Σουλιώτες και Πειραιάς. Το άγνωστο έπος των Σουλιωτών (1827)

Hughes, Thomas από TRAVELOGUES, Με το βλέμμα των περιηγητών


του Στέφανου Μίλεση

Όταν ξεκίνησαν οι επιχειρήσεις των Ελλήνων για την απελευθέρωση του «Κάστρου της Αθήνας» (Ακρόπολης), όπου βρίσκονταν πολιορκούμενοι οι Έλληνες από τις δυνάμεις του Ρεσίτ Πασά (Κιουταχή), οι Σουλιώτες κατέβηκαν και εγκαταστάθηκαν εντός του στρατοπέδου των Μεγάρων. Δυστυχώς επρόκειτο για ένα στρατόπεδο ανενεργό, καθώς είχε προκύψει από τη φαγωμάρα των Ελλήνων (είχε προηγηθεί ο διπλός εμφύλιος). Από τους εμφυλίους είχαν βγει κερδισμένοι οι Έλληνες υποστηριχτές της αγγλικής παράταξης, όπως αυτή εκφραζόταν μέσα από την κυβέρνηση Γ. Κουντουριώτη. 

Οι ένθερμοι υποστηριχτές αυτής, όπως ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και οι εφοπλιστές της Ύδρας, βρέθηκαν να διαχειρίζονται τα γνωστά αγγλικά δάνεια. Επρόκειτο για τεράστια χρηματικά ποσά (έστω κι αυτά που έφτασαν τελικώς στην Ελλάδα), τα οποία σαφώς και δεν προορίζονταν για τον αγώνα των Ελλήνων, αλλά για την εξόντωση πολιτικών αντιπάλων. Η Αγγλία έτσι θα έμενε μόνη κυρίαρχη δύναμη να ορίζει τις τύχες της Ελλάδας εκφράζοντας την πολιτική της, δια των θερμών υποστηρικτών της. Μέρος της δικαιολόγησης σπατάλης των δανείων αυτών, υπήρξε και η δημιουργία του λεγομένου «στρατοπέδου εκπαίδευσης» στα Μέγαρα.

 Την ίδια περίπου εποχή ο Καραϊσκάκης είχε στήσει το στρατόπεδό του στην Ελευσίνα και πολεμούσε μόνος του να συγκεντρώσει άνδρες και χρήματα για να εφαρμόσει το σχέδιό του, που προέβλεπε απελευθέρωση της Ρούμελης και λύση της πολιορκίας της Ακρόπολης. Και ο διμέτωπος αυτός αγώνας του Καραϊσκάκη ήταν δύσκολος. Καθώς ούτε χρήματα μπορούσε να βρει, αλλά ούτε και άνδρες. Ο αγώνας είχε εκφυλιστεί τόσο, που οι Έλληνες θεωρούσαν καλύτερο να πάνε για συγκομιδή σταφίδας (που γινόταν εκείνη την εποχή) παρά να ασχολούνται με την «χαμένη» υπόθεση της ανεξαρτησίας, που είχε απωλέσει την ορμή της, εξαιτίας των αιματηρών εμφυλίων. 

Ο Καραϊσκάκης όταν τελικώς με τα στρατηγήματά του, τη γενναιότητα και την πίστη του στον Θεό, πέτυχε το «ακατόρθωτο», να απελευθερώσει το μεγαλύτερο μέρος της Ρούμελης, κατάφερε εκ παραλλήλου να συγκεντρώσει μεγάλο αριθμό Στερεοελλαδιτών που βλέποντας την επανάσταση να «ξαναγεννιέται», έσπευδαν να πολεμήσουν κάτω από τις διαταγές του. Ακολούθησε η μετακίνηση του Καραϊσκάκη από την Ελευσίνα στο Κερατσίνι που αποτέλεσε το δεύτερο βήμα για την απελευθέρωση της πειραϊκής χερσονήσου. Το πρώτο βήμα είχε γίνει με την απόβαση των Ελλήνων στην Καστέλλα, υπό τις εντολές του Σκωτσέζου Θωμά Γκόρντον. 

