Περί «Φοντάνας», «Πασαρέλας», «νυφοπάζαρου» και άλλων πειραϊκών ιστοριών



του Στέφανου Μίλεση

Η ιταλική μόδα μεταπολεμικά επηρέαζε σημαντικά τους Έλληνες ήδη από την δεκαετία του 1950, είτε μέσω της μουσικής και των ιταλικών τραγουδιών, που άλλοτε με ιταλικούς, άλλοτε με ελληνικούς στίχους, οι νέοι της εποχής χόρευαν και τραγουδούσαν. Οι βέσπες αποτελούσαν ένα σημαντικό επίσης κεφάλαιο που χαρακτήριζε της γενιές της εποχής εκείνης, όπως και ο ιταλικός κινηματογράφος. Στην Ρώμη είχε ξεκινήσει μια παράδοση που ήθελε τους ερωτευμένους επισκέπτες της αιώνιας πόλης, να επιστρέφουν μελλοντικά σε αυτήν, αν κατά την πρώτη παραμονή τους είχαν μεριμνήσει να πετάξουν μερικά κέρματα σε ένα τεράστιο σιντριβάνι που έφερε την ονομασία «Φοντάνα Ντι Τρέβι». Με ένα μόνο νόμισμα η παράδοση εξασφάλιζε στους ερωτευμένους επιστροφή στην Ρώμη και επανάληψη των θαυμάσιων στιγμών που πέρασαν.  

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον δύο επιχειρηματίες της εποχής οι Μαρινάκης και Καλαϊτζάκης, αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα καφέ-μπαρ στην Πλατεία Κανάρη στον Πειραιά σε θέση που από το 1958 λειτουργούσε εκεί ένα καφενείο. Ήδη την περίοδο 1962-63 τα πρώτα καφέ μπαρ στον Πειραιά είχαν δημιουργήσει αξιόλογο όνομα όπως το Μύκονος, το Κάβο Ντόρο και το Πόρτο Λεόνε. Οι δύο επιχειρηματίες όμως αναζητούσαν ονομασία που να ταυτίζεται άμεσα με τη μόδα της εποχής (ιταλικό στυλ), αλλά και την τοποθεσία όπου βρίσκονταν. Τότε εμπνεύστηκαν από ένα σιντριβάνι που υπήρχε απέναντι παρότι ήταν άδειο από νερό και εγκαταλελειμμένο.   

Το μικρό σιντριβάνι από το οποίο προήλθε η ονομασία της "Φοντάνας" εγκαταλειμμένο. 


Έτσι από το ανενεργό σιντριβάνι της πλατείας Κανάρη συνδυαστικά με την ιταλική μόδια για το περίφημο «Φοντάνα Ντι Τρέβι» της Ρώμης, που οι Έλληνες είχαν συμπεριλάβει στα ταξίδια τους στην Ρώμη, γεννήθηκε η «Φοντάνα» του Πασαλιμανιού, το θρυλικό πειραιώτικο στέκι που έγραψε την δική του ιστορία στον Πειραιά. Για αυτό και σήμα της "Φοντάνας" έγιναν οι τρεις πίδακες νερού ενός σιντριβανιού. 

Στη θέση του μικρού σιντριβανιού θα κατασκευαστεί το 1965 ένα άλλο μεγαλύτερο που λίγο καιρό αργότερα θα γίνει πασίγνωστο -την περίοδο της Χούντας- όταν ο Σκυλίτσης το εκμεταλλεύτηκε και το διαφήμισε ως «τα νερά που χορεύουν»

Και πραγματικά για το σιντριβάνι αυτό οι περισσότεροι πιστεύουν λανθασμένα ότι κατασκευάστηκε από τον Αριστείδη Σκυλίτση. Το σιντριβάνι της πλατείας Κανάρη ολοκληρώθηκε και εγκαινιάσθηκε στις 2 Αυγούστου του 1965. Προβλέφθηκε να διαθέτει ηλεκτρικό φωτισμό με 12 εναλλασσόμενους χρωματισμούς και την ικανότητα δημιουργίας μεγάλης ποικιλίας σχηματισμών νερού. Όμως για κάποιο άγνωστο λόγο ουδέποτε λειτούργησε σύμφωνα με τις δυνατότητες που είχε.


Αναγγελία στον ημερήσιο τύπο για ολοκλήρωση σιντριβανιού Πλατείας Κανάρη τον Αύγουστο του 1965

Ο Σκυλίτσης όταν ανέλαβε δήμαρχος, διαθέτοντας δική του διαφημιστική εταιρεία, γνωρίζοντας για τις δυνατότητες που είχε, το εκμεταλλεύτηκε, και το διαφήμισε. Συνοδεία μουσικής από ηχεία που βρίσκονταν περιμετρικά του σιντριβανιού, τα νερά δημιουργούσαν σχηματισμούς ακολουθώντας τη μελωδία, με παράλληλη εναλλαγή χρωματισμών. Το σιντριβάνι της Πλατείας Κανάρη σύντομα έγινε ένα από τα αξιοθέατα του Πειραιά και κόσμος κατέβαινε να κάτσει τους θερινούς μήνες περιμετρικά του σιντριβανιού, στα τραπεζάκια που είχαν απλώσει τα καταστήματα για να δει τα νερά να χορεύουν.


Ανάπτυξη τραπεζοκαθισμάτων σε όλο το μήκος της Πλατείας Κανάρη με μέτωπο προς το σιντριβάνι με τα "νερά που χορεύουν". Από την μικρή καμπίνα γινόταν ο χειρισμός των φώτων και των σχηματισμών των νερών ανάλογα με τη μουσική. 

Το σιντριβάνι την περίοδο 1960 – 1973 προσέλκυε πλήθη κόσμου (ειδικά οικογένειες με παιδιά) και οι επιχειρηματίες έτριβαν τα χέρια τους βλέποντας τα δεκάδες τραπεζοκαθίσματα της πλατείας Κανάρη να γεμίζουν από κόσμο που έστω από περιέργεια ήθελε να δει τα νερά που χορεύουν.


Τα νερά που χορεύουν, η γνωστή ατραξιόν της Πλατείας Κανάρη που ο Σκυλίτσης βρήκε και εκμεταλλεύτηκε. 

Γενικά ο Σκυλίτσης είχε πάθος με τα σιντριβάνια και είχε γεμίσει τον Πειραιά με αυτά. Μη ξεχνάμε ότι στη θέση του παλαιού Δημαρχείου της πόλης (του Ωρολόγιου) είχε εγκαταστήσει ένα σιντριβάνι τύπου Siemens. Μικρότερα σιντριβάνια είχαν κατασκευαστεί πάνω από την Φρεαττύδα (έναντι του Ναυτικού Νοσοκομείου), στην Πλατεία Πηγάδας, δίπλα από την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, κι ακόμα μικρότερα σε διάφορα άλλα σημεία.

 

Το σιντριβάνι του Αγίου Κωνσταντίνου 

Το σιντριβάνι Siemens στη θέση του παλαιού Δημαρχείου που ο Σκυλίτσης κατεδάφισε 

Το ίδιο σιντριβάνι έναντι Ν.Α.Τ. με φόντο το λιμάνι.

