Η προσωπογραφία του Γεωργίου Καραϊσκάκη που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ!



Ο φιλέλληνας υπολοχαγός Καρλ Κρατσάιζεν (1794 – 1878) φτάνει στην Ελλάδα τον Νοέμβριο του 1826 μαγεμένος από την αυτοθυσία των Ελλήνων και κύρια από τις θαυμαστές προσωπικότητες των οπλαρχηγών και των ναυμάχων που ηγούνται της επανάστασης. Αποφασίζει να αποτυπώσει πρόχειρα με μολύβι στο χαρτί όσους ακόμα βρίσκονται εν ζωή. Τον Απρίλιο του 1827 φτάνει στο στρατόπεδο του Πειραιά όπου ξεκινά να αποτυπώνει γρήγορα στο χαρτί τον γιο της Καλογριάς, τον Γεώργιο Καραϊσκάκη ο οποίος την εποχή εκείνη υποφέρει από πυρετό.

Έχει χάσει κιλά, η κούραση έχει αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ενώ η αγωνία φανερώνεται έκδηλη, καθώς έχει ήδη ανατεθεί η διεύθυνση του Αγώνα στον R. Church που προτείνει ένα σχέδιο επίθεσης κατά του Κιουταχή παντελώς ανεφάρμοστο.

Ο Καραϊσκάκης παρά τις αντιρρήσεις αναγκάζεται να το αποδεχθεί καθώς γνωρίζει ότι η πορεία του Αγώνα εξαρτάται και από τη συμμετοχή των ξένων και την αποδοχή των κυβερνήσεών τους. Το μολύβι του Κρατσάιζεν τρέχει γοργά πάνω στο χαρτί. Έχει τελειώσει με τα χαρακτηριστικά του προσώπου και αρχίζει να σχεδιάζει με αχνές γραμμές το σώμα του. Ο Καραϊσκάκης ίσως το ίδιο εκείνο απόγευμα που ο Κρατσάιζεν διέκοψε το σχέδιό του, ίσως το επόμενο, πετάγεται από το κρεβάτι της αρρώστιας, προκειμένου να σταματήσει αψιμαχίες μεταξύ των Ελλήνων που ρίχνουν από τα ταμπούρια της Καστέλλας και των Τούρκων από την απέναντι μάντρα του Φαληρικού πεδίου.

Ο ίδιος μαζί με τους άνδρες του, μια δύναμη 80 περίπου ατόμων, βρίσκονται στο σκοτάδι ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά. Είκοσι πέφτουν νεκροί και εξήντα τραυματίζονται. Ο Καραϊσκάκης δέχεται βολή στο υπογάστριο και οκτώ ώρες αργότερα πεθαίνει. Το σχέδιο του Κρατσάιζεν δεν τελειώνει ποτέ.

Είναι το μόνο έργο του Κρατσάιζεν που είναι ημιτελές και ανυπόγραφο στο κάτω μέρος του, από τον ίδιο τον ήρωα που απεικονίζει. Διότι ο Κρατσάιζεν έβαζε τους πρωταγωνιστές του Αγώνα να υπογράφουν το σχέδιο, δείγμα αυθεντικότητας και ιστορικής τεκμηρίωσης. Ο Κρατσάιζεν φεύγοντας από την Ελλάδα πήρε τα 23 ολοκληρωμένα σχέδια αγωνιστών και το ένα και μοναδικό ημιτελές σχέδιο του Γεωργίου Καραϊσκάκη πίσω στο Μόναχο όπου τα εξέδωσε σε λιθογραφική μορφή. 

Το 1971 τα σχέδια αυτά επανεκδόθηκαν σε μια πολύτιμη έκδοση της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών αφιερωμένη στα 150 χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης. Σήμερα μπορείτε από το σπίτι σας να δείτε και να θαυμάσετε τις αυθεντικές μορφές των πρωταγωνιστών της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας επισκεπτόμενοι την ψηφιακή γκαλερί της Εθνικής μας Πινακοθήκης, διαβάζοντας τη θαυμάσια περιγραφή της Μαρίνας Λαμπράκη – Πλάκα, Διευθύντριας της Εθνικής Πινακοθήκης.

Πηγή:


Οι συνέπειες της ήττας του Ανάλατου και της απώλειας του Γεωργίου Καραϊσκάκη.

Επιβίβαση αγωνιστών σε λέμβο
Carl Wilhlelm von Heideck - 1831 

του Στέφανου Μίλεση

Πού ακούστη εννιά χιλιάδες Έλληνες πεζούρα και καβαλλαρία, να τους πάρουν ομπρός πεντακόσιοι Τούρκοι; Και να τους κυργέψουν όλα τα πόστα και κανόνια;». 
(Ιωάννης Μακρυγιάννης)


Η καταστροφή της ήττας του Ανάλατου της 24ης Απριλίου 1827, πέρα από τους νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους που άφησε πίσω της, προξένησε φόβο και ταραχή σε όλους τους Έλληνες οπουδήποτε κι αν αυτοί είχαν στρατοπεδεύσει στην Αττική γη.  

Η ήττα, επέφερε τη άτακτη φυγή του συνόλου του ελληνικού στρατεύματος προς τη θάλασσα, και όχι μόνο των δυνάμεων που είχαν εμπλακεί στη μάχη όπως πολλοί πιστεύουν. Η σωτηρία διαμέσου της θάλασσας, έκανε τους αγωνιστές να εγκαταλείπουν τα χαρακώματα, και χωρίς να το συλλογιστούν ότι διέτρεχαν μεγαλύτερο κίνδυνο τρέχοντας άτακτα, άφηναν το τούρκικο ιππικό να τους σφάζει ανενόχλητα άνευ ουδεμίας αντίστασης μέχρι κάτω στα φαληρικά και στα πειραϊκά παράλια. Μόνο όσοι πρόλαβαν να διαφύγουν προς τα πλοία διασώθηκαν. 

