Η κατάληψη του Μοναστηριού του Αγίου Σπυρίδωνα Πειραιώς (1827)

Ο βομβαρδισμός του Μοναστηριού του Αγίου Σπυρίδωνα που απεικονίζεται σε υδατογραφία του Καρλ Κρατσάιζεν είναι του Απριλίου του 1827 και διαφέρει από τον κανονιοβολισμό που υπέστη το Μοναστήρι κατά τις επιχειρήσεις κατάληψης της Καστέλλας τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους. 

 

του Στέφανου Μίλεση

Όταν η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας διόρισε τους Κόχραν και Τσώρτς ως αρχιναύαρχο και αρχιστράτηγο αντίστοιχα των ελληνικών δυνάμεων, ο Καραϊσκάκης ένιωσε μεγάλη απογοήτευση. Πρώτο μέλημα των δύο «Εγγλέζων» ήταν να διανέμουν χρήματα με σκοπό την εξαγορά πολεμιστών ώστε αν αποκτήσουν επιρροή σε αυτούς. Άρχισαν να στρατολογούν κόσμο αποδίδοντας πλούσια ανταμοιβή, όπως Υδραίους και Κρητικούς πρόσφυγες που βρήκαν στη Νάξο και δημιούργησαν το σώμα των Νησιωτών που αμέσως έστειλαν στην Καστέλλα για να έχουν εκεί δική τους δύναμη που να υπακούει αποκλειστικά σε αυτούς. 

Αυτούς όλους ο Καραϊσκάκης αποκαλούσε «ταλαριστές» καθώς τους θεωρούσε ανθρώπους που προσέφεραν υπηρεσίες στον οποιοδήποτε με ανταμοιβή ένα μόνο τάλαρο! Ο Τσώρτς επίσης τροφοδοτούσε με χρήματα το ανενεργό στρατόπεδο των Μεγάρων στο οποίο είχαν εγκατασταθεί Σουλιώτες του Κώστα Μπότσαρη, αφήνοντας το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη στην κυριολεξία στην πείνα και στην πενία. 

Και όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Αινιάν συνέβη το εξής τραγελαφικό: «Οι μη κινδυνεύσαντες και μη αγωνισθέντες επροπληρώθησαν δια να λάβωσι μέρος εις τον αγώνα, οι δε συγκροτούντες το στρατόπεδον και αγωνισθέντες δεν απήλαυσαν τίποτε». 

Με το που έφτασαν οι «Εγγλέζοι» στον Πειραιά ζήτησαν να βρεθούν πάνω στη θαλαμηγό τους τον «Σπαρτιάτη» με τον Καραϊσκάκη για να τους εκθέσει την κατάσταση. Σε εκείνη την πρώτη συνάντηση του ξεκαθάρισαν ότι εκείνοι ήταν που είχαν το γενικό πρόσταγμα κατά συνέπεια ό,τι ήθελαν οι οπλαρχηγοί σε αυτούς θα απευθύνονταν. Ο Καραϊσκάκης τους εξέθεσε το σχέδιό του σχετικώς με το πώς θα επιχειρούσαν ώστε να λυθεί η πολιορκία της Ακρόπολης. Τα δύο ελληνικά προγεφυρώματα Καστέλλας – Κερατσινίου θα έπρεπε να ενωθούν ώστε να γίνει το μέτωπο ενιαίο. Εμπόδιο σε αυτή την ενοποίηση ήταν το Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα εντός του οποίου είχαν εισέλθει 300 Αλβανοί. 

