Πειραιάς 2021 - Αφιέρωμα στα 200 χρόνια από την Επανάσταση


του Στέφανου Μίλεση


Μια από τις μεγαλύτερες πολεμικές επιχειρήσεις της ελληνικής επανάστασης διεξήχθη στην ευρύτερη περιφέρεια του Πειραιά με πρωταγωνιστές Ρουμελιώτες και Μωραΐτες, Νησιώτες και Κρητικούς, Σουλιώτες και Μεσολογγίτες, Ηπειρώτες και Φιλέλληνες.

Οι πολεμικές επιχειρήσεις στον Πειραιά ξεκίνησαν στις 24 Ιανουαρίου του 1827 και έληξαν στις 16 Μαΐου του ίδιου έτους, όταν οι Νικηταράς και Γενναίος Κολοκοτρώνης έριχναν τις τελευταίες τουφεκιές κατά την αποχώρησή τους από τη νησίδα της Σταλίδας, έξω από την Καστέλλα. Ουσιαστικά όμως η ταφόπλακα του συνόλου των επιχειρήσεων τέθηκε με το θάνατο του Γεωργίου Καραϊσκάκη στις 23 Απριλίου, ανήμερα της ονομαστικής του εορτής και της τρομερής ήττας που υπέστησαν οι Έλληνες κατά τη Μάχη του Ανάλατου. Δικαίως η ήττα του Ανάλατου χαρακτηρίστηκε ως "η μεγαλύτερη νίλα της επανάστασης",  αφού οι Έλληνες εντός δύο ωρών απώλεσαν τα πάντα!

Από τους 300 άνδρες του τακτικού μόνο 29 σώθηκαν, οι 240 αιχμάλωτοι αποκεφαλίστηκαν και τα σώματά τους ρίχθηκαν σε πηγάδια της σημερινής Νέας Σμύρνης, ενώ χάθηκαν μεγάλοι οπλαρχηγοί όπως ο Κώστας Τζαβέλας, Φώτος Φωτομάρας, Γιαννάκης Νοταράς, Μανουήλ Καλλέργης, Γιώργος Δράκος, Λάμπρος Βεΐκος, Γιώργος Τζαβέλας και 2 χιλιάδες ακόμα Έλληνες αγωνιστές.

Η κατάληξη των πειραϊκών επιχειρήσεων οδήγησε στην παράδοση του Κάστρου της Αθήνας (Ακρόπολης) ενώ η Ρούμελη προσκύνησε μη έχοντας άλλη αξιόλογη επαναστατική εστία στην περιφέρειά της. Μεγαλύτερη απώλεια όλων ο Γεώργιος Καραϊσκάκης για τον οποίο ο Σουρμελής έγραψε στη "Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος" ότι από τα στρατηγήματά του πέθαναν 14.000 Τούρκοι!

Τα χώματα του Πειραιά ποτίστηκαν από το αίμα της επανάστασης. Κάθε γωνιά, κάθε δρόμος είναι σίγουρο ότι κρύβει δεκάδες εκατοντάδες άγνωστες ιστορίες ανδρείας, προδοσίας, πίστης και απιστίας. Ίσως κάποτε και οι Πειραιώτες να μπορέσουν να μάθουν για το πώς μυστικά οι οπλαρχηγοί συνεδρίαζαν στη Σπηλιά της Καστέλλας (αρχαίο Σηράγγειον), το πώς ο Γενναίος Κολοκοτρώνης πολέμησε στη Σταλίδα ή για το πώς ο Καραϊσκάκης έστησε για μερικές νύχτες τη σκηνή του στην Ακτή του Δράκου, εκεί που σήμερα υπάρχει η Πλατεία Καραϊσκάκη.

Ίσως επίσης κάποτε μάθουν για τη σκηνή που είχε στήσει ο Βάσσος Μαυροβουνιώτης πίσω από το Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα στο ύψος της σημερινής Λεωφόρου "Ηρώων Πολυτεχνείου", για τις μάχες στον Παλαιόπυργο (στο Καστράκι Δραπετσώνας) αλλά και για τα φτυάρια και ξινάρια που περίμεναν να τους φέρουν στο Τουρκολίμανο (Φανάρι) που από 500 έγιναν 70.