Ένα αποτέλεσμα της κοσμοσυρροής που δημιούργησε το θέαμα του σιντριβανιού, ήταν να καθιερωθεί η μικρή οδός πίσω από την Πλατεία Κανάρη, η οδός Άγγελου Μεταξά, ως νέο σημείο συγκέντρωσης της νεολαίας, που χρόνια αργότερα θα οδηγήσει σταδιακά στην πεζοδρόμησή της. Το παράδοξο ήταν ότι ενώ η «Φοντάνα» έλαβε το όνομα εξαιτίας του σιντριβανιού, ελάχιστα ενεπλάκη στην ανάπτυξη τραπεζοκαθισμάτων και στην αύξηση των εισπράξεων της. Το σιντριβάνι ενώ εκμεταλλεύθηκαν οικονομικά όλα τα υπόλοιπα καταστήματα, η "Φοντάνα" έμεινε σταθερά αδιάφορη έχοντας ήδη από τον πρώτο καιρό λειτουργίας της αναπτύξει το δικό της πελατολόγιο.

Στα αριστερά της Πλατείας Κανάρη η οδός Αγγέλου Μεταξά που χρησιμοποιείτο ως πιάτσα ταξί. Σε αυτά έτρεχαν αμέσως οι Αμερικανοί ναύτες του 6ου Αμερικανικού Στόλου να κλείσουν συμφωνία για να τους ανεβάσουν στην Αθήνα ή να τους πάνε στα καμπαρέ της Τρούμπας. Η Πλατεία γεμάτη από τραπεζοκαθίσματα των μαγαζιών που εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο το θέαμα των "νερών που χορεύουν". Το σιντριβάνι βρίσκεται στο τέλος της πλατείας.

Όσον αφορά το ιστορικό της προέλευσης ονομασίας της τοποθεσίας "Πασαρέλα" που βρισκόταν η «Φοντάνα» είναι η εξής. Ενώ όλες οι μεταπολεμικές γενιές είχαν ως διασκέδαση τον απογευματινό περίπατο στο Πασαλιμάνι, την δεκαετία του ’70 υπήρξε μετακίνηση της νεολαίας από την παραλία στην μικρή οδό Αγγέλου Μεταξά. Οι παλαιότερες γενιές περπατούσαν από την Φρεαττύδα μέχρι την Πλατεία Αλεξάνδρας, καθώς ήταν ο μοναδικός τρόπος και τόπος να συναντήσεις κορίτσια. Πολυμελείς ανδροπαρέες περπατούσαν πειράζοντας τα κορίτσια που επίσης κατά ομάδες βολτάριζαν. Από αυτό το χαρακτηριστικό γνώρισμα όλη η παραλία του Πασαλιμανιού είχε ονομαστεί «νυφοπάζαρο» καθώς μόνο εκεί μπορούσε να βρεις γυναίκες να περπατάνε πάνω κάτω. Εκεί δινόταν η μοναδική ευκαιρία για κλείσιμο ραντεβού, ανταλλαγή μηνυμάτων, κάποιου χαμόγελου, ενός κλεισίματος ματιού. Το "νυφοπάζαρο" του Πασαλιμανιού υπήρξε ουσιαστικά η συνέχεια του "νυφοπάζαρου" της εξέδρας που συνέβαινε στο Νέο Φάληρο προπολεμικά.

Δεκαετία 1950 περπάτημα στο Πασαλιμάνι 

Ωστόσο οι επόμενες που σύχναζαν πλέον στο νέο κέντρο συγκέντρωσης νεολαίας διαπνεόμενες από την επιρροή της ιταλικής μόδας χρησιμοποίησαν τον όρο «Πασαρέλα». Τα ήθη είχαν αλλάξει, τα κορίτσια είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν περισσότερο και δεν χρειαζόταν να περπατήσει κάποιος σε όλη την παραλία για να τα συναντήσει.


Το ξενοδοχείο Κρήτη με το ουζερί Μπελαμί στο ισόγειο στην "Πασαρέλα" το 1977. Ένα από τα καταστήματα της "Πασαρέλας" (οδού Αγγέλου Μεταξά) η οποία πλέον είχε πεζοδρομηθεί. Η "Φοντάνα" βρισκόταν δεξιά του ξενοδοχείου. 


Όσον αφορά την καφετέρια «Φοντάνα» καθώς βρισκόταν στις παρυφές της Αγγέλου Μεταξά, αποτέλεσε σημείο συγκέντρωσης συγκεκριμένων πελατών που επιθυμούσαν να βρίσκονται στο κέντρο-απόκεντρο. Ξεναγός μας στον κόσμο της «Φοντάνας» θα γίνει ο γνωστός παλαιός Πειραιώτης Ηλίας Φιλιππάκος που υπήρξε τακτικός θαμώνας της. Σύμφωνα με την περιγραφή του, η περίοδος 1966 – 1980 ήταν κατά κύριο λόγο αυτή που στάθηκε αιτία να δημιουργηθεί το «θρυλικό» όνομα της «Φοντάνας». Βοήθησε το γεγονός ότι ο επιχειρηματίας Θεόδωρος Μαρινάκης είχε διατελέσει Έφορος Ποδοσφαίρου του Εθνικού Πειραιώς ενώ ο ίδιος είχε υπάρξει και διεθνής ποδοσφαιριστής του Εθνικού. Και οι δύο επιχειρηματίες όμως την εποχή που λειτούργησαν την «Φοντάνα» ασχολούνταν κύρια με το άθλημα της υδατοσφαίρισης (πόλο), που στον Πειραιά είχε τότε μεγάλη απήχηση. Αυτό το ταίριασμα των δύο είχε ως αποτέλεσμα η «Φοντάνα» να γίνει στέκι παραγόντων και αθλητών του πόλο, τόσο του Εθνικού όσο και του Ολυμπιακού. Καθώς την εποχή που αναφερόμαστε ο ανταγωνισμός των δύο πειραιώτικων ομάδων ήταν έντονος, ειδικά στο πόλο, ήταν πρωτόγνωρο οι δύο αυτές αντίθετες μεταξύ τους κοινότητες φιλάθλων, αθλητών και παραγόντων να συνυπάρχουν αρμονικά μεταξύ τους. Ο επισκέπτης της «Φοντάνας» ωστόσο έβλεπε μια κοινότητα ανθρώπων αρμονικά δεμένη, στοιχείο που ήταν αδύνατον να εξηγηθεί από τα όσα συνέβαιναν εκτός αυτής. 

Η «Φοντάνα» εδραίωσε την παρουσία στο γεγονός ότι τα υπόλοιπα καταστήματα τριγύρω δεν απευθύνονταν στη νεολαία για καφέ. Υπήρχαν καταστήματα αμιγώς μπαρ ή καφενεία που σύχναζαν μεγαλύτεροι στην ηλικία. Όσοι γνώρισαν την «Φοντάνα»  τα τελευταία χρόνια έχουν εικόνα διαφορετική από την αρχική διότι στο μεταξύ επεκτάθηκε στον διπλανό χώρο, προσθέτοντας το παλαιό μαγαζί με την επωνυμία «FINN» του Νίκου Μπουντούρη πατέρα του Ολυμπιονίκη Τάσου. 