Ο Καραϊσκάκης συνεπώς πρόβαλε ως προτεραιότητα να κυριευθεί από Έλληνες το Μοναστήρι με όλα τα οχυρώματα που διατηρούσε πέριξ αυτού. Ο Κόχραν ζήτησε να δει τη θέση του Μοναστηριού και τότε ο Καραϊσκάκης τον πήρε και πήγαν μαζί στο λόφο της Καστέλλας όπου του έδειξε το Μοναστήρι και όλη την περιοχή. Αλλά επειδή ο Κόχραν δεν μπορούσε να διακρίνει καλώς τις οχυρώσεις των Αλβανών πέριξ του Μοναστηριού ζήτησε να πλησιάσει περισσότερο ο Καραϊσκάκης ανέθεσε στον αρχηγό του ιππικού Χατζημιχάλη να οδηγήσει τον Κόχραν πιο κοντά. Ο «Εγγλέζος» όμως προτίμησε να πλησιάσει μέσω θαλάσσης, γιατί φοβόταν την αιχμαλωσία. Ο Κόχραν όπως θα έκανε στο εξής θα διοικούσε τις επιχειρήσεις από καταστρώματος και την ασφάλεια που του παρείχε η θαλαμηγός του «Σπαρτιάτης» που διέθετε μεγάλη πολυτέλεια και δεν ήταν καν πολεμικό σκάφος, αγορασμένο φυσικά με τα χρήματα από τα ελληνικά δάνεια. 

Προσωπογραφία Γεωργίου Καραϊσκάκη
(Χαλκογραφία σε χαρτί φιλοτεχνημένο από τον Κλαρρυτιώτη Γεώργιο μετά το 1845).

Αφού λοιπόν ο Κόχραν είδε το καστρομοναστήρι και παρατήρησε τα χονδρά τείχη του. Ωστόσο όμως υπήρχαν και οχυρώσεις έξω από το Μοναστήρι που κατείχαν οι Αλβανοί και δρούσαν υποστηρικτικά στο Μοναστήρι. Το κυριότερο σημείο μιας τέτοιας αντίστασης  αποτελούσε ο Παλαιόπυργος (το αρχαίο Καστράκι Δραπετσώνας). Ο Κόχραν διέταξε να τοποθετηθεί σε ικανή απόσταση ένα κανόνι για να κρατάει απασχολημένους τους Αλβανούς που βρίσκονταν εκεί. Διέταξε επίσης τον Νικόλαο Πετιμεζά με βάρκες να βγει στην Πειραϊκή για να καθαρίσει τις οχυρώσεις των Αλβανών που ξεκινούσαν από το ύψος περίπου του σημερινού Τελωνείου Πειραιώς. Τις οχυρώσεις αυτές φυλούσαν 100 περίπου Αλβανοί.

Στις 13 Απριλίου 1827 ξεκινά η επιχείρηση περικύκλωσης του Μοναστηριού.  Το σχέδιο προέβλεπε να επιτεθεί ο Καραϊσκάκης από τα Ταμπούρια του Κερατσινίου, ο Πετιμεζάς με τους άνδρες του θα έμπαιναν σε βάρκες να  βγουν στην πειραϊκή ενώ ο Γενναίος Κολοκοτρώνης με 1500 άνδρες θα επιτίθονταν στον Παλαιόπυργο της Δραπετσώνας. 

Οι Έλληνες αποβιβάστηκαν με βάρκες στην πειραϊκή και ξεκίνησαν πεζή για τον Δράκο. Έτσι έφτασαν πρώτοι στον Άγιο Σπυρίδωνα από την πλευρά του Τελωνείου. Οι Αλβανοί που είχαν δημιουργήσει τρία ταμπούρια έξω από το μοναστήρι προς την κατεύθυνση αυτή τους πιάνουν στο τουφεκίδι. Εφορμούν οι Υδραίοι από την Καστέλλα και οι Τουρκαλβανοί έντρομοι κλείνονται όλοι μέσα στο μοναστήρι. Οι Αλβανοί του Παλαιόπυργου βλέποντας την υποχώρηση των δικών τους από την πλευρά του Τελωνείου εγκαταλείπουν έντρομοι τις θέσεις τους. Οι Έλληνες τους κυνηγάνε και οι Τουρκαλβανοί για να σωθούνε τρυπώνουν μέσα στην εκκλησία του Αγίου Διονυσίου. Γίνεται μάχη στα μνήματα που υπάρχουν έξω από την εκκλησία όπου εξοντώνονται. 

