Το υποβρύχιο του Γρυπάρη στον Πειραιά

 

Οι Εμμανουήλ και Αντώνιος Γρυπάρης μπήκαν στο σκάφος τους και μια ατμοκίνητη λέμβος τους ρυμούλκησε στο μέρος όπου θα γινόταν η κατάδυση
Οι Εμμανουήλ και ο γιος του Αντώνιος Γρυπάρης μπήκαν στο σκάφος τους και μια ατμοκίνητη λέμβος τους ρυμούλκησε στο μέρος όπου θα γινόταν η κατάδυση έξω από το Νέο Φάληρο.


του Στέφανου Μίλεση

 

Είναι πολλές οι προσπάθειες που καταγράφηκαν ώστε ο άνθρωπος να κατασκευάσει σκάφος που να κινείται κάτω από τη θάλασσα. Από τους πρωτοπόρους είναι ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι, αυτός ο μεγάλος ζωγράφος της Αναγέννησης, που με το εφευρετικό του πνεύμα είχε ανάμεσα στις πολλές του ιδέες συμπεριλάβει και το σχεδιασμό ενός σκάφους που θα ταξίδευε κάτω από την επιφάνεια. Η ιδέα του Ντα Βίντσι φυσικά έμεινε μόνο στα χαρτιά. Ακόμα και ο εφευρέτης του ατμόπλοιου ο Φούλτον δοκίμασε στον Σηκουάνα το 1801 μια κατασκευή δικής του έμπνευσης που ωστόσο όμως απέτυχε. Δεν θα μπορούσαμε να μη αναφέρουμε τον διάσημο Γάλλο συγγραφέα Ιούλιο Βερν που στο έργο του «20.000 Λεύγες υπό τη θάλασσα» περιέγραψε όλους τους τρόπους λειτουργίας ενός υποβρυχίου μέσα από τις περιπέτειες που έζησε ο φανταστικός του ήρωας πλοίαρχος Νέμο. 


Ουσιαστικά όμως το πρώτο σκάφος που ολοκλήρωσε πετυχημένα κατάδυση και θύμιζε λίγο πολύ τα σημερινά υποβρύχια υπήρξε το σκάφος του Σουηδού μεγαλοβιομήχανου Νόντερφελντ που έδωσε και το όνομά του στο σκάφος που δημιούργησε το 1883. Οι δοκιμές έγιναν σε λίμνη στη Στοκχόλμη και το υποβρύχιο του Νόντερφελντ όχι μόνο καταδύθηκε αλλά παρέμεινε σε βάθος 17 μέτρων για έξι ολόκληρες ώρες! Όμως και ο Πειραιάς λαμβάνει μερίδιο στην καταγραφή των πρώτων προσπαθειών του ανθρώπου να καταδυθεί με μηχανική κατασκευή στα βάθη της θάλασσας. Ήδη οι απόπειρες του σημειώθηκαν στον Πειραιά χρονολογούνται τρία χρόνια πριν από το υποβρύχιο του Νόντερφελντ! 

Το 1880 ζούσε στον Πειραιά ένας εμπειρικός εφευρέτης, κατ΄ άλλους ναυπηγός, ο Εμμανουήλ Γρυπάρης. Είχε αναστατώσει τότε τον Πειραιά έχοντας δώσει μεγάλη δημοσιότητα στην παρουσίαση του πρώτου ελληνικού υποβρυχίου. Ο κόσμος μιλούσε τόσο για αυτόν που ακόμα και ο σατυρικός ποιητής της εποχής του ο Γεώργιος Σουρής του αφιέρωσε ποίημα καθώς ζώντας στο Νέο Φάληρο στάθηκε αυτόπτης μάρτυρας της απόπειρας του Γρυπάρη να καταδυθεί με το υποβρύχιό του το καλοκαίρι του 1880. 

Έγραψε ο Σουρής: 

Στο υποβρύχιο θα μπω 

Του μάστορα Γρυπάρη

Στα κύματα να κολυμπώ 

Της θάλασσας σαν ψάρι.

Κι αν δεν χαλάσει η μηχανή Στην Πόλη θε να αράξω

Και με υπόκωφη φωνή 

Τους Τούρκους να τρομάξω

Βρε Τούρκοι, δώστε μας αυτό

Τα μέρη που ζητούμε… 

Αφήστε πια τα χωρατά 

Κι ελάτε να τα πιούμε

Αλλιώς με τούτο το γερό 

Βαπόρι του Γρυπάρη

Κάνω το στόλο σας σωρό 

 Εγώ το παλικάρι


Ο Σουρής περιέλαβε στους στίχους του ποιήματός του και τους Τούρκους καθώς ο Γρυπάρης διαρκώς δήλωνε προς αποφάσισε να προβεί στην κατασκευή υποβρυχίου για να ξαναζωντανέψει τα κατορθώματα των μπουρλοτιέρηδων του ’21. 