Ίσως ακόμα να θελήσουν να μάθουν για το ποιοι ήταν οι "ταλλαρίσιοι" και τι ρόλο έπαιξαν στον Πειραιά ,αλλά και το πώς τα κιβώτια πυρομαχικών στα οποία είχαν στηρίξει τις ελπίδες τους οι μαχητές περιείχαν άκαυστο μπαρούτι.

Διότι αν τελικά τα μάθουν αυτά κι ακόμα περισσότερα, ίσως να καταλάβουν το ποιοι και γιατί ήθελαν τη χώρα μας να είναι μόνο η Πελοπόννησος και μερικά νησιά της.

Και αφού τα λογαριάσουν θα καταλάβουν γιατί ο Κόδριγκτον ο νικητής του Ναβαρίνου εκδιώχθηκε για πάντα ενώ ο Κόχραν ο υπεύθυνος της ήττας στον Πειραιά διορίσθηκε αρχιναύαρχος Δυτικών Ινδιών και Βορείου Αμερικής. Μακρύ το τεφτέρι της ανομίας τα χρόνια εκείνα που δεν διαφέρουν όμως διόλου από τα σημερινά. Τότε που λογάριαζαν να κουβαλήσουν όλο τον πληθυσμό του Μοριά στην Αίγυπτο και να την αποικίσουν με Σουδανέζους.

Λίγο πριν πεθάνει ο άγιος της δικής μας επανάστασης, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, αυτός ο αγνός ασκητής της ελευθερίας δακρύζοντας είπε: "Ήθελα νάχω όλο το Έθνος εδώ μπροστά μου, για να του πω το τι αξίζετε εσείς... Αυτό είναι που με κάνει να λυπάμαι" και με το εσείς εννοούσε τους απλούς πολεμιστές που έχυσαν καντάρια αίματος τη στιγμή που άλλοι πλούτιζαν κλείνοντας άνομες συμφωνίες με τους Τούρκους ή με τους λεγόμενους Φιλέλληνες σαν τους Κόχραν και Τσώρτς.

Δεν περιμέναμε φυσικά να συμπληρωθούν τα 200 χρόνια από την επανάσταση για να καταγράψουμε τα όσα συνέβησαν την εποχή εκείνη στον τόπο μας. Ακολουθούν αρκετές ιστορίες, που θα γίνουν ακόμα περισσότερες, ένα μικρό αφιέρωμα σε όσους πέθαναν για να απολαμβάνουμε εμείς σήμερα πατρίδα και πίστη.


Περί της απόβασης των Ελλήνων στη θέση Γωνίαν (1827)

























Άγιος Νικόλαος Κερατσινίου. Δια χειρός Γεωργίου Καραϊσκάκη
















Η διαφυγή των Νικηταρά και Γενναίου Κολοκοτρώνη από τη μικρή Σταλίδα (1827)



του Στέφανου Μίλεση

Μόλις 18 ημέρες είχαν περάσει από τότε που η Συνέλευση της Τροιζήνας όρισε τους δύο Βρετανούς, τον Λόρδο Κόχραν και τον Ρίτσαρντς Τσώρτς να αναλάβουν καθήκοντα αρχιναυάρχου και αρχιστρατήγου αντίστοιχα. Αυτοί παρά το μικρό διάστημα που είχε μεσολαβήσει κατάφεραν να μεταβάλλουν τη περίλαμπρη νίκη που είχε προετοιμάσει ο Καραϊσκάκης, στη μεγαλύτερη ήττα της Επανάστασης. Η διεύθυνση των μαχών πάνω από τα πλοία χωρίς τη φυσική τους παρουσία στο πεδίο, όπως και η τακτική τους να μην εμφανίζονται στους άνδρες για να τους εμπνεύσουν, ήταν ενέργεια ανεξήγητη για τους Έλληνες που είχαν μάθει να πολεμούν έχοντας μπροστάρηδες τους καπετάνιους τους. 

