Ο Αττίκ το Νέο Φάληρο και οι επιγραφές της Μάντρας του


του Στέφανου Μίλεση 

Ο Κλέων Τριανταφύλλου (περισσότερο γνωστός ως Αττίκ) υπήρξε μια ξεχωριστή καλλιτεχνική προσωπικότητα της εποχής του. Χρωμάτισε μια περίοδο με τη μουσική και το τραγούδι του, με τους στίχους και όλα εκείνα τα στοιχεία που συνέθεταν την προσωπικότητά του και το πηγαίο ταλέντο του, ώστε να μείνει στη μνήμη των περισσοτέρων ως ο αλησμόνητος Αττίκ. Ήταν γεννημένος στην Αθήνα το 1885 και την μητέρα του την έλεγαν Εριθέλγη και ήταν Κυθήρια στην καταγωγή, ενώ ο πατέρας του λεγόταν Δημήτριος. Η οικογένεια του Κλέωνα διακρινόταν από αγάπη για τη μουσική ενώ όλα τα μέλη της αγαπούσαν πολύ να τραγουδούν. Ο αδελφός του Κίμωνας ήταν καθηγητής μουσικής και μάλιστα κάποια περίοδο εργάστηκε σε ωδεία του Πειραιά. Αλλά και η αδελφή του Κορίννα -ιδιαιτέρως αγαπητή στο Νέο Φάληρο- ήταν επίσης μουσικό ταλέντο ασχολούμενη και αυτή με τη μονωδία και το τραγούδι. 

Κλέων Τριανταφύλλου (Αττίκ)


Σε αυτό το περιβάλλον δεν θα μπορούσε και ο Κλέοντας να μην αγαπήσει τη μουσική και το τραγούδι. Μάθαινε φλάουτο και πιάνο ενώ καλλιεργούσε παράλληλα και τις φωνητικές του ικανότητες. Όταν τελείωσε το γυμνάσιο εισήχθη στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών με σκοπό να ακολουθήσει διπλωματική σταδιοδρομία. Η κατεύθυνση αυτή αποτελούσε επιλογή της μητέρας του, που ο Κλέοντας υπεραγαπούσε και που του ασκούσε μια σημαντική επιρροή. Για το λόγο αυτό και η μητέρα του παράλληλα με τις μουσικές σπουδές τον παρότρυνε να μάθει γαλλικά και αγγλικά, όπως και πραγματικά συνέβη. 

Ο δρόμος για το Παρίσι

Το 1907 έφυγε για το Παρίσι για να συνεχίσει τις νομικές του σπουδές. Τότε βρήκε την ευκαιρία καθώς είχε απομακρυνθεί από την εποπτεία της μητέρας του να εγγραφεί στο Μουσείο (Κονσερβατουάρ) των Παρισίων. Καθώς ο δρόμος ήταν ελεύθερα διάπλατα μπροστά του άρχισε να εμφανίζεται συστηματικά πλέον σε διάφορα μουσικά θέατρα άλλοτε ως κομφερανσιέ κι άλλοτε ως κομπέρ. Άρχισε να γράφει τραγούδια όμοια με τους γαλλικούς ρυθμούς, ενώ με τον πηγαίο χαρακτήρα του μπορούσε να κρατήσει το ενδιαφέρον του κόσμου στη σκηνή για ώρα, απαντώντας σε ερωτήσεις, κάνοντας αστεία πειράγματα ή διαλόγους ανάμεσα στον ίδιο και στους θεατές που προκαλούσαν τον ενθουσιασμό όσων τον άκουγαν. Κι όλα αυτά τα πετύχαινε σε μια ξένη γλώσσα. Περισσότερα από 300 τραγούδια του Αττίκ τραγουδήθηκαν επί γαλλικής σκηνής και όχι μόνο. Περιοδεύοντας με γαλλικούς θιάσους ταξίδευσε σε Αμερική και Αφρική. 