Ενώ η μάχη του Ανάλατου διήρκεσε μια ώρα, η σφαγή των καταδιωκόμενων Ελλήνων που έτρεχαν ανεξέλεγκτα διήρκεσε τρεις ώρες ακόμα! Μεταξύ των απελπισμένων που έτρεχαν να σωθούν ήταν και ο Κόχραν ο οποίος λέγεται ότι εισήλθε στη θάλασσα μέχρι τον λαιμό προκειμένου να φτάσει σε λέμβο. Πολλοί πνίγηκαν κολυμπώντας για να φτάσουν στα καράβια. Η Τούρκοι ιππείς (Ντελήδες) θα μακέλευαν και τους Έλληνες στην παραλία αν δεν τους προστάτευαν οι κανονιοβολισμοί των πλοίων που τους κρατούσαν σε απόσταση. 

Η αγωνία όλων των Ελλήνων ήταν να «εμβαρκαρισθούν», να μπουν δηλαδή στις βάρκες της σωτηρίας, όπως έγραψε ο Παναγής Πούλος στα «ιστορικά ημερολόγια», ενώ ο Μακρυγιάννης έγραψε ότι αντί να πολεμάνε τους Τούρκους, πολεμούσαν να μπαρκαριστούν και περιγράφει χαρακτηριστικά:

«μου δίνουν ένα ασκούντημα και πάγω εις τον πάτο εις την θάλασσα. Μισοπνιγμένον με βγάλανε και με πήγαν εις την γολέττα τ’ Αρχιστρατήγου… Πού ακούστη εννιά χιλιάδες Έλληνες πεζούρα και καβαλλαρία, να τους πάρουν ομπρός πεντακόσιοι Τούρκοι; Και να τους κυργέψουν όλα τα πόστα και κανόνια;».



Hugh William "Grecian" Williams - Άποψη της Ακρόπολης το 1820
(Από Θεόδωρο Μεταλληνό)

Η απουσία μιας ισχυρής προσωπικότητας που να εμπνέει τους Έλληνες, μετέτρεψε ήττα μιας ώρας, σε ολοκληρωτική καταστροφή που σύντομα θα οδηγήσει στην πτώση της Ακρόπολης, στη συνθηκολόγηση των πολιορκούμενων Ελλήνων και στην απώλεια της μισής Ελλάδας, που ήταν η Ρούμελη. Η απουσία του Καραϊσκάκη ήταν περισσότερο από εμφανής. Η συνολική δύναμη των Ελλήνων που επιχειρούσαν σε διάφορα σημεία της Αττικής στις 23 Απριλίου, μια μέρα δηλαδή πριν την ήττα του Ανάλατου, ανερχόταν στις 12 χιλιάδες άνδρες. Από αυτούς οι 700 περίπου έπεσαν στο πεδίο της μάχης και άλλοι 400 τραυματίστηκαν. Κι όμως την 27η Απριλίου οι εναπομείναντες άνδρες που διατηρούσαν τις θέσεις τους δεν υπερέβαιναν τους 3 χιλιάδες

Όλοι οι υπόλοιποι είχαν εγκαταλείψει τα ταμπούρια τους, είχαν λιποτακτήσει! Η μεγαλύτερη λιποταξία στην ιστορία της επανάστασης! Ο θάνατος του Καραϊσκάκη περισσότερο και από την ήττα του Ανάλατου, είχε επιφέρει μια διαδοχική σειρά αισθημάτων στους Έλληνες. Η αρχική αμηχανία και αναρχία του ελληνικού στρατοπέδου σύντομα μετατράπηκε σε λύπη για την ήττα, δυστυχία για τη συνέχεια, απελπισία και τέλος εξελίχθηκε σε πανικό. 

Οι Έλληνες παρατούσαν τις θέσεις τους και τα ταμπούρια τους όπου κι αν βρίσκονταν, εγκαταλείποντας τα πολύτιμα κανόνια, τα όπλα, τα πυρομαχικά και από ήρωες γίνονταν μεμιάς λιποτάκτες φοβούμενοι το τουρκικό ιππικό το οποίο όμως δεν ξεπερνούσε τους 500 Ντελήδες! Εγκαταλείφτηκαν θέσεις που είχαν κατακτηθεί από τους Έλληνες με αγώνα και αίμα όπως το Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα. 

Γράφει ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του:
«άφησαν το μοναστήρι και το περί το μοναστήρι ταμπούρια, τα οποία όλα εκυρίευσαν οι εχθροί. Ω ημέρα θλίψεως! Ω ημέρα αποτυχίας! Ω! μια φωνή (σαν) του Καραϊσκάκη (αρκούσε) να εμψυχώσει το στράτευμα!... Οι Έλληνες όχι μόνο οι στρατιώτες αλλά και οι οπλαρχηγοί είπαν ότι ήταν καλύτερο να πνιγούν από το να πολεμήσουν». 


Hugh William "Grecian" Williams - Άποψη της Ακρόπολης το 1820
(Από Θεόδωρο Μεταλληνό) 


Ευτυχώς γρήγορα οι Έλληνες ανακατέλαβαν τη Μονή όχι από αγωνιστική διάθεση αλλά διότι είχαν ξεμείνει από νερό και όποιος έλεγχε τη Μονή έλεγχε και το πηγάδι του νερού. Και όλα αυτά συνέβαιναν χωρίς πλέον να υφίστανται οι Έλληνες πίεση από το τουρκικό ιππικό που μετά το θανατικό που σκόρπισε την πρώτη ημέρα, αποσύρθηκε. Η εμφάνιση των Τούρκων έκτοτε γίνονταν σποραδικά με αποκλειστικό σκοπό την απλή παρατήρηση. Καμία επίθεση δεν εκδηλώθηκε εκείνες τις κρίσιμες ώρες μετά την ήττα που θα μπορούσε να βλάψει τις ελληνικές θέσεις. Οι Έλληνες θα μπορούσαν να συνεχίσουν τις επιχειρήσεις μένοντας ουσιαστικά ανεπηρέαστοι από την ήττα του Ανάλατου. 