Ακόμα, η λανθασμένη επιλογή της κατά μέτωπο επίθεσης (κατά το σύστημα διεξαγωγής Ευρωπαϊκών πολέμων) από τους Τρεις Πύργους του Παλαιού Φαλήρου απευθείας στην Ακρόπολη (από τη δεξιά πλευρά της σημερινής Λεωφόρου Συγγρού) υπήρξε καταστροφική. Η άρνηση ανοίγματος δευτέρου μετώπου επίθεσης από την πλευρά του Ελαιώνα, που ο Καραϊσκάκης όταν ζούσε πεισματικά επέμενε, έβαλαν ταφόπλακα στον ελληνικό αγώνα στη Ρούμελη, καθώς η ήττα του Ανάλατου οδήγησε αργότερα τους Έλληνες της Ακρόπολης στη συνθηκολόγηση. 

Ανάμεσα όμως στην ήττα και στη συνθηκολόγηση μεσολάβησε ένας ολόκληρος μήνας όπου 8 χιλιάδες Έλληνες είχαν καταντήσει σκιά του εαυτού τους. Δεν θύμιζαν σε τίποτα τους ανδρειωμένους μαχητές που λίγο καιρό πριν αφάνιζαν τα στρατεύματα του Ρεσίτ Πασά (Κιουταχή) στις μάχες του Παλαιόπυργου (Καστράκι Δραπετσώνας), στο Μετόχι του Κερατσινίου και στο Λόφο της Καστέλλας. 

Οι Κόχραν και Τσώρτς συνέχιζαν και μετά την ήττα την ίδια απαράδεκτη στρατηγική τους. Ενώ οι Έλληνες δέσποζαν με τα πλοία τους στη θάλασσα, δεν επέτρεπαν την τροφοδοσία των ανδρών οι οποίοι κοιτούσαν πώς να αποχωρήσουν και να επιστρέψουν σπίτια τους. Έχουμε άλλωστε περιγράψει αναλυτικά την κατάσταση που επικρατούσε σε παλαιότερο άρθρο. 

Ένα μήνα μετά την κατάληψη του Μοναστηριού του Αγίου Σπυρίδωνα, στις 16 Μαΐου οι αποκαρδιωμένοι Έλληνες παίρνουν την απόφαση πως δεν υπήρχε πια λόγος να παραμένουν άλλο στον Πειραιά και αποφασίζουν να φύγουν. Αφήνουν τον απόρθητο λόφο της Καστέλλας, που οι Τούρκοι πολλές φορές είχαν προσπαθήσει να καταλάβουν ανεπιτυχώς, εγκαταλείπουν το Καστρομοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα, διαλύουν το στρατόπεδο του Κερατσινίου και αρχίζουν να ψάχνουν για βάρκες που θα τους μεταφέρουν στα πλοία που ναυλοχούν στα ανοικτά, σε απόσταση που δεν τα πιάνει τουρκικό βόλι. Αυτό το θλιβερό φευγιό από τόπους που είχαν καθαγιαστεί από ελληνικό αίμα για να κατακτηθούν, έγινε ασυλόγιστα και απείθαρχα. 

Τα μεγάλα κανόνια τα έθαβαν στη γη ή τα έριχναν σε πηγάδια. Μικρές βάρκες αναχωρούσαν από το Πασαλιμάνι, το Τουρκολίμανο και τις ακτές της Καστέλλας υπερφορτωμένες από τους άνδρες που βιάζονταν να φύγουν χωρίς λόγο. Η επιβίβαση από το Πασαλιμάνι δεν φαινόταν να παρουσιάζει πρόβλημα. Στις άλλες δύο ακτές όμως οι Τούρκοι παραφυλούσαν και κάποια στιγμή βρήκαν την ευκαιρία να ριχτούν στα μπουλούκια που σχημάτιζαν οι Έλληνες περιμένοντας να επιβιβαστούν.  

Οι μόνοι που κατάφεραν να σταθούν για να πολεμήσουν ήταν ο Νικηταράς με τον Γενναίο Κολοκοτρώνη γιο του Γέρου του Μωριά. Άπλωσαν τα λάβαρά τους κατά μήκος της ακτής για να δείχνουν την αίσθηση του οργανωμένου τμήματος και άρχισαν να καλύπτουν την οπισθοχώρηση των άλλων. 

