Ιστορικό χιονοπτώσεων στον Πειραιά

15 Φεβρουαρίου 1934 - Το Πασαλιμάνι και άλλοι δρόμοι του Πειραιά φωτογραφίζονται όχι μόνο για να απαθανατίσουν την χιονισμένη παραλία αλλά και την ερημιά του τοπίου. 

 

του Στέφανου Μίλεση

Ο μεγαλύτερος αριθμός χιονισμένων ημερών στον Πειραιά εμφανίζεται πάντα κατά τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο. Μόνο στις 15 Μαρτίου του 1880 συνέβη ο Πειραιάς να σκεπαστεί από χιόνι και η θερμοκρασία να φτάσει στους 6.9 βαθμούς υπό το μηδέν! 

Το 1850 ο Πειραιάς όπως θα δούμε παρέμεινε σκεπασμένος από χιόνι επί 11 ημέρες ενώ το 1864 παρέμεινε επί 14 ημέρες, φαινόμενο εξαιρετικά σπάνιο, διότι ο Πειραιάς όταν συμβαίνει να καλυφθεί από χιόνι η διάρκεια κάλυψης δεν υπερβαίνει συνήθως τις δύο με τρεις ημέρες. 

Για αυτό και θα αναφέρουμε χιονοπτώσεις με μεγάλη διάρκεια που αποτέλεσαν μετεωρολογικά ορόσημα στον Πειραιά. Χαρακτηριστικό γνώρισμα αποτελεί το γεγονός ότι οι περισσότερες χιονοπτώσεις συνέβησαν σε χρονιές που συνέβαιναν ιστορικά γεγονότα στον Πειραιά όπως αποκλεισμοί, βομβαρδισμοί κλπ. Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικές χρονιές έντονων χιονοπτώσεων. 

Η χιονόπτωση του 1850 (Ο Χειμώνας του Παρκέρη).

Ο αποκλεισμός του Πειραιά από τον αγγλικό στόλο του ναυάρχου Πάρκερ ξεκινά το απόγευμα της 12ης Ιανουαρίου και ο λαός του Πειραιά σύντομα καταδικάζεται στην πείνα.

Η προσέγγιση οποιουδήποτε πλοίου καθίσταται αδύνατη καθώς ο αγγλικός στόλος έχει αναπτυχθεί έξω από το λιμάνι του Πειραιά όπως έχει συμβεί άλλωστε και με τα υπόλοιπα λιμάνια της Ελλάδας. Τα πλοία που επιχειρούσαν να εισέλθουν το λιμάνι του Πειραιά κατάσχονταν και οδηγούνταν από τους Άγγλους στη Σαλαμίνα. Τα μέτρα του αποκλεισμού δημιουργούν απότομη άνοδο των τιμών των προϊόντων και η τιμή του άρτου διπλασιάζεται. Από τον Ιανουάριο του ίδιου χρόνου μέχρι το Μάρτιο η θερμοκρασία στην πόλη δείχνει σταθερά επτά βαθμούς ενώ χιόνια καλύπτουν την Ελλάδα. Ο Πειραιάς όλο τον Φεβρουάριο δέχεται χιονοπτώσεις που δεν λέει να υποχωρήσουν. Η τροφοδοσία κάρβουνου έχει διακοπεί και ο δοκιμαζόμενος λαός δεν έχει τρόπο να θερμανθεί. Ο Πειραιάς την εποχή εκείνη (απογραφή 1851), αριθμούσε 5.247 κατοίκους, η Αθήνα 24.754 κατοίκους, ενώ ο νομός Αττικής 87.962 κατοίκους. Όλος ο πληθυσμός της Ελλάδας έφτανε τότε στους 998.226 κατοίκους. Ο Χειμώνας εκείνος του 1850 ήταν τόσο δύσκολος που έμεινε για πάντα χαραγμένος στην ιστορία της πόλης ως ο «Χειμώνας του Παρκέρη».

 

16 Φεβρουαρίου 1925

Πρωτοφανής χιονόπτωση καλύπτει τον Πειραιά. Όλος ο κόσμος βγαίνει κυρίως στο Πασαλιμάνι για χιονοπόλεμο. Σύμφωνα με την έκφραση της εποχής ο κόσμος εξήλθε για «να παίξει χιονιές!». Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στις μέρες μας που προκαλείται έντονη ανησυχία με την εμφάνιση έστω και μερικών νιφάδων, στην δεκαετία του 1920 οι άνθρωποι χαίρονται με την εμφάνιση του χιονιού και βγαίνουν να παίξουν χιονοπόλεμο σε πλατείες και δρόμους σαν μικρά παιδιά. Γλύπτες και διάφοροι καλλιτέχνες εμφανίζονται στους δρόμους για να φιλοτεχνήσουν προτομές και διάφορα αγάλματα από χιόνι.  

Χιονοπόλεμος στον Πειραιά το 1925. Η παρότρυνση "πάμε να παίξουμε χιονιές" οδηγούσε τελικώς σε τραυματισμούς και σε συνωστισμό στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών 


Συνέβαινε πολλές φορές ο χιονοπόλεμος να ξεπερνά τα επιτρεπτά όρια και να προκαλεί την επέμβαση της αστυνομίας.
(Φεβρουάριος 1925)

Οι Πυροσβέστες με χρήση αντλίας διαλύουν τον πάγο από τους δρόμους! Καταλαβαίνουμε τι θα συνέβαινε όταν αυτό με τη σειρά του πάγωνε...
(Φεβρουάριος 1925)

Ο γλύπτης Γεωργαντής φιλοτεχνεί με χιόνι τις προτομές του Μουσολίνι και του Κονδύλη 

15 Φεβρουαρίου του 1934

Αντίθετα με τις αντιδράσεις των κατοίκων του 1925, το 1934 η χιονόπτωση που συνέβη προκάλεσε την ερήμωση της πόλης. Ίσως σε αυτό να συνετέλεσε το γεγονός ότι η θερμοκρασία έφτασε κοντά στους -8 βαθμούς! (Ο μετεωρολογικός σταθμός Ζαππείου είχε μετρήσει 7 υπό το μηδέν). Σημειώθηκε ρεκόρ χαμηλής θερμοκρασίας σε Αθήνα και Πειραιά ξεπερνώντας ακόμα και το 6 υπό του μηδενός της 15ης Μαρτίου του 1880.

 Ελάχιστοι βγήκαν από τα σπίτια τους και η πόλη είχε την όψη απόλυτης ερημιάς. Πολλές στέγες σπιτιών ράγισαν από το βάρος του χιονιού. Δέκα οικίσκοι στην Δραπετσώνα κατέρρευσαν. Μόνο νεαρά στην ηλικία άτομα έκαναν την εμφάνισή τους με μοναδικό σκοπό τον χιονοπόλεμο. Έξω από τον Σκαραμαγκά δέκα αυτοκίνητα και λεωφορεία γεμάτα κόσμο εγκλωβίστηκαν και απεγκλωβίστηκαν από αυτοκίνητα της εφημερίδας «Ακρόπολης» που ενημερώθηκε τηλεφωνικά. Για πρώτη φορά τόσο συστηματικά δημοσιεύονται άρθρα στις εφημερίδες που αφορούν στην κίνηση των αυτοκινήτων κατά την διάρκεια χιονόπτωση και φέρουν χαρακτηριστικούς τίτλους όπως «τα βάσανα των σωφέρ». Το Πασαλιμάνι και άλλοι δρόμοι του Πειραιά φωτογραφίζονται όχι μόνο για να απαθανατίσουν την χιονισμένη παραλία αλλά και την ερημιά των δρόμων.  