Την εποχή της θρυλικής "Φοντάνας" δεν υπήρχαν πολλές επιλογές τέτοιου τύπου για τη νεολαία της εποχής. Λίγο πιο κάτω βρισκόταν το γνωστό καφενείο του «Μάντη» (σημερινή θέση Bibere) όπου πολλοί διακεκριμένοι Πειραιώτες (ιατροί, δικηγόροι, επιχειρηματίες) επιδίδονταν στη συστηματική χαρτοπαιξία κι ακόμα πιο κάτω του «Παπασπύρου» που σύχναζαν μεγαλύτεροι στην ηλικία. Από την άλλη πλευρά της «Φοντάνας» προς το τέλος της οδού Ζέας λειτουργούσε το μπαρ «Chez La»  ιδιοκτησίας Νέλλης που ήταν η γυναίκα του ηθοποιού Νίκου Βασταρδή και κόρη της ήταν η επίσης ηθοποιός Άννα Ανδριανού. «Το Chez La» έγινε στη συνέχεια «Blow up» και τελικά «Playboy» του γνωστού επιχειρηματία Νίκου Ρούσσου. Όμως σε όλες τις φάσεις λειτουργίας του επρόκειτο για μπαρ. Αυτό περίπου ήταν το περιβάλλον όταν η «Φοντάνα» δημιουργούσε το θρυλικό όνομά της. Η νεολαία της εποχής την προτιμούσε καθώς λειτουργούσε τα πρωινά για καφέ, ενώ τα βράδια προσέφερε κατά κύριο λόγο Κονιάκ, που συνοδευόταν από ένα σοκολοτάκι σε σχήμα μαργαρίτας, ενώ τις εορτές τη θέση του έπαιρνε ένας κουραμπιές. Εκτός από κονιάκ η νεολαία τότε επέλεγε και βερμούτ και λιγότερο ουίσκι που ακόμα δεν είχε επικρατήσει στα οινοπνευματώδη. Για όσους πεινούσαν προσέφερε τοστ και μακαρονάδες. 

Ο Ηλίας Φιλιππάκος (στα αριστερά) την εποχή της θρυλικής "Φοντάνας"

Όταν ο Θόδωρος Μαρινάκης πέθανε η «Φοντάνα» λειτουργούσε από τον Καλαϊτζάκη μέχρι που και αυτός την πούλησε και αναχώρησε για την Αμερική. Η θρυλική περίοδος της «Φοντάνας» με την αποχώρηση και του Καλαϊτζάκη είχε ουσιαστικά παρέλθει. Τα πρόσωπα, το στυλ, οι εποχές, τα καταστήματα είχαν στο μεταξύ αλλάξει. Τ0 1986 που ο Χρήστος Κυριαζής την συμπεριέλαβε στους στίχους τραγουδιού του «Έλα μωράκι μου», η «Φοντάνα» ουδεμία σχέση είχε με το θρυλικό στέκι περιόδου 1966-1980. Το σπίτι του Κυριαζή ήταν στην παραλία της Καστέλλας με θέα θάλασσα πάνω από το Μικρολίμανο, σε ένα όμορφο νεοκλασικό, απ’ τα ελάχιστα που έμειναν σε πείσμα της εποχής. Η "Φοντάνα" ήταν ένα κοντινό σχετικώς στέκι της νιότης του. 

 Ωστόσο την εποχή που ο Κυριαζής σύχναζε στην «Φοντάνα» όλοι τον γνώριζαν με το πρώτο του επάγγελμα που ήταν επιπλοποιός. Η «Φοντάνα» υπήρξε επίσης φυτώριο πολλών Πειραιωτών καλλιτεχνών ειδικώς της ροκ σκηνής, καθώς και στέκι της γενιάς της αμφισβήτησης από τα μέσα όμως της δεκαετίας του '80 και μετά, με μια προσέγγιση όμως φιλολογική, θα λέγαμε θεωρητική.          

Σήμερα η «πασαρέλα» έχει χάσει ολοκληρωτικά το χαρακτήρα της και ελάχιστα στοιχεία θυμίζουν το παρελθόν της. Το κλείσιμο της «Φοντάνας» υπήρξε μια φυσική συνέχεια μιας κοινωνίας που άλλαξε και αλλάζει τόσο γρήγορα και τόσο βίαια που είναι δύσκολο πλέον να αναγνωριστεί. Ο μικρός πεζόδρομος που κάποτε έσφυζε ασφυκτικά, στέκει τώρα άδειος και άψυχος. Διότι την ψυχή σε έναν τόπο δεν την ορίζει το μέγεθος του κόσμου που συχνάζει, αλλά η ποιότητα του πνεύματος, της γενιάς εκείνης που θέλει να είναι οδηγός, να ηγείται κι όχι να ακολουθεί.

Η είσοδος της "Φοντάνας" στέκει μοναδικό απομεινάρι την ώρα συγγραφής αυτού του άρθρου.

Η έρημη πλέον Πασαρέλα (οδός Αγγέλου Μεταξά) στο Πασαλιμάνι σε τίποτα δεν θυμίζει τον μικρό εκείνο δρόμο γεμάτο από νεολαία και ζωή μιας άλλης εποχής. 


Θα κλείσουμε με στίχους του Κυριαζή μιας και τον αναφέραμε:

Αυτή την πόλη,

που στην καρδιά μου κουβαλάω

την αγαπάω

κι ας είναι τόσο άσχημη.

Στους άδειους δρόμους της γυρίζω

χωρίς να ξέρω που να πάω.

Μέσα στα βράδια της

η μοναξιά φαντάζει σαν επιγραφή.


Διαβάστε επίσης:


Ηλίας Φιλιππάκος – Ένας παλιός Πειραιώτης θυμάται


Πειραϊκό εορταστικό δωδεκαήμερο μιας άλλης εποχής




του Στέφανου Μίλεση

Το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι και την ημέρα των Θεοφανείων καλείται Δωδεκαήμερο. Αποτελεί την καρδιά εορτασμού των Χριστιανών με τις παραδόσεις, τα ήθη, τα έθιμα, τους μύθους, τις συνήθειες. Αναμφισβήτητα είναι μια ξεχωριστή περίοδο για όλους. Φυσικά ο Δεκέμβριος είναι μήνας πλήρης εορτών, όμως στο δωδεκαήμερο τα πάντα βρίσκονται στην κορύφωσή τους. Τρεις παραμονές μεγάλων εορτών, Χριστουγέννων, Αγίου Βασιλείου και Θεοφανείων που συνοδεύονται από ισάριθμα ακούσματα καλάντων, που από μόνα τους είναι αρκετά να μας ξυπνήσουν μνήμες των παιδικών μας χρόνων. Τότε που ήμασταν παιδιά και με τα καμπανέλια στα χέρια γυρίζαμε μέσα στις γειτονιές του Πειραιά για να λάβουμε ως φιλοδώρημα κάποιες δραχμές ή και δεκάρες ακόμα. 



1966 - Ως ο μικρότερος της οικογένειας μπροστά από το χριστουγεννιάτικο δένδρο, απολαμβάνω την προσοχή όλων. Φωτογραφία στο χριστουγεννιάτικο δένδρο στην ίδια θέση περίπου που και φέτος τοποθετήθηκε, μπροστά από το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. 

Πηγαίναμε όμως μόνο σε φίλους της οικογένειας και συγγενείς και ποτέ δεν τολμήσαμε να χτυπήσουμε πόρτα σπιτιού που δεν γνωρίζαμε. Μας το απαγόρευαν ρητώς οι γονείς μας. «Άλλο να τα πείτε για το καλό, κι άλλο να πάτε για το κέρδος». 