Τότε οι βάρκες για να κερδίσουν χρόνο αντί να μεταφέρουν τους άνδρες στα πλοία που ναυλοχούσαν στα ανοιχτά, τους έβγαζαν στο νησάκι της Σταλίδας. Τελευταίοι όλων οι Νικηταράς και Γενναίος Κολοκοτρώνης μπήκαν κι αυτοί στις βάρκες και περάσανε στη Σταλίδα

Από εκεί προσπαθούσαν να κρατήσουν τους Τούρκους μέχρι οι βάρκες να φτάσουν τους άνδρες στην προσωρινή ασφάλεια της μικρής νησίδας, της Σταλίδας, που το όνομά της προσδιόριζε και το μέγεθός της. Είναι δύσκολο σήμερα να φανταστούμε σε πόσους άνδρες θα μπορούσε να προσφέρει σωτηρία η Σταλίδα. Από την ακτή οι Τούρκοι έχουν αναπτυχθεί κατά μήκος της ακτής, από κοντά κι ο Κιουταχής που ύστερα από τον Καραϊσκάκη ήθελε να καθαρίσει και με τους Νικηταρά και τον γιο του Κολοκοτρώνη. Το ντουφέκι πέφτει ασταμάτητα και οι ελληνικές βάρκες δεν τολμάνε πια να πλησιάσουν τη νησίδα. Είναι καθαρή αποκοτιά, όμως πάνω στη Στυλίδα υπάρχουν ακόμα άνδρες. Ξεπροβάλει μια βάρκα που την κουμαντάρει ο ηρωικός ψαριανός κανονιέρης ο Θοδωρής Ματιός. Ήταν εκείνος που δούλευε το ένα από τα οκτώ κανόνια του λόφου της Καστέλλας. Όταν έριχνε ήταν αδύνατον να μη βρει το στόχο του. Οι Τούρκοι τον έτρεμαν για το σημάδι του. Κάθε φόρα που βροντούσε οι Έλληνες της Καστέλλας έλεγαν αναμεταξύ τους «ο γέρος ωρέ, βαράει!» καθώς ήταν λίγο μεγαλύτερος στην ηλικία από τους άλλους.

Αυτός ο θρυλικός ψαριανός είναι τώρα που κουμαντάρει τη μια και μοναδική βάρκα που πάει κι έρχεται, κουβαλώντας Έλληνες από τη Σταλίδα στα πλοία. Λίγους κάθε φορά στο τέλος καταφέρνει και τους παίρνει όλους. Οι Νικηταράς και Γενναίος ήταν που έφυγαν τελευταίοι από τη νησίδα ντουφεκίζοντας ακατάπαυστα. Αυτές ήταν και οι τελευταίες ντουφεκιές που έπεσαν σε πειραϊκό έδαφος. 

Το ημερολόγιο έδειχνε 16 Μαΐου 1827, και είχαν περάσει τέσσερις περίπου μήνες από την εποχή που ο Γκόρντον αποβιβάστηκε στη θέση «Γωνίαν» στην Καστέλλα (24 προς 25 Ιανουαρίου) και κατέλαβε το λόφο. Όπως γράφει και ο Φωτιάδης τα ταμπούρια της Καστέλλας, το στρατόπεδο του Κερατσινίου, το Μετόχι, ο Παλαιόπυργος, το Καστρομοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα που με τόσο αγώνα είχαν κατακτηθεί, σκόρπισαν σαν τα φύλλα που τα φυσάει ο άνεμος. Κι όταν η τελευταία βάρκα με τον Θοδωρή Ματιό απομακρυνόταν από τη Σταλίδα έχοντας ως επιβάτες τους Νικηταρά και Γενναίο κλαίγανε για το κατάντημα μέχρι και τα βράχια της Καστέλλας…

Όταν το 1855 ο ζωγράφος Θεόδωρος Βρυζάκης φιλοτεχνούσε το έργο του το στρατόπεδο των Ελλήνων στην Καστέλλα συμπεριέλαβε όλες τις θρυλικές μορφές της περιόδου εκείνης. Συνεπώς δεν θα μπορούσε να ξεχάσει και τον θρυλικό ψαριανό Θοδωρή Ματιό που στέκεται πίσω από τους πρωταγωνιστές έτοιμος να γεμίσει το κανόνι του.