Ο R. Church που πληροφορήθηκε για την κατάσταση ζήτησε να γίνει σύμπτυξη δυνάμεων και να κρατηθεί υπό ελληνικό έλεγχο ο Πειραιάς, δηλαδή το Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα, η Καστέλλα και όλα τα παράλια ταμπούρια, καθώς με την κυριαρχία του ελληνικού ναυτικού από τη θάλασσα θα διατηρείτο ένα ισχυρό προγεφύρωμα στην Αττική γη από το οποίο θα μπορούσαν και πάλι να εφορμήσουν προς βοήθεια των εγκλείστων πολιορκούμενων. Όμως ως αρχιστράτηγος ο Church ποτέ δεν εμφανίστηκε δίπλα στο στράτευμα! Κυβερνούσε από την ασφάλεια ενός πλοίου που βρισκόταν στα ανοιχτά. Βολή τουρκικού ντουφεκιού έπληξε κατά λάθος την πρύμνη του αγγλικού πλοίου στο οποίο βρισκόταν ο Church και τότε ο Κόχραν διέταξε τον πλοίαρχο του πλοίου να το απομακρύνει ώστε να μη φτάνουν σε αυτό οι πυροβολισμοί! 

Ο Νικόλαος Κασομούλης γράφει στα «Ενθυμήματα Στρατιωτικά» ότι ο Church διέταξε επίσης λανθασμένα να φύγει το ελληνικό ιππικό από τον Πειραιά και να μεταφερθεί στην Σαλαμίνα, καθώς το έκρινε ως άχρηστο στην δεδομένη περίπτωση. Η διαταγή του όμως γέννησε  υποψία στους υπόλοιπους Έλληνες που πίστεψαν ότι σύντομα θα διέταζε αποχώρηση όλων των δυνάμεων. Λάμβαναν διαταγές από κάποιον που δεν έβλεπαν! Μαζί με τους ιππείς άρχισαν να φεύγουν και άλλοι, ενώ και εκείνοι που δεν έφευγαν αρέσκονταν να διαμένουν στις ακρογιαλιές του Πειραιά και του Φαλήρου αναζητώντας τρόπο να διαφύγουν. 





Αγωνιστές δίπλα σε αρχαία


Ο Χρυσ. Σισίνης (Πελοποννήσιος Οπλαρχηγός) κατά την διάρκεια της νύχτας έφυγε κρυφά κλείνοντας συμφωνία με κάποιον πλοίαρχο να τον αποβιβάσει στη Σαλαμίνα. Ως πληρωμή του δώρισε τα πιστόλια του. Ο πλοίαρχος εκείνος χαρούμενος από τα απρόσμενα δώρα που έλαβε, άφησε τον Σισίνη στην κοντινή Ψυτάλλεια (Λειψοκουτάλα) και επέστρεψε πίσω να κλείσει κι άλλες όμοιες συμφωνίες. Ειδικά οι νησιώτες που βρέθηκαν να πολεμούν πεζή στον Πειραιά, καθώς γνώριζαν τους καπεταναίους πετύχαιναν εύκολα την επιβίβασή τους σε πλοία. Ούτε οι ίδιοι οι οπλαρχηγοί δεν κρατούσαν τα προσχήματα! 

Ο Παναγιωτάκης Νοταράς (συγγενής του Γιαννάκη Νοταρά που έπεσε μαχόμενος στο Φάληρο) παρουσιάστηκε στον Church και προφασίστηκε κάποια ανάγκη για να επιστρέψει πίσω στο σπίτι του στην Κόρινθο! Άφησε πίσω του το ασκέρι του σε κατάσταση αναρχίας. Πρότειναν στον Church να δημιουργήσει σώμα αστυνόμευσης (πολιτάρχες) κατά μήκος των πειραϊκών και φαληρικών ακτών, με αποστολή την παρεμπόδιση της διαφυγής των λιποτακτών. Μάλιστα του πρότειναν να συλλαμβάνονται όσοι περιφέρονταν στην παραλία ως λιποτάκτες. Πραγματικά το καθήκον αυτό ανατέθηκε στον Γιαννάκη Στράτου ο οποίος επί τρεις ημέρες ανεβοκατέβαινε στην παραλία διώχνοντας ή παρεμποδίζοντας τους Έλληνες να φεύγουν με διάφορα πλωτά μέσα. 

Όμως όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Κασομούλης «από το εν μέρος τους εδίωκεν, εις το άλλο επήγαιναν». Παρατηρήθηκε μάλιστα ότι η παρουσία του έκανε να φεύγουν ακόμα περισσότεροι, σκεπτόμενοι ότι ίσως να μην τους δοθεί δεύτερη ευκαιρία. 


Martinus Christian Wesseltoft Rørbye, 1836


Οι σκηνές που διαδραματίζονταν στην παραλιακή ζώνη του Πειραιά και του Φαλήρου, προσέξτε όχι μετά την μάχη, αλλά για μέρες μετά, είναι αδύνατον να περιγραφούν. Ένας ολόκληρος οπλαρχηγός που μάλιστα ήταν βετεράνος και είχε μετάσχει σε πολλές μάχες, πραγματικά μπαρουτοκαπνισμένος ήρωας, ο Σταμούλης Χονδρός είχε κρυφτεί μέσα σε μια στέρνα. Τον βρήκε ο ίδιος ο Κασομούλης και τον ρώτησε τι κάνει! Και εκείνος έτρεμε ολόκληρος από το φόβο του. Είχε καταρρεύσει! Ο Κασομούλης κατάλαβε ότι όταν ένας πολεμιστής βρίσκεται σε τέτοια κατάντια, είναι περισσότερο επιζήμιος με το να παραμείνει στη θέση του. Έτσι τον άφησε να φύγει. 

Οι Έλληνες έκαναν πηγαδάκια μεταξύ τους και οι πιο ψύχραιμοι αναζητούσαν τρόπο να συνετίσουν τους υπόλοιπους. Μέχρι που σκέφτηκαν ότι κάποιος ραδιουργεί το στράτευμα. Αδυνατούσαν να δώσουν εξήγηση! Ο Church, διέταξε να φτιάξουν μια οχυρωματική γραμμή κατά μήκος της παραλίας για να απασχοληθούν οι Έλληνες με ένα έργο και να βελτιώσουν παράλληλα την άμυνά τους. Στις 28 Απριλίου, οι Τούρκοι με τον Κιουταχή μπροστά, εμφανίστηκαν από περιέργεια για να περιεργασθούν τι μηχανεύονται οι Έλληνες. Μόλις όμως έπεσαν οι πρώτες τουφεκιές από το Μοναστήρι, οι Τούρκοι έφυγαν. Ουσιαστικά ο Κιουταχής αγνοούσε την τραγική κατάσταση που βρισκόταν το ελληνικό στρατόπεδο. Αν τότε είχε ενεργήσει επίθεση, οι Έλληνες θα είχαν υποστεί ένα πραγματικό ολοκαύτωμα! Οι Τούρκοι δεν κατάλαβαν ούτε από τα παρατημένα υλικά και εφόδια ολόγυρα στην πεδιάδα, την άσχημη ψυχολογική κατάσταση των Ελλήνων. Στην επιστροφή βρήκαν το άλογο του Θανάση Βαλτινού παρατημένο στην πεδιάδα να βόσκει και το πήραν μαζί τους. 