Ο Αττίκ της αγάπης

Ο Αττίκ ήταν μια φύση ευαίσθητη με λεπτά αισθήματα, έτοιμος να προσφέρει αγάπη. Για αυτό και στη ζωή του ερωτεύθηκε παράφορα. Γνωστός ο έρωτάς του για την Μαρίκα Φιλιππίδου με την οποία έκαναν κάποτε ζωή μποέμικη. Ένα βράδυ που ο Αττίκ επέστρεφε σπίτι βρήκε ένα δικό της σημείωμα «Δεν μπορώ να υποφέρω πια αυτή τη ζωή. Σε αφήνω για πάντα. Μαρίκα». Μόλις το διάβασε έπεσε σχεδόν λιπόθυμος στον καναπέ του. Την αναζήτησε αλλά… ανεπιτυχώς. Η Μαρίκα τον είχε εγκαταλείψει για κάποιον πλούσιο. Άρχισε να γράφει τραγούδια εμπνεόμενος από την αγάπη του. Ήταν τα ερωτικότερα τραγούδια που ακούσθηκαν στην Ελλάδα. Μαζί με τον Αττίκ έκλαιγαν πολλοί άλλοι. Αργότερα φυσικά συνέχισε τη ζωή του και ξαναγάπησε και ξαναπόνεσε.  Μοναδικά τα ερωτικά του τραγούδια με τα οποία εξέφρασε όλα τα αισθήματα που ένιωσε αλλά και τις πίκρες που έλαβε από πληγωμένα αισθήματα.


Ο πρώτος έρωτας του Αττίκ, η Μαρίκα Φιλιππίδου η οποία αργότερα θα παντρευτεί τον Σταμάτη Μερκούρη πατέρα της Μελίνας Μερκούρη.


Η πρώτη εμφάνιση στο Νέο Φάληρο

Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα πλούσιος σε εικόνες και εμπειρίες, αναζήτησε τρόπο έκφρασης και τόπο παρουσίασης των όσων είχε αποκομίσει. Επέλεξε να εμφανιστεί στο κοσμοπολίτικο τότε Νέο Φάληρο που αποτελούσε πόλο έλξης όλης της αστικής τάξης της Αττικής. Κόσμος συνέρρεε από Πειραιά και Αθήνα στο Νέο Φάληρο για να αναπνεύσει λίγο από ευρωπαϊκό αέρα που το Νέο Φάληρο εξέπεμπε. Ανέβαζε διάφορα νούμερα σε μια μικρή σκηνή που είχε διαμορφώσει στο ισόγειο του «Μέγα Ξενοδοχείου» ή αλλιώς γνωστού ως του ξενοδοχείου της εταιρείας Σιδηροδρόμων. Εκεί υπήρχε ένα γνωστό ζαχαροπλαστείο του Κοντογιάννη – Ρήγα που συγκέντρωνε την δική του ιδιαίτερη εκλεκτή πελατεία. Οι εμφανίσεις του Αττίκ στο Νέο Φάληρο έγιναν ανάρπαστες σε σημείο που έφτασε να λαμβάνει το καλοκαίρι του 1928, τρεις χιλιάδες δραχμές σε ένα βράδυ! Στο Νεοφαληριώτικο ζαχαροπλαστείο ο Αττίκ επιτρεπόταν μόνο να παίζει πιάνο και να τραγουδάει. Παρόλα αυτά γρήγορα δημιούργησε το δικό του κοινό και έγινε αναγνωρίσιμος. Λέγεται ότι όταν μια βραδιά επιχείρησε να μιλήσει στον κόσμο, όπως συνήθιζε να κάνει στο Παρίσι, ο ιδιοκτήτης του έκανε παρατήρηση κι αυτό προκάλεσε την οργή του Αττίκ που αποχώρησε. Την επομένη πήρε το πιάνο του και λέγεται ότι πήγε σε άλλο χώρο στο Νέο Φάληρο που ακόμα όμως δεν γνωρίζουμε ποιος είναι.