Πηγές:

Γενναίου Κολοκοτρώνη «Απομνημονεύματα», Αθήνα 1955

Δημητρίου Φωτιάδη «Καραϊσκάκης», Εταιρία Λογοτεχνικών Εκδόσεων, 1957  


Διαβάστε επίσης:

Οι συνέπειες της ήττας του Ανάλατου και της απώλειας του Γεωργίου Καραϊσκάκη.


  

Από τον Pietro Casamia στον Καζαμία της ελληνικής πρωτοχρονιάς

 

του Στέφανου Μίλεση

Για τον Pietro Casamia οι Ιταλοί αναφέρουν ότι ήταν Βενετός αστρονόμος που έζησε το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, χωρίς όμως να διαθέτουν περισσότερα βιογραφικά του στοιχεία. Άφησε πίσω του βιβλία που μέχρι σήμερα συνεχίζουν να πωλούνται και είναι ανάρπαστα. Η εποχή που έζησε χαρακτηρίζεται από την ανθρώπινη πίστη στην αξία της έρευνας. Την περίοδο εκείνη οι άνθρωποι άρχισαν να ανακαλύπτουν την δύναμη της γνώσης και την αξία του ανθρώπινου νου.

Όμως συχνά η γνώση και η ανακάλυψη συγχεόταν με τη μαγεία και την μαντική. Λαμπρό πεδίο τέτοιου ανακατέματος υπήρξε η παρατήρηση των φαινομένων του έναστρου ουρανού για την πρόβλεψη των φυσικών γεγονότων που πίστευαν ότι επηρεάζουν τους ανθρώπους και καθορίζουν τις δράσεις τους. Συνεπώς αφού τα εγκόσμια γεγονότα φυσικά ή ανθρώπινα καθορίζονταν από τις κινήσεις των πλανητών και των αστέρων, θα μπορούσαν να προβλεφθούν και να αποφευχθούν. Πάνω σε αυτή τη βάση κινήθηκε και ο  Pietro Casamia ο οποίος άλλων ήταν και "Καμπαλιστής" γνώστης δηλαδή της απόκρυφης παράδοσης των Εβραίων με μυστικιστικό χαρακτήρα. Η αστρολογία περιλαμβάνει άλλωστε πολλά καμπαλιστικά στοιχεία η οποία μεταξύ πολλών άλλων υποστηρίζει την ύπαρξη επτά ουρανών. Ο Casamia κατείχε επίσης το προνόμιο να χειρίζεται εύκολα τους αριθμούς. Κατεύθυνε τις αστρονομικές, μαθηματικές και φυσικές γνώσεις του προς αυτό τον σκοπό. Έγραψε βιβλία για τις μεθόδους πρόβλεψης, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και βιβλίο για τον υπολογισμό πρόβλεψης εμφάνισης αριθμών που βρίσκει την εφαρμογή του στο γνωστό παιχνίδι Lotto στο οποίο μέχρι σήμερα οι παίχτες καλούνται να βρουν την τύχη τους.

Ο Pietro Casamia υπήρξε διάσημος Αστρονόμος, φυσικός αλλά και γνωστός Καμπαλιστής


Ο Pietro Casamia με τις παρατηρήσεις του έγινε διάσημος και οι μέθοδοί του υποτίθεται ότι συνεχίστηκαν από άλλους ύστερα από τον θάνατό του. Οι προβλέψεις του Casamia δημοσιεύονταν σε βιβλίο προς το τέλος μιας χρονιάς που έφερε ως τίτλο το όνομά του, εμπεριέχοντας προβλέψεις για το επόμενο έτος. Κάπως έτσι γεννήθηκαν οι ετήσιες εκδόσεις του Pietro Casamia που έφεραν ως τίτλο το όνομά του και τη χρονιά για την οποία αναφέρονταν οι προβλέψεις.

