Ο αγωνιστής της επανάστασης Γιαννακός Τζελέπης

 



του Στέφανου Μίλεση

Ο Ιωάννης Τζελέπης (Γιαννακός) με καταγωγή από το Πήλιο της τότε «Θετταλομαγνησίας» ήταν ένας γενναίος πολεμιστής της επανάστασης που το 1827 συμμετείχε σε όλες τις Μάχες που διεξήχθησαν στην ευρύτερη περιφέρεια του Πειραιά (Λόφου Καστέλλας, Αγίου Σπυρίδωνα, Μάχη Κερατσινίου και τελικά στη Μάχη του Ανάλατου (Φαλήρου)). 

Ηττημένοι οι Έλληνες την 24η Απριλίου του 1827, διέφευγαν τρέχοντας προς τη θάλασσα για να σωθούν από το τουρκικό μαχαίρι της εκδίκησης κάτω από αντίξοες συνθήκες. Στοιβάζονταν ζωντανοί και τραυματίες ο ένας πάνω στον άλλο, μέσα σε μικρές βάρκες διαφυγής, είτε από την ακτή του Φαλήρου, είτε από την ερημική παραλία του Πειραιά. Πολλοί ακόμα έπεφταν στη θάλασσα για να σωθούν όπως ο Φιλανδός Φιλέλληνας Αύγουστος Μύρμπεργκ που από το ύψος του λιμανιού του Φαναριού (σημερινό Μικρολίμανο) έπεσε στον νερό μη βρίσκοντας άλλο τρόπο διαφυγής. Άριστος κολυμβητής καθώς ήταν, διένυσε από θαλάσσης μια τεράστια απόσταση και κατάφερε να φτάσει σε ελληνικά πλοία που βρίσκονταν στο στενό μεταξύ Πειραιώς και Σαλαμίνας. 


Οι στοιβαγμένοι στις βάρκες πετούσαν στη θάλασσα τον οπλισμό τους για να μπορέσει η βάρκα να επιπλεύσει από το υπερβολικό φόρτωμα. 

Γράφει ο Μακρυγιάννης στα «Απομνημονεύματα» για τις δραματικές εκείνες στιγμές: «Στάθη ο Νικήτας έξω κι ο Γενναιός κ’ εγώ με την αράδα και βαρκαρίσαμεν τους ανθρώπους. Μπαίνουν μέσα εις την φελούκα πολλοί, βούλιαγε μ΄ όλους τους ανθρώπους». 


Ανάμεσα σε όσους γλύτωσαν τη σφαγή και διέφυγαν με αυτό τον τρόπο ήταν και ο Γιαννακός Τζελέπης! Πολλοί από τους αγωνιστές αυτούς, νιώθοντας πίκρα και συνάμα ντροπή για τις συνθήκες της φυγής τους, υπόσχονταν στον εαυτό τους ότι κάποτε θα επιστρέψουν. Ο πρώτος εξ αυτών που τήρησε την υπόσχεσή του ήταν ο Τζελέπης. Επέστρεψε μόλις δύο χρόνια αργότερα, το 1829 και οικοδόμησε το σπίτι του στην έρημη ακτή ακόμα, στο ίδιο σημείο από το οποίο λίγο καιρό πριν είχε επιβιβαστεί σε μια βάρκα για να γλυτώσει. 

Μεταγενέστερα η ακτή που θα εγκατασταθεί θα λάβει το όνομά του και θα μείνει μέχρι σήμερα γνωστή ως Ακτή Τζελέπη. Κάτω από το σπίτι του εγκατέστησε ένα καφενείο το οποίο ήταν και καφενείο - ταβέρνα, από το οποίο περνούσαν τότε οι διερχόμενοι από το λιμάνι του Πειραιά ταξιδιώτες, αλλά και Αθηναίοι που κατέβαιναν τακτικά για να επιβλέψουν τις παράλιες περιουσίες τους και να φροντίσουν τα μποστάνια που πολλοί από αυτούς διατηρούσαν στον έρημο ακόμα Πειραιά. Στο πάνω μέρος, εκεί που ήταν το σπίτι του, υπήρχαν κάποια δωμάτια κενά, τα οποία ο Τζελέπης διέθετε αντί αμοιβής για διανυκτέρευση ταξιδιωτών. 

Ο ίδιος, ήταν πολύ υπερήφανος τόσο για τη συμμετοχή του στις μάχες, όσο και για το γεγονός ότι  έκτισε το πρώτο σπίτι όταν ο Πειραιάς ήταν ακόμα έρημος. Για το λόγο αυτό παρήγγειλε σε κάποιον ποιητή, που τότε σύχναζε στο καφενείο του, να του χαράξουν στον τάφο του ένα επιτύμβιο. Έτσι πραγματικά κι έγινε και όταν πέθανε ο Τζελέπης, θάφτηκε στο πρώτο κοιμητήριο της πόλης στον Άγιο Διονύσιο, πάνω στο μνήμα του χαράχθηκε το κάτωθι επιτύμβιο, που προφανώς είχε περιέλθει εις γνώση του Τζελέπη όσο ζούσε κι είχε εγκρίνει τη χάραξη στο μνήμα του.