Ο Παλαιόπυργος που κατακτήθηκε ύστερα από την επίθεση του Γενναίου Κολοκοτρώνη. Στο βάθος η μικρή εκκλησία είναι του Αγίου Διονυσίου με το μικρό κοιμητήριο έξω από αυτήν

Τα δύο ελληνικά τμήματα συναντιούνται εν μέσω πανηγυρισμών και οι Τουρκαλβανοί του μοναστηριού μένουν περικυκλωμένοι. Διατάζει τότε ο Καραϊσκάκης να γίνουν ταμπούρια κυκλωτικά του μοναστηριού για να μη βοηθήσει ο Κιουταχής τους Τουρκαλβανούς που βρίσκονταν μέσα σε αυτό αλλά και για να μην τολμήσουν έξοδο οι πολιορκούμενοι. Για να είναι σίγουρος διατάζει και στήνουν τη σκηνή του μέχρι να πέσει το Μοναστήρι δίπλα στην ακρογιαλιά του Δράκου κοντά στη σημερινή Ακτή Τζελέπη ή αν θέλετε στο σημείο που χρόνια αργότερα θα γίνει πλατεία και θα λάβει το όνομά του, Πλατεία Καραϊσκάκη όπου βρίσκεται σήμερα και ο ανδριάντας του. Για πρώτη φορά οι Έλληνες πηγαινοέρχονταν ελεύθερα σε ολόκληρη την πειραϊκή χερσόνησο. 

Το Νέο Φάληρο, η Καστέλλα, ο Πειραιάς, η Δραπετσώνα, το Κερατσίνι βρίσκονταν σε ελληνικά χέρια. Περισσότεροι των Δέκα χιλιάδων Ελλήνων (άλλοι τους υπολογίζουν σε 12 χιλιάδες) είχαν συναχθεί για πρώτη φορά στην ιστορία της ελληνικής επανάστασης μαζί. Πάνω στη χαρά εμφανίστηκαν και 450 Σουλιώτες του Κώστα Μπότσαρη που μέχρι τότε κάθονταν άπραγοι στο στρατόπεδο των Μεγάρων που οι αγγλόφιλοι Μαυροκορδάτος – Κουντουριώτης είχαν συστήσει σπαταλώντας άνευ αιτίας τα χρήματα του δανείου αιτιολογώντας την ύπαρξή του ως στρατόπεδο εκπαίδευσης, αντί να δώσουν τα χρήματα αυτά στο στρατόπεδο του Κερατσινίου και στους ρακένδυτους Έλληνες της Καστέλλας.

Τότε προτάθηκε από τον Κόχραν στον Καραϊσκάκη να ξεκινήσει το σχέδιό του για επίθεση στο στρατό του Κιουταχή διαμέσου του Ελαιώνος αλλά εκείνος έκρινε ότι θα ήταν ριψοκίνδυνο ακόμα και με τους Αλβανούς εγκλωβισμένους μέσα στο Μοναστήρι να τους έχει στην πλάτη του. Αφού ο Καραϊσκάκης μετέβη στο ελληνικό πλέον Παλαιόκαστρο συγκάλεσε σύσκεψη με τους οπλαρχηγούς για να βρεθεί ο καταλληλότερος τρόπος να καταληφθεί το Μοναστήρι γρήγορα. Ο Καραϊσκάκης δεν επιθυμούσε πολιορκίες και μάχες από τις οποίες θα έχανε πολύτιμο χρόνο διότι η πολιορκία στην Ακρόπολη ήταν ασφυκτική και η επίθεση των Ελλήνων δεν σήκωνε μεγάλες καθυστερήσεις. Θεώρησε ότι καλύτερος τρόπος θα ήταν ένας συμβιβασμός με τους Αλβανούς του Μοναστηριού οι οποίοι επιχειρούσαν μισθοφορικά για λογαριασμό του Κιουταχή. 