Κι έτσι εμείς από νωρίς κανονίζαμε το ταίρι μας, με ποιον φίλο θα κάναμε από κοινού την εορταστική μας περιοδεία. Γράφαμε σε μια κατάσταση τα ονοματεπώνυμα των φίλων και των συγγενών που μπορούσαμε να πάμε. Ξεκινούσαμε πάντοτε από τα εύκολα που ήταν τα σπίτια της πολυκατοικίας μας και της γειτονιάς μας. "Να τα πούμε;" ρωτούσαμε μόλις μας άνοιγε κάποιος θείος ή συγγενής που έτσι κι αλλιώς μας περίμενε. 

- "Να τα πείτε", μας απαντούσε με δήθεν έκπληξη όταν μας αντίκριζε. Και αφού του τα ψάλαμε κατά το έθιμο, στο τέλος κλείναμε πάντοτε με την ευχή «και του χρόνου». Πριν φύγουμε για το επόμενο σπίτι, σύμφωνα με το δρομολόγιο, μεσολαβούσαν πάντα οι καθιερωμένες ερωτήσεις για την υγεία των γονιών μας, για το αν είμαστε καλά, σε ποιο σημείο της γης βρισκόταν ο πατέρας μου (καθιερωμένη ερώτηση στα παιδιά των ναυτικών των δεκαετιών του εξήντα και του εβδομήντα). 




Στο τέλος της περιοδείας μας καθόμασταν στα σκαλιά κάποιας μονοκατοικίας και μοιράζαμε στα ίσα τις εισπράξεις. Συνήθως με τα χρήματα αυτά -που ήταν εκτός προϋπολογισμού- πηγαίναμε να αγοράσουμε πράγματα που ποτέ οι γονείς μας δεν θα αγόραζαν διότι θεωρούσαν περιττά και άχρηστα. Αυτοκόλλητα για να συμπληρώσουμε τους παίχτες που έλειπαν στο άλμπουμ του περιπτέρου και να κερδίσουμε μια μπάλα, κάρτες που απεικόνιζαν αυτοκίνητα με τα χαρακτηριστικά τους και όσο πιο γρήγορο ήταν το αυτοκίνητο της κάρτας, τόσο μεγαλύτερη ήταν και η αξία της στο παιχνίδι. 

Και πραγματικά τώρα που το σκέφτομαι τα περισσότερα από εκείνα που αγοράζαμε από τις εισπράξεις των καλάντων ήταν όπως τα περιέγραφαν οι γονείς μας. Άχρηστα! Όμως στα δικά μας μάτια τότε ήταν εκείνα που θέλαμε περισσότερο από κάθε τι να αποκτήσουμε. Χωρίζαμε με τον φίλο μου κουρασμένοι, ανταλλάσσοντας και μεταξύ μας εκείνο που ευχόμασταν στους τρίτους. «Και του χρόνου φίλε…».




Η Φάτνη στην Πλατεία Κανάρη. Πίσω δεξιά το ξενοδοχείο "Κρήτη"


 Αυτή την ευχή «και του χρόνου» ύστερα από τα κάλαντα, δεν θυμάμαι ποια χρονιά ήταν που την είπα για τελευταία φορά. Δεν θυμάμαι τότε που την ευχήθηκα, χωρίς να γνωρίζω ότι ήταν η τελευταία φορά στα σκαλοπάτια μιας μονοκατοικίας, αν συνειδητοποιούσα ότι τα χρόνια είχαν περάσει, αν γνώριζα πως είχα μεγαλώσει, και πως ήταν η τελευταία φορά στη ζωή μου που θα χώριζα με τον φίλο μου οριστικά, παρά την αίσθηση της βεβαιότητας που είχαμε τότε ότι θα υπάρξουν και επόμενες φορές... ότι οι καταστάσεις θα έμεναν έτσι για πάντοτε. Που όμως δυστυχώς σύντομα άλλαξαν... 

Στη ζωή θεωρούμε μόνιμο το προσωρινό, και παροδικό εκείνο που ήλθε για πάντα. «Περαστικά» ευχόμαστε στον άρρωστο κι ας πάσχει από ανίατη ασθένεια. Οι ευχές θεωρούμε πως είναι μαγικές, πως έχουν την δύναμη να λύνουν μάγια, να επιτυγχάνουν θαύματα. Το παράξενο είναι ότι τις χρησιμοποιούν ακόμα κι εκείνοι που δεν πιστεύουν σε αυτά!  


Κουκλοθέατρο στο Νέο Φάληρο


Ο παιδικός μου φίλος με τον οποίο κάθε χρόνο περιοδεύαμε τη γειτονιά για τα κάλαντα, έφυγε στο εξωτερικό και ούτε ποτέ ειδωθήκαμε ξανά. Η παρέα της γειτονιάς χάθηκε...  και εκείνους που τυχαία συναντώ στον δρόμο δεν μου θυμίζουν σε τίποτα τους πρωταγωνιστές των παιδικών μου χρόνων. Τα σπίτια των συγγενών στο κατώφλι των οποίων στεκόμασταν τραγουδώντας «σ’ αυτό το σπίτι πού 'ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει»... έγιναν ρημάδια του χρόνου ή πολυκατοικίες. 

Στην οδό Ζωσιμάδων, χαρακτηριστική οικία μιας άλλης εποχής που σήμερα στέκεται εγκαταλειμμένη κι έρημη.


Άραγε πώς θα ένιωθα εκείνη την τελευταία χρονιά της παιδικής μου θύμησης, αν είχα τη γνώση του μέλλοντος που η εξέλιξη της εποχής μοιραία έφερε; Για αυτό και κάθε φορά που ακούω τα κάλαντα δεν φέρνω μονάχα στο νου μου τα παιδικά μου χρόνια, αλλά θυμάμαι όλους εκείνους που αποτελούσαν τότε τον παιδικό μου κόσμο. Τους φίλους, τους συγγενείς, τους γονείς μου, τη γειτονιά μου. Τα πάντα άλλαξαν αλλά τα κάλαντα της πρωτοχρονιάς συνεχίζουν μέχρι σήμερα ίδια να εύχονται στους ανθρώπους όλα εκείνα που τους λείπουν. 

Χριστούγεννα στην οδό Μητρώου, στην Φρεαττύδα, την δεκαετία του 1960

Και τα ίδια συναισθήματα που προκαλούν οι αναμνήσεις του παρελθόντος εμφανίζονται με ακρίβεια την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Ένας ακόμη χρόνος που έφυγε, μια ακόμα σταλαγματιά στον ωκεανό της ζωής μας. Ένα έτος που πέρασε κι αυτό άπρακτο στη λήθη του παρελθόντος. Θα το θυμόμαστε θολό στην αρχή κι ύστερα από κάμποσα χρόνια, αν ακόμα ζούμε, ελάχιστα θα θυμόμαστε από την ύπαρξή του, από την ύπαρξή μας. Δυστυχώς θυμόμαστε μόνο τα χρόνια της απώλειας, ή του κέρδους πόσες υπάρξεις έφυγαν για πάντα από την αγκαλιά μας, μα και πόσες καινούργιες υπάρξεις ήρθαν στον κόσμο μας. Πόσες καρδιές μας πόνεσαν, μα και πόσες δεν μας προσέφεραν μια αγκαλιά χαράς. Πόσα όνειρα δεν διαλύθηκαν μα και πόσα δεν βρήκαν την πραγματοποίησή τους. 