«Εδώ εις τούτον, άνθρωπε, τον τάφον όπου βλέπεις,

Κοιμάται, αναπαύεται ο Γιαννακός Τζελέπης.

Αφήσας την πατρίδα του, Θετταλομαγνησίαν, με σπάθην ωπλίσθη

Κι εις της επαναστάσεως την ζάλην την αγρίαν ενδόξως ηγωνίσθη.

Κι αυτός εις του Πειραιώς την γην οικοδομήσας πρώτος οικίαν εκλεκτήν,

Και μετά της συζύγου του ένδεκα χρόνου ζήσας διέπρεπεν εις αρετήν.

Το ποίημα αυτό αποδίδεται ότι το έγραψε ο Γεώργιος Παράσχος, διότι εκείνος ήταν που υπήρξε ένθερμος θαμώνας του καφενείου του Τζελέπη, καθώς συχνά κατέβαινε από την Αθήνα στον Πειραιά για να κάνει ναργιλέ στο καφενείο του. Ο Τζελέπης, καθώς όπως αναφέρει και το επιτύμβιο ποίημα, έζησε ύστερα από την εγκατάστασή του στον Πειραιά για ένδεκα έτη μέχρι το θάνατό του στις 23 Μαΐου 1843.


Αργότερα, μετά το θάνατο και της χήρας Φλωρού Τζελέπη το ποίημα συμπληρώθηκε με δύο στίχους ακόμα:

«Εν μέσω τόπου χλοερού

Και η σύζυγός του η Φλωρού»

 

Οι στίχοι αυτοί δεν προστέθηκαν στο τέλος όπως πολλοί σήμερα νομίζουν, αλλά μεταξύ του δεύτερου με τον τρίτο στίχο. Κι έτσι το επιτύμβιο διαμορφώθηκε στην αρχή του ως εξής:

 

«Εδώ εις τούτον, άνθρωπε, τον τάφον όπου βλέπεις,

Κοιμάται, αναπαύεται ο Γιαννακός Τζελέπης.

Εν μέσω τόπου χλοερού

και η σύζυγός του η Φλωρού

Αφήσας την πατρίδα του, Θετταλομαγνησίαν, με σπάθην ωπλίσθη

Κι εις της επαναστάσεως την ζάλην την αγρίαν ενδόξως ηγωνίσθη.»

 

Είναι φανερό ότι οι δύο μεταγενέστεροι στίχοι δεν γράφτηκαν από τον ίδιο ποιητή. Ο Μπάμπης Άννινος έγραψε, ότι γνωστός λόγιος της εποχής έλαβε γενναία αμοιβή για να τους προσθέσει από συγγενείς της συζύγου του Τζελέπη, χωρίς όμως να τον κατονομάζει. Όταν έγινε η μεταφορά του μνήματος του Τζελέπη από το κοιμητήριο του Αγίου Διονυσίου στο νέο κοιμητήριο της Ανάστασης, το μνήμα που κατασκευάστηκε ήταν διαφορετικό και η χάραξη πάνω του ήταν επίσης αλλαγμένη.

 

Γεγονός είναι ότι το καφενείο όπως και το πανδοχείο του Τζελέπη γνώρισαν ημέρες δόξας ειδικά μετά την έκδοση του βασιλικού διατάγματος που καθόριζε ως πρωτεύουσα την Αθήνα (εκδόθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου του 1834, με ημερομηνία εφαρμογής την 1η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους). Τότε ξεκίνησαν πυρετώδεις ετοιμασίες από επιτροπή που είχε αποστολή την εγκατάσταση στην πρωτεύουσα των δημοσίων υπηρεσιών και των μελών της βασιλικής οικογένειας. Τέτοιες αποστολές κρατικών υπαλλήλων ειδικά την περίοδο των βροχών του χειμώνα ήταν συχνές. 

Διέμεναν στα πάνω δωμάτια του Τζελέπη, καθώς η χωμάτινη διαδρομή προς την Αθήνα ήταν απρόσιτη στις άμαξες, ελώδης και γεμάτη από τα νερά των βροχών. Οι διάφορες περιγραφές των διανυκτερεύσεων μας δίνουν μια πρόχειρη εικόνα των δωματίων του Τζελέπη. Μικρά, σκοτεινά δωμάτια, γεμάτα από υγρασία, όχι ιδιαιτέρως καθαρά που για να ανέλθει κάποιος σε αυτά θα έπρεπε να κάνει χρήση μιας μικρής ξύλινης σκάλας που διαρκώς έτριζε. Όμως ο Τζελέπης φαίνεται ότι λειτουργούσε ο ίδιος την επιχείρηση του ισόγειο καφενείου-ταβέρνας μόνο κατά τα πρώτα χρόνια. 