Το υποβρύχιο του Νόντερφελντ όχι μόνο καταδύθηκε αλλά παρέμεινε σε βάθος 17 μέτρων για έξι ολόκληρες ώρες!


Ο λαός είχε βαπτίσει το υποβρύχιο του Γρυπάρη με το όνομά του και το αποκαλούσε «Γρυπάρα»! Η κίνηση του υποβρυχίου γινόταν χειροκίνητα με μια μανιβέλα. Δεν έχουν διασωθεί περισσότερες τεχνικές λεπτομέρειες παρά μόνο όσα οι εφημερίδες της εποχής κατέγραψαν. Ο Γρυπάρης είχε προβλέψει αντί έρματος (σαβούρας) την τοποθέτηση πετρών ενώ το θαλασσινό νερό της κατάδυσης εισερχόταν σε μια δεξαμενή που στη συνέχεια άδειαζε με μια χειροκίνητη αντλία. Με την πρώτη προσπάθεια κατάδυσης εκτός από τον Σουρή ασχολήθηκε και ο πολυγραφότατος ναύαρχος Στυλιανός Λυκούδης που επίσης κατοικούσε στον Πειραιά. 

Ο Λυκούδης παρευρέθηκε όπως και ο Σουρής στην επίσημη παρουσίαση του υποβρυχίου στο Νέο Φάληρο. Μέσα στο υποβρύχιο εισήλθαν ο Γρυπάρης και ο γιος του Αντώνης και όλοι στην ακτή αγωνιούσαν για την τύχη τους. Το σχέδιο προέβλεπε την κατάδυση της «Γρυπάρας» για μερικά μόνο μέτρα και την κίνηση του υποβρυχίου σε κατάδυση από το Νέο Φάληρο προς το Παλαιό. Είχε συμφωνηθεί η ανάδυση να γίνει μόλις θα χτυπούσαν μέσα από το υποβρύχιο με ένα σφυρί για να δώσουν το σύνθημα. Μόλις στην επιφάνεια της θάλασσας θα άκουγαν τον ήχο του σφυριού θα τους τραβούσαν πάνω με ένα σχοινί καθώς υπήρχε ο κίνδυνος πατέρας και γιος να πεθάνουν από ασφυξία όπως ήταν κλεισμένοι μέσα σε ένα σιδερένιο κουτί. 

Πραγματικά οι Εμμανουήλ και Αντώνιος Γρυπάρης μπήκαν στο σκάφος τους και μια ατμοκίνητης λέμβος τους ρυμούλκησε στο μέρος όπου θα γινόταν η κατάδυση (σχετική η απεικόνιση του άρθρου). Αφού και οι δύο χαιρέτησαν το πλήθος στην ακτή, κατέβηκαν στο εσωτερικό του σκάφους κλείνοντας πίσω τους ερμητικά το καπάκι της καταπακτής και το σκάφος άρχισε την καθοδική του πορεία. Δεν πέρασαν όμως ούτε μερικά λεπτά της ώρας όταν το «πλήρωμα» της «Γρυπάρας» άρχισε να χτυπά με το σφυρί το μεταλλικό κέλυφος του υποβρυχίου δίνοντας το σύνθημα για άμεση ανάδυση.

 

Το υποβρύχιο όπως απεικονίστηκε στο μυθιστόρημα του Ιούλιου Βερν "20.000 Λεύγες υπό τη θάλασσα"


Όλη αυτή η ιστορία διασκέδασε το πλήθος που συγκεντρώθηκε την μέρα εκείνη μπροστά από την παραλία του Νέου Φαλήρου ενώ ο κόσμος δεν παρέλειψε να γιουχάρει τον Γρυπάρη για την αποτυχημένη του προσπάθεια. Οι εφημερίδες της εποχής κατέγραψαν την προσπάθεια του Γρυπάρη και της απέδωσαν κωμικοτραγικά χαρακτηριστικά, θα λέγαμε, μάλλον αδίκως. Οι προσπάθειες του ανθρώπου είτε να κατακτήσει τον αέρα είτε τον βυθό υπήρξαν πολλές με περισσότερες τις αποτυχημένες. Σε πολλά μέρη του κόσμου εφευρέτες αφιέρωσαν ώρες, χρήματα και αψήφησαν τους κινδύνους για να πετύχουν μια πρωτιά στις κατακτήσεις του σύγχρονου ανθρώπου. Πουθενά κανείς δεν διαπομπεύθηκε για την προσπάθεια του παρά μόνο στην Ελλάδα! 