Πλατεία Κοραή 1966


Τούτο τον καιρό συνηθίζουμε να κάνουμε απολογισμό της χρονιάς που πέρασε και άγνωστο πώς καταφέρνουμε μέσα σε λίγες στιγμές να περάσουν οι εικόνες ενός έτους καλές ή κακές, όμορφες ή άσχημες. Όμως τα πάντα, ακόμα κι αν εμείς τα λησμονήσουμε σε αυτόν τον πρόχειρο απολογισμό, είναι γραμμένα στο βιβλίο της ζωής μας που γράφεται με ανεξίτηλο μελάνι ακόμα κι όταν η δική μας μνήμη θολώσει ή ξεθωριάσει. Κι έτσι χρόνο το χρόνο, στιγμή τη στιγμή παρελαύνουν μπροστά μας όλες οι στιγμές που άγγιξαν την καρδιά μας, φωτεινές ή σκοτεινές σελίδες του παρελθόντος μας, άλλοτε αγγελιαφόροι ευτυχίας κι άλλοτε φαντάσματα του παρελθόντος που αρέσκονται να μας τυραννούν παρά του ότι έχουν περάσει τόσα πολλά χρόνια από τότε που εμφανίστηκαν για πρώτη φορά. 

Λεπτομέρεια από την φάτνη στην Πλατεία Κανάρη την περίοδο Σκυλίτση.


Τα φετινά Χριστούγεννα αγαπητοί φίλοι μου θα ακούσουμε και πάλι τις καμπάνες να κτυπούν. Να σημαίνουν το μεγαλύτερο γεγονός όλων των εποχών. Οι άνθρωποι σήμερα πιστεύουν ότι έκαναν προόδους και ότι η τεχνολογία μπορεί να καλύψει τις ανάγκες τους. Ο υλικός πολιτισμός σκέπασε την ύπαρξή τους με αγαθά και ανέσεις. Ο εγωισμός όμως έμεινε ο ίδιος. Η ηπιότητα, η καλοσύνη, η αλληλοεκτίμηση έγιναν σχεδόν μια νοσταλγία. Ανάμεσα στους λαούς διατηρείται ακόμα ο νόμος της ζούγκλας. Στρατοί προελαύνουν, πολιτείες και άνθρωποι γίνονται στάχτη από αυτή την ίδια τεχνολογία που ο άνθρωπος έχει στηρίξει τις ελπίδες του. Κι όμως αυτός ο ήχος της καμπάνας των Χριστουγέννων έρχεται να μας θυμίσει ότι το μυστικό της αληθινής ευτυχίας έχει δοθεί στους ανθρώπους και βρίσκεται μέσα στην ύπαρξη και στην ουσία της χριστιανικής πίστης. Βρίσκεται στα απλά πράγματα, στις παραδόσεις μας και στις θύμησες των ευτυχισμένων στιγμών που κάποτε περάσαμε σαν ανέμελα παιδιά στις οικογένειές μας. Φέτος που θα ακούσουμε και πάλι τις καμπάνες των Χριστουγέννων να χτυπούν η καλύτερη ευχή ας είναι αυτή. Ας αφήσουμε τις καρδιές μας να λουστούν με το φως της πίστης. Ας αφήσουμε τους εαυτούς μας επιτέλους να ανέβουν λίγο ψηλότερα.

 

 Διαβάστε επίσης:

«Επικοινωνείτε με “Μαρού II”… Έτοιμος!»



Μνήμες Χριστουγεννιάτικες της εποχής του '50




 

Ο λοιμός που μεταδόθηκε από τον Πειραιά στην Αθήνα το 430 π.Χ.

Ανακατασκευασμένη εμφάνιση της εντεκάχρονης Μύρτιδας από την Αθήνα, η οποία υπήρξε θύμα του λοιμού. Η ανάπλαση του προσώπου της επιτεύχθηκε με βάση τα οστά της που βρέθηκαν στον ομαδικό τάφο του Κεραμεικού. Εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. 

 

Το καλοκαίρι του δεύτερου έτους του Πελοποννησιακού πολέμου (430 π.Χ.) μεταδόθηκε στην Αθήνα διαμέσου του Πειραιά, μεγάλη επιδημία που προκάλεσε πολυάριθμα θύματα. Ήταν τόσο καταστροφική που θεωρήθηκε ότι συνετέλεσε στην απώλεια ισχύος της Αθήνας έναντι της Σπάρτης. Την επιδημία αυτή περιέγραψε αριστοτεχνικά ο Θουκυδίδης (έναρξη περιγραφής από γ’ 48-1) καθώς από αυτήν νόσησε και ο ίδιος.

Κατέγραψε τα συμπτώματά της με λεπτομέρεια, ώστε να την αναγνώριζαν μελλοντικά όσοι θα πάθαιναν τα ίδια. Βεβαίως αν και δεν καταγράφηκαν οι αριθμοί των νεκρών σε Αθήνα και Πειραιά εξαιτίας της νόσου, η αναφορά περί υψηλής θνησιμότητας, αρκεί για να καταδείξει την επικινδυνότητά της. Αριθμοί αναφέρονται ωστόσο στο εκστρατευτικό σώμα των Αθηναίων στην Ποτίδαια, όπου από 4000 άνδρες που αποτελείτο πέθαναν εξαιτίας του λοιμού οι 1050 καταδεικνύει ότι η θνησιμότητα έφτασε το ποσοστό του 26%.

Στην Αθήνα η επιδημία έφτασε την εποχή που οι Πελοποννήσιοι πολιορκούσαν με τα δύο τρίτα της συνολικής τους δύναμης την Αθήνα υπό την αρχηγία του Αρχίδαμου. Συνεπώς ο κόσμος βρισκόταν συγκεντρωμένος μέσα στα τείχη, σε κατάσταση πολιορκίας, γεγονός που ευνόησε την ανάπτυξη της νόσου. Καταγράφηκε από τον Θουκυδίδη ότι η αρρώστια είχε και παλαιότερα παρουσιαστεί και σ άλλα μέρη, όπως στην Λήμνο αλλά πουθενά η επιδημία δεν είχε υπάρξει τόσο θανατηφόρα. Οι ιατροί, που για πρώτη φορά αντιμετώπιζαν την αρρώστια και δεν την ήξεραν, δεν μπορούσαν να βοηθήσουν και μάλιστα πέθαιναν οι περισσότεροι επειδή έρχονταν σ επαφή με τους αρρώστους. Οι άνθρωποι κατέφυγαν στους ναούς και ζήτησαν τη θεϊκή επέμβαση για να σωθούν όμως τόσο οι παρακλήσεις στους Θεούς όσο και η προσφυγή στα μαντεία δεν ωφέλησαν σε τίποτε και στο τέλος οι πιστοί τα παράτησαν και αυτά.

