Σουλιώτες και Πειραιάς. Το άγνωστο έπος των Σουλιωτών (1827)

Hughes, Thomas από TRAVELOGUES, Με το βλέμμα των περιηγητών


του Στέφανου Μίλεση

Όταν ξεκίνησαν οι επιχειρήσεις των Ελλήνων για την απελευθέρωση του «Κάστρου της Αθήνας» (Ακρόπολης), όπου βρίσκονταν πολιορκούμενοι οι Έλληνες από τις δυνάμεις του Ρεσίτ Πασά (Κιουταχή), οι Σουλιώτες κατέβηκαν και εγκαταστάθηκαν εντός του στρατοπέδου των Μεγάρων. Δυστυχώς επρόκειτο για ένα στρατόπεδο ανενεργό, καθώς είχε προκύψει από τη φαγωμάρα των Ελλήνων (είχε προηγηθεί ο διπλός εμφύλιος). Από τους εμφυλίους είχαν βγει κερδισμένοι οι Έλληνες υποστηριχτές της αγγλικής παράταξης, όπως αυτή εκφραζόταν μέσα από την κυβέρνηση Γ. Κουντουριώτη. 

Οι ένθερμοι υποστηριχτές αυτής, όπως ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και οι εφοπλιστές της Ύδρας, βρέθηκαν να διαχειρίζονται τα γνωστά αγγλικά δάνεια. Επρόκειτο για τεράστια χρηματικά ποσά (έστω κι αυτά που έφτασαν τελικώς στην Ελλάδα), τα οποία σαφώς και δεν προορίζονταν για τον αγώνα των Ελλήνων, αλλά για την εξόντωση πολιτικών αντιπάλων. Η Αγγλία έτσι θα έμενε μόνη κυρίαρχη δύναμη να ορίζει τις τύχες της Ελλάδας εκφράζοντας την πολιτική της, δια των θερμών υποστηρικτών της. Μέρος της δικαιολόγησης σπατάλης των δανείων αυτών, υπήρξε και η δημιουργία του λεγομένου «στρατοπέδου εκπαίδευσης» στα Μέγαρα.

 Την ίδια περίπου εποχή ο Καραϊσκάκης είχε στήσει το στρατόπεδό του στην Ελευσίνα και πολεμούσε μόνος του να συγκεντρώσει άνδρες και χρήματα για να εφαρμόσει το σχέδιό του, που προέβλεπε απελευθέρωση της Ρούμελης και λύση της πολιορκίας της Ακρόπολης. Και ο διμέτωπος αυτός αγώνας του Καραϊσκάκη ήταν δύσκολος. Καθώς ούτε χρήματα μπορούσε να βρει, αλλά ούτε και άνδρες. Ο αγώνας είχε εκφυλιστεί τόσο, που οι Έλληνες θεωρούσαν καλύτερο να πάνε για συγκομιδή σταφίδας (που γινόταν εκείνη την εποχή) παρά να ασχολούνται με την «χαμένη» υπόθεση της ανεξαρτησίας, που είχε απωλέσει την ορμή της, εξαιτίας των αιματηρών εμφυλίων. 

Ο Καραϊσκάκης όταν τελικώς με τα στρατηγήματά του, τη γενναιότητα και την πίστη του στον Θεό, πέτυχε το «ακατόρθωτο», να απελευθερώσει το μεγαλύτερο μέρος της Ρούμελης, κατάφερε εκ παραλλήλου να συγκεντρώσει μεγάλο αριθμό Στερεοελλαδιτών που βλέποντας την επανάσταση να «ξαναγεννιέται», έσπευδαν να πολεμήσουν κάτω από τις διαταγές του. Ακολούθησε η μετακίνηση του Καραϊσκάκη από την Ελευσίνα στο Κερατσίνι που αποτέλεσε το δεύτερο βήμα για την απελευθέρωση της πειραϊκής χερσονήσου. Το πρώτο βήμα είχε γίνει με την απόβαση των Ελλήνων στην Καστέλλα, υπό τις εντολές του Σκωτσέζου Θωμά Γκόρντον. 

Ο λόγος που οι Σουλιώτες έμεναν όλο εκείνο το διάστημα άπρακτοι στα Μέγαρα και δεν πήγαιναν να συναντήσουν τον Καραϊσκάκη, αρχικά στην Ελευσίνα και ύστερα στο Κερατσίνι, είχε να κάνει με τη ψυχρότητα, που είχε επέλθει μεταξύ τους, από τότε που η ελληνική διοίκηση είχε ορίσει αρχιστράτηγο των ελληνικών δυνάμεων στη Ρούμελη τον Καραϊσκάκη. Οι Σουλιώτες πίστευαν ότι σε κάποιον από εκείνους έπρεπε να είχε δοθεί η αρχηγία, καθώς ήταν γνωστός σε όλους τους Έλληνες ο ηρωισμός τους και η αυτοθυσία τους. Όμως ύστερα από την εκστρατεία του Καραϊσκάκη, οι Σουλιώτες είδαν ότι η επανάσταση στη Ρούμελη αναζωπύρωσε εκεί που πήγαινε να σβήσει. Παλληκάρια καθώς ήταν σκέφθηκαν να παύσουν την διαμάχη και να πάνε να συναντήσουν τον Καραϊσκάκη. Έβαλαν τα καλά τους ρούχα, πήραν τα μπαϊράκια τους, ζώστηκαν τις σπάθες τους και πήγαν να τον βρουν στο Κερατσίνι. 

