Πειραϊκές ιστορίες καλοκαιριού γραμμένες στους βράχους και στις αυλές των αναμνήσεών μας.

Γυναίκες στα βράχια το 1920
Γυναίκες στα βράχια το 1920



του Στέφανου Μίλεση

Ο Πειραιάς, όπως έχω γράψει και παλαιότερα, τα καλοκαίρια αποκτούσε άλλο χρώμα. Με τη θάλασσα ολόγυρα, τα γραφικά παράκτια ή συνοικιακά ταβερνάκια, τα ηλιοβασιλέματα του Σαρωνικού, προέβαλε μια μοναδική ομορφιά κατεξοχήν καλοκαιρινή. Αν θα έπρεπε να προσδιορίσουμε την ταυτότητα εκείνου του Πειραιά των καλοκαιριών του παρελθόντος θα το κάναμε με δύο μόνο λέξεις : «Βράχος και αυλή»


Διότι οι περισσότερες πειραϊκές ιστορίες ανθρώπων καταγράφηκαν πάνω σε κάποιον βράχο της ακτής ή στην αυλή κάποιου σπιτιού. Το εξιστορούν οι ίδιες οι παλιές φωτογραφίες. Αρχειοθετημένες σε παλιά κουτιά παπουτσιών, οι μισές από αυτές απεικονίζουν τους πατεράδες ή τους παππούδες σας, τις μητέρες σας ή τις γιαγιάδες σας με φόντο κάποια θάλασσα του Πειραιά. Πάνω στα βραχάκια της ακτής ποζάρουν με τα ολόσωμα μαγιό τους επιδεικνύοντας τη ζωντάνια των χρόνων τους, τη φρεσκάδα της νιότης τους με φόντο τη θάλασσα του Πειραιά. Στα βραχάκια της πειραϊκής ακτής ο κόσμος κολύμπησε, ψάρεψε, έπαιξε τα νεώτερα χρόνια υδατοσφαίριση, ερωτεύθηκε, έκανε το πρώτο του ραντεβού. Οι άλλες μισές φωτογραφίες τους απεικονίζουν σε κοινά τραπέζια στην αυλή! 

Καλοκαιρινές ιστορίες ανθρώπων γραμμένες πάνω στους βράχους των πειραϊκών ακτών


Είναι γεγονός ότι τα καλοκαίρια στον Πειραιά οι μέχρι τότε έρημοι δρόμοι και πλατείες αποκτούσαν ζωή, γέμιζαν από κίνηση, πλημμύριζαν από ανθρώπους που επιθυμούσαν την κοινωνική συναναστροφή, ήθελαν να μείνουν μέχρι αργά έξω από τα σπίτια τους. Αλλά και εκείνοι ακόμα που έμεναν εντός οικίας, πάλι έξω από αυτήν ήταν! Γνώριμη σε όλους μας η εικόνα των περισσοτέρων συνοικιών με τους ενοίκους να κάθονται έξω από την εξώπορτα των σπιτιών τους, στα σκαλάκια των μονοκατοικιών ή ακόμα καλύτερα στις ταράτσες και στις αυλές τους. Τα περισσότερα σπίτια διέθεταν αυλές ακόμα, οι οποίες αποτελούσαν το κέντρο ζωής των ενοίκων τους. Αφού τα τετραγωνικά των δωματίων τους ήταν ελάχιστα, διαβίωναν οι περισσότεροι στην αυλή. Μόνο το κρύο του χειμώνα τους έκλεινε μέσα. 


Σήμερα δεν είναι λίγες οι φορές που λέμε πως τα παλιά χρόνια όλα τα σπίτια στον Πειραιά ήταν μονοκατοικίες εννοώντας ότι δεν είχαν ακόμα οικοδομηθεί οι πολυκατοικίες. Η αλήθεια είναι ότι και τότε «πολυκατοικίες» ήταν με την έννοια της κατοικίας των πολλών… Μόνο που τότε η ανάπτυξη των ενοίκων γίνονταν οριζοντίως και όχι καθέτως όπως γίνεται σήμερα. 