Το Πασαλιμάνι το 1934 χωρίς φυσικά το ρολόι του που δεν έχει ακόμα τοποθετηθεί στο σημείο. 

Για πρώτη φορά τόσο συστηματικά δημοσιεύονται άρθρα στις εφημερίδες που αφορούν στην κίνηση των αυτοκινήτων κατά την διάρκεια χιονόπτωση και φέρουν χαρακτηριστικούς τίτλους όπως «τα βάσανα των σωφέρ»


Ο τρομερός χιονιάς μετά τον "συμμαχικό" βομβαρδισμό του 1944

Τις ημέρες που ακολούθησαν μετά τον καταστροφικό βομβαρδισμό του Πειραιά από τους «Συμμάχους» Άγγλους και Αμερικανούς, σφοδρό κρύο με έντονη χιονόπτωση κάλυψε τον Πειραιά. Στις 12 και 13 Ιανουαρίου το κρύο ήταν πρωτόγνωρο προκαλώντας τις διαρκείς εκκλήσεις των Δημάρχων Πειραιά και Αθηνών για να ανοίξουν οι Αθηναίοι τα σπίτια τους και να στεγαστούν εντός αυτών πειραϊκές βομβόπληκτες οικογένειες. Στις 18 Ιανουαρίου το χιόνι έχει στρωθεί σε όλη την πόλη. 

Διαβάζουμε στις εφημερίδες «Το ανείπωτο δράμα του Πειραιώς γίνεται δραματικότερο με το χιόνι που στρώνεται. Χιλιάδες οικογένειες σέρνονται στους δρόμους με τα μπογαλάκια τους άστεγοι. Χιλιάδες οικογένειες μένουν σε σχολεία, στις εκκλησίες και σε υγρές αποθήκες. Σας ζητούμε» γράφει η σχετική ανακοίνωση «να βγείτε μόνοι σας στα σχολεία, στις εκκλησίες, στους δρόμους, να τους πάρετε κοντά σας, να τους σώσετε». 

Οι περισσότεροι βομβόπληκτοι Πειραιώτες είχαν καταφύγει στους υπόγειους σταθμούς του σιδηροδρόμου και ειδικά της Ομονοίας ενώ χαρακτηριστική είναι η σκηνή όπου τα παιδιά για να προφυλαχθούν από το κρύο έχουν ανέβει στην Πλατεία της Ομονοίας και κάθονται πάνω στις σχάρες εξαερισμού του υπόγειου σιδηροδρόμου από όπου εξερχόταν ζεστός αέρας, συνήθεια που εφαρμοζόταν ήδη από το Χειμώνα του 1941 - 42.


Πάντα τον Φεβρουάριο!

Χιονοπτώσεις πολλές φορές κάλυψαν κατά τη νεότερη εποχή τον Πειραιά σχεδόν πάντα κατά τον μήνα Φεβρουάριο (1965, 1987, 2004, 2008). Τα τελευταία χρόνια τα κινητά τηλέφωνα επιτρέπουν πλέον την απαθανάτιση σκηνών με ευκολία. Οι φωτογραφίες είναι από το 2008.








Ακούστε τη σχετική συνέντευξη στο Κανάλι Ένα (90,4)

Ο αγωνιστής της επανάστασης Γιαννακός Τζελέπης

 



του Στέφανου Μίλεση

Ο Ιωάννης Τζελέπης (Γιαννακός) με καταγωγή από το Πήλιο της τότε «Θετταλομαγνησίας» ήταν ένας γενναίος πολεμιστής της επανάστασης που το 1827 συμμετείχε σε όλες τις Μάχες που διεξήχθησαν στην ευρύτερη περιφέρεια του Πειραιά (Λόφου Καστέλλας, Αγίου Σπυρίδωνα, Μάχη Κερατσινίου και τελικά στη Μάχη του Ανάλατου (Φαλήρου)). 

Ηττημένοι οι Έλληνες την 24η Απριλίου του 1827, διέφευγαν τρέχοντας προς τη θάλασσα για να σωθούν από το τουρκικό μαχαίρι της εκδίκησης κάτω από αντίξοες συνθήκες. Στοιβάζονταν ζωντανοί και τραυματίες ο ένας πάνω στον άλλο, μέσα σε μικρές βάρκες διαφυγής, είτε από την ακτή του Φαλήρου, είτε από την ερημική παραλία του Πειραιά. Πολλοί ακόμα έπεφταν στη θάλασσα για να σωθούν όπως ο Φιλανδός Φιλέλληνας Αύγουστος Μύρμπεργκ που από το ύψος του λιμανιού του Φαναριού (σημερινό Μικρολίμανο) έπεσε στον νερό μη βρίσκοντας άλλο τρόπο διαφυγής. Άριστος κολυμβητής καθώς ήταν, διένυσε από θαλάσσης μια τεράστια απόσταση και κατάφερε να φτάσει σε ελληνικά πλοία που βρίσκονταν στο στενό μεταξύ Πειραιώς και Σαλαμίνας. 


Οι στοιβαγμένοι στις βάρκες πετούσαν στη θάλασσα τον οπλισμό τους για να μπορέσει η βάρκα να επιπλεύσει από το υπερβολικό φόρτωμα. 

Γράφει ο Μακρυγιάννης στα «Απομνημονεύματα» για τις δραματικές εκείνες στιγμές: «Στάθη ο Νικήτας έξω κι ο Γενναιός κ’ εγώ με την αράδα και βαρκαρίσαμεν τους ανθρώπους. Μπαίνουν μέσα εις την φελούκα πολλοί, βούλιαγε μ΄ όλους τους ανθρώπους». 


Ανάμεσα σε όσους γλύτωσαν τη σφαγή και διέφυγαν με αυτό τον τρόπο ήταν και ο Γιαννακός Τζελέπης! Πολλοί από τους αγωνιστές αυτούς, νιώθοντας πίκρα και συνάμα ντροπή για τις συνθήκες της φυγής τους, υπόσχονταν στον εαυτό τους ότι κάποτε θα επιστρέψουν. Ο πρώτος εξ αυτών που τήρησε την υπόσχεσή του ήταν ο Τζελέπης. Επέστρεψε μόλις δύο χρόνια αργότερα, το 1829 και οικοδόμησε το σπίτι του στην έρημη ακτή ακόμα, στο ίδιο σημείο από το οποίο λίγο καιρό πριν είχε επιβιβαστεί σε μια βάρκα για να γλυτώσει. 

Μεταγενέστερα η ακτή που θα εγκατασταθεί θα λάβει το όνομά του και θα μείνει μέχρι σήμερα γνωστή ως Ακτή Τζελέπη. Κάτω από το σπίτι του εγκατέστησε ένα καφενείο το οποίο ήταν και καφενείο - ταβέρνα, από το οποίο περνούσαν τότε οι διερχόμενοι από το λιμάνι του Πειραιά ταξιδιώτες, αλλά και Αθηναίοι που κατέβαιναν τακτικά για να επιβλέψουν τις παράλιες περιουσίες τους και να φροντίσουν τα μποστάνια που πολλοί από αυτούς διατηρούσαν στον έρημο ακόμα Πειραιά. Στο πάνω μέρος, εκεί που ήταν το σπίτι του, υπήρχαν κάποια δωμάτια κενά, τα οποία ο Τζελέπης διέθετε αντί αμοιβής για διανυκτέρευση ταξιδιωτών. 