Στο μεταξύ η Συνέλευση της Τροιζήνας είχε δώσει την αρχηγία στους δύο «Εγγλέζους» Κόχραν και Τσώρτς υπακούοντας στα κελεύσματα της αγγλικής πολιτικής. Όμως οι Σουλιώτες που δεν καταλάβαιναν από αυτά, γνώριζαν ότι ο Καραϊσκάκης ήταν ο πραγματικός ηγήτορας και σε αυτόν πήγαν. Τα σουλιώτικα τμήματα παρατάχθηκαν έξω από τη σκηνή του Καραϊσκάκη και ο Κώστας Μπότσαρης, ο αρχηγός των Σουλιωτών, μπήκε σε αυτήν. «Καραϊσκάκη» του είπε «ό,τι κι αν έτρεξε μεταξύ μας η πατρίδα έχει ανάγκη από εμάς και περιμένει να τη λευτερώσουμε. Έλαβες την αρχηγία. Αλλά οι βουλές σου σε κατέστησαν άξιο ώστε να σε σεβόμαστε και να υπακούμε στις εντολές σου»

Ο Καραϊσκάκης φανερά συγκινημένος που κατάφερε να κερδίσει το σεβασμό των γενναιοτέρων της επανάστασης αποκρίθηκε «Αδελφοί, τίποτα δεν έκαμνα μόνος μου, αλλά όλοι μαζί. Άνθρωποι είμαστε, έχουμε χολή κι εγώ έφταιξα πολλές φορές. Σφάλαμε ο ένας προς τον άλλον κι αυτό δεν ήταν από εμάς (εννοούσε ότι ήταν από τους πολιτικούς), διότι εμείς μόνο την ελευθερία της πατρίδας μας έχουμε στο νου μας». 

Ο καταμερισμός του φταιξίματος για τα αμαρτήματα που κάθε πλευρά έπραξε κατά την περίοδο του διχασμού, αποτελεί ένα από σημαντικότερα αγαθά που διακρίνει τις μεγάλες προσωπικότητες από τους υπόλοιπους. Γεγονός πάντως ήταν ότι οι Σουλιώτες από εκείνη την ημέρα στάθηκαν στο πλευρό του Καραϊσκάκη και ο Κώστας Μπότσαρης με την πείρα που είχε, συχνά έδινε την άποψή του στον Καραϊσκάκη πριν από τις επιχειρήσεις. Ο Κώστας Μπότσαρης μάλιστα, ήταν εκείνος που είχε συμβουλεύσει τον Καραϊσκάκη να μη δεχθεί να μπει εγγυητής στη συνθηκολόγηση των Αλβανών που ήταν ταμπουρωμένοι μέσα στο Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα και που ζητούσαν να αποχωρήσουν χωρίς να πειραχτούν. 

Otto Magnus von STACKELBERG - ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ


Ο Μπότσαρης  έλεγε στον Καραϊσκάκη ότι τα ελληνικά τμήματα απαρτίζονται από διάφορα σώματα που ήταν ετερόκλητα μεταξύ τους (οι Έλληνες που είχαν συγκεντρωθεί έφταναν τότε τους 11 με 12 χιλιάδες άνδρες), που κανένας δεν γνώριζε από «πού κρατούσε η σκούφια τους». Μάλιστα είχε προειδοποιήσει τον Καραϊσκάκη να είναι ιδιαίτερα προσεχτικός κατά την ώρα αποχώρησης των Αλβανών από το Μοναστήρι, φοβούμενος προφανώς ατυχής έκβαση, όπως δυστυχώς κι έγινε. Κάποιος Έλληνες πυροβόλησε, δεν ήθελε και πολύ να ακολουθήσει σφαγή των εξερχομένων Αλβανών, κατά παράβαση της συμφωνίας που είχε γίνει, με αποτέλεσμα ο Καραϊσκάκης να θέλει να παραιτηθεί, ντροπιασμένος διότι ο λόγος (ρέεμι) την εποχή εκείνη ήταν το σοβαρότερο στοιχείο που χαρακτήριζε τον άνδρα με μπέσα. Η παράβαση αυτού, σήμαινε ανανδρία και ο «καπετάνιος» στιγματιζόταν πλέον ως αφερέγγυος. 