Ο Παλαιόπυργος ήταν το Καστράκι Δραπετσώνας

Πρότεινε λοιπόν στους οπλαρχηγούς του να γνωστοποιηθεί και στον Κόχραν η πρόταση αυτή του συμβιβασμού και μάλιστα είχε την επιθυμία να προβεί σε όποια υποχώρηση κι αν οι Αλβανοί ζητούσαν προκειμένου να φύγουν το συντομότερο. Ο Κόχραν αρχικώς δεν είχε αντίρρησή και για να δείξει ότι εκείνος ήταν ο αρχηγός των επιχειρήσεων ανέλαβε να πλησιάσει το Μοναστήρι από τη θάλασσα με λέμβο κρατώντας μια λευκή σημαία για να συνδιαλλαγεί με τους Αλβανούς. Μόλις όμως πλησίασε με τη βάρκα δέχθηκε πυρά από το Μοναστήρι από τα οποία ένας Άγγλος που ήταν μέσα στη βάρκα πληγώθηκε. Έτσι η βάρκα έκανε τα μπρος πίσω και συμφωνία δεν επιτεύχθηκε. 

Ο Κόχραν οργισμένος υπερβολικά από το περιστατικό, προφανώς διότι δεν ήταν συνηθισμένος να τον πυροβολούν, διέταξε όλα τα πλοία του στόλου να ξεκινήσουν κανονιοβολισμό δια όλων των μέσων που διέθεταν για να κατεδαφίσουν το Μοναστήρι. Δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που το μοναστήρι κανονιοβολείτο. Κατά τις επιχειρήσεις για την κατάληψη της Καστέλλας στις 25 και 26 Ιανουαρίου η φρεγάτα ΕΛΛΑΣ του Μιαούλη και το ατμόπλοιο ΚΑΡΤΕΡΙΑ του Άστιγξ το είχαν κανονιοβολήσει ξανά. 

Γράφει ο Κασομούλης για το βομβαρδισμό του Μοναστηριού ότι το πυρ από τα πλοία ήταν τόσο τρομερό που κάθονταν τα ταμπούρια τους και παρακολουθούσαν τα παλαιά τείχη της μονής να καταρρέουν όμως άλλοι που γνώριζαν καλά το μοναστήρι έλεγαν ότι ακόμα και τότε οι θέσεις που θα μπορούσαν να κρυφτούν εντός αυτού ήταν πολλές. Ο βομβαρδισμός από τα καράβια κράτησε όλη τη μέρα. Οι Αλβανοί όμως παρά το γεγονός ότι ο κανονιοβολισμός διήρκεσε ώρες και τα τείχη κατεδαφίστηκαν δεν πειράχτηκαν διότι η Μονή διέθετε υπόγεια στα οποία κατέβαιναν και έμεναν αλώβητοι από τις βόμβες. 

Άλλη απεικόνιση επίσης του Καρλ Κρατσάιζεν. Έλληνες από τον λόφο της Καστέλλας και τα ταμπούρια του Δημητρίου Καλλέργη παρατηρούν το βομβαρδισμό του Μοναστηριού του Αγίου Σπυρίδωνα από τα ελληνικά πλοία (13 και 14 Απριλίου1827).

Την επόμενη ημέρα 14 Απριλίου τα πλοία επανέλαβαν τον Κανονιοβολισμό νωρίς τα ξημερώματα που διήρκεσε και πάλι έως την δύση του ηλίου. Το μοναστήρι είχε μεταβληθεί σε ένα σωρό ερειπίων. Εκείνο που ενόχλησε όμως περισσότερο τους έγκλειστους Αλβανούς ήταν το γεγονός ότι οι Τούρκοι του Κιουταχή δεν έσπευσαν να τους βοηθήσουν παρά το γεγονός ότι τα οχυρώματά τους απείχαν 500 μέτρα από το μοναστήρι. Βλέποντας λοιπόν την απάθεια του Κιουταχή θέλησαν να έρθουν σε επικοινωνία με τον Καραϊσκάκη για να διαπραγματευθούν τους όρους της συνθηκολόγησης. Ήθελαν να εξέλθουν με τα όπλα τους και με όσα μπορούσε να κουβαλήσει ο καθένας (προφανώς για να μεταφέρουν το πλιάτσικο που ο καθένας τους είχε πράξει στην περιουσία της Μονής). 