Ο ίδιος, ήταν πολύ υπερήφανος τόσο για τη συμμετοχή του στις μάχες, όσο και για το γεγονός ότι  έκτισε το πρώτο σπίτι όταν ο Πειραιάς ήταν ακόμα έρημος. Για το λόγο αυτό παρήγγειλε σε κάποιον ποιητή, που τότε σύχναζε στο καφενείο του, να του χαράξουν στον τάφο του ένα επιτύμβιο. Έτσι πραγματικά κι έγινε και όταν πέθανε ο Τζελέπης, θάφτηκε στο πρώτο κοιμητήριο της πόλης στον Άγιο Διονύσιο, πάνω στο μνήμα του χαράχθηκε το κάτωθι επιτύμβιο, που προφανώς είχε περιέλθει εις γνώση του Τζελέπη όσο ζούσε κι είχε εγκρίνει τη χάραξη στο μνήμα του.

«Εδώ εις τούτον, άνθρωπε, τον τάφον όπου βλέπεις,

Κοιμάται, αναπαύεται ο Γιαννακός Τζελέπης.

Αφήσας την πατρίδα του, Θετταλομαγνησίαν, με σπάθην ωπλίσθη

Κι εις της επαναστάσεως την ζάλην την αγρίαν ενδόξως ηγωνίσθη.

Κι αυτός εις του Πειραιώς την γην οικοδομήσας πρώτος οικίαν εκλεκτήν,

Και μετά της συζύγου του ένδεκα χρόνου ζήσας διέπρεπεν εις αρετήν.

Το ποίημα αυτό αποδίδεται ότι το έγραψε ο Γεώργιος Παράσχος, διότι εκείνος ήταν που υπήρξε ένθερμος θαμώνας του καφενείου του Τζελέπη, καθώς συχνά κατέβαινε από την Αθήνα στον Πειραιά για να κάνει ναργιλέ στο καφενείο του. Ο Τζελέπης, καθώς όπως αναφέρει και το επιτύμβιο ποίημα, έζησε ύστερα από την εγκατάστασή του στον Πειραιά για ένδεκα έτη μέχρι το θάνατό του στις 23 Μαΐου 1843.


Αργότερα, μετά το θάνατο και της χήρας Φλωρού Τζελέπη το ποίημα συμπληρώθηκε με δύο στίχους ακόμα:

«Εν μέσω τόπου χλοερού

Και η σύζυγός του η Φλωρού»

 

Οι στίχοι αυτοί δεν προστέθηκαν στο τέλος όπως πολλοί σήμερα νομίζουν, αλλά μεταξύ του δεύτερου με τον τρίτο στίχο. Κι έτσι το επιτύμβιο διαμορφώθηκε στην αρχή του ως εξής:

 

«Εδώ εις τούτον, άνθρωπε, τον τάφον όπου βλέπεις,

Κοιμάται, αναπαύεται ο Γιαννακός Τζελέπης.

Εν μέσω τόπου χλοερού

και η σύζυγός του η Φλωρού

Αφήσας την πατρίδα του, Θετταλομαγνησίαν, με σπάθην ωπλίσθη

Κι εις της επαναστάσεως την ζάλην την αγρίαν ενδόξως ηγωνίσθη.»

 

Είναι φανερό ότι οι δύο μεταγενέστεροι στίχοι δεν γράφτηκαν από τον ίδιο ποιητή. Ο Μπάμπης Άννινος έγραψε, ότι γνωστός λόγιος της εποχής έλαβε γενναία αμοιβή για να τους προσθέσει από συγγενείς της συζύγου του Τζελέπη, χωρίς όμως να τον κατονομάζει. Όταν έγινε η μεταφορά του μνήματος του Τζελέπη από το κοιμητήριο του Αγίου Διονυσίου στο νέο κοιμητήριο της Ανάστασης, το μνήμα που κατασκευάστηκε ήταν διαφορετικό και η χάραξη πάνω του ήταν επίσης αλλαγμένη.

 

Γεγονός είναι ότι το καφενείο όπως και το πανδοχείο του Τζελέπη γνώρισαν ημέρες δόξας ειδικά μετά την έκδοση του βασιλικού διατάγματος που καθόριζε ως πρωτεύουσα την Αθήνα (εκδόθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου του 1834, με ημερομηνία εφαρμογής την 1η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους). Τότε ξεκίνησαν πυρετώδεις ετοιμασίες από επιτροπή που είχε αποστολή την εγκατάσταση στην πρωτεύουσα των δημοσίων υπηρεσιών και των μελών της βασιλικής οικογένειας. Τέτοιες αποστολές κρατικών υπαλλήλων ειδικά την περίοδο των βροχών του χειμώνα ήταν συχνές. 

Διέμεναν στα πάνω δωμάτια του Τζελέπη, καθώς η χωμάτινη διαδρομή προς την Αθήνα ήταν απρόσιτη στις άμαξες, ελώδης και γεμάτη από τα νερά των βροχών. Οι διάφορες περιγραφές των διανυκτερεύσεων μας δίνουν μια πρόχειρη εικόνα των δωματίων του Τζελέπη. Μικρά, σκοτεινά δωμάτια, γεμάτα από υγρασία, όχι ιδιαιτέρως καθαρά που για να ανέλθει κάποιος σε αυτά θα έπρεπε να κάνει χρήση μιας μικρής ξύλινης σκάλας που διαρκώς έτριζε. Όμως ο Τζελέπης φαίνεται ότι λειτουργούσε ο ίδιος την επιχείρηση του ισόγειο καφενείου-ταβέρνας μόνο κατά τα πρώτα χρόνια. 

Χαρτοπαιξία σε καφενείο του Πειραιά. Καπνίζουν, πίνουν και κάνουν ναργιλέ. Ουδείς αποκλείει η σκηνή να απεικονίζει το εσωτερικό του Πανδοχείου του Τζελέπη, ονομαστό για τη χρήση ναργιλέ όπως ο ποιητής Γεώργιος Παράσχος περιγράφει. 

Κι αυτό διότι ο Σταμάτης Ιωάννου ένας από τους επίσης πρώτους οικιστές του Πειραιά, έγραψε ότι μόλις πληροφορήθηκε την απόφαση για τη μεταφορά της πρωτεύουσας, βιάστηκε να νοικιάσει το ένα και μοναδικό μαγαζί που υπήρχε τότε στον Πειραιά, του παλαιού αγωνιστή Γιαννακού Τζελέπη! Επιβεβαιώνει μάλιστα ότι ήταν κι αυτός ένας από τους πρώτους οικιστές στην έρημη πόλη, στην οποία έκτισε ένα πανδοχείο και μαγαζί κοντά στην Ακτή. 

«Μεταβήκαμεν εις Πειραιά τω έτει 1834 (20 Οκτωβρίου) και ενοικιάσαμεν το μαγαζίον του Ιωάννη Τζελέπη, όπου τότε μόνο εκείνο ήταν εις Πειραιά, και επετύχαμεν λαμπρόν εμπόριον εις αυτόν τον χρόνον εις Πειραιά». («Παράλληλα στον αγώνα του ‘21», Λουκίας Δρούλια, Περιοδικό «Εποχές», Ιούνιος 1964).

Η παρερμηνεία μιας πρωτιάς 

Πολλοί ιστορικοί και ερευνητές του παρελθόντος στα χνάρια των οποίων «πάτησαν» και οι νεότεροι, παρερμηνεύοντας τους στίχους του επιτύμβιου ποιήματος τον αποκάλεσαν ως «φερόμενο πρώτο οικιστή του Πειραιά». Ο Γιαννακός Τζελέπης ουδέποτε όταν ζούσε υποστήριζε ότι υπήρξε πρώτος οικιστής, ούτε φυσικά και οι στίχοι του επιτύμβιου ποιήματος αναγράφουν κάτι τέτοιο. Εκείνο που ο Τζελέπης ισχυρίστηκε και ίδιο το ποίημα αναγράφει είναι ότι «εις του Πειραιώς την γην οικοδομήσας πρώτος οικίαν εκλεκτήν» δηλαδή ότι οικοδόμησε την πρώτη οικία στον Πειραιά, γεγονός που διαφέρει από την ιδιότητα του πρώτου οικιστή. 