Edward Lear  1848 - Στο ελαιώνα έξω από την Αθήνα

Έτσι διατηρήθηκε η αναρχούμενη κατάσταση μέχρι την 1η Μαΐου, οκτώ ημέρες μετά την μάχη του Ανάλατου! Μέχρι και ο Γιαννάκης Κολοκοτρώνης αποφάσισε να φύγει και να επιστρέψει στον Μοριά (Μωρηά) καθώς θεώρησε ότι η ιδιαίτερη πατρίδα του τον έχει περισσότερο ανάγκη. Θεωρούσε την Ρούμελη τελειωμένη ύστερα από τον θάνατο του Καραϊσκάκη. Σε σύσκεψη μέσα στο Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα εξέφρασε αυτή την άποψη δημόσια και παραλίγο να πιαστεί στα χέρια με τους Ρουμελιώτες. 
Τότε γύρισε και τους είπε «από εμένα περιμένετε να κρατηθεί ο Πειραιεύς;» 
«Όχι» του αποκρίθηκαν οι Ρουμελιώτες 
«αλλά επειδή βρέθηκες εδώ, θα μείνεις και ό,τι κάνουμε, θα το κάνουμε όλοι μαζί»

Κι έτσι ο Γενναίος Κολοκοτρώνης τελικώς έμεινε. Παρά το γεγονός ότι είχαν περάσει οκτώ μέρες χωρίς ουσιαστική απειλή, οι Έλληνες συνέχιζαν να καταδιώκονται από μανία φυγής. Κανένας Ρουμελιώτης οπλαρχηγός δεν ήθελε να αναλάβει το βάρος της αρχηγίας. Προτάθηκε να καταλάβει τη θέση ένας εκ των Κώστα Μπότσαρη και Κίτσου Τζαβέλα αλλά αμφότεροι αρνήθηκαν. Μάλιστα η πρόταση αυτή φάνηκε να έγινε εντός μιας σπηλιάς της Καστέλλας (πιθανότατα και εντός του αρχαίου Σηραγγείου) όπου τελικώς συμφώνησαν να διοικεί προσωρινά ο Τζαβέλας το στρατόπεδο του Πειραιά. 

Ένας στρατός όμως που είχε στο μυαλό του τη λιποταξία ήταν αδύνατον να διοικηθεί. Οι σωματάρχες δεν εμπιστεύονταν τους άνδρες που λιποτακτούσαν και οι στρατιώτες δεν έδιναν βάση στους λόγους των αρχηγών τους και το μόνο που διατηρούσε το στρατόπεδο από την διάλυση ήταν η έλλειψη πλοίων! Ένας στρατός διαβιούσε επί δεκαημέρου στην παραλία έχοντας το νου του στο φευγιό! 

Όλη η αλήθεια δυστυχώς εμπεριέχεται στα λόγια του Μακρυγιάννη «Σκοτώνοντας ο Καραϊσκάκης, σκούργιασαν τα ντουφέκια τους, στόμωσαν τα σπαθιά τους. Τότε είδαμεν πόσα δράμια ζυάζει ο καθείς»

Συμπληρώνει ο Κασομούλης: 
«Ελεεινό θέαμα. Σωροί στρατιωτών ξαπλωμένων (στην παραλία), ευρισκομένοι εις την μεγαλυτέραν ακινησίαν. Εις μάτην επροσπαθούσαν οι Αξιωματικοί των να τους επιστρέψουν εις τας θέσεις των».  

Η κατάσταση αυτή οδήγησε τελικώς στην διάλυση του ελληνικού στρατοπέδου στον Πειραιά, στην εγκατάλειψη όλων των θέσεων που είχαν κατακτηθεί με αγώνα και στην παράδοση της Ακροπόλεως με συνθήκη που υπογράφηκε στις 11 Μαΐου 1827.  
    
Σπυρίδωνα Τρικούπη: Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης (Κεφάλαιο ΞΖ’)
Δημητρίου Αινιάνος «Απομνημονεύματα Καραϊσκάκη».
Μιχάλης Οικονόμου «Απομνημονεύματα αγωνιστών»
Ι. Μακρυγιάννη «Απομνημονεύματα»
Παναγής Πούλος «Ιστορικά Ημερολόγια»



Διαβάστε σχετικά:


Ιωάννης (Γιαννάκης) Νοταράς. Οι εκδοχές για το τραγικό του τέλος στον Φαληρέα


Ο Δήμαρχος Πειραιά Δημήτριος Μουτσόπουλος (1866 – 1873)



του Στέφανου Μίλεση


Στις 17 Απριλίου 1866 ανέλαβε καθήκοντα Δημάρχου Πειραιά ο Δημήτριος Μουτσόπουλος (ή και Μουτζόπουλος)

Ο Νομάρχης Αττικοβοιωτίας Μαυρομάτης κατά την τελετή εγκαθιδρύσεως του Δημητρίου Μουτσόπουλου ως νέου Δημάρχου Πειραιώς είπε: «Ο Πειραιάς, το επίνειο τούτο, της αρχαίας Ελλάδος είναι τα προπύλαια της αναγεννηθείσας πατρίδας μας… Εις το λιμένα τούτο προσορμίζονται οι ξένοι και δια αυτού μεταβαίνουσιν εις επίσκεψιν των αθανάτων μνημείων της αρχαιότητος και της αναγεννηθείσης πόλεως των Αθηνών. Ο Πειραιεύς είναι σχεδόν ο πρώτος ελληνικός δήμος ον συναντώσι, και εν αυτώ λαμβάνουσι τας πρώτας εντυπώσεις περί του βαθμού του πολιτισμού ημών». (Εφημερίδα ΑΙΩΝ, φ. 18 Απριλίου 1866,σελ. 4).