1934 - Το Μέγα Ξενοδοχείο (του Σταθμού) τριώροφο. Σε αυτό ο Αττίκ παρουσίασε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το πρόγραμμά του.


Αγαπάτε τα ζώα και τον Αττίκ!

Σύντομα βλέποντας τον ενθουσιασμό που προκαλούσε και στο ελληνικό κοινό με τις εμφανίσεις του ο Αττίκ αποφάσισε να δημιουργήσει την δική του θεατρική σκηνή. Αρχές Αυγούστου του 1930 ίδρυσε τη γνωστή «Μάντρα» που ταυτίστηκε με το όνομά του και έγινε γνωστή ως «Μάντρα του Αττίκ». Τα πάντα στην Μάντρα αποτελούσαν δημιουργήματα του Αττίκ. Από την ορχήστρα που τον συνόδευε, τα τραγούδια που ερμήνευε, τα αστεία πειράγματα των σκετς, οι ιστορίες τα πάντα ήταν δικά του. Στην είσοδό της δέσποζε μια πινακίδα που έγραφε «Αγαπάτε τα ζώα και τον Αττίκ». Δεξιά κι αριστερά υπήρχαν γλάστρες που φύτρωναν… μακαρόνια! Οι θεατές μπορούσαν στην «Μάντρα» να ανέβουν στη σκηνή να τραγουδήσουν, να πουν αστείες ιστορίες ή ό,τι άλλο ήθελαν. Το κοινό του απαρτιζόταν από ανθρώπους του πνεύματος, λόγιους της εποχής, καλλιτέχνες, ποιητές και μποέμ τύπους. 


Οι επιγραφές της Μάντρας

Η αρχική σκηνή της «Μάντρας» ήταν μόλις τριών μέτρων. Την είχε στολίσει με κουρέλια, και είχε πάνω από αυτήν τοποθετήσει μια επιγραφή «Αυτό το σκηνικό παριστάνει σαλονάκι» περιγράφοντας έτσι τα σκηνικά τα οποία συνήθως είχαν στηθεί εκ του προχείρου. Είχε προσκαλέσει δύο συγγραφείς τον Παντελή Χορν και Βώττη και άρχισαν να γράφουν τα σενάρια των παραστάσεων. Στην είσοδό της είχε ακόμα μια πινακίδα «Απαγορεύεται να φέρεσθε βαναύσως προς τον φορατζή». 

Γενικώς οι πινακίδες εντός «Μάντρας» ήταν πολλές. 

«Απαγορεύεται το πτύειν προς τα άνω»

«Απαγορεύεται το κατέρχεσθαι προς το μέρος της εταίρας, ευρισκομένης εν κινήσει»

«Απαγορεύεται η έκφρασις θαυμασμού δια κτυπημάτων επί των γονάτων του γείτονός σας»

«Απαγορεύεται το καπνίζειν μετά την παράστασιν»

«Απαγορεύεται το χειροκροτείν εις ξένην διάλεκτον»

«Απαγορεύεται τα γνεψίματα προς τα δουλικά που παρακολουθούν την παράστασιν από της διπλανής ταράτσας»

«Απαγορεύεται να γελάτε δια πράγμαν το οποίον κατάλαβαν οι άλλοι»

«Ουδέν παράπονον λαμβάνεται υπόψιν εάν δεν συνοδεύεται υπό κιθάρας»

«Οι τσαμπατζήδες είναι το στήριγμα της ελληνικής φιλολογίας», 

«Τετράστιχα επί παραγγελία και επί μέτρω, δια γάμους, βαπτίσεις, κηδείας»

«Χθες η είσοδος ήταν ελευθέρα»