Γύρω από τις περισσότερες αυλές τότε, υπήρχαν αραδιασμένα δωμάτια το ένα δίπλα στο άλλο μέσα στα οποία ζούσαν, από ένας ένοικος μέχρι μια ολάκερη οικογένεια. Δεν χρειάζονταν και πολλά!... Πολυπληθείς οικογένειες έζησαν και πρόκοψαν σε λίγα τετραγωνικά. Η τουαλέτα έξω κοινόχρηστη. Για να έφτανες σε αυτήν έπρεπε να περάσεις πρώτα από την αυλή όπου κάθονταν όλοι οι υπόλοιποι. Ήθελες δεν ήθελες η ζωή σου δεν είχε κανένα μυστικό. Όλοι οι σύνοικοι γνώριζαν από το τι κάνεις, που δουλεύεις, μέχρι πότε λούζεσαι!... Ο λόγος για «προσωπικά δεδομένα» ανήκε ακόμα στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας. 

- «Μπανιαριζόμαστε σήμερα; Μπα - μπα τι βλέπω ραντεβουδάκι; Ραντεβουδάκι;» όλο και κάποιος της αυλής σχολίαζε με πειρακτική διάθεση τον υποψήφιο μπανιαριζόμενο που περνούσε μπροστά απ΄ όλους. 

Ανά χείρας η πετσέτα, η τσατσάρα, πραγματική «παρέλαση» με το φανελάκι από τη μέση και πάνω, διάβαινε μπροστά από τους υπόλοιπους που κάθονταν στην αυλή που έπιναν ελληνικό καφέ στη σκιά κάτω από μια κρεβατίνα. Πάνω στο μικρό τραπεζάκι απαραίτητα αξεσουάρ το τασάκι και ο βασιλικός.  Με την προϋπόθεση όμως ότι το βρυσάκι του καμπινέ θα ήταν ελεύθερο. Διαφορετικά θα έπρεπε να επαναληφθεί η προσπάθεια. Βλέπετε οι υποψήφιοι εξοδούχοι ήταν πολλοί την καλοκαιρινή περίοδο. Όλα κοινά, τουαλέτα, αυλή, κατοικία η ίδια η ζωή. 

Στου Καλαμπάκα την παραλία στην Πειραϊκή μεταπολεμικά

Ο μπακάλης, ο μανάβης, ο χασάπης της γειτονιάς σου όχι απλά σε γνώριζαν αλλά ήξεραν και τις διατροφικές σου προτιμήσεις, τις συνήθειές σου, τα τσιγάρα που κάπνιζες. «Κυρ Στέλιο πιάσε ένα πακέτο τσιγάρα» έλεγες  στον περιπτερά και ο κυρ-Στέλιος σου έδινε αμέσως τη μάρκα από τα τσιγάρα που κάπνιζες χωρίς να την έχεις καν αναφέρει. Από εκείνες τις αυλές πολλοί γάμοι έγιναν, πολλές νέες οικογένειες φτιάχτηκαν. Ο νέος του Προμηθέα, του Πρωτέα, του Αρχιμήδη, του Πυθαγόρα, ο έφηβος του μηχανουργείου, της τεχνικής ή της ναυτικής σχολής που ερχόμενος από το νησί του νοίκιαζε στην αυλή,  όλο και κάποια κοπελιά θα γνώριζε, κόρη σύνοικου της αυλής. Απαραίτητη προϋπόθεση να είναι εργατικό παιδί. Να θέλει να εργαστεί σκληρά, να προκόψει. Αυτό και μόνο αρκούσε για να προχωρήσει η σχέση, έστω με μια ματιά! Οι νέοι τότε μιλούσαν με τα μάτια και έλεγαν περισσότερα απ’ αυτά που γράφουν σε ατέλειωτες αράδες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή καλύτερα κοινωνικής απομόνωσης! Διότι για να είσαι μέσα σε αυτά, θα πρέπει να είσαι έξω από την πραγματική ζωή. Γράφεις σε κάποιον όταν δεν τον βλέπεις. Και αφού οι νέοι σήμερα δεν βλέπουν κανέναν, γράφουν σε όλους! Κι έτσι περνάνε όλη τους τη ζωή σκυμμένοι πάνω σε ένα πληκτρολόγιο. Και φυσικά δεν μπορούν να δουν τα μάτια του άλλου.