Ο Δημήτριος όμοια με τον αδελφό του Τρύφωνα υπήρξε καταρχήν έμπορας και στη συνέχεια εξελίχθηκε σε εφοπλιστή, εισαγωγέα σιτηρών, ιδιοκτήτη τράπεζας και μέτοχο μεγάλων επιχειρήσεων. Οι Μουτσόπουλοι ξεκίνησαν από τη Στεμνίτσα Γορτυνίας από όπου κατάγονταν και εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά πριν ακόμα ανακηρυχθεί σε Δήμο. Καταπιάστηκαν με το θαλάσσιο εμπόριο φέρνοντας στάρι από την Ρωσία. Στη συνέχεια δρομολόγησαν δικά τους ιστιοφόρα σε αυτή τη γραμμή ενώ συναντούμε τα ονόματά τους σε πλήθος άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων. 

Ο Δημήτριος Μουτζόπουλος υπήρξε ο πρώτος Δήμαρχος Πειραιά –ύστερα από 31 χρόνια ύπαρξης- που εκλέχθηκε με ψηφοφορία απευθείας από τον λαό και όχι μέσω επιλογής υποψηφίων από τον Βασιλιά, όπως συνέβαινε μέχρι τότε, αλλά και ο πρώτος Δήμαρχος Πειραιά που δεν ήταν Υδραίος ή Χιώτης. Μέχρι τον Δημήτριο Μουτζόπουλο όλοι οι Δήμαρχοι του Πειραιά προέρχονταν από τις δύο πρώτες συνοικίες εποικιστών της πόλης που ήταν οι Υδραίοι και οι Χιώτες. Κέρδισε τον προηγούμενο Δήμαρχο που ήταν ξανά υποψήφιος, τον Λουκά Ράλλη που έχριζε της υποστήριξης της ισχυρής Χιώτικης κοινότητας. Η εκλογή ενός Αρκάδα στο δημαρχιακό θώκο και μάλιστα με το σύστημα της απευθείας εκλογής από τον λαό, καταδεικνύει την αυξανόμενη ποικιλομορφία τόπων καταγωγής όσων είχαν επιλέξει τον Πειραιά για την εγκατάστασή τους. Ο Πειραιάς δεν είναι πλέον το άθροισμα δύο μόνο κοινοτήτων, της Υδραίικης και της Χιώτικης αλλά ένα σύνολο ανθρώπων που αναζητά την τύχη του σε ένα λιμάνι που διαρκώς προοδεύει. 

Η δημαρχία του Δημητρίου Μουτζόπουλου διήρκεσε 8 χρόνια από τις 17 Απριλίου 1866 έως 16 Απριλίου 1874, επιτυγχάνοντας δύο απανωτές εκλογικές νίκες. Τα σπουδαιότερα έργα που επιτεύχθηκαν ήταν η ολοκλήρωση της οικοδόμησης της εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνα (αυτή που υπάρχει μέχρι σήμερα). Αρχικά στη θέση του κατεστραμμένου από την επανάσταση ναού της Μονής, φτιάχτηκε αρχικά ένας ναΐσκος από δωρεά του Α. Χατζοπούλου, αλλά καθώς αποδείχθηκε προβληματική κατασκευή (παρουσίασε ρήγμα στη μέση) ένας νέος ναός αποφασίστηκε να ανεγερθεί στην ίδια θέση. Αυτός θεμελιώθηκε επί Δημαρχίας Λουκά Ράλλη το 1865 και αποπερατώθηκε οριστικώς την περίοδο της Δημαρχίας του Δημητρίου Μουτσοπούλου (1866-1873).  




Η θεμελίωση του πρώτου νοσοκομείου του Πειραιά του Τζανείου Νοσοκομείου και τα εγκαίνια λειτουργίας του πρώτου σιδηροδρόμου στην Ελλάδα, του ατμοκίνητουσιδηροδρόμου Αθηνών – Πειραιώς (Σ.Α.Π.) υπήρξαν κορυφαία έργα της περιόδου του Δημητρίου Μουτσόπουλου. 




Ωστόσο ο Δημήτριος Μουτσόπουλος δεν έμεινε γνωστός σε μας σήμερα για την έναρξη λειτουργίας της σιδηροδρομικής γραμμής Πειραιώς – Αθηνών, που θεωρείται μια εκ των αρχαιότερων ευρωπαϊκών σιδηροδρομικών γραμμών, την πρώτη στην ανεξάρτητη Ελλάδα (η αντίστοιχη του Λονδίνου είχε γίνει 6 μόλις χρόνια πριν, το 1863), αλλά για το ρολόι ενός κτηρίου! 

Η ιστορία παίζει παράξενα παιχνίδια και στον Δημήτριο Μουτζόπουλο επιφύλαξε την ταύτιση του ονόματός του με ένα ρολόι. Συγκεκριμένα ο Μουτσόπουλος προσέφερε με τη μορφή δωρεάς τα τέσσερα χρόνια της μισθοδοσίας του ως Δημάρχου για την αγορά του ρολογιού του κτηρίου του χρηματιστηρίου εμπορευμάτων και της βάσης του. Ο Δημήτριος Μουτζόπουλος ευελπιστούσε το ρολόι του να είναι ευδιάκριτο σε όλο το λιμάνι του Πειραιά για αυτό και επέλεξε το κτήριο του Χρηματιστηρίου εμπορευμάτων που είχε αποφασιστεί να ανεγερθεί στην παράλια ζώνη, μπροστά από την εκκλησία της Αγίας Τριάδας. Όμως εκ μέρους των Δημοτικών συμβούλων εγέρθηκαν διαφωνίες καθώς πρότειναν να μην τοποθετηθεί ρολόι πάνω στο κτήριο του χρηματιστηρίου εμπορευμάτων, αλλά σε άλλο κτήριο στην βορειοανατολική πλευρά της Πλατείας Θεμιστοκλέους (αυτή η Πλατεία σήμερα δεν υπάρχει καθώς σε μέρος της ανεγέρθηκε το μέγαρο που σήμερα είναι γνωστό ως μέγαρο Ν.Α.Τ.). Οι αντιδράσεις του Δημητρίου Μουτζόπουλου ήταν έντονες καθώς ήθελε το ρολόι του να βρίσκεται στην πρώτη ζώνη εμφάνισης. Προκάλεσε νέα σύσκεψη του Συμβουλίου, μέσω της οποίας πέτυχε εκ νέου τοποθέτηση του ρολογιού του πάνω στο κτήριο του Χρηματιστηρίου Εμπορευμάτων. Ο Τύπος μάλιστα κοροϊδεύει τον Δήμαρχο γράφοντας: "Αν το ρολόι μπει κάπου αλλού και όχι επί του Χρηματιστηρίου δεν θα φαίνεται η κενοδοξία του Δημάρχου". 