Ο λόγος που οι Σουλιώτες έμεναν όλο εκείνο το διάστημα άπρακτοι στα Μέγαρα και δεν πήγαιναν να συναντήσουν τον Καραϊσκάκη, αρχικά στην Ελευσίνα και ύστερα στο Κερατσίνι, είχε να κάνει με τη ψυχρότητα, που είχε επέλθει μεταξύ τους, από τότε που η ελληνική διοίκηση είχε ορίσει αρχιστράτηγο των ελληνικών δυνάμεων στη Ρούμελη τον Καραϊσκάκη. Οι Σουλιώτες πίστευαν ότι σε κάποιον από εκείνους έπρεπε να είχε δοθεί η αρχηγία, καθώς ήταν γνωστός σε όλους τους Έλληνες ο ηρωισμός τους και η αυτοθυσία τους. Όμως ύστερα από την εκστρατεία του Καραϊσκάκη, οι Σουλιώτες είδαν ότι η επανάσταση στη Ρούμελη αναζωπύρωσε εκεί που πήγαινε να σβήσει. Παλληκάρια καθώς ήταν σκέφθηκαν να παύσουν την διαμάχη και να πάνε να συναντήσουν τον Καραϊσκάκη. Έβαλαν τα καλά τους ρούχα, πήραν τα μπαϊράκια τους, ζώστηκαν τις σπάθες τους και πήγαν να τον βρουν στο Κερατσίνι. 

Στο μεταξύ η Συνέλευση της Τροιζήνας είχε δώσει την αρχηγία στους δύο «Εγγλέζους» Κόχραν και Τσώρτς υπακούοντας στα κελεύσματα της αγγλικής πολιτικής. Όμως οι Σουλιώτες που δεν καταλάβαιναν από αυτά, γνώριζαν ότι ο Καραϊσκάκης ήταν ο πραγματικός ηγήτορας και σε αυτόν πήγαν. Τα σουλιώτικα τμήματα παρατάχθηκαν έξω από τη σκηνή του Καραϊσκάκη και ο Κώστας Μπότσαρης, ο αρχηγός των Σουλιωτών, μπήκε σε αυτήν. «Καραϊσκάκη» του είπε «ό,τι κι αν έτρεξε μεταξύ μας η πατρίδα έχει ανάγκη από εμάς και περιμένει να τη λευτερώσουμε. Έλαβες την αρχηγία. Αλλά οι βουλές σου σε κατέστησαν άξιο ώστε να σε σεβόμαστε και να υπακούμε στις εντολές σου»

Ο Καραϊσκάκης φανερά συγκινημένος που κατάφερε να κερδίσει το σεβασμό των γενναιοτέρων της επανάστασης αποκρίθηκε «Αδελφοί, τίποτα δεν έκαμνα μόνος μου, αλλά όλοι μαζί. Άνθρωποι είμαστε, έχουμε χολή κι εγώ έφταιξα πολλές φορές. Σφάλαμε ο ένας προς τον άλλον κι αυτό δεν ήταν από εμάς (εννοούσε ότι ήταν από τους πολιτικούς), διότι εμείς μόνο την ελευθερία της πατρίδας μας έχουμε στο νου μας». 

Ο καταμερισμός του φταιξίματος για τα αμαρτήματα που κάθε πλευρά έπραξε κατά την περίοδο του διχασμού, αποτελεί ένα από σημαντικότερα αγαθά που διακρίνει τις μεγάλες προσωπικότητες από τους υπόλοιπους. Γεγονός πάντως ήταν ότι οι Σουλιώτες από εκείνη την ημέρα στάθηκαν στο πλευρό του Καραϊσκάκη και ο Κώστας Μπότσαρης με την πείρα που είχε, συχνά έδινε την άποψή του στον Καραϊσκάκη πριν από τις επιχειρήσεις. Ο Κώστας Μπότσαρης μάλιστα, ήταν εκείνος που είχε συμβουλεύσει τον Καραϊσκάκη να μη δεχθεί να μπει εγγυητής στη συνθηκολόγηση των Αλβανών που ήταν ταμπουρωμένοι μέσα στο Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα και που ζητούσαν να αποχωρήσουν χωρίς να πειραχτούν. 