Ο λοιμός εμφανίστηκε αρχικά στην Αιθιοπία, πέρασε στην Αίγυπτο και στην Λιβύη και μέσω αυτών των περιοχών έφτασε με κάποιο εμπορικό πλοίο στον Πειραιά. Όταν πρωτοεμφανίστηκε στον Πειραιά, διαδόθηκε ότι οι Πελοποννήσιοι είχαν δηλητηριάσει τα πηγάδια. Σύντομα ο λοιμός έφτασε στην Αθήνα διαμέσου των Μακρών Τειχών. Ο Θουκυδίδης κατέγραψε το γεγονός ότι τη χρονιά εκείνη πολύ λίγες άλλες αρρώστιες εμφανίστηκαν και όσοι υπέφεραν από κάτι άλλο προγενέστερα, πάθαιναν όλοι τον λοιμό στα σίγουρα. Βέβαια και όσοι ήταν υγιείς κολλούσαν. 


Τα συμπτώματα που παρουσιάζονταν ήταν δυνατοί πονοκέφαλοι αρχικά, υψηλός πυρετός, φλόγωση ματιών που κοκκίνιζαν. Το στόμα βρωμούσε και μετά η ασθένεια κατέβαινε από το κεφάλι προς τα κάτω στο σώμα. Αρχικά στο στήθος προκαλώντας δυνατό βήχα. Όταν κατέβαινε στην καρδιά, προκαλούσε μεγάλη αναταραχή και πολύ οδυνηρούς εμετούς και κενώσεις. Μετά, τους περισσότερους τους έπιανε λόξιγκας που προκαλούσε δυνατούς σπασμούς. Σ άλλους σταματούσε γρήγορα, σ άλλους κρατούσε πολύ. Το σώμα, εξωτερικά, ήταν κοκκινωπό γεμάτο φουσκαλίδες κι εξανθήματα. Όμως, ο εσωτερικός πυρετός ήταν τόσο μεγάλος, ώστε οι άρρωστοι δεν μπορούσαν να υποφέρουν ούτε τα πιο λεπτά ρούχα ούτε σεντόνια ούτε άλλο τι και ήθελαν να μένουν γυμνοί. Ένιωθαν μεγάλη ανακούφιση αν μπορούσαν να μπουν σε δροσερό νερό. Και πολλοί, που δεν είχαν κανένα να τους προσέχει, έπεφταν στις στέρνες τυραννισμένοι από ακατάπαυτη δίψα που όσο κι αν έπιναν δεν μπορούσαν να την σβήσουν. Δεν μπορούσαν να βρουν καμιά ανάπαυση και τους βασάνιζε η αϋπνία. 

Όσο η αρρώστια ήταν στην οξεία φάση της, το σώμα άντεχε καταπληκτικά και δεν αδυνάτιζε. Έτσι, οι περισσότεροι πέθαιναν ή την εβδόμη ή την ενάτη μέρα από τον ψηλό πυρετό, ενώ είχαν ακόμα δυνάμεις. Αν περνούσαν αυτό το στάδιο, τότε η αρρώστια κατέβαινε στην κοιλιά όπου προκαλούσε έλκος και ακατάσχετη διάρροια και, τότε, οι περισσότεροι πέθαιναν από εξάντληση. Η αρρώστια διαπερνούσε όλο το σώμα. Αρχίζοντας απ το κεφάλι, κατέβαινε σ ολόκληρο το σώμα κι αν κανείς άντεχε, περνούσε στα άκρα όπου φανερώνονταν τα σημάδια της. Πρόσβαλλε τα γεννητικά όργανα και τα χέρια και τα πόδια. Πολλοί σώθηκαν, άλλοι έμειναν παράλυτοι στα άκρα τους. Άλλοι έχασαν το φως τους και άλλοι πάθαιναν αμνησία. Όταν έγιναν καλά, δεν ήξεραν ποιοι ήταν οι ίδιοι και δεν αναγνώριζαν τους συγγενείς τους και τους φίλους τους.

Τότε ήταν που εμφανίστηκε από την Κω ο ιατρός Ιπποκράτης, ο οποίος παρατήρησε ότι οι σιδηρουργοί ήταν οι μόνοι που δεν είχαν μεγάλες απώλειες από την μεταδοτική ασθένεια. Έτσι συνέστησε την απολύμανση «δια της φωτιάς» προς αντιμετώπισή της.


Όπως κατέγραψε ο Θουκυδίδης η αρρώστια αυτή δεν έχει καμιά σχέση με τις συνηθισμένες, καθώς τα όρνια και τ άλλα τετράποδα ζώα, όσα τρώγανε ανθρώπινο κρέας, αν έτρωγαν τα άταφα σώματα, αλλά ακόμα κι όταν τα άγγιζαν ψοφούσαν.. Όσο διαρκούσε η επιδημία αυτή, δεν παρουσιάστηκε καμιά απ τις συνηθισμένες αρρώστιες, κι αν παρουσιαζόταν κατέληγε τελικώς σε λοιμό. Μπορεί κανείς να πει ότι κανένα αποτελεσματικό φάρμακο δεν βρέθηκε, γιατί εκείνο που ωφελούσε τον ένα ασθενή έβλαπτε τον άλλο. Καμιά κράση, ισχυρή ή αδύνατη, δεν μπορούσε ν αντισταθεί στην αρρώστια που τους σάρωνε όλους, ακόμα κι εκείνους τους οποίους νοσήλευαν με κάθε φροντίδα. 

Το χειρότερο απ όλα δεν ήταν μόνο η κατάθλιψη εκείνων που αρρώσταιναν κι απελπίζονταν αμέσως, αφήνοντας τον εαυτό τους αντί ν αντιδράσουν, αλλά και το ότι, νοσηλεύοντας ο ένας τον άλλο, κολλούσαν την αρρώστια και πέθαιναν σαν τα πρόβατα. Αυτό προκάλεσε την μεγαλύτερη καταστροφή και τούτο επειδή ή αποφεύγαν, από φόβο, να περιποιηθούν τους αρρώστους και αυτοί πέθαιναν έρημοι —κι έτσι άδειασαν πολλά σπίτια γιατί δεν ήταν κανείς να τους κοιτάξει— ή τότε επικοινωνούσαν με τους αρρώστους, κολλούσαν την λοιμική και πέθαιναν. 

Τούτο συνέβαινε κυρίως σε όσους, από καλοσύνη και φιλότιμο πήγαιναν, αψηφώντας τον εαυτό τους, σε αρρώστους φίλους τους. Αλλού πάλι, και αυτοί οι συγγενείς, τσακισμένοι από την συμφορά, παρατούσαν και τα μοιρολόγια ακόμα. Τον μεγαλύτερο οίκτο για τους αρρώστους και τους ετοιμοθάνατους ένιωθαν όσοι είχαν πάθει την αρρώστια και είχαν σωθεί. Ήξεραν τί σημαίνει η αρρώστια, ενώ οι ίδιοι δεν είχαν πια φόβο. 

