Σπύρος Μελάς και Πειραιάς

Ο Σπύρος Μελάς σε εικονογράφηση Διονυσίου Μιχαήλ



του Στέφανου Μίλεση

Στις 2 Απριλίου του 1966 πεθαίνει ο θεατρικός συγγραφέας, χρονογράφος και δημοσιογράφος Σπύρος Μελάς. Γεννημένος το 1882 (13 Ιανουαρίου) στη Ναύπακτο από μικρή ηλικία βρέθηκε με την πατρική του οικογένεια στον Πειραιά καθώς ο πατέρας του ήταν Πταισματοδίκης και έλαβε μετάθεση για τον Πειραιά. Τελείωσε το Γυμνάσιο Αρρένων Πειραιώς το σχολείο που αργότερα μετονομάστηκε και έγινε γνωστό ως «Ιωνίδειο». Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια γεμάτα στερήσεις και φτώχεια και αναγκάστηκε να εργαστεί ως μαθητής ακόμα για ένα χρόνο σε κατάστημα ετοίμων ρούχων για τους εργάτες, για να κερδίσει το ψωμί του. Μαθητής ακόμα έγραψε ένα μυθιστόρημα με τίτλο "Τα μυστήρια του Πειραιώς".  

Αμέσως μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο στράφηκε στην δημοσιογραφία. Ξεκίνησε να εργάζεται στην εφημερίδα του Πειραιά «Σφαίρα» και στην επίσης πειραϊκή εφημερίδα «Φωνή του Πειραιώς». Μεταπήδησε στις μεγάλες εφημερίδες πανελλήνιας κυκλοφορίας, στην «Ακρόπολις», στα «Αθηναϊκά Νέα», στο «Βήμα», στο «Άστυ» και έγινε αρχισυντάκτης και διευθυντής στις εφημερίδες «Νέα Ημέρα», «Δημοκρατία», «Ημερήσιος Τηλέγραφος» κ.α.  Στα εξήντα συνολικά χρόνια δημοσιογραφίας του πέρασε από σχεδόν όλες τις εφημερίδες. Σε πολλές εξ αυτών είχε αναλάβει καθήκοντα ανταποκριτού του Πειραιά. Σε πολλά άρθρα του χρησιμοποιούσε το φιλολογικό ψευδώνυμο «Φορτούνιο» (εφημερίδα «Εστία»).  

Ο Σπύρος Μελάς σε νεαρή ηλικία


Στο επίκεντρο πολλών χρονογραφημάτων του βρίσκεται ο Πειραιάς. Στο διήγημα «Μαύροι Άνθρωποι» περιγράφει τη ζωή των Καρβουνιάρηδων αυτών δηλαδή που ξεφόρτωναν το κάρβουνο από τα καΐκια πιο κάτω από τον Άγιο Νικόλαο προς την Ακτή Ξαβερίου τα ξυλοκάρβουνα. Ο Παύλος Νιρβάνας στάθηκε ο μέντοράς του και τον ώθησε από την παιδική του ηλικία να καταπιαστεί με τη συγγραφή ενθαρρύνοντάς τον. Αιτία της γνωριμίας του με τον Νιρβάνα στάθηκε το νυχτερινό νιαούρισμα ενός μικρού γατιού στο οποίο ο Μελάς αμέσως την επομένη ημέρα αφιέρωσε ένα μικρό χρονογράφημα που εντυπωσίασε τον Νιρβάνα. Έτσι γνωρίστηκαν και ο Νιρβάνας τον ενέταξε στην λογοτεχνική συντροφιά της Φρεαττύδας που εκείνη την εποχή βρισκόταν στην ακμή της. 

Ο Νιρβάνας αναρωτήθηκε για το νεαρό αυτόν που με το σπάνιο ταλέντο γραφής: 

«Ποιος υπήρξε ο δάσκαλός του; Ο οδηγός του; Το άστρο του; Ποιος του έδειξε τον δρόμο του; Κανένας. Τον βάζουν να γράψει ένα κοινό ανάγνωσμα από τη ζωή των εργατικών τάξεων του Πειραιά. Και γράφει τους «Μαύρους ανθρώπους». 

Καταφέρνει να στέλνει στην Ακρόπολη που είχε αναλάβει την υποχρέωση μικρών ειδήσεων πραγματικές λογοτεχνικές ζωγραφιές του δρόμου και της καθημερινής ζωής.