Ο Αττίκ το 1930

Η Μάντρα και οι τσαμπατζήδες

Η κεντρική όμως επιγραφή της Μάντρας ήταν πάνω από την εξωτερική πόρτα «Από την πόρτα του περνώ, βήχω και ξεροβήχω, κι αν δε με βάλουνε τσαμπέ πηδώ κι από τον τοίχο». Αυτή η τελευταία επιγραφή δεν είχε τοποθετηθεί τυχαίως καθώς η Μάντρα του Αττίκ ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής προορισμός για τους τσαμπατζήδες. Καθώς η μάντρα (ο τοίχος δηλαδή) της «Μάντρας» ήταν ιδιαιτέρως χαμηλός κόσμος και κοσμάκης (πάνω από 200 άτομα) συγκεντρώνονταν κάθε βράδυ περιμετρικά σε ταράτσες, δένδρα και άλλα σημεία για να παρακολουθήσουν δωρεάν παράσταση. Πολλοί έφεραν μαζί τους καρέκλες και φαγητά ενώ άλλοι τις οικογένειές τους.  

Η παράσταση των θεατών

Η παράσταση άρχιζε όπως όλες οι παραστάσεις θεάτρων. Μα δεν περνούσε πολύς χρόνος όταν ο Αττίκ εντόπιζε ανάμεσα στο κοινό κάποιον που έκρινε ότι μπορούσε να «διαπρέψει». 

«Παρακαλώ ανεβείτε στη σκηνή» του/της έλεγε. 

«Να πλησιάσω και τι να κάνω;»

«Μα να τραγουδήσετε, να μας παίξετε, να μας απαγγείλετε, ό,τι ξέρετε τέλος πάντων» τους παρότρυνε. 

Κάποτε ανέβασε έναν φοιτητή που μόλις είχε έρθει από τις Η.Π.Α. Είχε μάθει να χορεύει όλους τους νέους ρυθμούς που στην Ελλάδα ακόμα ήταν άγνωστοι. Τον κάλεσε να ανέβει στη σκηνή κι έτσι από τη σκηνή της «Μάντρας» πρωτοπαρουσιάστηκαν οι νέοι χοροί της Δύσης. Τα τσάρλεστον των μαύρων… όπως τα έλεγαν τότε. Ανάμεσα στα ξεκαρδιστικά γέλια πάντα ο Αττίκ αφιέρωνε και χρόνο για την πρώτη του αγάπη. Ξαφνικά σοβάρευε και άρχιζε να τραγουδά: «Ζητάτε να σας πω τον πρώτο μου σκοπό, τα περασμένα μου γινάτια. Ζητάτε «είδα μάτια», με σχίζετε κομμάτια».


Διαγωνισμός ηχητικού φιλήματος 1921

Οι διαφορετικές τοποθεσίες της Μάντρας

Η «Μάντρα» άλλαζε τοποθεσίες αλλά η ποιότητα στην διασκέδαση και στο θέαμα παρέμεναν αξίες σταθερές. Αρχικά η «Μάντρα» βρισκόταν στην οδό Μηθύμνης στην Πλατεία Αμερικής (πρώην Αγάμων), στη συνέχεια βρέθηκε στην οδό Αχαρνών (στο θέατρο ΔΕΛΦΟΙ) και κατέληξε στην Πλατεία Αμερικής στην οδό Τενέδου. Ανεξάρτητα από τις τοποθεσίες η «Μάντρα» λειτουργούσε μέχρι το 1939, για δέκα δηλαδή χρόνια. Στην «Μάντρα» έκαναν την εμφάνισή τους για πρώτη φορά όλοι οι καλλιτέχνες που στη συνέχεια θα σημαδέψουν με την παρουσία τους τα ελληνικά καλλιτεχνικά δρώμενα. Όχι μόνο τραγουδιστές και μουσικοί, αλλά και συγγραφείς όπως ο Πειραιώτης Μίμης Τραϊφόρος, ο Ορέστης Λάσκος, ο Φώτης Πολυμέρης (που αργότερα θα γίνει κι αυτός «Πειραιώτης» από το πάλκο της Σπηλιάς του Παρασκευά στην Καστέλλα όπου θα ερμηνεύσει σπουδαίες επιτυχίες). Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ο θίασος του Αττίκ έδινε και παραστάσεις "εκτός Μάντρας" σε διαφορετικές άλλες τοποθεσίες. Ενδεικτικά αναφέρω την παράσταση του Αττίκ με τη Μάνδρα του το 1932 στον Πειραιά στο θέατρο "Πειραϊκόν" που γέμισε ασφυκτικά.