Η αρρώστια δεν πρόσβαλλε ποτέ τον ίδιο άνθρωπο δεύτερη φορά ή, αν τούτο συνέβαινε, δεν ήταν θανατηφόρα. Οι άλλοι μακάριζαν όσους είχαν σωθεί, και οι ίδιοι απ την μεγάλη τους χαρά, είχαν την μάταιη ελπίδα ότι δεν θα πέθαιναν πια ποτέ από άλλη αρρώστια. Εκείνο που χειροτέρεψε πολύ την κατάσταση ήταν η συγκέντρωση μέσα στην πόλη όλου του πληθυσμού της υπαίθρου. Υπέφεραν περισσότερο οι πρόσφυγες. Μη έχοντας σπίτια, ζούσαν σε πνιγηρές καλύβες μέσα στο καλοκαίρι και πέθαιναν ανάκατα ο ένας απάνω στον άλλο ή σέρνονταν μες στους δρόμους μισοπεθαμένοι, ενώ άλλοι, από την άσβηστη δίψα τους, μαζεύονταν γύρω από τις βρύσες. 

Οι περίβολοι των ναών, όπου είχαν κατασκηνώσει, ήταν γεμάτοι νεκρούς που πέθαιναν εκεί, γιατί καθώς φούντωνε το κακό, οι άνθρωποι, βασανισμένοι απ την αρρώστια, έφταναν σε απόγνωση κι αδιαφορούσαν πια για τα ιερά και τα όσια. Δεν τηρούσαν πια καμιά απ τις τελετές για την ταφή των νεκρών κι ο καθένας έθαβε τους δικούς του όπως μπορούσε. Άλλοι αποθέταν τον δικό τους νεκρό σε ξένη έτοιμη πυρά κι έβαζαν φωτιά στα ξύλα κι άλλοι έριχναν τον νεκρό τους επάνω σε πυρά όπου καιγόταν άλλος νεκρός κι έφευγαν γρήγορα. 

Αλλά η λοιμική προκάλεσε και πολλά άλλα κακά που πρώτη φορά αναφάνηκαν στην πολιτεία, γιατί ο καθένας τολμούσε πιο φανερά, τώρα, να κάνει πράγματα που πριν τα έκανε κρυφά, και τούτο επειδή έβλεπαν πόσο απότομη είναι η μεταβολή της τύχης του ανθρώπου. Πλούσιοι πέθαιναν ξαφνικά και φτωχοί, που δεν είχαν ποτέ τίποτε, τους κληρονομούσαν κι έπαιρναν αμέσως όλη τους την περιουσία. 

Έτσι, οι περισσότεροι, βλέποντας πόσο εφήμερος είναι ο πλούτος και αβέβαιη η ζωή, βιάζονταν να ξοδέψουν τα χρήματά τους και να τα χαρούν. Κανείς δεν ήταν πια πρόθυμος να υποβληθεί σ οποιοδήποτε κόπο για κάτι που άλλοτε μπορούσε να φανεί χρήσιμο, και τούτο επειδή σκεπτόταν ότι ήταν πιθανό να πεθάνει προτού τελειώσει εκείνο για το οποίο θα κοπίαζε. Η ευχαρίστηση της στιγμής και το άμεσο κέρδος κατάντησε να θεωρείται και καλό και χρήσιμο. Ούτε ο φόβος των Θεών ούτε οι νόμοι των ανθρώπων τους συγκρατούσαν. Επειδή έβλεπαν ότι όλοι πέθαιναν, χωρίς διάκριση, δεν είχαν πια την αίσθηση του τί ήταν ευσέβεια και τί δεν ήταν και κανείς δεν πίστευε πως θα γλυτώσει απ την αρρώστια για να δώσει λόγο και να τιμωρηθεί για τις άδικες πράξεις του. 

Όλοι θεωρούσαν ότι η τιμωρία, που κρεμόταν κιόλας πάνω απ το κεφάλι τους, ήταν πολύ βαρύτερη από κάθε άλλην κι έπρεπε, προτού την υποστούν, να χαρούν κάπως τη ζωή. Μέσα στην συμφορά θυμήθηκαν μερικοί, όπως ήταν φυσικό, και άλλες προφητείες, αλλά και τον ακόλουθο χρησμό που, καθώς έλεγαν οι γεροντότεροι, τον έψελναν άλλοτε: «Θά ρθει πόλεμος δωρικός και μαζί του λοιμός». Πολλές φιλονικίες έγιναν τότε, γιατί άλλοι έλεγαν ότι στον χρησμό δεν γινόταν λόγος για λοιμό (αρρώστια) αλλά για λιμό (πείνα), επικράτησε όμως η γνώμη ότι το σωστό ήταν λοιμός, επειδή οι άνθρωποι ερμήνευαν τον χρησμό ανάλογα με τα παθήματά τους.


Διαβάστε επίσης:

Η δεύτερη τριήρης από τον Πειραιά. Ο άθλος του πλοίου της σωτηρίας


Ο Ναός Αγίων Φιλίππου και Ελισάβετ στη Νίκαια (ιστορικό θεμελίωσης και μετονομασίας)

 

του Στέφανου Μίλεση

Στη Νίκαια στο λόφο Δεξαμενής (Μουσών) στις 20 Νοεμβρίου  1947 κατατέθηκε με κάθε επισημότητα ο θεμέλιος λίθος, για την οικοδόμηση ναού με την επωνυμία Αγίων Φιλίππου και Ελισάβετ

Η επιλογή για τη συγκεκριμένη ονοματοθεσία του μικρού ναού, που βρίσκεται στην κορυφή του πευκόφυτου λόφου της Νίκαιας, έγινε  με την ευκαιρία των γάμων του Πρίγκιπα Φίλιππου της Ελλάδος (γιός του Πρίγκιπα της Ελλάδος Ανδρέα) με την τότε διάδοχο του Αγγλικού Θρόνου Ελισάβετ που τελέστηκαν ακριβώς την ίδια ημέρα στην Αγγλία! 

Στην τελετή θεμελίωσης παρέστησαν ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δαμασκηνός, οι υπουργοί Παιδείας Παπαδήμος, Ανοικοδομήσεως Λόντος, ο Πρόξενος της Αγγλίας στον Πειραιά Μπέικερ και φυσικά ο Δήμαρχος Νικαίας Πότης Αλμπάνης ο οποίος ήταν και ο εμπνευστής αυτής της κίνησης. 


Σημερινή ενημερωτική πινακίδα από την οποία λησμονήθηκε το δεύτερο αφιερωματικό μέρος "και Ελισάβετ".

Ο Πρίγκιπας Φίλιππος, μετά της συζύγου του Ελισάβετ, επισκέφθηκαν μαζί την Ελλάδα για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 1950. Ο Φίλιππος είχε βαπτιστεί στην Κέρκυρα (έχοντας Ανάδοχο τον Δήμαρχο Κερκυραίων) τον Νοέμβριο του 1921, λίγο μόλις καιρό πριν είχε ιδρυθεί το Σώμα της Αστυνομίας Πόλεων που λειτούργησε για πρώτη φορά στην Ελλάδα έχοντας γενέθλιο τόπο την Κέρκυρα. 


Στη βάπτισή του που πραγματοποιήθηκε στον Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου μέσα στο Παλαιό Φρούριο, την περιφρούρηση και τα μέτρα τάξης έλαβαν οι άνδρες του νεοσύστατου σώματος. Αυτά λοιπόν καταγράφηκαν ως τα πρώτα αστυνομικά μέτρα που έλαβε η Αστυνομία Πόλεων από την ίδρυσή της στην Ελλάδα. 