Τελικώς το ρολόι χάρη στην επιμονή του Δημητρίου Μουτζόπουλου όχι απλώς τοποθετήθηκε πάνω στο κτήριο του Χρηματιστηρίου Εμπορευμάτων, αλλά κατάφερε στο πέρασμα του χρόνου να το μετονομάσει και να γίνει γνωστό σε όλους τους Πειραιώτες ως το κτήριο του Ωρολογίου ή ΩρολόγιοΤο κτήριο του Χρηματιστηρίου θεμελιώθηκε το 1869 από τον Δημήτριο Μουτζόπουλο και εγκαινιάσθηκε το 1875 από τον αδελφό του τον Τρύφωνα Μουτζόπουλο που διαδέχθηκε τον Δημήτριο. 

Μηχανουργείο "ΗΦΑΙΣΤΟΣ" του Τζων Μακ Δούαλ. Το μηχανουργείο "ΗΦΑΙΣΤΟΣ" ιδρύθηκε το 1873 από τους Σκωτσέζους Μακ Δούαλ και Βαρβούρ και εξελίχθηκε σε σημαντική βιομηχανική και ναυπηγοεπισκευαστική μονάδα στον Πειραιά.
Μηχανουργεία Βασιλειάδου στον Πειραιά. 



Ραπτομηχανές Βλάγκαλη 1873

Επίσης χάρη στην επιμονή του Δημητρίου Μουτζόπουλου αποφεύχθηκε η επιχωμάτωση του λιμένα Αλών που είχε αποφασιστεί τότε να γίνει με σκοπό την κατασκευή του πρώτου Πειραϊκού τερματικού Σταθμού του Σιδηροδρόμου Αθηνών Πειραιώς (ΣΑΠ μετέπειτα ΗΣΑΠ). Η απόφαση της επιχωμάτων του λιμένα Αλών, είχε παρθεί λόγω της στασιμότητας των νερών και του αβαθούς πυθμένα του. Για αυτό άλλωστε και οι Πειραιώτες αποκαλούσαν  Λίμνη, Βρωμολίμνη ή άλλως Ζέα από λανθασμένη τοποθέτηση του τοπωνυμίου.  

Όμως ο Δημήτριος Μουτζόπουλος που διέβλεπε τη μελλοντική αξιοποίηση του λιμένα αυτού, διαφωνούσε έντονα με την επιχωμάτωση της θαλάσσιας έκτασης και υποστήριζε την άποψή του, μένοντας αμετακίνητος στην θέση του. Η επιμονή του Μουτζόπουλου θα δικαιωθεί χρόνια αργότερα, όταν ο λιμένας αυτός θα εκβαθυνθεί με την χρήση βυθοκόρου και σήμερα θα προσφέρει τα μέγιστα στο λιμάνι, που με την αυξημένη κίνηση έχει διαρκώς απαιτήσεις για περισσότερο χώρο. Ο Μουτζόπουλος είχε την ευτυχία επί των ημερών του όχι μόνο να διασώσει την περιφρονημένη λιμνοθάλασσα, αλλά και να δει την έναρξη λειτουργίας του ατμήλατου τότε Σιδηροδρόμου Αθηνών - Πειραιώς. Η γραμμή αυτή, είχε βάλει τέλος στο μαρτύριο των Πειραιωτών (αλλά και των Αθηναίων) να ανεβοκατεβαίνουν αμφότεροι με την χρήση αμαξών, που το μέγιστο μειονέκτημά τους πλην του χρόνου μεταφοράς, ήταν η αγωγή των ίδιων των αμαξηλατών, που επιεικώς κρινόμενη ήταν απαράδεκτη. 

Ο Δημήτριος Μουτζόπουλος διετέλεσε και πρόεδρος της Εφορευτικής Επιτροπείας Λιμένος θέση που κατείχε όποιος ήταν δήμαρχος Πειραιά. Από τη θέση αυτή συνέβαλε τα μέγιστα στην αξιοποίηση του λιμανιού προς όφελος της πόλης που εκείνη την εποχή βρίσκεται σε διαρκή βιομηχανική, εμπορική και ναυτιλιακή άνοδο. Αλευρόμυλοι, κλωστοϋφαντουργίες, μηχανουργεία έχουν κάνει δυναμικά την εμφάνισή τους στον Πειραιά.  

Ο Οίκος Πουρή ιδρύθηκε στον Πειραιά το 1868
Δημιουργία Ιταλικού Προξενείου στον Πειραιά 1868
Ξενοδοχείο Αγγλία 1871. Πολλά ξενοδοχεία αρχίζουν να δημιουργούνται γύρω από το λιμάνι καταδεικνύοντας την διαρκή άνοδο όχι μόνο ως εμπορευματικού αλλά και επιβατηγού λιμένα.


Η Πλατεία Κοραή που τότε έφερε την δημώδη ονομασία "Τεσσάρων Καταστημάτων" επίσης δημιουργήθηκε επί Δημαρχίας Δημητρίου Μουτσόπουλου. Ήταν αρχικά ακανόνιστη ως προς το σχήμα της, πέραν δε αυτής υπήρχαν μόνο χωράφια με μερικά σπίτια διάσπαρτα. 

Ο Δημήτριος Μουτσόπουλος υπέγραψε  το 1873 την παραχώρηση αδείας στον δημοτικό αστυνομικό Βασίλειο Γεωργακάκο να αναγείρει ναό, στο όνομα του Αγίου Βασιλείου, ως παρεκκλήσι της πλησιέστερης ενορίας που ήταν του Αγίου Νικολάου. Διότι ο πλησιέστερος συνοικισμός προς την Φρεαττύδα που διέθετε ενορία ήταν αυτός της Υδραίικης συνοικίας. Έτσι ο Γεωργακάκος έστω και με αυτό τον όρο είχε καταφέρει να λάβει άδεια από τον Δημήτριο Μουτσόπουλο, αφού πρώτα όμως είχε φροντίσει να εξασφαλίσει την έκταση της γης όπου θα οικοδομούσε. 