Otto Magnus von STACKELBERG - ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ


Ο Μπότσαρης  έλεγε στον Καραϊσκάκη ότι τα ελληνικά τμήματα απαρτίζονται από διάφορα σώματα που ήταν ετερόκλητα μεταξύ τους (οι Έλληνες που είχαν συγκεντρωθεί έφταναν τότε τους 11 με 12 χιλιάδες άνδρες), που κανένας δεν γνώριζε από «πού κρατούσε η σκούφια τους». Μάλιστα είχε προειδοποιήσει τον Καραϊσκάκη να είναι ιδιαίτερα προσεχτικός κατά την ώρα αποχώρησης των Αλβανών από το Μοναστήρι, φοβούμενος προφανώς ατυχής έκβαση, όπως δυστυχώς κι έγινε. Κάποιος Έλληνες πυροβόλησε, δεν ήθελε και πολύ να ακολουθήσει σφαγή των εξερχομένων Αλβανών, κατά παράβαση της συμφωνίας που είχε γίνει, με αποτέλεσμα ο Καραϊσκάκης να θέλει να παραιτηθεί, ντροπιασμένος διότι ο λόγος (ρέεμι) την εποχή εκείνη ήταν το σοβαρότερο στοιχείο που χαρακτήριζε τον άνδρα με μπέσα. Η παράβαση αυτού, σήμαινε ανανδρία και ο «καπετάνιος» στιγματιζόταν πλέον ως αφερέγγυος. 

Δυστυχώς εξαιτίας αυτής της παράβασης της συμφωνίας της 16ης Απριλίου του 1827, οι Τούρκοι σε εκδίκηση θα σφαγιάσουν όσους Έλληνες θα βρεθούν αιχμάλωτοι στα χέρια τους, ύστερα από την ήττα του Ανάλατου που θα ακολουθήσει στις 24 Απριλίου του ίδιου έτους. Η ήττα του Ανάλατου θα έρθει ως αποτέλεσμα δύο γεγονότων. Το πρώτο φυσικά ήταν ο απροσδόκητος θάνατος του Καραϊσκάκη και το δεύτερο ο καταστροφικός σχεδιασμός της επίθεσης, που θα επιβάλλουν οι άκαπνοι και αμύητοι στους ελληνικούς τρόπους μάχης, Κόχραν και Τσώρτς. Και πάλι οι Σουλιώτες μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη, έπιασαν τους δύο «Εγγλέζους» και με συνετούς λόγους προσπάθησαν να εμποδίσουν την έλευση της καταστροφής που το αγγλικό σχέδιο έβλεπαν ότι θα φέρει. Ο Κόχραν τότε τους πρόσβαλλε λέγοντας ότι δεν περίμενε τέτοιες κουβέντες από Σουλιώτες, που τόσα είχε ακούσει για την ανδρεία τους. Πονηρός ο Κόχραν πάτησε στο ευαίσθητο σημείο τους. Οι Σουλιώτες απάντησαν ότι είχε ακούσει για αυτούς επειδή ύστερα από τόσες μάχες που είχαν δώσει εξακολουθούσαν να είναι ζωντανοί. Αν είχαν πεθάνει εξαρχής δεν θα είχαν προλάβει να κάνουν ηρωικές πράξεις. 

Όμως οι «Εγγλέζοι» είχαν προσβάλει την τιμή τους και οι Σουλιώτες αποφάσισαν όχι μόνο να μετάσχουν αλλά ζήτησαν να βρεθούν στο δυσκολότερο σημείο της επίθεσης, στην πρώτη ομάδα απόβασης. Οι Σουλιώτες θύμισαν τους αρχαίους Σπαρτιάτες στις Θερμοπύλες, που υπακούοντας στις εντολές έμειναν ακλόνητοι στις θέσεις τους. Όταν οι Σουλιώτες εκείνη την ημέρα δέχθηκαν τις τουρκικές επελάσεις του ιππικού (Δελήδων) αναγκάστηκαν κι αυτοί να υποχωρήσουν μπροστά στη γενική συμφορά. Όμως δεν έστρεψαν πλάτη στον εχθρό, ούτε έτρεξαν να επιβιβαστούν άρον – άρον στα πλοία όπως έκαναν οι υπόλοιποι. Συσπειρώθηκαν πέριξ του Κώστα Μπότσαρη για να τον προστατεύσουν με το αίμα τους διότι σύμφωνα με τα ήθη τους θεωρείτο ντροπή να χαθεί ο αρχηγός τους. Έτσι συντεταγμένα σε ανοιχτό κάμπο οπισθοχωρούσαν μαχόμενοι για απόσταση μεγαλύτερη των δύο χιλιομέτρων που απείχε η ακτή. Όταν η πρώτη σειρά Σουλιωτών έπεφτε από τα βόλια, ορθωνόταν πίσω της η επόμενη. 