Στα 23 χρόνια του γράφει ένα δράμα με τίτλο «Ο γιος του Ίσκιου» που ήταν επηρεασμένο από τις θεωρίες του Νίτσε. Το είχε ανεβάσει για πρώτη φορά σε μια μικρή θεατρική σκηνή του Πειραιά και γεμάτος αμφιβολία για το δημιούργημά του είχε προσκαλέσει τον Νιρβάνα να το δει και να του εκφέρει την άποψή του. Μετά το πέρας της παράστασης έγραψε ο Νιρβάνας για αυτήν: «Πήρα τους δρόμους και γύρευα ανθρώπους να συναντήσω για να τους πω μια μεγάλη είδηση, δηλαδή ότι γράφτηκε ένα αριστούργημα………».

Ο Νιρβάνας ουδέποτε σταμάτησε να τον επαινεί και να τον παροτρύνει. Ο Νιρβάνας χρησιμοποιούσε μια έκφραση αρκετά συχνά όταν ήθελε να αποδώσει τα εύσημα σε έναν καλό λογοτέχνη ή καλλιτέχνη. Ως σημείο αναγνώρισης και καθώς ο ίδιος ήταν ιατρός του Πολεμικού Ναυτικού, συνήθιζε να λέει «Κύριοι συνάδελφοι κάποιος περνά μπροστά μας! Παρουσιάστε άρμ!...» τιμή που απέδωσε και για τον Σπύρο Μελά αναγνωρίζοντας το ταλέντο του.

 Μέχρι που κάποιοι φίλοι του Νιρβάνα συνέστησαν να μην επαινεί τους νέους λογοτέχνες γιατί κινδυνεύουν να χαλάσουν από τους υπερβολικούς επαίνους. Και ο Νιρβάνας τους απάντησε:
 «Μου φαίνεται τόσο αστείο ότι μπορεί ένας νέος καλός ποιητής ή ένας νέος καλός ζωγράφος να γίνει χειρότερος από έναν έπαινο, όσο και ότι μπορεί ένας κακός ή ένας μέτριος να καλυτερεύσει, εάν του ψάλλουν κάθε πρωί τον εξάψαλμο όλοι οι κριτικοί του κόσμου…. Δεν πιστεύω στην δηλητηριώδη δύναμη του επαίνου. Και κάνω ανεπαισχύντως χρήση του ενθουσιασμού μου (για τον Σπύρο Μελά). Κύριοι συνάδελφοι κάποιος περνά μπροστά μας! Παρουσιάστε άρμ!...»

Πραγματικά ο Μελάς μέσα από τα χρονογραφήματά του κατάφερε να παρουσιάσει και να κάνει γνωστά μέσα από εφημερίδες πανελλήνιας κυκλοφορίας πολλά πειραϊκά ζητήματα, όπως για την Έπαυλη της Καστέλλας (Κουμουνδούρου) και τον Ναυτικό όμιλο, για την Φρεαττύδα και τον Λάμπρο Πορφύρα. Άλλωστε υπήρξε μέλος του κύκλου της λογοτεχνικής σχολής της Φρεαττύδας κάνοντας φιλία με τον Νιρβάνα, με τον Άριστο Καμπάνη, με τον Δημοσθένη Βουτυρά, με τον Φιλύρα, με τον Λαμπελέτ και άλλους. 

Άννα Σκοπελίτου, Πασαλιμάνι, Υδατογραφία 1917

Ο Σπύρος Μελάς εκτός του ότι έζησε στην Φρεαττύδα και το Πασαλιμάνι τα παιδικά και εφηβικά χρόνια του διαρκώς επισκεπτόταν την παλιά του γειτονιά για να "αποχαιρετίσει" συνήθως κάποιον από την λογοτεχνική συντροφιά που εγκατέλειπε τα εγκόσμια. Ο ένας έφευγε μετά τον άλλο αφήνοντας πίσω την παρέα της Φρεαττύδας ολοένα και μικρότερη. Σε μια τέτοιου είδους "επίσκεψη" στην παλιά του γειτονιά, με αφορμή τον θάνατο του Λάμπρου Πορφύρα κατέγραψε τις αναμνήσεις του τόσο για τον χαμένο ποιητή όσο και την Φρεαττύδα της νιότης του. (Εφημερίδα "Αθηναϊκά Νέα, φ. 5 Δεκεμβρίου 1932, άρθρο με τίτλο "Φρεαττύδα")