Ο εγγονός του εφευρέτη Εμμανουήλ Γρυπάρης, που ήταν υπάλληλος της Τράπεζας της Ελλάδος, προσπάθησε αργότερα να αποκαταστήσει το όνομα του παππού του με άρθρα στις εφημερίδες, αλλά ματαίως. Η απόπειρα του Γρυπάρη να καταδυθεί είχε ταυτιστεί με τη σάτιρα και είχε αποκτήσει κωμικό χαρακτήρα. Ο Γρυπάρης είχε δαπανήσει όλη την περιουσία του στο υποβρύχιο, είχε αφιερώσει πολλά χρόνια από τη ζωή του έχοντας επιλύσει βασικά προβλήματα κατάδυσης, όπως η κίνηση του υποβρυχίου, η κατεύθυνσή του, η στεγανότητά του, με σκοπό να χαρίσει στην Ελλάδα την τιμή της πρωτοπορίας στα υποβρύχια σκάφη. Είχε απευθυνθεί και στο πολεμικό ναυτικό και σε άλλες κρατικές υπηρεσίες υποβάλλοντας προτάσεις για την τοποθέτηση μηχανών και άλλων συσκευών που θα βελτίωναν την κατασκευή του χωρίς όμως να λάβει απάντηση. Και αν στις σελίδες της δικής μας ιστορίας το όνομα του Γρυπάρη ταυτίστηκε με τη σάτιρα του Σουρή, θα πρέπει να αναφερθεί ότι στις σελίδες του αγγλικού ναυαρχείου η έκθεση για την κατασκευή του υποβρυχίου του καταλαμβάνει σημαντικό μέρος!


Ο Ιούλιος Βερν περιέγραψε όλους τους τρόπους λειτουργίας ενός υποβρυχίου μέσα από τις περιπέτειες που έζησε ο φανταστικός του ήρωας πλοίαρχος Νέμο.


 Ο Γρυπάρης δεν προσπάθησε μόνο μια φορά να καταδυθεί, εκείνο τον Αύγουστο  του 1880, αλλά πολλές φορές τόσο στην ίδια παραλία του Νέου Φαλήρου όσο και εντός του κεντρικού λιμανιού του Πειραιά. Ο εγγονός του κατέγραψε περισσότερες λεπτομέρειες από την δράση του παππού του όπως ότι κατάφερε να καταδυθεί σε βάθος 6 -  8 μέτρων και ότι προχώρησε εν καταδύσει με ταχύτητα δυόμιση μιλίων από το Νέο προς το Παλαιό Φάληρο. Οι δοκιμές του Γρυπάρη να καταδυθεί αποτέλεσαν αντικείμενο παρακολούθησης αντιπροσώπων ξένων δυνάμεων που την ίδια στιγμή που εμείς λοιδορούσαμε τον Γρυπάρη, οι ξένοι με κάθε σοβαρότητα κατέγραφαν τις προσπάθειές του και παρατηρούσαν τις διάφορες λύσεις που είχε σχεδιάσει για το σκάφος του και πιθανόν να τις αντέγραψαν. 

Τόσο η «Νέα Εφημερίς» όσο και η πειραϊκή εφημερίδα «Σφαίρα» της 22ας Αυγούστου έγραψαν τα εξής: 

«Τας δοκιμάς παρακολούθησε προχθές επί λέμβου ολίγον ανωτέρω απαρατήρητος και αντιπρόσωπος ξένης Δυνάμεως, όπως ευνόητον είναι πόσον πρέπει να ενδιαφέρεται δια τοιαύτας εφευρέσεις». Άλλωστε αν δεν υπήρχε σοβαρότητα δεν θα ασχολείτο και ο ναύαρχος Στυλιανός Λυκούδης. 


Η διαπόμπευση του Εμμανουήλ Γρυπάρη ξεκίνησε από την παραλία του Νέου Φαλήρου από την αποτυχημένη εκείνη προσπάθεια που έγινε παρουσία πλήθους κόσμου και επισήμων. Ως αιτία της διαπόμπευσης στάθηκε η απογοήτευση του κοινού που προήλθε από τις υπερβολές των εφημερίδων που έγραφαν ανυπόστατα επιτεύγματα που θα μπορούσε να επιτύχει ο Γρυπάρης. Είχαν καταγράψει μέχρι και το πάρσιμο της Πόλης από τους Τούρκους που θα οφειλόταν αποκλειστικά στην εφεύρεση του Γρυπάρη που θα άλλαζε τις ισορροπίες του πολεμικού ναυτικού. Άλλωστε αυτή την εντύπωση καταγράφει και το ποίημα του Σουρή! 

Η αντίθεση των υπερβολών των εφημερίδων με όσα τελικά ο κόσμος είδε στην πραγματικότητα υποβάθμισαν την προσπάθεια του Γρυπάρη και της απέδωσαν σατιρικά στοιχεία. Όμως ο Πειραιάς δεν καταλαμβάνει πρωτιά στην κατασκευή του υποβρυχίου λόγω μόνο του υποβρυχίου του Γρυπάρη αλλά την ίδια εποχή σημειώνονται κι άλλες προσπάθειες στον τομέα των υποβρυχίων. 