Οι προβλέψεις του διάσημου Casamia έφτασαν στην Ελλάδα αφήνοντας πίσω το ιταλικό όνομά του και με ελληνοποιημένο πλέον επώνυμο έγινε ο γνωστός Καζαμίας που όλοι γνωρίζουμε. Στην Ελλάδα έγινε αγαπητό ανάγνωσμα στην Πάτρα όπου έφτανε από Ιταλία μέσω του λιμανιού στην αυθεντική του μορφή (ιταλική) κατά τον 19ο αιώνα. Το 1860 περίπου εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά από τον Μαυρομμάτη για αυτό έγινε και γνωστός ως ο Καζαμίας του Μαυρομμάτη. Ο Καζαμίας του δημοσιευόταν στα φύλλα της εφημερίδας που εξέδιδε. Σε αυτήν ο Καζαμίας εμφανίστηκε για πρώτη φορά να φέρει στο κεφάλι ψηλό κωνικό σκούφο πάνω στο οποίο αργότερα θα προστεθούν άστρα και πλανήτες. Έφερε άσπρη γενειάδα ενώ παρατηρούσε τον ουρανό με ένα τηλεσκόπιο. Η έμπνευση του Μαυρομμάτη έμεινε να χαρακτηρίζει για πάντα τον Έλληνα Καζαμία που με τα χρόνια και τις αλλαγές βρέθηκε ενδεδυμένος με αυτή τη μορφή. 

Ο διάσημος Casamia για τη χρονιά του 1857

Μερικά μόλις χρόνια αργότερα, ξανά στην Πάτρα, τα καταστήματα του Βασιλείου Σεκοπούλου πωλούσαν Καζαμίες με μορφή βιβλίου. Δεν άργησαν τα βιβλία Καζαμίες να εκδίδονται σε πολλές ελληνικές πόλεις.  

Από τη στιγμή που οι εκδότες ήταν περισσότεροι του ενός, άρχισε ο ανταγωνισμός ως προς το περιεχόμενο. Το εξώφυλλο πληροφορούσε τους αναγνώστες ότι θα διάβαζαν για κάποιο χειρόγραφο ενός μοναχού που βρέθηκε και που δήθεν εμπεριείχε προφητείες για την χρονιά που ερχόταν. Γνωστός ο Καζαμίας του Κορομηλά, του Νικολαΐδη, του Τερζόπουλου, του Σαλιβέρου και πολλών άλλων. Οι Καζαμίες έγιναν ανάρπαστοι και στην Ελλάδα καθώς οι προλήψεις και οι λαογραφικές μας παραδόσεις ήταν πλούσιες από γοργόνες, νεράιδες, στοιχειά, καλικαντζάρους, ρόδια και τυχερά πέταλα. Λαογραφία, μυθολογικά στοιχεία, προφητείες, άστρα και οράματα άφηναν τεράστια περιθώρια στους εκδότες των Καζαμιών να οργιάσουν. Ιστορίες προφητειών και προλήψεων παρουσιάζονταν ανάμεσα στους πίνακες των κινητών και ακινήτων εορτών, των φάσεων της σελήνης και των εκλείψεων του ηλίου. Συνυπήρχαν δηλαδή με αποδεδειγμένες μαθηματικές και αστρονομικές παρατηρήσεις με αποτέλεσμα να εμφανίζουν το παράδοξο ως επιστημονικό!