Η πρώτη συνάντηση του Φίλιππου με την Ελισάβετ έγινε όταν ακόμα ήταν παιδιά. Εκείνη ήταν 6 και ο Φίλιππος 11 ετών, όταν συναντήθηκαν σε οικογενειακό συμπόσιο στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ που είχαν διοργανώσει ο Βασιλιάς Γεώργιος και η Βασίλισσα Μαίρη. Έκτοτε παρουσιάζονταν πάντοτε διάφορες ευκαιρίες συνάντησης. 

Με τα χρόνια οι συναντήσεις σε διάφορες τελετές τους έφερε κοντά και ανέπτυξαν μεταξύ τους φιλία. Ο Φίλιππος από νεαρή ηλικία είχε μεταβεί στην Αγγλία για να ζήσει με τον θείο του Λόρδο Μάουντμπάντεν για αυτό και ο Φίλιππος δεν μιλούσε ελληνικά. Αγαπούσε από μικρός τη θάλασσα και το θέατρο. Παρακολούθησε μαθήματα στο σχολείο Γκόρντστασιν στη Σκωτία στο οποίο επικρατούσαν αυστηρές αρχές και πειθαρχία. Ο θείος του είχε επιλέξει το συγκεκριμένο καθώς ήθελε να προετοιμάσει τον Φίλιππο για σταδιοδρομία στο Ναυτικό.  


Και πραγματικά μόλις ο Φίλιππος τελείωσε τις σπουδές κατετάγη στο βρετανικό ναυτικό. Στο μεταξύ όμως είχε ξεσπάσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Φίλιππος βρέθηκε να υπηρετεί  στο στόλο της Μεσογείου. Το πλοίο που υπηρετούσε, το θωρηκτό «Βάλιαντ» συμμετείχε στη ναυμαχία του Ματαπά στην οποία συνετρίβη ο ιταλικός στόλος. Ο Φίλιππος ήταν επικεφαλής του συστήματος προβολέων του θωρηκτού που αποκάλυπταν το ένα μετά το άλλο τα ιταλικά πλοία που προσπαθούσαν να διαφύγουν καλυπτόμενα από το σκοτάδι. Η εξαίρετη διαγωγή του στη ναυμαχία οδήγησε στην προαγωγή του σε Υποπλοίαρχο, ενώ και ο τότε Βασιλιάς των Ελλήνων Γεώργιος Β’ του απένειμε τον ελληνικό πολεμικό σταυρό. Όταν ο πόλεμος τελείωσε, το καλοκαίρι του 1945, χρονιά που η Ελισάβετ ήταν 19 ετών βρέθηκε στον Πύργο Μπάλμοραλ στη Σκωτία. Λίγες μέρες μετά την εκεί μετάβασή της βρέθηκε και ο Φίλιππος και φαίνεται ότι έκτοτε ξεκίνησε η σχέση που οδήγησε τελικώς στο γάμο τους.


Από το πανέμορφο άλσος εντός του οποίου βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Φιλίππου και Ελισάβετ



Στην τελετή γάμου ταξίδευσε για να παρευρεθεί η ελληνική βασιλική οικογένεια σχεδόν στο σύνολό της με επικεφαλής την Βασίλισσα Φρειδερίκη. Το ταξίδι αυτό πραγματοποιήθηκε από τον Πειραιά και συγκεκριμένα από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων όπου είχε καταπλεύσει το Αντιτορπιλικό ΚΑΝΑΡΗΣ για να μεταφέρει τη βασιλική οικογένεια δια θαλάσσης στην Αγγλία.  Το δώρο που η Φρειδερίκη θα προσέφερε στους μελλόνυμφους ήταν αντίγραφα δύο κυπέλλων που βρέθηκαν σε ανασκαφές το 1888 στη Σπάρτη και ανήκαν στον βασιλιά των Μυκηναίων Αμυκλών. 

Η Βασίλισσα Φρειδερίκη φιλά την μικρή πριγκίπισσα Σοφία λίγο πριν επιβιβαστεί στο Αντιτορπιλικό ΚΑΝΑΡΗΣ που αναχωρούσε από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων στον Πειραιά για το Ηνωμένο Βασίλειο.

Τα αυθεντικά κύπελα βρίσκονται εκτίθενται στην Μυκηναϊκή αίθουσα του Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών. Τα πιστά αντίγραφα κλείσθηκαν σε ένα κουτί πάνω στο οποίο είχε χαραχθεί η επιγραφή «Προς την Α.Β.Υ. τον Πρίγκιπα Φίλιππον της Ελλάδος και την Α.Β.Υ. την Πριγκίπισσαν Ελισάβετ επί τη ευκαιρία των γάμων των 20 Νοεμβρίου 1947. Εκ μέρους του Βασιλέως Παύλου και της Βασιλίσσης Φρειδερίκης των Ελλήνων».   

Το δώρο της Βασίλισσας Φρειδερίκης  προς τον Φίλιππο και την Ελισάβετ.  

(Πάνω) Διαμορφωμένος εξώστης με λουλουδοσκέπαστη οροφή
(Κάτω) Ένα ακόμα παλαιό παγκάκι που φέρει τη σήμανση Δ.Π. δηλαδή Δήμος Πειραιώς. Άγνωστος ο λόγος που παγκάκια Δ.Π. βρίσκονται σε όλη τη νότια Ελλάδα και ειδικά στην περιοχή της Μάνης.


Όμως αργότερα, συγκεκριμένα το 1956, καθώς υπήρχε δυσαρέσκεια για το χειρισμό του Κυπριακού ζητήματος εκ μέρους των Άγγλων και ειδικά ύστερα πλέον από την κατακραυγή σε όλη την Ελλάδα για την εκτέλεση των πρωτομαρτύρων της κυπριακής ελευθερίας Μιχαήλ Καραολή και Ανδρέα Δημητρίου αποφασίστηκε η μετονομασία της εκκλησίας αυτής. Την ίδια εποχή πραγματοποιούνταν μετονομασίες δρόμων και πλατειών που έφεραν αγγλικά ονόματα σε όλους του Δήμους της χώρας.

Δήμαρχος Νικαίας ήταν πλέον ο Νικόλαος Τουντουλίδης, που εισήγαγε στο Δημοτικό Συμβούλιο την απόφαση της μετονομασίας από ναό Αγίου Φιλίππου και Ελισάβετ σε ναό Αγίας Ειρήνης.

Μάλιστα ο Ταντουλίδης δέχθηκε επίθεση δια επιστολών σταλμένων από διάφορες περιοχές του Ηνωμένου Βασιλείου αλλά και από τη Νότια Αφρική. Πολλές από τις επιστολές περιείχαν αποκόμματα εφημερίδων με φωτογραφίες από την τελετή αφαίρεσης της πλάκας που ανέγραφε τα ονόματα. του βασιλικού ζεύγους. 


Μια από τις επιστολές αυτές ταχυδρομήθηκε με αποδέκτη τον Δήμαρχο Πειραιά πού ήταν ο Δ. Σαπουνάκης. Να σημειωθεί ότι η απόφαση για αφαίρεση της πλάκας με τα ονόματα είχε ληφθεί από το Δημοτικό Συμβούλιο Νικαίας στις 21 Νοεμβρίου 1955, ενώ η αφαίρεση πραγματοποιήθηκε στις 13 Μαΐου 1956.   

Όμως η αρχική ονομασία επικράτησε και διατηρείται μέχρι και σήμερα. 


"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"