Ο Πειραιάς και πάλι στο μέτωπο των υποβρυχίων. Το υποβρύχιο του Νόντερφελντ 


Την εποχή που στη Σουηδία γίνονταν οι δοκιμές με το υποβρύχιο του Νόντερφελντ βρισκόταν από σύμπτωση μια επιτροπή του ελληνικού πολεμικού ναυτικού για έρευνα αγοράς πυρομαχικών. Τα μέλη της ειδοποιήθηκαν από το υπουργείο των Ναυτικών να έρθουν σε επαφή με τον μεγαλοβιομήχανο Νέντερφελντ και να εξετάσουν την περίπτωση απόκτησης του υποβρυχίου του. Δεν ήταν μόνο η ελληνική πλευρά που επέδειξε ενδιαφέρον καθώς για το υποβρύχιο του Νόντερφελντ πολλά κράτη ζήτησαν να μάθουν περί αυτού. Η Ελλάδα θέλοντας να έχει ναυτική υπεροπλία στο Αιγαίο υπέβαλε πρόταση αγοράς του εν λόγω υποβρυχίου. Το υπουργείο των Ναυτικών είχε θέσει ως όρο τη μεταφορά του υποβρυχίου του Νόντερφελντ στην Ελλάδα σε τεμάχια, όπου η γενική δοκιμή θα γινόταν με πλήρωμα από το ίδιο το εργοστάσιο. Η πρόταση αυτή στάθηκε αιτία καθυστέρησης επίτευξης μιας συμφωνίας η οποία τελικώς επιτεύχθηκε. 


Στις 13 Ιανουαρίου 1886 κατέπλευσε στον Πειραιά το αγγλικό ατμόπλοιο "ΤΟΛΕΝΤΟ" με φορτίο ένα υποβρύχιο τύπου Νόντερφελντ σε τεμάχια! Το υποβρύχιο αυτό συναρμολογήθηκε στο Λιμένα Αλών (μπροστά από το σημερινό Ηλεκτρικό σταθμό Πειραιά) από το Μηχανοποιείο του Τζων Μακ Δούαλ και Βαρβούρ παρουσία του Σουηδού Αρχιμηχανικού Γκόλμπερ και στις 14 Μαρτίου του ίδιου χρόνου (1886) έγιναν στον όρμο του Νέου Φαλήρου οι δοκιμές ενώπιον μια άλλης επιτροπής που είχε συσταθεί που την αποτελούσαν ο Αντιπλοίαρχος Μάρκος Μπότσαρης, ο Πλωτάρχης Κοσμάς Ζώτος κι ένας ιδιώτης μηχανικός που είχε οριστεί από τον τότε υπουργό Ναυτικών Γεώργιο Μπούμπουλη. 

Οι δοκιμές είχαν και πάλι πανηγυρικό χαρακτήρα με πλήθος κόσμου να συγκεντρώνεται κατά μήκος της ακτής του Νέου Φαλήρου. Το σκάφος που εμφανίστηκε είχε μήκος 21 μέτρα, πλάτος 3 μέτρα και εκτόπισμα 60 τόνων. Κινείτο στην επιφάνεια με μια ατμομηχανή των 100 ίππων που του έδινε 9 μίλια την ώρα.  Είχε την δυνατότητα να φέρει μια τορπίλη και το πλήρωμά του αποτελείτο από 4 άνδρες που εκτελούσαν καθήκοντα θερμαστών μηχανής, πηδαλιούχων και αξιωματικού πορείας. Το υποβρύχιο του Νόντερφελντ δεν είχε πυργίσκο ούτε περισκόπιο αλλά στο πάνω μέρος του είχε μια καταπακτή που έκλεινε με ένα σιδερένιο σκέπασμα και που ολόγυρα διέθετε φινιστρίνια για να βλέπει ο κυβερνήτης. Η πλώρη του κατέληγε σε ρύγχος τέτοιο ώστε να έχει τη δυνατότητα να κόβει συρματόσχοινα ή δίχτυα πολεμικών πλοίων που τότε χρησιμοποιούσαν ως μέτρο προστασίας των πλευρών τους από τις εχθρικές τορπίλες.  

Οι χειρισμοί γίνονταν με δύο έλικες που στρέφονταν η μια πρόσω και η άλλη ανάποδα. Οι δοκιμές αυτού του υποβρυχίου έγιναν και πάλι στην παραλία του Νέου Φαλήρου με το σκάφος να μένει κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας από τις 12 το μεσημέρι έως τις 18.00 ώρα το απόγευμα της 14ης Μαρτίου 1886! Όμως η επιτροπή που είχε συσταθεί διαφώνησε και τελικώς το υποβρύχιο ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε. 