Το 1874 ολοκληρώνοντας και την δεύτερη θητεία του ο Δημήτριος Μουτσόπουλος παρέδωσε στον αδελφό του Τρύφωνα Μουτζόπουλο που κατά την άποψή μου υπήρξε ακόμα πιο επιτυχημένος δήμαρχος έστω και αν τα έργα του ουδέποτε έφτασαν σε μέγεθος και σπουδαιότητα εκείνα του αδελφού του Δημήτριου.


Διαβάστε σχετικώς:

Τρύφων Μουτζόπουλος (1818-1906)


Ο Πειραιάς του ζωγράφου Γρηγόρη Σερεμετάκη




του Στέφανου Μίλεση

Ο Γρηγόρης Σερεμετάκης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1950 και μεγάλωσε στο Πέραμα από γονείς Μανιάτες. Η οικογένειά του κατάγεται  από το χωριό Σταυρί από την Μέσα Αποσκερή Μάνη, που μετοίκησε όμως στην Αθήνα προς αναζήτηση ενός καλύτερου μέλλοντος. 

Ο πατέρας του Γρηγόρη, ο Ηλίας Σερεμετάκης, εργαζόταν στον Ε.Η.Σ (μετέπειτα Η.Σ.Α.Π.) αφήνοντας για πάντα πίσω του τα σκληρά και άγονα εδάφη της Μάνης. Μετά την επιστροφή του από το Αλβανικό μέτωπο εγκαταστάθηκε στα Πετράλωνα στη γέφυρα του Πουλόπουλου. Μετακόμισε  το 1947 στο Πέραμα όπου ζούσαν πολλοί συγγενείς του. Ο Γρηγόρης Σερεμετάκης αναπολεί τα παιδικά του χρόνια στο Πέραμα με ιδιαίτερη θέρμη. Ήταν ακόμα εποχή που το Πέραμα είχε μονοκατοικίες και οι δρόμοι δεν είχαν στρωθεί με άσφαλτο. Η παραλία του Περάματος που ο κόσμος έκανε μπάνιο, κάτω από την εκκλησία του Άη Γιώργη όπου βρισκόταν και το γήπεδο ποδοσφαίρου του Περαμαϊκού, ήταν ακόμα παρθένα.
 
Οι οικογένειες κατέκλυζαν την Περαματιώτικη ακτή και απολάμβαναν τη θάλασσα. Όταν ο ήλιος έπεφτε πίσω από τα βουνά της Σαλαμίνας, τα φώτα από τα κέντρα διασκέδασης στο τέρμα του Περάματος έκαναν την εμφάνισή τους. Μουσικές λαϊκές ταβέρνες, βρίσκονταν σε παράταξη, η μια δίπλα στην άλλη, με τα τραπέζια τους απλωμένα κατά μήκος της ακτής, στην κυριολεξία πάνω στο κύμα. Από αυτές πέρασαν τα μεγαλύτερα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού. Τα τραγούδια διέκοπταν την ησυχία καθώς τα μεγάφωνα των κέντρων ακούγονταν σε μεγάλη απόσταση. Μπροστά από αυτά τα κέντρα ο κόσμος τα Σαββατοκύριακα έκανε τις βόλτες του για να συναντήσει ο ένας τον άλλον, να μιλήσει, να έρθει σε κοινωνική επαφή. 


Στους ταρσανάδες του Περάματος, στο ναυπηγείο του Μανώλη Ψαρού


Κάπου-κάπου την Περαματιώτικη καθημερινότητα διέκοπταν οι επισκέψεις στον Πειραιά. Πότε με τα τραμ, πότε με τα γαλλικά SABIM, τα αλησμόνητα εκείνα πράσινα λεωφορεία που εκτελούσαν την διαδρομή Πέραμα – Πειραιά. Τότε τις βόλτες της παράλιας διαδρομής του Περάματος αντικαθιστούσε η βόλτα σε μια άλλη παράλια διαδρομή, αυτή του Πασαλιμανιού όπου συνήθως συγκεντρωνόταν όλη η παρέα στου Παπασπύρου. 

Ο Γρηγόρης τελείωσε το γυμνάσιο του Περάματος. Στα γυμνασιακά του χρόνια ζωγράφιζε με μολύβι και μελάνι.  Αρκετά από αυτά τα έργα, διακοσμούν ακόμα τους τοίχους του  σπιτιού του. Για τις ανάγκες των επετειακών εορτών στο γυμνάσιο φιλοτέχνησε με μαρκαδόρο σε χαρτόνια τις προσωπογραφίες ηρώων της επανάστασης. Τα χαρτόνια αυτά τοποθετήθηκαν το ένα δίπλα στο άλλο στον προαύλιο χώρο του σχολείου. Δυστυχώς όμως, μια βροχή ξέσπασε κατά την διάρκεια της εκδήλωσης και στάθηκε μοιραία αιτία να αλλοιωθούν οι μορφές των αγωνιστών. Ο Γρηγόρης τα έβλεπε με λύπη και στενοχωριόταν.


Ένα από τα έργα των γυμνασιακών του χρόνων
Ο Σιδηροδρομικός σταθμός Λαρίσης με τη νέα εκκλησία του Αγίου Διονυσίου στο βάθος (τέμπερα)



Η γνωστή φωτογραφική απεικόνιση με τις βάρκες και το Δημαρχείο στο βάθος, απαθανατισμένη σε ζωγραφικό πίνακα. 






Μόλις τελείωσε το γυμνάσιο μελετούσε τα γερμανικά και τα αγγλικά. Ιδιαιτέρως όμως τα πρώτα, καθώς επιθυμούσε να ταξιδέψει στην Βιέννη για  να φοιτήσει στη σχόλη καλών τεχνών. Όμως… όπως συνέβη με τους περισσότερους της γενιάς του, η επιθυμία του προσέκρουε πάνω στον αξεπέραστο βράχο των οικονομικών δυσκολιών. Εγγράφηκε στη Σχολή ζωγραφικής των Θεόδωρου Πάντου και Σπύρου Κουκουλομάτη, στην οδό Φιλελλήνων στο Σύνταγμα. Μαθήτευσε δίπλα τους την πενταετία 1980 - 1985.