Οι πρώτοι που έπεφταν ήταν οι συγγενείς εκείνου που όφειλαν να προστατέψουν. Τόσο ο Κώστας Μπότσαρης όσο και ο Κίτσος Τζαβέλλας έχασαν τους περισσότερους συγγενείς τους. Δεκαεπτά στον αριθμό. Ανάμεσά τους και ο Τούσιας Μπότσαρης ξάδελφος του Κώστα. Οι Σουλιώτες έγραψαν μοναδικές σελίδες ηρωισμού που δυστυχώς όμως δεν προβλήθηκαν, καθώς η μάχη του Ανάλατου κατέληξε στην μεγαλύτερη ήττα της επανάστασης και κανείς δεν επιθυμούσε να ομιλεί περί αυτής. Σε αυτή την τιτανομαχία οι Σουλιώτες φόνευαν όσους Δελήδες τους πλησίαζαν αρπάζοντας μάλιστα από αυτούς και 12 άλογα φονεύοντας τους αναβάτες τους. Κι αυτό γινόταν τη στιγμή που οι Έλληνες έπεφταν στη θάλασσα για να σωθούν (πάνω από 100 άνδρες πνίγηκαν στην προσπάθεια να φτάσουν στα πλοία). 


Σε αυτούς που έτρεχαν (μέχρι λιποθυμίας) να σωθούν ήταν και οι Κόχραν και Τσώρτς που η θάλασσα έφτασε μέχρι το λαιμό για να μπορέσουν να αρπάξουν μια βάρκα και να επιστρέψουν στα πλοία τους. Ο Κώστας Μπότσαρης με τους Σουλιώτες ύστερα από ήττα του Ανάλατου συγκεντρώθηκαν στη σπηλιά της Καστέλλας (έτσι αποκαλούσαν τότε το αρχαίο Σηράγγειον γνωστό τα μεταγενέστερα χρόνια ως Σπηλιά του Παρασκευά). Ο Μπότσαρης έστησε εντός αυτής το στρατηγείο του και διασκόρπισε τους άνδρες του στα υψώματα της Καστέλλας προσπαθώντας να κρατήσει σε ελληνικά χέρια ό,τι είχε κατακτηθεί με τόσο αγώνα.


Η ιστορία του έργου με τίτλο "Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη" του Θεόδωρου Βρυζάκη

 


του Στέφανου Μίλεση

Το έργο του Θεόδωρου Βρυζάκη που φέρει τον τίτλο "Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη" αποτελεί δωρεά του Πανεπιστημίου Αθηνών προς την Εθνική μας Πινακοθήκη και στη πραγματικότητα απεικονίζει το εν Φαληρέα στρατόπεδο. 

Πρόκειται για το στρατόπεδο των Ελλήνων στην Καστέλλα που δημιουργήθηκε ύστερα από την αποβίβαση και την κατάκτηση της στρατηγικής αυτής θέσης στις 25 Ιανουαρίου 1827 με επικεφαλής τον Σκωτσέζο Φιλέλληνα Thomas Gordon.

Ο λόφος της Καστέλλας αποτέλεσε το πρώτο ελληνικό προγεφύρωμα των Ελλήνων στην υλοποίηση ενός μακρόπνοου σχεδίου που αποσκοπούσε στη λύση των πολιορκούμενων Ελλήνων εντός του Κάστρου της Αθήνας (Ακρόπολης) από τον Ρεσίτ Πασά (Κιουταχή).

Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη φυσικά δεν βρισκόταν στην Καστέλλα αλλά στο Κερατσίνι και δημιουργήθηκε τον Φεβρουάριο του 1827 με σκοπό το άνοιγμα δεύτερου μετώπου στην περιφέρεια του Πειραιά. Σχέδιο του Καραϊσκάκη ήταν η ενοποίηση των δύο ελληνικών οχυρωμένων θέσεων σε ένα ενιαίο μέτωπο. Για να επιτευχθεί αυτό μοναδικό εμπόδιο υπήρξε η κατάληψη του Μοναστηριού του Αγίου Σπυρίδωνα από τους Αλβανούς που επιτεύχθηκε στις 16 Απριλίου 1827.

Η κατάληψη της Μονής οριοθέτησε την πιο ευτυχισμένη στιγμή των ελληνικών δυνάμεων στην Πειραϊκή χερσόνησο και δημιούργησε στους Έλληνες αισιοδοξία για την τελική έκβαση της επιχείρησης που αποσκοπούσε στον εξαναγκασμό του Κιουταχή να αποσύρει τις δυνάμεις του στην Θεσσαλία, αφού και ο δρόμος προς την Εύβοια είχε ήδη αποκοπεί από τον Καραϊσκάκη με τη συντριβή των δυνάμεων του Ομέρ Πασά της Καρυστίας. 