Καλοκαιρινό τραπέζι στον δρόμο. Οδός Μητρώου 46, Πειραιάς
 


Που με αυτά τα μάτια τότε, περιέγραφαν τα πάντα! Πόσα τραγούδια δεν γράφτηκαν για τέτοιες ματιές…  «Τα ζηλιάρικά σου μάτια μ’ έχουνε τρελάνει», «Σε έβλεπα στα μάτια κι ήσουνα δικός μου», «μάτια μου, μάτια σκαλιστά γραμμένα στο κοντύλι», «τα μάτια σου ερωτεύτηκα με τα φιλιά μαγεύτηκα», «μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια, κατσαρά μαύρα μαλλιά», «μάτια μου μάτια μάτια μου, των εματιών μου μάτια, τα μάτια μου δεν είδανε σαν τα δικά σου μάτια»… Παλιά και νέα τραγούδια που αναφέρονται όμως στο παρελθόν είναι σίγουρο ότι θα συμπεριλαμβάνουν τουλάχιστον έναν στίχο για εκείνα τα μάτια τα λάγνα ή για εκείνη την υποσχόμενη ματιά. Μέχρι και στη σύγχρονη εποχή των σέικ και των πάρτι τα μάτια συνέχιζαν να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο, «Θα κλείσω τα μάτια θ’ απλώσεις τα χέρια να βρουν να φωλιάσουν λευκά περιστέρια» χόρευαν αγκαλιά οι νέοι την εποχή του βερμούτ και της μέντας διότι «αυτά τα μάτια ήτανε πλάνα καταιγίδα και τραμουντάνα, τρικυμία και συμφορά!».

Ο Μπαγιαντέρας τραγουδά στα βράχια της Πειραϊκής

Ψαράδες στα βράχια της Πειραϊκής 1939

 Όλα αυτά άλλαξαν μόλις ο Πειραιάς αποχρωματίστηκε! Αναφέρομαι φυσικά στην εποχή που ο Πειραιάς ήταν ακόμα μια πόλη χρώματος καφέ! Διότι αυτό ήταν το χρώμα της πόλης μας. Ποιες μυστικές δυνάμεις είναι άραγε εκείνες που κινούν τη ζωή μιας πόλης και την κάνουν να αλλάξει όψη μέσα σε λίγα χρόνια, αναρωτιόνταν ο λογοτέχνης και ιστορικός Διονύσιος Κόκκινος, σε ένα άρθρο του το 1934. Και απεύθυνε έντρομος αυτό το ερώτημα, σε μια εποχή που λίγα δεινά είχαν συμβεί εκεί, συγκριτικά με όσα άλλα ακολούθησαν. Σε  όλη την πόλη κυριαρχούσε το καφέ χρώμα από τα κεραμίδια και ήταν σε απίστευτο βαθμό ορατή τόσο η θάλασσα και ο ουρανός. Αυτό συνέβαινε φυσικά διότι επικρατούσε η χαμηλή δόμηση, τα ψηλότερη κτήρια ήταν οι εκκλησίες και έτσι το μάτι απλωνόταν μακριά στον ορίζοντα. Δεν μας άρεσε όμως αυτή η πόλη και είπαμε να την αλλάξουμε. Οικοδομημένη δίπλα στα γαλάζια νερά του Σαρωνικού, λουσμένη από τον ήλιο της Μεσογείου, στολισμένη ολόγυρα από νησιά και βουνά, θα την ζήλευαν όλες οι πόλεις του κόσμου. Αντί αυτού την μετατρέψαμε σε ένα τεράστιο γιαπί, που στη θέση των αρχοντικών υψώθηκαν ογκώδεις, ακαλαίσθητες πολυκατοικίες, χωρίς ρυθμό, χωρίς σχέδιο, μόνο για το κέρδος. Σε στενά σοκάκια οικοδομήθηκαν μεγαθήρια που θα χρειάζονταν οικοδομικά τετράγωνα από μόνα τους για να σταθούν πολεοδομικά. Ο ουρανός γέμισε τέντες, κεραίες και θερμοσίφωνες. Ο Πειραιάς όπως και η Αθήνα μετατράπηκαν σε πόλεις χωρίς χρώμα, χωρίς σχέδιο, χωρίς πράσινο, χωρίς δημόσιους χώρους και εκτάσεις. Τα πάντα γκρι. Το τοπίο διαλύθηκε, σε μια πόλη που έπαψε να είναι πόλη και έχει μετατραπεί σε καταυλισμό ανθρώπων που καλούνται να καλύψουν μόνο πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Τι να άλλο να πει κανείς... Οι ταράτσες των πολυκατοικιών αντικατοπτρίζουν το χαρακτήρα των ενοίκων τους. Δηλαδή το απόλυτο τίποτα… αφού δεν υπάρχει κανένας χαρακτήρας. Ο χαρακτήρας των ανθρώπων μιας πόλης διαμορφώνει και την όψη της.  Κάθε πόλη είτε μας αρέσει είτε όχι είναι καμωμένη κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση των κατοίκων της. Ο χαρακτήρας των ανθρώπων τότε ήταν χαλυβδωμένος με επιθυμία για εργασία και μέριμνα για τον γείτονα. 