Λέγεται ότι οι λόγοι που οδήγησαν την επιτροπή να μην εγκρίνει την αγορά του είχε να κάνει με το γεγονός πως το πλήρωμα του υποβρυχίου δεν θα ήταν εξασφαλισμένο από την έκρηξη των τορπιλών που το ίδιο το υποβρύχιο θα χρησιμοποιούσε. Κι αυτό διότι οι τορπίλες ήταν "επακόντιες" δηλαδή στηρίζονταν στην άκρη ενός κονταριού με το οποίο οι άνδρες του πληρώματος χτυπούσαν τα πλευρά του σκάφους που ήθελαν να βυθίσουν και προκαλούσαν έτσι την έκρηξη, πριν όμως προλάβουν να απομακρυνθούν οι ίδιοι! Το γεγονός αυτό προκάλεσε τις διαφωνίες των μελών της επιτροπής που τελικώς οδηγήθηκε στο να μην εγκρίνει την αγορά του και την ένταξή του στο δυναμικό του στόλου.

Όσο για την τύχη του υποβρυχίου του Νόντερφελντ που είχε έρθει σε τεμάχια στην Ελλάδα και είχε συναρμολογηθεί στο μηχανοποιείο του Σκωτσέζου Τζων Μακ Δούαλ, η κατασκευάστρια εταιρεία έκρινε ότι δεν ήταν προς συμφέρον της να επιστρέψει πίσω το υποβρύχιο από την Ελλάδα διότι το κόστος αποσυναρμολόγησης και επιστροφής ήταν μεγάλο. Αφού από το υποβρύχιο οι Σουηδοί αφαίρεσαν όλα τα εξαρτήματά του, εγκατέλειψαν το σκαρί του στον Λιμένα Αλών που για αρκετό καιρό αποτελούσε το κέντρο της προσοχής του κόσμου. Τελικώς το σκαρί του υποβρυχίου του Νόντερφελντ διαλύθηκε και έτσι άδοξα τελείωσε η πρώτη απόπειρα του πολεμικού μας ναυτικού να αποκτήσει υποβρύχιο.  

Παρά το γεγονός ότι το σουηδικό υποβρύχιο δεν εντάχθηκε στη δύναμη του ναυτικού οι Τούρκοι με την επικείμενη και μόνο αγορά του τρομοκρατήθηκαν και έσπευσαν στη προμήθεια δύο όμοιων υποβρυχίων για λογαριασμό τους. Συγκεκριμένα την πορεία των δοκιμών εκ μέρους του ελληνικού πολεμικού ναυτικού παρακολουθούσε εκπρόσωπος των εργοστασίων Ρους στον Πειραιά και αυτός ήταν που πληροφόρησε τους Τούρκους για τις ενέργειες των Ελλήνων να προμηθευτούν υποβρύχιο! Αλλά και οι Ρώσοι με τη σειρά τους μαθαίνοντας την προμήθεια δύο υποβρυχίων από την πλευρά των Τούρκων έσπευσαν να αγοράσουν επίσης υποβρύχια. Τις διαπραγματεύσεις μάλιστα για λογαριασμό τους έκανε εκ μέρους των Σουηδικών εργοστασίων ο Βασίλειος Ζαχάρωφ. 

 

       

Πειραϊκές ιστορίες καλοκαιριού γραμμένες στους βράχους και στις αυλές των αναμνήσεών μας.

Γυναίκες στα βράχια το 1920
Γυναίκες στα βράχια το 1920



του Στέφανου Μίλεση

Ο Πειραιάς, όπως έχω γράψει και παλαιότερα, τα καλοκαίρια αποκτούσε άλλο χρώμα. Με τη θάλασσα ολόγυρα, τα γραφικά παράκτια ή συνοικιακά ταβερνάκια, τα ηλιοβασιλέματα του Σαρωνικού, προέβαλε μια μοναδική ομορφιά κατεξοχήν καλοκαιρινή. Αν θα έπρεπε να προσδιορίσουμε την ταυτότητα εκείνου του Πειραιά των καλοκαιριών του παρελθόντος θα το κάναμε με δύο μόνο λέξεις : «Βράχος και αυλή»


Διότι οι περισσότερες πειραϊκές ιστορίες ανθρώπων καταγράφηκαν πάνω σε κάποιον βράχο της ακτής ή στην αυλή κάποιου σπιτιού. Το εξιστορούν οι ίδιες οι παλιές φωτογραφίες. Αρχειοθετημένες σε παλιά κουτιά παπουτσιών, οι μισές από αυτές απεικονίζουν τους πατεράδες ή τους παππούδες σας, τις μητέρες σας ή τις γιαγιάδες σας με φόντο κάποια θάλασσα του Πειραιά. Πάνω στα βραχάκια της ακτής ποζάρουν με τα ολόσωμα μαγιό τους επιδεικνύοντας τη ζωντάνια των χρόνων τους, τη φρεσκάδα της νιότης τους με φόντο τη θάλασσα του Πειραιά. Στα βραχάκια της πειραϊκής ακτής ο κόσμος κολύμπησε, ψάρεψε, έπαιξε τα νεώτερα χρόνια υδατοσφαίριση, ερωτεύθηκε, έκανε το πρώτο του ραντεβού. Οι άλλες μισές φωτογραφίες τους απεικονίζουν σε κοινά τραπέζια στην αυλή! 