Δυστυχώς εξαιτίας αυτής της παράβασης της συμφωνίας της 16ης Απριλίου του 1827, οι Τούρκοι σε εκδίκηση θα σφαγιάσουν όσους Έλληνες θα βρεθούν αιχμάλωτοι στα χέρια τους, ύστερα από την ήττα του Ανάλατου που θα ακολουθήσει στις 24 Απριλίου του ίδιου έτους. Η ήττα του Ανάλατου θα έρθει ως αποτέλεσμα δύο γεγονότων. Το πρώτο φυσικά ήταν ο απροσδόκητος θάνατος του Καραϊσκάκη και το δεύτερο ο καταστροφικός σχεδιασμός της επίθεσης, που θα επιβάλλουν οι άκαπνοι και αμύητοι στους ελληνικούς τρόπους μάχης, Κόχραν και Τσώρτς. Και πάλι οι Σουλιώτες μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη, έπιασαν τους δύο «Εγγλέζους» και με συνετούς λόγους προσπάθησαν να εμποδίσουν την έλευση της καταστροφής που το αγγλικό σχέδιο έβλεπαν ότι θα φέρει. Ο Κόχραν τότε τους πρόσβαλλε λέγοντας ότι δεν περίμενε τέτοιες κουβέντες από Σουλιώτες, που τόσα είχε ακούσει για την ανδρεία τους. Πονηρός ο Κόχραν πάτησε στο ευαίσθητο σημείο τους. Οι Σουλιώτες απάντησαν ότι είχε ακούσει για αυτούς επειδή ύστερα από τόσες μάχες που είχαν δώσει εξακολουθούσαν να είναι ζωντανοί. Αν είχαν πεθάνει εξαρχής δεν θα είχαν προλάβει να κάνουν ηρωικές πράξεις. 

Όμως οι «Εγγλέζοι» είχαν προσβάλει την τιμή τους και οι Σουλιώτες αποφάσισαν όχι μόνο να μετάσχουν αλλά ζήτησαν να βρεθούν στο δυσκολότερο σημείο της επίθεσης, στην πρώτη ομάδα απόβασης. Οι Σουλιώτες θύμισαν τους αρχαίους Σπαρτιάτες στις Θερμοπύλες, που υπακούοντας στις εντολές έμειναν ακλόνητοι στις θέσεις τους. Όταν οι Σουλιώτες εκείνη την ημέρα δέχθηκαν τις τουρκικές επελάσεις του ιππικού (Δελήδων) αναγκάστηκαν κι αυτοί να υποχωρήσουν μπροστά στη γενική συμφορά. Όμως δεν έστρεψαν πλάτη στον εχθρό, ούτε έτρεξαν να επιβιβαστούν άρον – άρον στα πλοία όπως έκαναν οι υπόλοιποι. Συσπειρώθηκαν πέριξ του Κώστα Μπότσαρη για να τον προστατεύσουν με το αίμα τους διότι σύμφωνα με τα ήθη τους θεωρείτο ντροπή να χαθεί ο αρχηγός τους. Έτσι συντεταγμένα σε ανοιχτό κάμπο οπισθοχωρούσαν μαχόμενοι για απόσταση μεγαλύτερη των δύο χιλιομέτρων που απείχε η ακτή. Όταν η πρώτη σειρά Σουλιωτών έπεφτε από τα βόλια, ορθωνόταν πίσω της η επόμενη. 

Οι πρώτοι που έπεφταν ήταν οι συγγενείς εκείνου που όφειλαν να προστατέψουν. Τόσο ο Κώστας Μπότσαρης όσο και ο Κίτσος Τζαβέλλας έχασαν τους περισσότερους συγγενείς τους. Δεκαεπτά στον αριθμό. Ανάμεσά τους και ο Τούσιας Μπότσαρης ξάδελφος του Κώστα. Οι Σουλιώτες έγραψαν μοναδικές σελίδες ηρωισμού που δυστυχώς όμως δεν προβλήθηκαν, καθώς η μάχη του Ανάλατου κατέληξε στην μεγαλύτερη ήττα της επανάστασης και κανείς δεν επιθυμούσε να ομιλεί περί αυτής. Σε αυτή την τιτανομαχία οι Σουλιώτες φόνευαν όσους Δελήδες τους πλησίαζαν αρπάζοντας μάλιστα από αυτούς και 12 άλογα φονεύοντας τους αναβάτες τους. Κι αυτό γινόταν τη στιγμή που οι Έλληνες έπεφταν στη θάλασσα για να σωθούν (πάνω από 100 άνδρες πνίγηκαν στην προσπάθεια να φτάσουν στα πλοία). 


Σε αυτούς που έτρεχαν (μέχρι λιποθυμίας) να σωθούν ήταν και οι Κόχραν και Τσώρτς που η θάλασσα έφτασε μέχρι το λαιμό για να μπορέσουν να αρπάξουν μια βάρκα και να επιστρέψουν στα πλοία τους. Ο Κώστας Μπότσαρης με τους Σουλιώτες ύστερα από ήττα του Ανάλατου συγκεντρώθηκαν στη σπηλιά της Καστέλλας (έτσι αποκαλούσαν τότε το αρχαίο Σηράγγειον γνωστό τα μεταγενέστερα χρόνια ως Σπηλιά του Παρασκευά). Ο Μπότσαρης έστησε εντός αυτής το στρατηγείο του και διασκόρπισε τους άνδρες του στα υψώματα της Καστέλλας προσπαθώντας να κρατήσει σε ελληνικά χέρια ό,τι είχε κατακτηθεί με τόσο αγώνα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"