«Σήμερα η Φρεαττύδα και η Πειραϊκή Χερσόνησος δεν είναι πια παρά ένας φοβερός συνοικισμός, με κρύα ντουβάρια λαϊκών σπιτιών, πούθαψαν την παλιά φυσική γραφικότητα κάτω από της ασχημίες της οικοδομικής αναρχίας. Σε τι συνίστατο η παλιά γραφικότητά της; Σε κάτι γλώσσες από σταχτωπούς βράχους πούμπαιναν στο πέλαγος, σε κάτι γλώσσες από θάλασσα που εισχωρούσαν στη βραχώδη στεριά. Και σε μια ερημία, κατοικημένη μόνον από στελέχη ασφοδελών, που φύτρωναν στο αραιό κοκκινόχωμα, πούκοβε, κάπου- κάπου τη μονοτονία των βράχων και δροσάτα κυκλάμινα, μέσα και στην πιο μικρή τους κουφάλα. Το δράμα των κυμάτων  που χτυπιόνταν με λύσσα, στις μεγάλες σοροκάδες, επάνω στους φαλακρούς βράχους είχε πολύ σπάνιους θεατές. Κανένα λαϊκό κορίτσι με φωναχτά χρώματα, περνούσε βιαστικό και εχάνετο μέσα στα βράχια με τον καλό της. Κάποιος χασισοπότης γλιστρούσε γοργά, να καταχωνιάσει το βίτσιο του  και τα άρρωστα όνειρά του στους σκοτεινούς θόλους της παλιάς ντάπιας. Η θάλασσα και η μοναξιά τραβούσε την πειραϊκή διανόηση στη Φρεαττύδα, σε κάτι καφενεδάκια απόμερα, αυστηρά σα σκήτες με στέγες από τενεκέδες του πετρελαίου, το «καφενείον – Ψυχής Ιατρείον» ή του Λεδούδα. Ένα τσιγαράρκι, ένα κατοσταράκι και ατελείωτες συναυλίες λογοτεχνικών ρεμβασμών.

Ο Σπύρος Μελάς από το αρχείο του Ε.Λ.Ι.Α.



Έγραψε σπουδαίες μυθιστορηματικές βιογραφίες των ηρώων της επανάστασης. Εξέδωσε λογοτεχνικά περιοδικά «Ιδέα» και «Ελληνική Δημοκρατία». Το 1925 ίδρυσε ο «Θέατρο Τέχνης» και μαζί με την Μαρίκα Κοτοπούλη και τον Δημήτρη Μυράτ την «Ελεύθερη Σκηνή». Υπήρξε ένας από τους θεμελιωτές και τους αναμορφωτές της σύγχρονης θεατρικής ζωής. Υπήρξε ανταποκριτής των εφημερίδων «Νέα Ημέρα» και «Πολεμικές σελίδες» στέλνοντας νέα από το μέτωπο των Βαλκανικών πολέμων 1912 – 13  αλλά και στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο.

Δεν υπήρχε πνευματική δραστηριότητα που να μην ασκήσει. Θεατρικά έργα, βιογραφίες, δοκίμια, κριτικές, ταξιδιωτικές εντυπώσεις κ.α. Κορυφαία δημιουργήματά του τα έργα «Ο Ναύαρχος Μιαούλης», «Ματωμένα Ράσα», «Ο γιος του Ψηλορείτη» (Ελ. Βενιζέλος), «Το λιοντάρι της Ηπείρου», «Ο Γέρος του Μοριά», «Κουβέντες του Φορτούνιο», «Πενήντα χρόνια θέατρο», «Νεοελληνική λογοτεχνία», «Τέχνη και ζωή».


Εξελίχθηκε τελικά σε μια μεγάλη μορφή της ισχυρής πνευματικής παράδοσης συμμετέχοντας σε όλα τα πειραϊκά σωματεία της εποχής του στον «Πειραϊκό Σύνδεσμο», στον «Ζήνωνα», στην «Φιλολογική Στέγη» και σε εκδηλώσεις του ίδιου του Δήμου Πειραιώς. Φαινόμενο εργατικότητας και αδιάκοπης πνευματικής προσφοράς, πληθωρικής ζωής και δημιουργικότητας. Ήταν ο πρώτος που δημιούργησε Σχολή Δημοσιογραφίας στην Ελλάδα. Διετέλεσε μέλος (1935) και πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών (1958).