Καλοκαιρινές ιστορίες ανθρώπων γραμμένες πάνω στους βράχους των πειραϊκών ακτών


Είναι γεγονός ότι τα καλοκαίρια στον Πειραιά οι μέχρι τότε έρημοι δρόμοι και πλατείες αποκτούσαν ζωή, γέμιζαν από κίνηση, πλημμύριζαν από ανθρώπους που επιθυμούσαν την κοινωνική συναναστροφή, ήθελαν να μείνουν μέχρι αργά έξω από τα σπίτια τους. Αλλά και εκείνοι ακόμα που έμεναν εντός οικίας, πάλι έξω από αυτήν ήταν! Γνώριμη σε όλους μας η εικόνα των περισσοτέρων συνοικιών με τους ενοίκους να κάθονται έξω από την εξώπορτα των σπιτιών τους, στα σκαλάκια των μονοκατοικιών ή ακόμα καλύτερα στις ταράτσες και στις αυλές τους. Τα περισσότερα σπίτια διέθεταν αυλές ακόμα, οι οποίες αποτελούσαν το κέντρο ζωής των ενοίκων τους. Αφού τα τετραγωνικά των δωματίων τους ήταν ελάχιστα, διαβίωναν οι περισσότεροι στην αυλή. Μόνο το κρύο του χειμώνα τους έκλεινε μέσα. 


Σήμερα δεν είναι λίγες οι φορές που λέμε πως τα παλιά χρόνια όλα τα σπίτια στον Πειραιά ήταν μονοκατοικίες εννοώντας ότι δεν είχαν ακόμα οικοδομηθεί οι πολυκατοικίες. Η αλήθεια είναι ότι και τότε «πολυκατοικίες» ήταν με την έννοια της κατοικίας των πολλών… Μόνο που τότε η ανάπτυξη των ενοίκων γίνονταν οριζοντίως και όχι καθέτως όπως γίνεται σήμερα. 


Γύρω από τις περισσότερες αυλές τότε, υπήρχαν αραδιασμένα δωμάτια το ένα δίπλα στο άλλο μέσα στα οποία ζούσαν, από ένας ένοικος μέχρι μια ολάκερη οικογένεια. Δεν χρειάζονταν και πολλά!... Πολυπληθείς οικογένειες έζησαν και πρόκοψαν σε λίγα τετραγωνικά. Η τουαλέτα έξω κοινόχρηστη. Για να έφτανες σε αυτήν έπρεπε να περάσεις πρώτα από την αυλή όπου κάθονταν όλοι οι υπόλοιποι. Ήθελες δεν ήθελες η ζωή σου δεν είχε κανένα μυστικό. Όλοι οι σύνοικοι γνώριζαν από το τι κάνεις, που δουλεύεις, μέχρι πότε λούζεσαι!... Ο λόγος για «προσωπικά δεδομένα» ανήκε ακόμα στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας. 

- «Μπανιαριζόμαστε σήμερα; Μπα - μπα τι βλέπω ραντεβουδάκι; Ραντεβουδάκι;» όλο και κάποιος της αυλής σχολίαζε με πειρακτική διάθεση τον υποψήφιο μπανιαριζόμενο που περνούσε μπροστά απ΄ όλους. 

Ανά χείρας η πετσέτα, η τσατσάρα, πραγματική «παρέλαση» με το φανελάκι από τη μέση και πάνω, διάβαινε μπροστά από τους υπόλοιπους που κάθονταν στην αυλή που έπιναν ελληνικό καφέ στη σκιά κάτω από μια κρεβατίνα. Πάνω στο μικρό τραπεζάκι απαραίτητα αξεσουάρ το τασάκι και ο βασιλικός.  Με την προϋπόθεση όμως ότι το βρυσάκι του καμπινέ θα ήταν ελεύθερο. Διαφορετικά θα έπρεπε να επαναληφθεί η προσπάθεια. Βλέπετε οι υποψήφιοι εξοδούχοι ήταν πολλοί την καλοκαιρινή περίοδο. Όλα κοινά, τουαλέτα, αυλή, κατοικία η ίδια η ζωή. 