Ο Καραϊσκάκης αφού έλαβε τη σύμφωνη γνώμη όλων των οπλαρχηγών έφτιαξε έγγραφο το οποίο έβαλε και το υπέγραψαν οι Σουλιώτες διότι οι Αλβανοί έδιναν ιδιαίτερη βαρύτητα σε αυτούς. Στο έγγραφο συνθηκολόγησης οι Έλληνες έβαζαν τους Αλβανούς να υποσχεθούν με όρκο ότι αφού θα εγκατέλειπαν το Μοναστήρι δεν θα έστρεφαν ξανά τα όπλα εναντίον τους σε μελλοντικές μάχες και ότι θα έπαιρναν τις οικογένειές τους και θα αποχωρούσαν από το Τουρκικό στρατόπεδο. Για την υλοποίηση αυτής της συνθήκης οι Αλβανοί ζήτησαν να γίνει έγγραφο το οποίο μεταφέρθηκε σε αυτούς από τον Γιαννάκη Λογοθέτη. 

Οι Αλβανοί δέχονται τη συνθηκολόγηση αλλά ζητούν τρία άτομα που γνωρίζουν να μπουν εγγυητές βάζοντας εχέγγυο τον ίδιο τους τον εαυτό. Η τακτική αυτή της εγγύησης δια της ανθρώπινης ζωής (ρέεμια) αποτελούσε παράδοση την εποχή εκείνη. Οι Αλβανοί ζητάνε τον Κίτσο Τζαβέλα, τον Γιαννάκη Λογοθέτη και τον Κώστα Μπότσαρη που τους γνώριζαν. Ο τελευταίος όμως αρνείται και στέλνει στη θέση του τον Σταυρογιωργάκη. 

Μπορεί ο Καραϊσκάκης να μην μπαίνει εγγύηση αλλά αναλαμβάνει να οδηγήσει την πομπή προς το τουρκικό στρατόπεδο. Τότε μόνο η συμφωνία κλείνει οι 300 Αλβανοί εξέρχονται.  Με την έξοδό τους από τη Μονή γύρω τους μαζεύεται όλη η δύναμη των Ελλήνων. Σχηματίζει έναν διάδρομο που ανάμεσά τους διέρχονται οι Αλβανοί. Κάποιοι Έλληνες με το που βγαίνουν οι Αλβανοί από το Μοναστήρι τρέχουν να μπουν πρώτοι να βρουν πολύτιμα. Είχαν ακούσει ότι πριν την κατάληψη διέθετε τεράστιο πλούτο. Μάτια όμως διότι τίποτα δεν είχε απομείνει μέσα που να αξίζει. Ψάχνουν τα κελιά αδίκως ένα-ένα.

Η έξοδος των Αλβανών από το Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα μετά την υπογραφή του εγγράφου συνθηκολόγησης. Οι Έλληνες σχηματίζοντας έναν διάδρομο πέριξ αυτών τους παρατηρούν. Διακρίνονται πίσω τους τα κατεστραμμένα από τον κανονιοβολισμό των πλοίων τείχη του Μοναστηριού.