 

Η Μάντρα και τα θέατρα των επιθεωρήσεων

Καθώς οι καλλιτέχνες στη σκηνή διαδέχονταν ο ένας τον άλλον, όλοι ήθελαν να παρουσιαστούν στη Μάντρα. Τα πρωινά εμφανίζονταν υποψήφιοι που περίμεναν να τους ακούσει ο Αττίκ ή να τους δει να χορεύουν. Στην περίπτωση που ο Αττίκ συναντούσε κάποιον που πραγματικά άξιζε, το ίδιο κιόλας βράδυ στην παράσταση τον ανήγγειλε λέγοντας ότι θα τραγουδήσει ή θα χορέψει ο τάδε θεατής που τη στιγμή εκείνη καθόταν στην πλατεία. Αυτό επαναλαμβανόταν για δύο ή τρεις ημέρες κι όταν ο Αττίκ έβλεπε ότι άρεσε στον κόσμο ο εμφανιζόμενος τότε μόνο τον προσλάμβανε. Έλεγε ότι εργοδότες στη Μάντρα ήταν οι θεατές. Έδινε στον νεοπροσλαμβανόμενο συνήθως ένα γαλλικό ή ισπανικό όνομα και έτσι γινόταν κι εκείνος μέρος της «Μάντρας». Οι παραστάσεις του Αττίκ προορίζονταν σε έναν συγκεκριμένο όπως είπαμε τύπο ανθρώπων που σύχναζαν στη Μάντρα του. Οι εφημερίδες έγραφαν ότι η Μάντρα έκανε συνολικά εισπράξεις 7.500 δραχμών όταν τα θέατρα που ανέβαζαν επιθεωρήσεις την ίδια ημέρα έκαναν εισπράξεις 25 χιλιάδων δραχμών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι καλλιτέχνες που πήγαιναν να εργαστούν με τον Αττίκ, μόλις καθιερώνονταν τον εγκατέλειπαν καθώς οι εισπράξεις της Μάντρας ήταν περιορισμένες συγκριτικά με την επιθεώρηση. Μα όσοι πήγαιναν στη Μάντρα, πήγαιναν και ξαναπήγαιναν. Το κοινό του Αττίκ δεν τον άλλαζε με καμία επιθεώρηση. 


Τα οκτάστιχα του Αττίκ

Άλλωστε στα οκτάστιχα για τα οποία ήδη αναφερθήκαμε ο Αττίκ ήταν άπιαστος! Την εκπαίδευση αυτή των οκτάστιχων ο Αττίκ την είχε λάβει από το Παρίσι στις βραδιές που οι Γάλλοι διασκέδαζαν με αυτό τον τρόπο. Έδιναν σε όποιον ήταν στη σκηνή μερικές λέξεις και εκείνος έπρεπε σε μικρό χρονικό διάστημα να συνθέσει ποίημα χρησιμοποιώντας απαραίτητα τις λέξεις που τους έδωσαν. Αυτή την τεχνική είχε αναπτύξει και ο Αττίκ. Στη Μάντρα οι θεατές του πετούσαν δύο τρεις λέξεις κι εκείνος συνέθετε αμέσως ποίημα. 