Χαρτοπαιξία σε καφενείο του Πειραιά. Καπνίζουν, πίνουν και κάνουν ναργιλέ. Ουδείς αποκλείει η σκηνή να απεικονίζει το εσωτερικό του Πανδοχείου του Τζελέπη, ονομαστό για τη χρήση ναργιλέ όπως ο ποιητής Γεώργιος Παράσχος περιγράφει. 

Κι αυτό διότι ο Σταμάτης Ιωάννου ένας από τους επίσης πρώτους οικιστές του Πειραιά, έγραψε ότι μόλις πληροφορήθηκε την απόφαση για τη μεταφορά της πρωτεύουσας, βιάστηκε να νοικιάσει το ένα και μοναδικό μαγαζί που υπήρχε τότε στον Πειραιά, του παλαιού αγωνιστή Γιαννακού Τζελέπη! Επιβεβαιώνει μάλιστα ότι ήταν κι αυτός ένας από τους πρώτους οικιστές στην έρημη πόλη, στην οποία έκτισε ένα πανδοχείο και μαγαζί κοντά στην Ακτή. 

«Μεταβήκαμεν εις Πειραιά τω έτει 1834 (20 Οκτωβρίου) και ενοικιάσαμεν το μαγαζίον του Ιωάννη Τζελέπη, όπου τότε μόνο εκείνο ήταν εις Πειραιά, και επετύχαμεν λαμπρόν εμπόριον εις αυτόν τον χρόνον εις Πειραιά». («Παράλληλα στον αγώνα του ‘21», Λουκίας Δρούλια, Περιοδικό «Εποχές», Ιούνιος 1964).

Η παρερμηνεία μιας πρωτιάς 

Πολλοί ιστορικοί και ερευνητές του παρελθόντος στα χνάρια των οποίων «πάτησαν» και οι νεότεροι, παρερμηνεύοντας τους στίχους του επιτύμβιου ποιήματος τον αποκάλεσαν ως «φερόμενο πρώτο οικιστή του Πειραιά». Ο Γιαννακός Τζελέπης ουδέποτε όταν ζούσε υποστήριζε ότι υπήρξε πρώτος οικιστής, ούτε φυσικά και οι στίχοι του επιτύμβιου ποιήματος αναγράφουν κάτι τέτοιο. Εκείνο που ο Τζελέπης ισχυρίστηκε και ίδιο το ποίημα αναγράφει είναι ότι «εις του Πειραιώς την γην οικοδομήσας πρώτος οικίαν εκλεκτήν» δηλαδή ότι οικοδόμησε την πρώτη οικία στον Πειραιά, γεγονός που διαφέρει από την ιδιότητα του πρώτου οικιστή. 

Τα οικήματα στον έρημο Πειραιά ήταν μέχρι τότε ξυλοκάλυβα φτιαγμένα από πρόχειρα υλικά. Την εποχή εγκατάστασης του Τζελέπη υπήρχαν κι άλλοι 41 οικιστές. Αυτοί οι 41 είχαν υπογράψει την 25η Οκτωβρίου του 1835 αναφορά προς την κυβέρνηση με την οποία υποστήριζαν το σχηματισμό ανεξάρτητης δημοτικής αρχής προς επίλυση των προβλημάτων τους. Μεταξύ εκείνων των 41 πρώτων οικιστών συμπεριλαμβάνεται και το όνομα του Γιαννακού Τζελέπη.

Και φαίνεται ότι ο Γιαννακός Τζελέπης ήταν αληθινός ως προς τον ισχυρισμό του, καθώς η οικία που κατασκεύασε ήταν η πρώτη στον Πειραιά αφού οικοδομήθηκε το 1829 πριν από την εφαρμογή του σχεδίου πόλεως. Όταν αυτό συντάχθηκε, ο Τζελέπης αναγκάστηκε να κατεδαφίσει το αυθαίρετα οικοδομημένο σπίτι του, γεγονός που επιβεβαιώνει και ο ιστοριογράφος Ιωάννης Αλ. Μελετόπουλος στο έργο του «Πειραϊκά». 

Ο Μελετόπουλος αναφέρει ότι μετά την κατεδάφιση εμφανίστηκε στον Τζελέπη ο βασιλικός οικονομικός επίτροπος Αττικής και του γνωστοποίησε την εξόφληση απαιτήσεως που είχε λόγω αποζημιώσεως για την κατεδάφιση του σπιτιού του κατά την εφαρμογή του σχεδίου. Ο Τζελέπης κρίθηκε ότι έπρεπε να αποζημιωθεί, μη έχοντας υπαιτιότητα αφού οικοδόμησε το πρώτο σπίτι πριν από το σχέδιο πόλεως.