Δύο αδελφοί Ανδριανόπουλοι κολυμπούν με άλλους στα βράχια του Τουρκολίμανου (1922)


Η θέληση για εργασία αποτελούσε βασικό κριτήριο και ας ήταν η ανεργία και τότε τρομερή. Οι άνθρωποι μετανάστευαν για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Το μπαλκόνι του αποχαιρετισμού (goodbye όπως το έλεγαν) απέναντι από τον Άγιο Νικόλαο ήταν καθημερινώς γεμάτο. Θα μου επιτρέψετε όμως να επανέλθω στον καλοκαιρινό παλιό Πειραιά, αυτόν που ο καθένας διατηρεί στη μνήμη του, καθώς ο σύγχρονος με πληγώνει βαθιά. Οι βραχώδεις ακτές του Πειραιά ήταν τα σημεία σύναξης των Πειραιωτών όταν έβγαιναν από τις αυλές τους, ανάλογα με τη συνοικία που έμενε ο καθένας. Οι βράχοι που έσφυζαν από ζωή πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Από αυτούς κατά την διάρκεια της ζεστής καλοκαιρινής ημέρας βουτούσαν πολλοί Πειραιώτες στη θάλασσα, ενώ άλλοι ψάρευαν. Τα βράδια στους ίδιους βράχους κατέφευγαν τα ζευγαράκια και ονειρεύονταν το κοινό τους μέλλον. Ζούσαν τη μαγεία περιγράφοντας τη ζωή του κοινού μέλλοντός τους, χωρίς να γνωρίζουν όμως ότι όταν θα έφτανε το μέλλον που ονειρευόταν, θα αναπολούσαν τις στιγμές που το σχεδίαζαν, καθήμενοι στα βραχάκια του παρελθόντος. Πόσο παράξενη είναι πραγματικά η ζωή! Παραβλέπουμε την ομορφιά που απολαμβάνουμε σήμερα, προσβλέποντας ένα καλύτερο αύριο και όταν το «αύριο» κάποια στιγμή έρχεται, αναπολούμε το χθες που ενώ το είχαμε στο χέρια μας, ενώ ήταν μια πραγματικότητα, εμείς αφελώς το παραμερίσαμε νομίζοντας ότι τα πράγματα πάντα θα είναι έτσι, αμετάβλητα και σταθερά.        


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"