756 μέτρων
Πέντε τεράστιες διώροφες παραλιακές αποθήκες χωρητικότητας 51.000 τόνων.
21 ηλεκτροκίνητους γερανούς εκφορτώσεως εμπορευμάτων
Δύο μεγάλες γερανογέφυρες εκφόρτωσης γαιανθράκων
Ύδρευση των σκαφών με νερό από τη λίμνη του Μαραθώνα.



Τα κρηπιδώματα της Ηετιώνειας Ακτής είχαν ξεκινήσει τη λειτουργία τους κατά την 21η Αυγούστου 1927 με πρώτο πλοίο να προσέγγισης το υπερωκεάνιο "Βύρων". Όμως πέρα από αυτά όλη η γύρω έκταση ήταν "γυμνή" χωρίς άλλες εγκαταστάσεις. Ούτε σιδηροδρομικές τροχιές, ούτε γερανοί, ούτε αποθήκες. Τίποτα απολύτως! Όλα δημιουργήθηκαν χάρη στον Καλλιμασιώτη. Η ιστορία για την ανέγερση των αποθηκών της σιταποθηκών εξοπλισμένων με σύγχρονα μηχανήματα ξεκίνησε την 29η Οκτωβρίου 1929. Την δημοπράτηση των έργων κέρδισαν οι εταιρείες Siemens και Hartman Offenbach που ανέλαβαν την κατασκευή σιταποθήκης χωρητικότητας 20.000 τόνων και ωριαίας δυναμικότητας απορροφήσεως 300 τόνων, αντί του ποσού των 27 εκατομμυρίων δραχμών. Μόλις ο Καλλιμασιώτης υπέγραψε την έγκριση του έργου αρρώστησε βαρέως και εισήχθη σε νοσοκομείο όπου λίγες μέρες αργότερα απεβίωσε. Ο θάνατός του ανέστειλε την άμεση εκτέλεση του έργου. Η εκκρεμότητα αυτή  παρέμεινε μέχρι το 1931 χρονιά που ιδρύθηκε ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς (Ο.Λ.Π.) ο οποίος έθεσε σε κίνηση τα έργα ξεπερνώντας τις αδυναμίες που επιδείκνυε η προγενέστερη Επιτροπεία Λιμένος.    

Η προτομή του Δημητρίου Καλλιμασιώτη που σήμερα βρίσκεται κρυμμένη στην Ακτή Μιαούλη

Οι σιταποθήκες του Λιμανιού με το ρολόι όπως είναι σήμερα


Ο Δημήτριος Καλλιμασιώτης πέθανε το 1929 χωρίς να προλάβει να δει τα Σιλό να λειτουργούν. Αποτελεί ειρωνεία και το γεγονός ότι ο Καλλιμασιώτης είχε υποστεί δίωξη από τον Ελευθέριο Βενιζέλο έχοντας μάλιστα εξοριστεί στην Σκόπελο. Αργότερα αναγνωρίστηκε το έργο του και ένα τμήμα της παράλιας ζώνης του λιμανιού έλαβε το όνομά του (Ακτή Καλλιμασιώτη), σήμερα όμως θα λέγαμε ότι ο διαμορφωτής του σύγχρονου λιμανιού του Πειραιά έχει περάσει στο περιθώριο. 

Κατά την διάρκεια του πολέμου και της κατοχής τόσο τα μηχανήματα των Σιλό όσο και οι γερανοί και οι άλλες εγκαταστάσεις του λιμανιού αχρηστεύθηκαν από τους βομβαρδισμούς και την ανατίναξη των Γερμανών κατά την αποχώρησή τους. Η εκφόρτωση των σιτηρών από τα πλοία γινόταν και πάλι όπως παλιά, χειρωνακτικά, από δεκάδες εργάτες του Ο.Λ.Π. Δημιουργούνται ξανά εικόνες στο λιμάνι του Πειραιά που θύμιζαν εποχές που ο κόσμος πίστευε ότι είχαν μείνει στο παρελθόν. Τόνοι σιτηρών και άλλων δημητριακών εκφορτώνονταν "στους ώμους" από τα αμπάρια των πλοίων της βοήθειας που εκτελούσαν δρομολόγια για λογαριασμό της ΟΥΝΡΑ και του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. 







Από τον Νοέμβριο του 1965 τοποθετήθηκε στην κορυφή των Σιλό ένα τεράστιο ρολόι με διάμετρο πλάκας 6 μέτρα. Με αυτό το ύψος των Σιλό φτάνει τα 56,20 μέτρα ενώ στην κορυφή έχουν τοποθετηθεί φωτεινοί σημαντήρες για την ασφάλεια των πτήσεων.   




Διαβάστε επίσης:


Δημήτριος Καλλιμασιώτης. Ο πρωτεργάτης του Πειραϊκού Λιμένα





    

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"