Για τον Γρηγόρη Σερεμετάκη η χρωματολογία δεν ήταν -και συνεχίζει ύστερα από τόσα χρόνια να μην είναι- απλή επιλογή χρωμάτων. Αποτελεί απεικόνιση της ψυχοσύνθεσης του καλλιτέχνη. Η χρωματολογία είναι η αποτύπωση των χρωμάτων του ψυχισμού και του χαρακτήρα του καλλιτέχνη. Το μαύρο χρώμα συνήθως δεν αποτελούσε επιλογή στην παλέτα του. Από τα πρώιμα έργα ζωγραφικής που δημιούργησε ο Σερεμετάκης στη σχολή, κάποια αναρτήθηκαν μέσα σε αυτήν, καθώς τα θεώρησε ο δάσκαλος σωστά καμωμένα. Στην καλλιτεχνική του πορεία ο Γρηγόρης Σερεμετάκης γνώρισε τον σπουδαίο ζωγράφο Τζούλιο Καΐμη (Julio Kaimis 1901 - 1980) στο σπίτι-εργαστήριο του φίλου του Μίλτου Κατσώνη. Ο Julio Kaimis έκανε παρέα, όπως μας έλεγε, με τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Δημήτρη Πικιώνη, τον Φώτη Κόντογλου και άλλες προσωπικότητες της εποχής του. Ο Kaimis παρότρυνε τον Σερεμετάκη να προχωρήσει και στη φιλοτέχνηση προσωπογραφιών. Φιλοτέχνησε μάλιστα και την προσωπογραφία του ίδιου αλλά και της μετέπειτα γυναίκας του.  


Προσωπογραφία του Γρηγόρη Σερεμετάκη φιλοτεχνημένη από τον  Julio Kaimis
(Pireo 1978)

Τα έργα του Γρηγόρη Σερεμετάκη παρότι αναγνωρίζονται εκ πρώτης όψεως ως φωτορεαλιστικά, εάν τα παρατηρήσει κάποιος εκ του φυσικού, ανήκουν περισσότερο στον ιμπρεσιονισμό. Με μια προσεχτική παρατήρηση διαπιστώνει κανείς ότι οι πινελιές δεν σβήνουν, αλλά φαίνονται, είναι επιτηδευμένα διακριτές! 

Η αποθήκη της οδού Ευπλοίας με ένα μικρό τμήμα του Αγίου Νικολάου να διακρίνεται στο βάθος

Το τελωνείο με το τραμ της παραλίας, μια εξίσου γνωστή φωτογραφία που ο Σερεμετάκης μετέτρεψε σε πίνακα ζωγραφικής






Ο Γρηγόρης Σερεμετάκης από τότε μέχρι και τις μέρες μας, έχει φιλοτεχνήσει περισσότερα από 280 έργα! Το 1980 λειτούργησε στον Πειραιά, στην οδό Χαριλάου Τρικούπη, δίπλα στον κινηματογράφο ΖΕΑ, γκαλερί ζωγραφικής με την επωνυμία «Συν» όπου παράλληλα πραγματοποιούσε εκθέσεις και σε άλλους ζωγράφους. Επέλεξε τη συγκεκριμένη επωνυμία καθώς ο δάσκαλός του, ο Θεόδωρος Πάντος διατηρούσε γκαλερί (Κέντρο Συλλογικής Καλλιτεχνικής Δραστηριότητας) στην Αθήνα με το ίδιο όνομα «Συν» από το 1974. Από το 2000 έως το 2009 το ατελιέ του Γρηγόρη Σερεμετάκη βρισκόταν στο Νέο Φάληρο στην οδό Φαληρέως, στον ισόγειο χώρο ενός νεοκλασικού σπιτιού.

Παρατηρώντας κάποιος πολλές από τις πειραϊκές απεικονίσεις του Γρηγόρη Σερεμετάκη, διαπιστώνει ότι είναι εμπνευσμένες από παλιές φωτογραφίες του Πειραιά. Απεικονίσεις της πόλης και του λιμανιού, σπουδαίων φωτογράφων όπως της Nellys μετατράπηκαν σε πίνακες ζωγραφικής. Ασπρόμαυρες φωτογραφίες άλλων εποχών ξαναζωντανεύουν έγχρωμες σε τελάρα διαστάσεων συνήθως 120 Χ 100 cm

Το παλιό Δημαρχείο, τα Λίμπερτυ, στιγμές του λιμανιού, γερανοί, εμπορικά και ακτοπλοϊκά πλοία, καΐκια, ταρσανάδες, αγριεμένες θάλασσες, απόκρημνες βραχώδεις ακτές, μανιασμένα κύματα ορθώνονται στα τελάρα ζωντανά περισσότερο και από την ίδια την πραγματικότητα. 


Τραμ, Παλαιό Δημαρχείο (Ωρολόγιο), Τινάνειος Κήπος, ιπποκίνητο κάρο στα αριστερά και στο βάθος η παλιά Αγία Τριάδα με τα διπλά Κωδωνοστάσια (μετατροπή του 1936). Πίσω από την εκκλησία το ξενοδοχείο ΠΑΡΘΕΝΩΝ.





Ο Σερεμετάκης τιμά με το έργο του την Φιλολογική Στέγη Πειραιώς, στην οποία είναι μέλος όπως και την γενέθλια πόλη του την οποία έχει πολλαπλώς απεικονίσει στα έργα του. Πειραιάς – Πέραμα – Μάνη αποτελούν το τρίπτυχο της θεματικής επιλογής του Γρηγόρη Σερεμετάκη χωρίς ωστόσο να αποκλείονται άλλες φιλοτεχνήσεις όπως προσωπογραφίες, γυμνά, νεκρά φύση. Εν κατακλείδι ο Γρηγόρης Σερεμετάκης είναι ένας Πειραιώτης ζωγράφος μεγάλων δυνατοτήτων.

Παράρτημα έργων Γρηγόρη Σερεμετάκη:















"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"