Το κυτίο παραπόνων της Μάντρας

Γέλιο επίσης προκαλούσαν και τα παράπονα των θεατών! Στο καφενείο του θεάτρου κατά την διάρκεια του διαλείμματος υπήρχε ένα κουτί παραπόνων στο οποίο οι θεατές έριχναν εντός αυτού επιστολές με ό,τι ήθελαν να γράψουν. Στο δεύτερο μέρος της παράστασης έπαιρνε ο Αττίκ τα γράμματα των παραπόνων και τα διάβαζε πάνω στη σκηνή, χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια προετοιμασία, προξενώντας το γενικό χαμό στην πλατεία. Διότι οι θεατές παίρνοντας θάρρος από την ανωνυμία που τους έδινε το κουτί παραπόνων έγραφαν ό,τι ήθελαν ελεύθερα στο χαρτί. 

Οι διαγωνισμοί της Πέμπτης

Μια ακόμα ατραξιόν της «Μάντρας» ήταν οι αυτοσχέδιοι διαγωνισμοί της Πέμπτης! Οι διαγωνιζόμενοι ανέβαιναν στη σκηνή για να συμμετάσχουν σε διαγωνισμό για το ποια έχει τα ωραιότερα πόδια, ποιος μιμείται καλύτερα τις φωνές ζώων ή ποιος θα καταφέρει να φάει γρηγορότερα ένα μακαρόνι μήκους δυόμιση μέτρων χωρίς να χρησιμοποιήσει τα χέρια του. Αυτός ο τελευταίος διαγωνισμός είχε το όνομα «ταχυμονοκομματομακαρονοφαγίας». Οι επιτροπές σε όλους τους διαγωνισμούς απαρτίζονταν από θεατές που δέχονταν το ρόλο.

Το αρχοντικό της οικογένειας Τριανταφύλλου στο Νέο Φάληρο. Βρισκόταν στη συμβολή των οδών Πεσμαζόγλου (σημερινή Ειρήνης) και Γιαννοπούλου. Στη θέση του σήμερα βρίσκεται μια πολυκατοικία στο ισόγειο της οποίας στεγάζεται ένα υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας. Πρόκειται για ένα από τα κεντρικότερα σημεία στο Νέο Φάληρο 


Η οικογένεια Τριανταφύλλου στο Νέο Φάληρο  


Εκτός από τον Αττίκ που επιστρέφοντας από το Παρίσι είχε πρωτοεμφανιστεί στο κοσμοπολίτικο Νέο Φάληρο και η οικογένειά του είχε συνδεθεί με την περιοχή. Η οικογένεια Τριανταφύλλου επέλεξε να μείνει σε αρχοντικό στη γωνία Πεσματζόγλου και Γιαννοπούλου. Τα αδέλφια του όταν αργότερα ο Αττίκ θα μείνει στην Αθήνα, συνέχιζαν να μένουν στο Νέο Φάληρο. Άλλωστε την αγάπη του ο Αττίκ για το Νέο Φάληρο την απαθανάτισε στο τραγούδι του «Το Φαληράκι». Συνέχιζε να συχνάζει στο ζαχαροπλαστείο που είχε ξεκινήσει τις εμφανίσεις του το 1928. Του άρεσε να περπατά κατά μήκος της παραλίας και στην εξέδρα όπου καθώς ήταν γνωστός αποτελούσε αντικείμενο χαιρετισμού από όλους. Είναι αρκετές οι ιστορίες από τις «αταξίες», τις γνωστές δηλαδή φάρσες που ο Αττίκ συνήθιζε να κάνει νεότερος στο Νέο Φάληρο.

Αλλαγή χαρακτήρα διασκέδασης από το 1936

Το είδος της διασκέδασης που ο Αττίκ εισήγαγε στην Ελλάδα είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Περιλάμβανε λίγο απ΄ όλα. Ρεσιτάλ, επιδείξεις χορού, απαγγελίες, κάτι μεταξύ βαριετέ και επιθεώρησης. Μεταξύ του Αττίκ και του κόσμου την ώρα λειτουργίας της «Μάντρας» αναπτυσσόταν ένας συναρπαστικός διάλογος. Οι θεατές τον πείραζαν και εκείνος απαντούσε. Γνωστοί οι διαξιφισμοί του με τους θεατές στους οποίους απαντούσε με οκτάστιχα που συνέθετε εκείνη την ώρα. 