Μετά την κατεδάφιση του θρυλικού πανδοχείου με τα χρήματα της αποζημίωσης, οικοδομήθηκε η ιδιοκτησία του Τζελέπη σε άλλη θέση στην ίδια όμως περιοχή.

Δεν είναι εξακριβωμένη η χρονολογία κατεδάφισης της οικίας-πανδοχείου-καφενείου του Τζελέπη. Μια πιθανή χρονολογία που από πολλούς αποδίδεται, είναι οπωσδήποτε μετά το 1862 κι αυτό καθώς τη χρονιά εκείνη, υπήρξε μια δημοσίευση του γαλλικού περιοδικού «Tour Du Monde» που απεικόνιζε το πανδοχείο να στέκει ακόμα προς την πλευρά της θάλασσας της Πλατείας Όθωνος (που θα μετονομαστεί στη συνέχεια σε Πλατεία Απόλλωνος και Καραϊσκάκη). Το 1862 που το γαλλικό περιοδικό αφιέρωσε εικόνα στο ξενοδοχείο του Τζελέπη, δεν ήταν το μοναδικό επί της πλατείας, καθώς υπήρχε και το «Ναυτικό ξενοδοχείο» (Hotel Naval) στην ανατολική πλευρά της. Μετά την κατεδάφιση του θρυλικού πανδοχείου με τα χρήματα της αποζημίωσης, η οικία Τζελέπη υπήρχε σε άλλη θέση στην ίδια όμως περιοχή.

Δημοσίευση του γαλλικού περιοδικού «Tour Du Monde» που απεικόνιζε το πανδοχείο να στέκει ακόμα προς την πλευρά της θάλασσας της Πλατείας Όθωνος

Η παραλία που κάποτε ο αγωνιστής του ’21 Γιαννακός Τζελέπης οικοδόμησε την πρώτη λιθόκτιστη κατοικία, έγινε ονομαστή όταν χρόνια αργότερα άρχισαν να δένουν οι βάρκες σχηματίζοντας ατέλειωτες σειρές. Ανέμεναν την έλευση πλοίων στο λιμάνι και μόλις έπιαναν σήμα από το σηματογράφο του λιμανιού οι βαρκάρηδες κωπηλατούσαν να πάνε να παραλάβουνε τους επιβάτες, καθώς τα πλοία τότε δεν μπορούσαν να πιάσουν προβλήτα. Με τα χρόνια όταν στο λιμάνι έγινε η απαιτούμενη εκβάθυνση τα πλοία έριχναν απευθείας κλίμακα στην προβλήτα και οι βαρκάρηδες κατέστησαν ανενεργοί. 

Η Ακτή Τζελέπη ωστόσο ταυτίστηκε με την παρουσία τους, τις φωνές τους και τη φασαρία που προκαλούσαν όταν διεκδικούσαν μεταξύ τους κάποιον επιβάτη. Στην ίδια πολύβουη ακτή σύχναζαν και οι φορτοεκφορτωτές του λιμανιού αλλά και οι ιδιοκτήτες καϊκιών, μικροκαπεταναίοι και πραγματευτάδες. Όλοι τους άνθρωποι του μόχθου ενδεδυμένοι με τις παραδοσιακές τους φορεσιές δημιουργούσαν μια πολύχρωμη κυψέλη εργαζόμενων ανθρώπων με κοινό παρελθόν τη συμμετοχή τους στους αγώνες της επανάστασης. Η γενιά εκείνη του Τζελέπη υπήρξε θρυλική και έδινε την παρουσία της μέχρι κυρίως μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1860. 



Αγοραπωλησία φρούτων στον Πειραιά


Ο Γιαννακός Τζελέπης υπήρξε ένας αγνός Έλληνας αγωνιστής της ελευθερίας που ζώστηκε το σπαθί της επανάστασης. Εγκαταστάθηκε σε μια περιοχή της οποίας το μέλλον ήταν ακόμα άγνωστο, δημιουργώντας οικογένεια και ζώντας από τα χρήματα που κέρδιζε από το πανδοχείο του. Οικοδόμησε το πρώτο λιθόκτιστο σπίτι στην πόλη και έζησε ζωή ενάρετη. Μετά τον θάνατό του αποδόθηκε λανθασμένα ο ισχυρισμός του πρώτου οικιστή, τον οποίο ουδέποτε επιδίωξε, σε βάρος μάλιστα της πρωτιάς που πραγματικά είχε πετύχει και για την οποία ήταν τόσο περήφανος που τη χάραξε και στον τάφο του κληροδότημα στις επόμενες γενιές. 

  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"