Τα οικήματα στον έρημο Πειραιά ήταν μέχρι τότε ξυλοκάλυβα φτιαγμένα από πρόχειρα υλικά. Την εποχή εγκατάστασης του Τζελέπη υπήρχαν κι άλλοι 41 οικιστές. Αυτοί οι 41 είχαν υπογράψει την 25η Οκτωβρίου του 1835 αναφορά προς την κυβέρνηση με την οποία υποστήριζαν το σχηματισμό ανεξάρτητης δημοτικής αρχής προς επίλυση των προβλημάτων τους. Μεταξύ εκείνων των 41 πρώτων οικιστών συμπεριλαμβάνεται και το όνομα του Γιαννακού Τζελέπη.

Και φαίνεται ότι ο Γιαννακός Τζελέπης ήταν αληθινός ως προς τον ισχυρισμό του, καθώς η οικία που κατασκεύασε ήταν η πρώτη στον Πειραιά αφού οικοδομήθηκε το 1829 πριν από την εφαρμογή του σχεδίου πόλεως. Όταν αυτό συντάχθηκε, ο Τζελέπης αναγκάστηκε να κατεδαφίσει το αυθαίρετα οικοδομημένο σπίτι του, γεγονός που επιβεβαιώνει και ο ιστοριογράφος Ιωάννης Αλ. Μελετόπουλος στο έργο του «Πειραϊκά». 

Ο Μελετόπουλος αναφέρει ότι μετά την κατεδάφιση εμφανίστηκε στον Τζελέπη ο βασιλικός οικονομικός επίτροπος Αττικής και του γνωστοποίησε την εξόφληση απαιτήσεως που είχε λόγω αποζημιώσεως για την κατεδάφιση του σπιτιού του κατά την εφαρμογή του σχεδίου. Ο Τζελέπης κρίθηκε ότι έπρεπε να αποζημιωθεί, μη έχοντας υπαιτιότητα αφού οικοδόμησε το πρώτο σπίτι πριν από το σχέδιο πόλεως.

Μετά την κατεδάφιση του θρυλικού πανδοχείου με τα χρήματα της αποζημίωσης, οικοδομήθηκε η ιδιοκτησία του Τζελέπη σε άλλη θέση στην ίδια όμως περιοχή.

Δεν είναι εξακριβωμένη η χρονολογία κατεδάφισης της οικίας-πανδοχείου-καφενείου του Τζελέπη. Μια πιθανή χρονολογία που από πολλούς αποδίδεται, είναι οπωσδήποτε μετά το 1862 κι αυτό καθώς τη χρονιά εκείνη, υπήρξε μια δημοσίευση του γαλλικού περιοδικού «Tour Du Monde» που απεικόνιζε το πανδοχείο να στέκει ακόμα προς την πλευρά της θάλασσας της Πλατείας Όθωνος (που θα μετονομαστεί στη συνέχεια σε Πλατεία Απόλλωνος και Καραϊσκάκη). Το 1862 που το γαλλικό περιοδικό αφιέρωσε εικόνα στο ξενοδοχείο του Τζελέπη, δεν ήταν το μοναδικό επί της πλατείας, καθώς υπήρχε και το «Ναυτικό ξενοδοχείο» (Hotel Naval) στην ανατολική πλευρά της. Μετά την κατεδάφιση του θρυλικού πανδοχείου με τα χρήματα της αποζημίωσης, η οικία Τζελέπη υπήρχε σε άλλη θέση στην ίδια όμως περιοχή.

Δημοσίευση του γαλλικού περιοδικού «Tour Du Monde» που απεικόνιζε το πανδοχείο να στέκει ακόμα προς την πλευρά της θάλασσας της Πλατείας Όθωνος

Η παραλία που κάποτε ο αγωνιστής του ’21 Γιαννακός Τζελέπης οικοδόμησε την πρώτη λιθόκτιστη κατοικία, έγινε ονομαστή όταν χρόνια αργότερα άρχισαν να δένουν οι βάρκες σχηματίζοντας ατέλειωτες σειρές. Ανέμεναν την έλευση πλοίων στο λιμάνι και μόλις έπιαναν σήμα από το σηματογράφο του λιμανιού οι βαρκάρηδες κωπηλατούσαν να πάνε να παραλάβουνε τους επιβάτες, καθώς τα πλοία τότε δεν μπορούσαν να πιάσουν προβλήτα. Με τα χρόνια όταν στο λιμάνι έγινε η απαιτούμενη εκβάθυνση τα πλοία έριχναν απευθείας κλίμακα στην προβλήτα και οι βαρκάρηδες κατέστησαν ανενεργοί. 

Η Ακτή Τζελέπη ωστόσο ταυτίστηκε με την παρουσία τους, τις φωνές τους και τη φασαρία που προκαλούσαν όταν διεκδικούσαν μεταξύ τους κάποιον επιβάτη. Στην ίδια πολύβουη ακτή σύχναζαν και οι φορτοεκφορτωτές του λιμανιού αλλά και οι ιδιοκτήτες καϊκιών, μικροκαπεταναίοι και πραγματευτάδες. Όλοι τους άνθρωποι του μόχθου ενδεδυμένοι με τις παραδοσιακές τους φορεσιές δημιουργούσαν μια πολύχρωμη κυψέλη εργαζόμενων ανθρώπων με κοινό παρελθόν τη συμμετοχή τους στους αγώνες της επανάστασης. Η γενιά εκείνη του Τζελέπη υπήρξε θρυλική και έδινε την παρουσία της μέχρι κυρίως μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1860. 



Αγοραπωλησία φρούτων στον Πειραιά


Ο Γιαννακός Τζελέπης υπήρξε ένας αγνός Έλληνας αγωνιστής της ελευθερίας που ζώστηκε το σπαθί της επανάστασης. Εγκαταστάθηκε σε μια περιοχή της οποίας το μέλλον ήταν ακόμα άγνωστο, δημιουργώντας οικογένεια και ζώντας από τα χρήματα που κέρδιζε από το πανδοχείο του. Οικοδόμησε το πρώτο λιθόκτιστο σπίτι στην πόλη και έζησε ζωή ενάρετη. Μετά τον θάνατό του αποδόθηκε λανθασμένα ο ισχυρισμός του πρώτου οικιστή, τον οποίο ουδέποτε επιδίωξε, σε βάρος μάλιστα της πρωτιάς που πραγματικά είχε πετύχει και για την οποία ήταν τόσο περήφανος που τη χάραξε και στον τάφο του κληροδότημα στις επόμενες γενιές. 

  

Μικρή ιστορία από την δράση του Καραϊσκάκη στον Πειραιά

 


του Στέφανου Μίλεση

Ο Καραϊσκάκης υπέμενε πάντοτε τις ταλαιπωρίες των ανδρών του και ποτέ δεν διαχώριζε τη θέση του. Η μόνη διάκριση που επέτρεψε ήταν όταν μετά τη συντριβή του Ομέρ Πασά της Καρυστίας απέσπασε τη σκηνή του. Αυτή τη σκηνή μετέφερε και χρησιμοποίησε αρχικά στο στρατόπεδο της Ελευσίνα αλλά και στου Κερατσινίου αργότερα. Όταν όμως συνέβαινε στις επιχειρήσεις να δρα με το ασκέρι του μακριά από την έδρα, πάντα κοιμόταν ανάμεσα στους άνδρες του. Και για αυτόν τέτοιου είδους ταλαιπωρίες ήταν χειρότερες καθώς λόγω της αρρώστιας του -ήταν φθισικός- χειροτέρευε και έπεφτε μετά σε μεγάλους πυρετούς. Και σα να μην έφτανε μονάχα αυτό, περνούσε από μάγγα σε μάγγα για να του "δώσει καρδιά" όπως τότε έλεγαν, δηλαδή να τους εμψυχώσει.  