Από το 1936 η «Μάνδρα» άλλαξε κάπως το χαρακτήρα της κι έκλεινε περισσότερο προς την επιθεώρηση. Ο Αττίκ μετατράπηκε περισσότερο σε θιασάρχη και το πρόγραμμα παρουσίαζαν πλήθος άλλων καλλιτεχνών. Η Λουΐζα Ποζέλλι, η Δανάη, η Ντε Ροζέ τραγουδούσαν με τον Αττίκ να επαναλαμβάνει διαρκώς ότι «η Μάντρα δεν έχει ηθοποιούς, αλλά μόνο πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες». Η «Μάντρα» την εποχή εκείνη είχε περισσότερο το χαρακτήρα της Επιθεώρησης και οι γνωστοί διάλογοι του Αττίκ στη σκηνή είχαν κάπως περιοριστεί. Οι εφημερίδες έγραφαν ότι στην «Μάντρα» δεν σύχναζαν πλέον μποέμ τύποι, αλλά εργαζόμενοι που βγαίνουν τα Σαββατοκύριακα για να διασκεδάσουν. Όμως ο Αττίκ με τη στροφή αυτή κατάφερνε να βγάζει επιτέλους όσα και τα υπόλοιπα θέατρα επιθεώρησης.

Το τραγικό τέλος

Κατά την διάρκεια της κατοχής η «Μάντρα» έκλεισε και ο Αττίκ εργάστηκε σε κέντρο με την επωνυμία «Τα Πεύκα» απέναντι από το Παναθηναϊκό Στάδιο στην Ηρώδου του Αττικού. Ακόμα και την τριετία 1941 - 1944 κάτω από δύσκολες συνθήκες ο Αττίκ συνέχισε το έργο του συνθέτοντας 200 νέα τραγούδια! Το τέλος του δυστυχώς ήταν τραγικό. Περπατώντας βυθισμένος στις σκέψεις του, αφού αδιάκοπα έψαχνε να βρει ρυθμούς και στίχους τραγουδιών στην αδιάκοπη πνευματική εγρήγορση που βρισκόταν, έπεσε κατά λάθος πάνω σε έναν Γερμανό στρατιώτη. Κι εκείνος εκνευρισμένος με τη βαναυσότητα που χαρακτήριζε τους περισσότερους Γερμανούς της εποχής εκείνης, τον γρονθοκόπησε μέχρι παραμορφώσεως προσώπου. Ο Αττίκ που τότε ήταν 60 χρονών με τα αίματα στο πρόσωπο βάναυσα χτυπημένος και προσβεβλημένος επέστρεψε στο σπίτι του στην οδό Χαιροπούλου. Μπήκε μέσα αλαφιασμένος και αρπάζοντας ένα φιαλίδιο Βερονάλ, που χρησιμοποιούσε σε μικρές δόσεις για να κοιμάται, ήπιε από αυτό! Προφανώς ήθελε να ηρεμήσει από την ταραχή στην οποία είχε περιπέσει. Η αδελφή του Αττίκ η Κορίννα Ομέλτσεγκο, όπως έγραψε ο Παύλος Μπαλόγλου στη στήλη που διατηρούσε με τίτλο «Το Νέο Φάληρο θυμάται», μεταφέροντας τα λόγια της έγραψε ότι ο αδελφός της διακομίσθηκε σε κωματώδη κατάσταση στον σταθμό Α’ Βοηθειών του Ερυθρού Σταυρού όπου άφησε και την τελευταία του πνοή. Ήταν 28 Αυγούστου του 1944. Οι εφημερίδες όμως την επομένη καθώς έγραψαν ότι ο Αττίκ αυτοκτόνησε λόγω της προσβολής που είχε υποστεί από τον βάναυσο ξυλοδαρμό του, δημιούργησαν παγιωμένη εντύπωση περί αυτοκτονίας του. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"