Στου Καλαμπάκα την παραλία στην Πειραϊκή μεταπολεμικά

Ο μπακάλης, ο μανάβης, ο χασάπης της γειτονιάς σου όχι απλά σε γνώριζαν αλλά ήξεραν και τις διατροφικές σου προτιμήσεις, τις συνήθειές σου, τα τσιγάρα που κάπνιζες. «Κυρ Στέλιο πιάσε ένα πακέτο τσιγάρα» έλεγες  στον περιπτερά και ο κυρ-Στέλιος σου έδινε αμέσως τη μάρκα από τα τσιγάρα που κάπνιζες χωρίς να την έχεις καν αναφέρει. Από εκείνες τις αυλές πολλοί γάμοι έγιναν, πολλές νέες οικογένειες φτιάχτηκαν. Ο νέος του Προμηθέα, του Πρωτέα, του Αρχιμήδη, του Πυθαγόρα, ο έφηβος του μηχανουργείου, της τεχνικής ή της ναυτικής σχολής που ερχόμενος από το νησί του νοίκιαζε στην αυλή,  όλο και κάποια κοπελιά θα γνώριζε, κόρη σύνοικου της αυλής. Απαραίτητη προϋπόθεση να είναι εργατικό παιδί. Να θέλει να εργαστεί σκληρά, να προκόψει. Αυτό και μόνο αρκούσε για να προχωρήσει η σχέση, έστω με μια ματιά! Οι νέοι τότε μιλούσαν με τα μάτια και έλεγαν περισσότερα απ’ αυτά που γράφουν σε ατέλειωτες αράδες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή καλύτερα κοινωνικής απομόνωσης! Διότι για να είσαι μέσα σε αυτά, θα πρέπει να είσαι έξω από την πραγματική ζωή. Γράφεις σε κάποιον όταν δεν τον βλέπεις. Και αφού οι νέοι σήμερα δεν βλέπουν κανέναν, γράφουν σε όλους! Κι έτσι περνάνε όλη τους τη ζωή σκυμμένοι πάνω σε ένα πληκτρολόγιο. Και φυσικά δεν μπορούν να δουν τα μάτια του άλλου.


Καλοκαιρινό τραπέζι στον δρόμο. Οδός Μητρώου 46, Πειραιάς
 


Που με αυτά τα μάτια τότε, περιέγραφαν τα πάντα! Πόσα τραγούδια δεν γράφτηκαν για τέτοιες ματιές…  «Τα ζηλιάρικά σου μάτια μ’ έχουνε τρελάνει», «Σε έβλεπα στα μάτια κι ήσουνα δικός μου», «μάτια μου, μάτια σκαλιστά γραμμένα στο κοντύλι», «τα μάτια σου ερωτεύτηκα με τα φιλιά μαγεύτηκα», «μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια, κατσαρά μαύρα μαλλιά», «μάτια μου μάτια μάτια μου, των εματιών μου μάτια, τα μάτια μου δεν είδανε σαν τα δικά σου μάτια»… Παλιά και νέα τραγούδια που αναφέρονται όμως στο παρελθόν είναι σίγουρο ότι θα συμπεριλαμβάνουν τουλάχιστον έναν στίχο για εκείνα τα μάτια τα λάγνα ή για εκείνη την υποσχόμενη ματιά. Μέχρι και στη σύγχρονη εποχή των σέικ και των πάρτι τα μάτια συνέχιζαν να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο, «Θα κλείσω τα μάτια θ’ απλώσεις τα χέρια να βρουν να φωλιάσουν λευκά περιστέρια» χόρευαν αγκαλιά οι νέοι την εποχή του βερμούτ και της μέντας διότι «αυτά τα μάτια ήτανε πλάνα καταιγίδα και τραμουντάνα, τρικυμία και συμφορά!».