Δυστυχώς υπήρξαν περίοδοι με πολύ κρύο και κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων για τη λύση της πολιορκίας του Κάστρου της Αθήνας (Ακρόπολης) από τους Τούρκους του Κιουταχή. 

Οι Έλληνες είχαν αναγκαστεί να στρατοπεδεύσουν για μεγάλο διάστημα στην ύπαιθρο χώρα στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά. Μια από εκείνες τις άγριες και παγερές νύχτες ο Καραϊσκάκης κοιμόταν στο χώμα στο Λόφο της Καστέλλας, σκεπασμένος μόνο με μια κάπα και έχοντας για προσκέφαλο ένα λιθάρι, ενώ γύρω του κατάχαμα με τον ίδιο περίπου τρόπο κοιμόντουσαν και οι υπόλοιποι αγωνιστές. 

Λίγο πιο μακριά στην θάλασσα του Φαλήρου, βρισκόταν το πλοίο του ψαριανού ναυμάχου Γιαννίτση. Πληροφορούμενος ο καπετάνιος ότι ο Καραϊσκάκης βρισκόταν σε αυτή την κατάσταση και γνωρίζοντας την διαρκή ταλαιπωρία του από τους πυρετούς και το βήχα, έστειλε γρήγορα έναν ναύτη για να τον προσκαλέσει να κοιμηθεί στο πλοίο. 

Πραγματικά ο ναύτης βγήκε στην φαληρική ακτή και τράβηξε κατά το μέρος που βρισκόταν ο Καραϊσκάκης. 

- «Αρχηγέ» είπε ο ναύτης στον ξαπλωμένο κατάχαμα Καραϊσκάκη «επειδή η νύχτα είναι κρύα και δεν αντέχεται ο καπετάν Γιαννίτσης σε προσκαλεί να έρθεις να κοιμηθείς πάνω στο πλοίο». Τότε ο Καραϊσκάκης γύρισε και του είπε 

- «Δεν ήξερα ότι ο Γιαννίτσης έχει τόσο μεγάλο καράβι για να χωρέσει όλους αυτούς» δείχνοντας με το χέρι του τους συναγωνιστές του. 

- «Όχι δεν έχει» του είπε σαστισμένος ο ναύτης. 

- «Τότε σύρε πίσω στο καράβι και μη λογίζεσαι για μένα» απάντησε ο Καραϊσκάκης και γυρίζοντας πλευρό καλύφθηκε με την κάπα του και συνέχισε τον ύπνο του.


Πηγές:

Κ. Παπαρρηγόπουλος "Γεώργιος Καραϊσκάκης", Εν Αθήναι, 1867

Ι. Βλαχογιάννη, "Τα ανέκδοτα του Καραϊσκάκη και του Κολοκοτρώνη", Εν Αθήναι, 1922.


Η κατάληψη του Μοναστηριού του Αγίου Σπυρίδωνα Πειραιώς (1827)

Ο βομβαρδισμός του Μοναστηριού του Αγίου Σπυρίδωνα που απεικονίζεται σε υδατογραφία του Καρλ Κρατσάιζεν είναι του Απριλίου του 1827 και διαφέρει από τον κανονιοβολισμό που υπέστη το Μοναστήρι κατά τις επιχειρήσεις κατάληψης της Καστέλλας τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους. 

 

του Στέφανου Μίλεση

Όταν η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας διόρισε τους Κόχραν και Τσώρτς ως αρχιναύαρχο και αρχιστράτηγο αντίστοιχα των ελληνικών δυνάμεων, ο Καραϊσκάκης ένιωσε μεγάλη απογοήτευση. Πρώτο μέλημα των δύο «Εγγλέζων» ήταν να διανέμουν χρήματα με σκοπό την εξαγορά πολεμιστών ώστε αν αποκτήσουν επιρροή σε αυτούς. Άρχισαν να στρατολογούν κόσμο αποδίδοντας πλούσια ανταμοιβή, όπως Υδραίους και Κρητικούς πρόσφυγες που βρήκαν στη Νάξο και δημιούργησαν το σώμα των Νησιωτών που αμέσως έστειλαν στην Καστέλλα για να έχουν εκεί δική τους δύναμη που να υπακούει αποκλειστικά σε αυτούς. 

Αυτούς όλους ο Καραϊσκάκης αποκαλούσε «ταλαριστές» καθώς τους θεωρούσε ανθρώπους που προσέφεραν υπηρεσίες στον οποιοδήποτε με ανταμοιβή ένα μόνο τάλαρο! Ο Τσώρτς επίσης τροφοδοτούσε με χρήματα το ανενεργό στρατόπεδο των Μεγάρων στο οποίο είχαν εγκατασταθεί Σουλιώτες του Κώστα Μπότσαρη, αφήνοντας το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη στην κυριολεξία στην πείνα και στην πενία. 

Και όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Αινιάν συνέβη το εξής τραγελαφικό: «Οι μη κινδυνεύσαντες και μη αγωνισθέντες επροπληρώθησαν δια να λάβωσι μέρος εις τον αγώνα, οι δε συγκροτούντες το στρατόπεδον και αγωνισθέντες δεν απήλαυσαν τίποτε». 

Με το που έφτασαν οι «Εγγλέζοι» στον Πειραιά ζήτησαν να βρεθούν πάνω στη θαλαμηγό τους τον «Σπαρτιάτη» με τον Καραϊσκάκη για να τους εκθέσει την κατάσταση. Σε εκείνη την πρώτη συνάντηση του ξεκαθάρισαν ότι εκείνοι ήταν που είχαν το γενικό πρόσταγμα κατά συνέπεια ό,τι ήθελαν οι οπλαρχηγοί σε αυτούς θα απευθύνονταν. Ο Καραϊσκάκης τους εξέθεσε το σχέδιό του σχετικώς με το πώς θα επιχειρούσαν ώστε να λυθεί η πολιορκία της Ακρόπολης. Τα δύο ελληνικά προγεφυρώματα Καστέλλας – Κερατσινίου θα έπρεπε να ενωθούν ώστε να γίνει το μέτωπο ενιαίο. Εμπόδιο σε αυτή την ενοποίηση ήταν το Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα εντός του οποίου είχαν εισέλθει 300 Αλβανοί. 

Ο Καραϊσκάκης συνεπώς πρόβαλε ως προτεραιότητα να κυριευθεί από Έλληνες το Μοναστήρι με όλα τα οχυρώματα που διατηρούσε πέριξ αυτού. Ο Κόχραν ζήτησε να δει τη θέση του Μοναστηριού και τότε ο Καραϊσκάκης τον πήρε και πήγαν μαζί στο λόφο της Καστέλλας όπου του έδειξε το Μοναστήρι και όλη την περιοχή. Αλλά επειδή ο Κόχραν δεν μπορούσε να διακρίνει καλώς τις οχυρώσεις των Αλβανών πέριξ του Μοναστηριού ζήτησε να πλησιάσει περισσότερο ο Καραϊσκάκης ανέθεσε στον αρχηγό του ιππικού Χατζημιχάλη να οδηγήσει τον Κόχραν πιο κοντά. Ο «Εγγλέζος» όμως προτίμησε να πλησιάσει μέσω θαλάσσης, γιατί φοβόταν την αιχμαλωσία. Ο Κόχραν όπως θα έκανε στο εξής θα διοικούσε τις επιχειρήσεις από καταστρώματος και την ασφάλεια που του παρείχε η θαλαμηγός του «Σπαρτιάτης» που διέθετε μεγάλη πολυτέλεια και δεν ήταν καν πολεμικό σκάφος, αγορασμένο φυσικά με τα χρήματα από τα ελληνικά δάνεια. 