Οι υπόλοιποι Έλληνες παρακολουθούν τους Αλβανούς που εξέρχονται περισσότερο από περιέργεια καθώς τα τελευταία χρόνια οι μάχες ήταν εξολοθρευτικές και σπανίως δινόταν αυτή η ευκαιρία για εκ του σύνεγγυς παρατήρηση. Οι Αλβανοί στο μεταξύ που φεύγουν με τα πόδια προς τα Πατήσια φτάνουν σε ένα ξυλογέφυρο και κάνουν να περάσουν από κάτω, όπου μονάχα δύο τρία το πολύ άτομα χωράνε να διέλθουν. Η πομπή κάνει αργοπορεί και είναι σε βάρος της. Ένας Έλληνας ζητάει στο τέλος της πομπής από έναν Αλβανό να του δώσει το καριοφίλι που φέρει πάνω του, καθώς όπως είπε το αναγνώρισε ότι ήταν ενός συγγενή του. Ο Αλβανός αρνείται. Πιάνονται στα χέρια και πέφτει το πρώτο βόλι. Τότε αρχίζει το χονδρό τουφέκι. 

Ο Παναγιώτης Πούλος στο δικό του ημερολόγιο γράφει πως ένας Έλληνας πρώτος ξεκίνησε τη μάχη χωρίς λόγο. Οι Σουλιώτες και όσοι έχουν δώσει λόγο τρέχουν να προστατέψουν τους Αλβανούς μα είναι αργά οι Αλβανοί εξοντώνονται κατά παράβαση της συμφωνίας. Ο Καραϊσκάκης ντροπιασμένος και από τη θέση σχεδόν του ομήρου που έχει θέσει τον εαυτό του, φωνάζει σε όσους Αλβανούς έχουν απομείνει. «Σκοτώστε με όπως σας σκοτώνω. Το βλέπετε πως δεν μπορώ να σας προστατεύσω». 

Μόνο 70 Αλβανοί μένουν ζωντανοί που τρέχουν προς τις τουρκικές θέσεις. Οι Αλβανοί δεν σκότωσαν τους Έλληνες ομήρους που είχαν ως εγγύηση. Ο Καραϊσκάκης, ο Γιαννάκης Λογοθέτης ο Τζαβέλας και ο Μπότσαρης σώζονται από θαύμα. Από τους Έλληνες έχουν σκοτωθεί δέκα και έχουν τραυματισθεί είκοσι. Πρόκειται για ένα τραγικό λάθος -αν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε έτσι - που οι Έλληνες θα πληρώσουν βαριά τις επόμενες ημέρες όταν στην ατυχή μάχη του Ανάλατου που θα ακολουθήσει οι Τούρκοι θα εκδικηθούν τη σφαγή της 16ης Απριλίου και θα σφάξουν όλους τους Έλληνες αιχμαλώτους. 

Ειπώθηκε ότι κάποιοι εξωμότες δημιούργησαν αυτή τη σκηνή για να προκαλέσουν το θάνατο των Ελλήνων ομήρων ανάμεσα στους οποίους είχε τεθεί και ο Καραϊσκάκης. Από θαύμα γλίτωσε και ενώ όλων οι υποψίες στράφηκαν στους Εγγλέζους κανείς δεν μπορούσε να τους κατηγορήσει ευθέως καθώς την προηγούμενη μέρα είχαν διατάξει την απόσυρση των Υδραίων και των Κρητικών που οι ίδιοι μίσθωναν. 

Ο Καραϊσκάκης ύστερα από αυτό δεν ήθελε πλέον να συνεχίσει. Είχε δώσει το λόγο του και αυτός είχε γίνει κουρέλι. Έστειλε μήνυμα στους Ρουμελιώτες που βρίσκονταν στην κορυφή της Καστέλλας και που θεωρούσε δικούς του ανθρώπους ότι θα έφευγε. «Δεν θέλω πια να κυβερνάω τέτοιο άπιστο ασκέρι» επαναλάμβανε. Έπεσαν πάνω του οι άνδρες στο στρατόπεδο του Κερατσινίου. Θα πέσει η επανάσταση αν φύγεις του έλεγαν. Μα εκείνος δεν άλλαζε απόφαση.