Ο ίδιος για την περίοδο της νεαρής του ηλικίας είχε γράψει σχετικά στην εφημερίδα «Βήμα» για την πρώτη επαφή του με τον Παύλο Νιρβάνα:

«Ήμουν στον Πειραιά νεαρός λόγιος πάνω στα πρώτα λογοτεχνικά μου ψελλίσματα. Τον Παύλο Νιρβάνα τον είχε φέρει κοντά μου ένα χρονογραφηματάκι στην «Ακρόπολη» λίγες γραμμές συμπόνιας και τρυφερότητας προς ένα γατάκι που νιαούριζε σπαραχτικά πεταμένο τη νύχτα στο ρείθρο, στο πεζοδρόμιο. Γύριζα στο σπίτι μου όταν ξαφνικά τον είδα μπροστά μου στην άκρη του σοκακιού κάτω από ένα φανάρι!

-     -  Είσαστε εσείς που γράψατε για το γατάκι;

Τον αναγνώρισα στη στιγμή! Και ποιος δεν ήξερε τον μεγάλο φιλολογικό ελέφαντα του Πασαλιμανιού με την προβοσκίδα, τα γυαλιά, το σφηνάκι, και την κάθε τόσο νευρική και απότομη κλίση του κεφαλιού προς τον ώμο- κι απέμεινα κόκκαλο. Τον θαύμαζα, τον σεβόμουν, τον αγαπούσα. Από εκείνο το βράδυ κάναμε άπειρες φορές την διαδρομή Ομίλου Ερετών – Φρεαττύδας, πλάι στα αραγμένα φτωχά καΐκια της αμμοληψίας και τις ψαροπούλες, να μιλούμε για τα λογοτεχνικά προβλήματα του καιρού και όλων των καιρών ή με τις γραφικές σοροκάδες να βλέπουμε πως

«Ο κεραυνός με τη φωτιά
Στο σκοτεινό το θόλο
Γράφει μια προσταγή
Να σπάζουνε τα κύματα
Στον γκρεμισμένο μώλο
Με λυσσασμένη οργή»

Περάσαμε ώρες και ώρες στα νυχτέρια της λογοτεχνικής συντροφιάς στου Διονυσιάδη με τον Πορφύρα, τον Καμπάνη, τον Γιώργη τον Σακαλή, και τις εσπερίδες του Αγαθοκλή Κωνσταντινίδη, που μας έβαζε σε επαφή με την μεγάλη ρώσικη λογοτεχνία. Ζήσαμε στα θεατρικά παρασκήνια όταν με ένα κίνημα σπάνιας γενναιοφροσύνης έπαιρνε το χειρόγραφο του «γιου του Ίσκιου» από το φτωχό πειραϊκό θέατρο για να το δώσει στης Μαρίκας και να πανηγυρίσει το θρίαμβο ενός νέου με το αλησμόνητο παράγγελμα:
-      Κύριοι συνάδελφοι, κάποιος περνάει μπροστά μας! Παρουσιάστε άρμ!...» [1]

Αυτό το παράγγελμα το χρησιμοποίησε αργότερα ένας άλλος Πειραιώτης λογοτέχνης, ο Χρήστος Λεβάντας για να τιμήσει τον Μελά όταν πλέον ήταν φτασμένος. Ο γνωστός «Επίνειος» εξέφραζε τις ευχαριστίες της Ελλάδας και του Πειραιά μαζί.

«Κύριοι συνάδελφοι κάποιος περνά μπροστά μας! Παρουσιάστε άρμ!...»[2]

Και η αναγνώριση αυτή όχι μόνο του Νιρβάνα αλλά και των υπολοίπων λογοτεχνών αλλά και του κόσμου στέκεται ως η πιο ακριβή δικαίωση του εκπληκτικού σε πολυμέρεια και μόχθο, πνευματικού δημιουργικού έργου του μοναδικού Σπύρου Μελά.


Διαβάστε επίσης:

Η λογοτεχνική και καλλιτεχνική σχολή της Φρεαττύδας



[1] Εφημερίδα «Βήμα» φ. 29.11.1947
[2] Εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», φ. 29.01.1962, σελ. 5, «ΤΑ ΝΕΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ», άρθρο του Επίνειου
"Βιογραφίες", Διονυσίου ΤΣΟΥΡΑΚΗ, Εκδόσεις Αλκυών, 1978
"Οι Συγγραφείς της Αθηναϊκής Δημοσιογραφίας", Νίκος Παπαδημητρίου, Τόμος Α', Εκδόσεις Χρήστος Γιοβάνης ΑΕΒΕ, 1989

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"