Προσωπογραφία Γεωργίου Καραϊσκάκη
(Χαλκογραφία σε χαρτί φιλοτεχνημένο από τον Κλαρρυτιώτη Γεώργιο μετά το 1845).

Αφού λοιπόν ο Κόχραν είδε το καστρομοναστήρι και παρατήρησε τα χονδρά τείχη του. Ωστόσο όμως υπήρχαν και οχυρώσεις έξω από το Μοναστήρι που κατείχαν οι Αλβανοί και δρούσαν υποστηρικτικά στο Μοναστήρι. Το κυριότερο σημείο μιας τέτοιας αντίστασης  αποτελούσε ο Παλαιόπυργος (το αρχαίο Καστράκι Δραπετσώνας). Ο Κόχραν διέταξε να τοποθετηθεί σε ικανή απόσταση ένα κανόνι για να κρατάει απασχολημένους τους Αλβανούς που βρίσκονταν εκεί. Διέταξε επίσης τον Νικόλαο Πετιμεζά με βάρκες να βγει στην Πειραϊκή για να καθαρίσει τις οχυρώσεις των Αλβανών που ξεκινούσαν από το ύψος περίπου του σημερινού Τελωνείου Πειραιώς. Τις οχυρώσεις αυτές φυλούσαν 100 περίπου Αλβανοί.

Στις 13 Απριλίου 1827 ξεκινά η επιχείρηση περικύκλωσης του Μοναστηριού.  Το σχέδιο προέβλεπε να επιτεθεί ο Καραϊσκάκης από τα Ταμπούρια του Κερατσινίου, ο Πετιμεζάς με τους άνδρες του θα έμπαιναν σε βάρκες να  βγουν στην πειραϊκή ενώ ο Γενναίος Κολοκοτρώνης με 1500 άνδρες θα επιτίθονταν στον Παλαιόπυργο της Δραπετσώνας. 

Οι Έλληνες αποβιβάστηκαν με βάρκες στην πειραϊκή και ξεκίνησαν πεζή για τον Δράκο. Έτσι έφτασαν πρώτοι στον Άγιο Σπυρίδωνα από την πλευρά του Τελωνείου. Οι Αλβανοί που είχαν δημιουργήσει τρία ταμπούρια έξω από το μοναστήρι προς την κατεύθυνση αυτή τους πιάνουν στο τουφεκίδι. Εφορμούν οι Υδραίοι από την Καστέλλα και οι Τουρκαλβανοί έντρομοι κλείνονται όλοι μέσα στο μοναστήρι. Οι Αλβανοί του Παλαιόπυργου βλέποντας την υποχώρηση των δικών τους από την πλευρά του Τελωνείου εγκαταλείπουν έντρομοι τις θέσεις τους. Οι Έλληνες τους κυνηγάνε και οι Τουρκαλβανοί για να σωθούνε τρυπώνουν μέσα στην εκκλησία του Αγίου Διονυσίου. Γίνεται μάχη στα μνήματα που υπάρχουν έξω από την εκκλησία όπου εξοντώνονται. 

Ο Παλαιόπυργος που κατακτήθηκε ύστερα από την επίθεση του Γενναίου Κολοκοτρώνη. Στο βάθος η μικρή εκκλησία είναι του Αγίου Διονυσίου με το μικρό κοιμητήριο έξω από αυτήν

Τα δύο ελληνικά τμήματα συναντιούνται εν μέσω πανηγυρισμών και οι Τουρκαλβανοί του μοναστηριού μένουν περικυκλωμένοι. Διατάζει τότε ο Καραϊσκάκης να γίνουν ταμπούρια κυκλωτικά του μοναστηριού για να μη βοηθήσει ο Κιουταχής τους Τουρκαλβανούς που βρίσκονταν μέσα σε αυτό αλλά και για να μην τολμήσουν έξοδο οι πολιορκούμενοι. Για να είναι σίγουρος διατάζει και στήνουν τη σκηνή του μέχρι να πέσει το Μοναστήρι δίπλα στην ακρογιαλιά του Δράκου κοντά στη σημερινή Ακτή Τζελέπη ή αν θέλετε στο σημείο που χρόνια αργότερα θα γίνει πλατεία και θα λάβει το όνομά του, Πλατεία Καραϊσκάκη όπου βρίσκεται σήμερα και ο ανδριάντας του. Για πρώτη φορά οι Έλληνες πηγαινοέρχονταν ελεύθερα σε ολόκληρη την πειραϊκή χερσόνησο. 

Το Νέο Φάληρο, η Καστέλλα, ο Πειραιάς, η Δραπετσώνα, το Κερατσίνι βρίσκονταν σε ελληνικά χέρια. Περισσότεροι των Δέκα χιλιάδων Ελλήνων (άλλοι τους υπολογίζουν σε 12 χιλιάδες) είχαν συναχθεί για πρώτη φορά στην ιστορία της ελληνικής επανάστασης μαζί. Πάνω στη χαρά εμφανίστηκαν και 450 Σουλιώτες του Κώστα Μπότσαρη που μέχρι τότε κάθονταν άπραγοι στο στρατόπεδο των Μεγάρων που οι αγγλόφιλοι Μαυροκορδάτος – Κουντουριώτης είχαν συστήσει σπαταλώντας άνευ αιτίας τα χρήματα του δανείου αιτιολογώντας την ύπαρξή του ως στρατόπεδο εκπαίδευσης, αντί να δώσουν τα χρήματα αυτά στο στρατόπεδο του Κερατσινίου και στους ρακένδυτους Έλληνες της Καστέλλας.

Τότε προτάθηκε από τον Κόχραν στον Καραϊσκάκη να ξεκινήσει το σχέδιό του για επίθεση στο στρατό του Κιουταχή διαμέσου του Ελαιώνος αλλά εκείνος έκρινε ότι θα ήταν ριψοκίνδυνο ακόμα και με τους Αλβανούς εγκλωβισμένους μέσα στο Μοναστήρι να τους έχει στην πλάτη του. Αφού ο Καραϊσκάκης μετέβη στο ελληνικό πλέον Παλαιόκαστρο συγκάλεσε σύσκεψη με τους οπλαρχηγούς για να βρεθεί ο καταλληλότερος τρόπος να καταληφθεί το Μοναστήρι γρήγορα. Ο Καραϊσκάκης δεν επιθυμούσε πολιορκίες και μάχες από τις οποίες θα έχανε πολύτιμο χρόνο διότι η πολιορκία στην Ακρόπολη ήταν ασφυκτική και η επίθεση των Ελλήνων δεν σήκωνε μεγάλες καθυστερήσεις. Θεώρησε ότι καλύτερος τρόπος θα ήταν ένας συμβιβασμός με τους Αλβανούς του Μοναστηριού οι οποίοι επιχειρούσαν μισθοφορικά για λογαριασμό του Κιουταχή. 