Ο Μπαγιαντέρας τραγουδά στα βράχια της Πειραϊκής

Ψαράδες στα βράχια της Πειραϊκής 1939

 Όλα αυτά άλλαξαν μόλις ο Πειραιάς αποχρωματίστηκε! Αναφέρομαι φυσικά στην εποχή που ο Πειραιάς ήταν ακόμα μια πόλη χρώματος καφέ! Διότι αυτό ήταν το χρώμα της πόλης μας. Ποιες μυστικές δυνάμεις είναι άραγε εκείνες που κινούν τη ζωή μιας πόλης και την κάνουν να αλλάξει όψη μέσα σε λίγα χρόνια, αναρωτιόνταν ο λογοτέχνης και ιστορικός Διονύσιος Κόκκινος, σε ένα άρθρο του το 1934. Και απεύθυνε έντρομος αυτό το ερώτημα, σε μια εποχή που λίγα δεινά είχαν συμβεί εκεί, συγκριτικά με όσα άλλα ακολούθησαν. Σε  όλη την πόλη κυριαρχούσε το καφέ χρώμα από τα κεραμίδια και ήταν σε απίστευτο βαθμό ορατή τόσο η θάλασσα και ο ουρανός. Αυτό συνέβαινε φυσικά διότι επικρατούσε η χαμηλή δόμηση, τα ψηλότερη κτήρια ήταν οι εκκλησίες και έτσι το μάτι απλωνόταν μακριά στον ορίζοντα. Δεν μας άρεσε όμως αυτή η πόλη και είπαμε να την αλλάξουμε. Οικοδομημένη δίπλα στα γαλάζια νερά του Σαρωνικού, λουσμένη από τον ήλιο της Μεσογείου, στολισμένη ολόγυρα από νησιά και βουνά, θα την ζήλευαν όλες οι πόλεις του κόσμου. Αντί αυτού την μετατρέψαμε σε ένα τεράστιο γιαπί, που στη θέση των αρχοντικών υψώθηκαν ογκώδεις, ακαλαίσθητες πολυκατοικίες, χωρίς ρυθμό, χωρίς σχέδιο, μόνο για το κέρδος. Σε στενά σοκάκια οικοδομήθηκαν μεγαθήρια που θα χρειάζονταν οικοδομικά τετράγωνα από μόνα τους για να σταθούν πολεοδομικά. Ο ουρανός γέμισε τέντες, κεραίες και θερμοσίφωνες. Ο Πειραιάς όπως και η Αθήνα μετατράπηκαν σε πόλεις χωρίς χρώμα, χωρίς σχέδιο, χωρίς πράσινο, χωρίς δημόσιους χώρους και εκτάσεις. Τα πάντα γκρι. Το τοπίο διαλύθηκε, σε μια πόλη που έπαψε να είναι πόλη και έχει μετατραπεί σε καταυλισμό ανθρώπων που καλούνται να καλύψουν μόνο πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Τι να άλλο να πει κανείς... Οι ταράτσες των πολυκατοικιών αντικατοπτρίζουν το χαρακτήρα των ενοίκων τους. Δηλαδή το απόλυτο τίποτα… αφού δεν υπάρχει κανένας χαρακτήρας. Ο χαρακτήρας των ανθρώπων μιας πόλης διαμορφώνει και την όψη της.  Κάθε πόλη είτε μας αρέσει είτε όχι είναι καμωμένη κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση των κατοίκων της. Ο χαρακτήρας των ανθρώπων τότε ήταν χαλυβδωμένος με επιθυμία για εργασία και μέριμνα για τον γείτονα. 


Δύο αδελφοί Ανδριανόπουλοι κολυμπούν με άλλους στα βράχια του Τουρκολίμανου (1922)


Η θέληση για εργασία αποτελούσε βασικό κριτήριο και ας ήταν η ανεργία και τότε τρομερή. Οι άνθρωποι μετανάστευαν για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Το μπαλκόνι του αποχαιρετισμού (goodbye όπως το έλεγαν) απέναντι από τον Άγιο Νικόλαο ήταν καθημερινώς γεμάτο. Θα μου επιτρέψετε όμως να επανέλθω στον καλοκαιρινό παλιό Πειραιά, αυτόν που ο καθένας διατηρεί στη μνήμη του, καθώς ο σύγχρονος με πληγώνει βαθιά. Οι βραχώδεις ακτές του Πειραιά ήταν τα σημεία σύναξης των Πειραιωτών όταν έβγαιναν από τις αυλές τους, ανάλογα με τη συνοικία που έμενε ο καθένας. Οι βράχοι που έσφυζαν από ζωή πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Από αυτούς κατά την διάρκεια της ζεστής καλοκαιρινής ημέρας βουτούσαν πολλοί Πειραιώτες στη θάλασσα, ενώ άλλοι ψάρευαν. Τα βράδια στους ίδιους βράχους κατέφευγαν τα ζευγαράκια και ονειρεύονταν το κοινό τους μέλλον. Ζούσαν τη μαγεία περιγράφοντας τη ζωή του κοινού μέλλοντός τους, χωρίς να γνωρίζουν όμως ότι όταν θα έφτανε το μέλλον που ονειρευόταν, θα αναπολούσαν τις στιγμές που το σχεδίαζαν, καθήμενοι στα βραχάκια του παρελθόντος. Πόσο παράξενη είναι πραγματικά η ζωή! Παραβλέπουμε την ομορφιά που απολαμβάνουμε σήμερα, προσβλέποντας ένα καλύτερο αύριο και όταν το «αύριο» κάποια στιγμή έρχεται, αναπολούμε το χθες που ενώ το είχαμε στο χέρια μας, ενώ ήταν μια πραγματικότητα, εμείς αφελώς το παραμερίσαμε νομίζοντας ότι τα πράγματα πάντα θα είναι έτσι, αμετάβλητα και σταθερά.        


"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"