Τότε του έταξαν ότι θα έβρισκαν εκείνον που ξεκίνησε το κακό και θα τον τουφέκιζαν μπροστά στα βλέμματα των Τούρκων για συγχώρεση. Τότε μόνο άρχισε να αλλάζει. Μα οι πρώτες πληροφορίες που έφταναν του έφερναν μαντάτα πως ήταν από το στρατόπεδο του Γιαννάκη του Νοταρά που θα γινόταν γαμπρός του αφού θα νυμφευόταν την κόρη του Πηνελόπη. Ήταν όμως κι αυτές ψεύτικες πληροφορίες για να προκαλέσουν σύγχυση. Ο δράστης είχε γίνει άφαντος. 

Μα σα να μην έφταναν όλα αυτά έφτασε αγγελιαφόρος από τον Κόχραν τον "Εγγλέζο" που μετέφερε μήνυμα ντροπής που ένιωθαν οι ξένοι από τον Καραϊσκάκη που στάθηκε αιτία να αμαυρωθεί το όνομα της Ελλάδος. Ανάλογη επιστολή έλαβε και από τον Τσώρτς την οποία παραθέτουμε:  

Η επιστολή του Τσώρτς προς τον Καραϊσκάκη σύμφωνα με την οποία εκφράζει τη θλίψη του προς τον Καραϊσκάκη. Δικαίως βεβαίως ανησυχεί για το ποια θα είναι η τύχη των υπερασπιστών που θα πέσουν στα χέρια των Ελλήνων ύστερα από τα όσα έγιναν στις 16 Απριλίου στο Μοναστήρι. Γνωρίζοντας πλέον την έκβαση των γεγονότων οι 240 αιχμάλωτοι της ήττας του Ανάλατου που ακολούθησε, αποκεφαλίστηκαν αφού πρώτα διαπομπεύθηκαν.  


Μα φαίνεται ότι αυτή η τελευταία επιστολή δεν ήταν γραμμένη από τον Τσώρτς ή τον Κόχραν αλλά από τον ίδιο τον Μαυροκορδάτο που ήταν θανάσιμος εχθρός του Καραϊσκάκη και επιθυμούσε να τον ντροπιάσει δημόσια. «Μα πώς μπορεί αυτός ο άνθρωπος να είναι γνώστης της κατάστασης όταν διευθύνει από τη γολέτα του έναν πόλεμο, σε αντίθεση με εμάς που αντιπαλεύουμε με τόσων ειδών διαβόλους;» διερωτάται ο Καραϊσκάκης. 

Όλοι οι άνδρες του ελληνικού στρατεύματος ακόμα και οι μισθοδοτούμενοι από τους "Εγγλέζους" γνώριζαν καλά το ποιος ήταν ο πραγματικός αρχηγός αυτού του πολέμου. Τους «Εγγλέζους» τους είχαν απλώς για προμηθευτές των αναγκαίων του στρατοπέδου και για τίποτε άλλο. Ο Καραϊσκάκης δεν απαντά στην προσβλητική επιστολή του Κόχραν -έστω κι αυτή διατηρεί όλους τους ευγενείς τύπου που η περίσταση επιβάλλει- αλλά στις 18 Απριλίου του έρχεται εντολή να συνδράμει με τον στρατό του στην κατά μέτωπο επίθεση της Ακρόπολης. 

Μαυροκορδάτος και οι δύο "Εγγλέζοι" μένουν προσηλωμένοι σε ένα σχέδιο που είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Ο Καραϊσκάκης βλέποντας ότι δεν μπορεί να τους σταματήσει ζητάει τουλάχιστον η επίθεση να γίνει από τον ελαιώνα που προσφέρει κάλυψη των Ελλήνων από του Οθωμανικό ιππικό. Οι άλλοι επιμένουν. Τελικά κάνουν όλοι ένα βήμα πίσω και δέχονται επίθεση διμέτωπη από ελαιώνα και Τρεις Πύργους. 


Πηγές:

"Η βιογραφία του Στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη υπό του ιδιαιτέρου γραμματέως του", Δ. Αινιανός, υπό Ι. Βλαχογιάννη, Έκδοση Δευτέρα, Τυπογραφείο Βλαστού, Εν Αθήναι 1903).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"