Ο Παλαιόπυργος ήταν το Καστράκι Δραπετσώνας

Πρότεινε λοιπόν στους οπλαρχηγούς του να γνωστοποιηθεί και στον Κόχραν η πρόταση αυτή του συμβιβασμού και μάλιστα είχε την επιθυμία να προβεί σε όποια υποχώρηση κι αν οι Αλβανοί ζητούσαν προκειμένου να φύγουν το συντομότερο. Ο Κόχραν αρχικώς δεν είχε αντίρρησή και για να δείξει ότι εκείνος ήταν ο αρχηγός των επιχειρήσεων ανέλαβε να πλησιάσει το Μοναστήρι από τη θάλασσα με λέμβο κρατώντας μια λευκή σημαία για να συνδιαλλαγεί με τους Αλβανούς. Μόλις όμως πλησίασε με τη βάρκα δέχθηκε πυρά από το Μοναστήρι από τα οποία ένας Άγγλος που ήταν μέσα στη βάρκα πληγώθηκε. Έτσι η βάρκα έκανε τα μπρος πίσω και συμφωνία δεν επιτεύχθηκε. 

Ο Κόχραν οργισμένος υπερβολικά από το περιστατικό, προφανώς διότι δεν ήταν συνηθισμένος να τον πυροβολούν, διέταξε όλα τα πλοία του στόλου να ξεκινήσουν κανονιοβολισμό δια όλων των μέσων που διέθεταν για να κατεδαφίσουν το Μοναστήρι. Δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που το μοναστήρι κανονιοβολείτο. Κατά τις επιχειρήσεις για την κατάληψη της Καστέλλας στις 25 και 26 Ιανουαρίου η φρεγάτα ΕΛΛΑΣ του Μιαούλη και το ατμόπλοιο ΚΑΡΤΕΡΙΑ του Άστιγξ το είχαν κανονιοβολήσει ξανά. 

Γράφει ο Κασομούλης για το βομβαρδισμό του Μοναστηριού ότι το πυρ από τα πλοία ήταν τόσο τρομερό που κάθονταν τα ταμπούρια τους και παρακολουθούσαν τα παλαιά τείχη της μονής να καταρρέουν όμως άλλοι που γνώριζαν καλά το μοναστήρι έλεγαν ότι ακόμα και τότε οι θέσεις που θα μπορούσαν να κρυφτούν εντός αυτού ήταν πολλές. Ο βομβαρδισμός από τα καράβια κράτησε όλη τη μέρα. Οι Αλβανοί όμως παρά το γεγονός ότι ο κανονιοβολισμός διήρκεσε ώρες και τα τείχη κατεδαφίστηκαν δεν πειράχτηκαν διότι η Μονή διέθετε υπόγεια στα οποία κατέβαιναν και έμεναν αλώβητοι από τις βόμβες. 

Άλλη απεικόνιση επίσης του Καρλ Κρατσάιζεν. Έλληνες από τον λόφο της Καστέλλας και τα ταμπούρια του Δημητρίου Καλλέργη παρατηρούν το βομβαρδισμό του Μοναστηριού του Αγίου Σπυρίδωνα από τα ελληνικά πλοία (13 και 14 Απριλίου1827).

Την επόμενη ημέρα 14 Απριλίου τα πλοία επανέλαβαν τον Κανονιοβολισμό νωρίς τα ξημερώματα που διήρκεσε και πάλι έως την δύση του ηλίου. Το μοναστήρι είχε μεταβληθεί σε ένα σωρό ερειπίων. Εκείνο που ενόχλησε όμως περισσότερο τους έγκλειστους Αλβανούς ήταν το γεγονός ότι οι Τούρκοι του Κιουταχή δεν έσπευσαν να τους βοηθήσουν παρά το γεγονός ότι τα οχυρώματά τους απείχαν 500 μέτρα από το μοναστήρι. Βλέποντας λοιπόν την απάθεια του Κιουταχή θέλησαν να έρθουν σε επικοινωνία με τον Καραϊσκάκη για να διαπραγματευθούν τους όρους της συνθηκολόγησης. Ήθελαν να εξέλθουν με τα όπλα τους και με όσα μπορούσε να κουβαλήσει ο καθένας (προφανώς για να μεταφέρουν το πλιάτσικο που ο καθένας τους είχε πράξει στην περιουσία της Μονής). 

Ο Καραϊσκάκης αφού έλαβε τη σύμφωνη γνώμη όλων των οπλαρχηγών έφτιαξε έγγραφο το οποίο έβαλε και το υπέγραψαν οι Σουλιώτες διότι οι Αλβανοί έδιναν ιδιαίτερη βαρύτητα σε αυτούς. Στο έγγραφο συνθηκολόγησης οι Έλληνες έβαζαν τους Αλβανούς να υποσχεθούν με όρκο ότι αφού θα εγκατέλειπαν το Μοναστήρι δεν θα έστρεφαν ξανά τα όπλα εναντίον τους σε μελλοντικές μάχες και ότι θα έπαιρναν τις οικογένειές τους και θα αποχωρούσαν από το Τουρκικό στρατόπεδο. Για την υλοποίηση αυτής της συνθήκης οι Αλβανοί ζήτησαν να γίνει έγγραφο το οποίο μεταφέρθηκε σε αυτούς από τον Γιαννάκη Λογοθέτη. 

Οι Αλβανοί δέχονται τη συνθηκολόγηση αλλά ζητούν τρία άτομα που γνωρίζουν να μπουν εγγυητές βάζοντας εχέγγυο τον ίδιο τους τον εαυτό. Η τακτική αυτή της εγγύησης δια της ανθρώπινης ζωής (ρέεμια) αποτελούσε παράδοση την εποχή εκείνη. Οι Αλβανοί ζητάνε τον Κίτσο Τζαβέλα, τον Γιαννάκη Λογοθέτη και τον Κώστα Μπότσαρη που τους γνώριζαν. Ο τελευταίος όμως αρνείται και στέλνει στη θέση του τον Σταυρογιωργάκη. 

Μπορεί ο Καραϊσκάκης να μην μπαίνει εγγύηση αλλά αναλαμβάνει να οδηγήσει την πομπή προς το τουρκικό στρατόπεδο. Τότε μόνο η συμφωνία κλείνει οι 300 Αλβανοί εξέρχονται.  Με την έξοδό τους από τη Μονή γύρω τους μαζεύεται όλη η δύναμη των Ελλήνων. Σχηματίζει έναν διάδρομο που ανάμεσά τους διέρχονται οι Αλβανοί. Κάποιοι Έλληνες με το που βγαίνουν οι Αλβανοί από το Μοναστήρι τρέχουν να μπουν πρώτοι να βρουν πολύτιμα. Είχαν ακούσει ότι πριν την κατάληψη διέθετε τεράστιο πλούτο. Μάτια όμως διότι τίποτα δεν είχε απομείνει μέσα που να αξίζει. Ψάχνουν τα κελιά αδίκως ένα-ένα.

Η έξοδος των Αλβανών από το Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα μετά την υπογραφή του εγγράφου συνθηκολόγησης. Οι Έλληνες σχηματίζοντας έναν διάδρομο πέριξ αυτών τους παρατηρούν. Διακρίνονται πίσω τους τα κατεστραμμένα από τον κανονιοβολισμό των πλοίων τείχη του Μοναστηριού.

Οι υπόλοιποι Έλληνες παρακολουθούν τους Αλβανούς που εξέρχονται περισσότερο από περιέργεια καθώς τα τελευταία χρόνια οι μάχες ήταν εξολοθρευτικές και σπανίως δινόταν αυτή η ευκαιρία για εκ του σύνεγγυς παρατήρηση. Οι Αλβανοί στο μεταξύ που φεύγουν με τα πόδια προς τα Πατήσια φτάνουν σε ένα ξυλογέφυρο και κάνουν να περάσουν από κάτω, όπου μονάχα δύο τρία το πολύ άτομα χωράνε να διέλθουν. Η πομπή κάνει αργοπορεί και είναι σε βάρος της. Ένας Έλληνας ζητάει στο τέλος της πομπής από έναν Αλβανό να του δώσει το καριοφίλι που φέρει πάνω του, καθώς όπως είπε το αναγνώρισε ότι ήταν ενός συγγενή του. Ο Αλβανός αρνείται. Πιάνονται στα χέρια και πέφτει το πρώτο βόλι. Τότε αρχίζει το χονδρό τουφέκι. 