Τα ζώδια φυσικά είχαν την τιμητική τους, η ανάγνωση των οποίων ήταν ικανή να προκαλέσει αλλαγή στη ζωή των ανθρώπων καθώς θα ήταν σε θέση πλέον να γνωρίζουν τα μελλούμενα και να τα αποφύγουν. Ένα μέρος των Καζαμιών ήταν σταθερό (άστρα, ημερολόγια, εορτές, μηνιαίες προβλέψεις) κι ένα άλλο ήταν μεταβαλλόμενο. Στο δεύτερο εκείνο μέρος τους το περιεχόμενο μεταβαλλόταν ανάλογα με την «κλίση» του εκδότη. Μπορούσαν να περιλαμβάνουν μικρά διηγήματα, περιγραφές από μακρινά ταξίδια, παρασκευή ιατρικών σκευασμάτων, συνταγές και φυσικά τις απαραίτητες διαφημίσεις. ΟΙ Καζαμίες άλλοτε ήταν θεματικοί κι άλλοτε τοπικοί. Στους θεματικούς ξεχωρίζει ο Καζαμίας του Γεωργίου Σουρή του 1890 που έφερε τίτλο «ΤΟΥ ΡΩΜΗΟΥ Ο ΚΑΖΑΜΙΑΣ, ΜΕ ΜΙΚΡΑΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ». Στους τοπικούς ξεχώριζε ο Καζαμίας του Τριανταφύλλου που ήταν ανάρπαστος στη Θεσσαλονίκη.



Στον Πειραιά οι Καζαμίες είχαν την τιμητική τους παραμονές πρωτοχρονιάς καθώς πωλούνταν στα διάφορα καρότσια που εμφανίζονταν κατά μήκος της Λεωφόρου Βασιλέως Γεωργίου Α’, έξω από το ταχυδρομείο και πέριξ της Αγίας Τριάδας όπως επίσης στον σταθμό του «Ηλεκτρικού». Οι υπαίθριοι πωλητές συνδύαζαν την πώλησή τους με ρόδια, πρωτοχρονιάτικα γούρια αλλά και τους γνωστούς μποναμάδες (μπουναμάδες για τους παλαιότερους). Τότε που ακόμα κυριαρχούσε στους δρόμους ο ήχος από τα κάλαντα και οι άνθρωποι έβγαιναν στους δρόμους για τις αγορές τις τελευταίας στιγμής. Μαζί με τα ρόδια για την καλή τύχη, αγόραζαν από τους πάγκους τα χειροποίητα παιχνίδια για να τα προσφέρουν στα παιδιά τους. Αν μάλιστα τα είχαν μαζί τους, οι πιτσιρικάδες με γουρλωμένα τα μάτια τους, παρακολουθούσαν μαγεμένοι το χέρι του πατέρα τους, ποιο παιχνίδι θα πιάσει από το καρότσι. Άλλωστε και ο ίδιος ο όρος του "μποναμά", από το χέρι, αντλεί τη γέννησή του. Μποναμάς στα ιταλικά είναι bona mano, καλό χέρι δηλαδή, μεταφέρθηκε στην ελληνική πραγματικότητα ως το χέρι του γονιού που αγόραζε το παιχνίδι του καροτσιού. Στην επιστροφή μια στάση για τον παραδοσιακό Καζαμία αποτελούσε μέρος του εθίμου της Πρωτοχρονιάς. 

Κατασκευή μποναμάδων από μαθητές της Παπαστρατείου Σχολής

Σήμερα η αγορά του βιβλίου με το παράξενο εξώφυλλο με τα πολλά αστεράκια, το τηλεσκόπιο και τον άνθρωπο με τον σκούφο δεν έχει χαθεί αλλά έχει περιοριστεί και κάποιος προβαίνει στην αγορά του με μοναδικό σκοπό την αναπόληση των παιδικών του χρόνων ή απλώς από περιέργεια. Κλείνοντας το μικρό αφιέρωμα δεν μπορώ να μη θυμηθώ το σπίτι της γιαγιάς στην Φρεαττύδα όπου δίπλα στο παλιό μαύρο τηλέφωνο από βακελίτη υπήρχαν στοιβαγμένοι Καζαμίες διαφόρων ετών. Πάντα η ανάγνωσή τους μου προκαλούσε το ενδιαφέρον παρά του ότι οι χρονιές είχαν παρέλθει, τα μελλούμενα που υπόσχονταν ποτέ δεν συνέβησαν και οι ελπίδες των ανθρώπων όπως και οι ανάγκες τους παρέμεναν ανικανοποίητες.


Διαβάστε επίσης:

Οι μποναμάδες της Πρωτοχρονιάς

 

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"