Ο Παναγιώτης Πούλος στο δικό του ημερολόγιο γράφει πως ένας Έλληνας πρώτος ξεκίνησε τη μάχη χωρίς λόγο. Οι Σουλιώτες και όσοι έχουν δώσει λόγο τρέχουν να προστατέψουν τους Αλβανούς μα είναι αργά οι Αλβανοί εξοντώνονται κατά παράβαση της συμφωνίας. Ο Καραϊσκάκης ντροπιασμένος και από τη θέση σχεδόν του ομήρου που έχει θέσει τον εαυτό του, φωνάζει σε όσους Αλβανούς έχουν απομείνει. «Σκοτώστε με όπως σας σκοτώνω. Το βλέπετε πως δεν μπορώ να σας προστατεύσω». 

Μόνο 70 Αλβανοί μένουν ζωντανοί που τρέχουν προς τις τουρκικές θέσεις. Οι Αλβανοί δεν σκότωσαν τους Έλληνες ομήρους που είχαν ως εγγύηση. Ο Καραϊσκάκης, ο Γιαννάκης Λογοθέτης ο Τζαβέλας και ο Μπότσαρης σώζονται από θαύμα. Από τους Έλληνες έχουν σκοτωθεί δέκα και έχουν τραυματισθεί είκοσι. Πρόκειται για ένα τραγικό λάθος -αν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε έτσι - που οι Έλληνες θα πληρώσουν βαριά τις επόμενες ημέρες όταν στην ατυχή μάχη του Ανάλατου που θα ακολουθήσει οι Τούρκοι θα εκδικηθούν τη σφαγή της 16ης Απριλίου και θα σφάξουν όλους τους Έλληνες αιχμαλώτους. 

Ειπώθηκε ότι κάποιοι εξωμότες δημιούργησαν αυτή τη σκηνή για να προκαλέσουν το θάνατο των Ελλήνων ομήρων ανάμεσα στους οποίους είχε τεθεί και ο Καραϊσκάκης. Από θαύμα γλίτωσε και ενώ όλων οι υποψίες στράφηκαν στους Εγγλέζους κανείς δεν μπορούσε να τους κατηγορήσει ευθέως καθώς την προηγούμενη μέρα είχαν διατάξει την απόσυρση των Υδραίων και των Κρητικών που οι ίδιοι μίσθωναν. 

Ο Καραϊσκάκης ύστερα από αυτό δεν ήθελε πλέον να συνεχίσει. Είχε δώσει το λόγο του και αυτός είχε γίνει κουρέλι. Έστειλε μήνυμα στους Ρουμελιώτες που βρίσκονταν στην κορυφή της Καστέλλας και που θεωρούσε δικούς του ανθρώπους ότι θα έφευγε. «Δεν θέλω πια να κυβερνάω τέτοιο άπιστο ασκέρι» επαναλάμβανε. Έπεσαν πάνω του οι άνδρες στο στρατόπεδο του Κερατσινίου. Θα πέσει η επανάσταση αν φύγεις του έλεγαν. Μα εκείνος δεν άλλαζε απόφαση.

Τότε του έταξαν ότι θα έβρισκαν εκείνον που ξεκίνησε το κακό και θα τον τουφέκιζαν μπροστά στα βλέμματα των Τούρκων για συγχώρεση. Τότε μόνο άρχισε να αλλάζει. Μα οι πρώτες πληροφορίες που έφταναν του έφερναν μαντάτα πως ήταν από το στρατόπεδο του Γιαννάκη του Νοταρά που θα γινόταν γαμπρός του αφού θα νυμφευόταν την κόρη του Πηνελόπη. Ήταν όμως κι αυτές ψεύτικες πληροφορίες για να προκαλέσουν σύγχυση. Ο δράστης είχε γίνει άφαντος. 

Μα σα να μην έφταναν όλα αυτά έφτασε αγγελιαφόρος από τον Κόχραν τον "Εγγλέζο" που μετέφερε μήνυμα ντροπής που ένιωθαν οι ξένοι από τον Καραϊσκάκη που στάθηκε αιτία να αμαυρωθεί το όνομα της Ελλάδος. Ανάλογη επιστολή έλαβε και από τον Τσώρτς την οποία παραθέτουμε:  

Η επιστολή του Τσώρτς προς τον Καραϊσκάκη σύμφωνα με την οποία εκφράζει τη θλίψη του προς τον Καραϊσκάκη. Δικαίως βεβαίως ανησυχεί για το ποια θα είναι η τύχη των υπερασπιστών που θα πέσουν στα χέρια των Ελλήνων ύστερα από τα όσα έγιναν στις 16 Απριλίου στο Μοναστήρι. Γνωρίζοντας πλέον την έκβαση των γεγονότων οι 240 αιχμάλωτοι της ήττας του Ανάλατου που ακολούθησε, αποκεφαλίστηκαν αφού πρώτα διαπομπεύθηκαν.  


Μα φαίνεται ότι αυτή η τελευταία επιστολή δεν ήταν γραμμένη από τον Τσώρτς ή τον Κόχραν αλλά από τον ίδιο τον Μαυροκορδάτο που ήταν θανάσιμος εχθρός του Καραϊσκάκη και επιθυμούσε να τον ντροπιάσει δημόσια. «Μα πώς μπορεί αυτός ο άνθρωπος να είναι γνώστης της κατάστασης όταν διευθύνει από τη γολέτα του έναν πόλεμο, σε αντίθεση με εμάς που αντιπαλεύουμε με τόσων ειδών διαβόλους;» διερωτάται ο Καραϊσκάκης. 

Όλοι οι άνδρες του ελληνικού στρατεύματος ακόμα και οι μισθοδοτούμενοι από τους "Εγγλέζους" γνώριζαν καλά το ποιος ήταν ο πραγματικός αρχηγός αυτού του πολέμου. Τους «Εγγλέζους» τους είχαν απλώς για προμηθευτές των αναγκαίων του στρατοπέδου και για τίποτε άλλο. Ο Καραϊσκάκης δεν απαντά στην προσβλητική επιστολή του Κόχραν -έστω κι αυτή διατηρεί όλους τους ευγενείς τύπου που η περίσταση επιβάλλει- αλλά στις 18 Απριλίου του έρχεται εντολή να συνδράμει με τον στρατό του στην κατά μέτωπο επίθεση της Ακρόπολης. 

Μαυροκορδάτος και οι δύο "Εγγλέζοι" μένουν προσηλωμένοι σε ένα σχέδιο που είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Ο Καραϊσκάκης βλέποντας ότι δεν μπορεί να τους σταματήσει ζητάει τουλάχιστον η επίθεση να γίνει από τον ελαιώνα που προσφέρει κάλυψη των Ελλήνων από του Οθωμανικό ιππικό. Οι άλλοι επιμένουν. Τελικά κάνουν όλοι ένα βήμα πίσω και δέχονται επίθεση διμέτωπη από ελαιώνα και Τρεις Πύργους. 


Πηγές:

"Η βιογραφία του Στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη υπό του ιδιαιτέρου γραμματέως του", Δ. Αινιανός, υπό Ι. Βλαχογιάννη, Έκδοση Δευτέρα, Τυπογραφείο Βλαστού, Εν Αθήναι 1903).

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"