Ο ζωγράφος Θεόδωρος Βρυζάκης απεικόνισε αυτή τη μοναδική στιγμή της ευφορίας των Ελλήνων που συνέβη στις 18 Απριλίου 1827, δύο ημέρες μετά την κατάληψη της Μονής του Αγίου Σπυρίδωνα. Υπήρξε η κορύφωση όλων των προσπαθειών των ελληνικών στρατευμάτων καθώς οι απόπειρες ανακατάληψης τόσο της Καστέλλας όσο και του Κερατσινίου από τους Τούρκους είχαν αποτύχει, το ελληνικό στράτευμα κατείχε πλέον όλη την πειραϊκή χερσόνησο, ενώ οι ελληνικές δυνάμεις προσέγγιζαν για πρώτη φορά τον απίστευτο αριθμό των 11 χιλιάδων ανδρών. 

Ο Πειραιάς την εποχή φιλοτέχνησης του έργου (1855) βρισκόταν υπό την κατοχή των Αγγλογάλλων που είχαν εγκατασταθεί στα ίδια ακριβώς ταμπούρια που είχαν δημιουργήσει οι Έλληνες στην επιχείρηση του 1827. Συγκεκριμένα απεικόνισε το ταμπούρι του Γιαννάκη Νοταρά στον οποίο είχε ανατεθεί η προστασία του κεντρικού τομέα του Λόφου της Καστέλλας, το οποίο είχε επισκεφθεί ο Καραϊσκάκης (18 Απριλίου 1827), στα πλαίσια της προετοιμασία εκκίνησης της επίθεσης για τη λύση της πολιορκίας στο Κάστρο της Αθήνας. Την προστασία του δεξιού τομέα του Λόφου Καστέλλας (μέτωπο προς Παλαιό Φάληρο) είχε αναλάβει ο Μακρυγιάννης και του αριστερού (που έβλεπε προς το λιμάνι του Πειραιά και το Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνας) ο Δημήτρης Καλλέργης. Ο κεντρικός τομέας του Γιαννάκη Νοταρά ήταν ο πιο κρίσιμος καθώς αυτός θα πιεζόταν από τις τουρκικές αντεπιθέσεις. 

Η ανάθεση του κρισιμότερου τομέα στον Γιαννάκη Νοταρά δεν ήταν τυχαία διότι με την αξιοσύνη του είχε καταφέρει να γίνει ο μικρότερος Στρατηγός στην ιστορία της ελληνικής επανάστασης. 

Ο Καραϊσκάκης που παρακολουθούσε από κοντά την δράση του Γιαννάκη Νοταρά τον εκτιμούσε ιδιαίτερα και απευθυνόμενος στους οπλαρχηγούς του είχε πει για αυτόν: "Τούτος ο νέος αν ζήσει, θα ντροπιάσει πολλούς από εμάς τους γεροντότερους. Μακάρι η πατρίδα να είχε πολλούς σαν κι αυτόν!". Τον εκτίμησε για τη γενναιότητά του τόσο που δώσανε λόγο να τον κάνει γαμπρό στην μικρότερη κόρη του Πηνελόπη. 

Ο Βρυζάκης το 1855 διατηρούσε ανέπαφο μπροστά του το φυσικό σκηνικό, με μόνη διαφορά ότι αντί των Ελλήνων το χρησιμοποιούσαν πλέον Αγγλογάλλοι. Αυτοί πολύ σύντομα μάλιστα, θα σταθούν αιτία να εξαπλωθεί η τρομερή χολέρα αρχικά στον Πειραιά κι ύστερα στην Αθήνα. Αρχικά οι Αγγλογάλλοι θα θάψουν τους χολεριασμένους νεκρούς τους σε ένα κοινό τάφο πίσω από το ταμπούρι που απεικονίζεται στον πίνακα, αλλά σύντομα θα διαπιστώσουν ότι οι νεκροί είναι πολλοί κι έτσι θα αναζητήσουν άλλο σημείο ταφής. Σε εκείνον τον κοινό τάφο θα στήσουν ένα μνημείο προς τιμή εκείνων που πέθαναν το οποίο θα χαρακτηρίσει όλη την περιοχή που θα λάβει την ονομασία "Το μνήμα του Γάλλου". 

Πάνω από το ταμπούρι του Γιαννάκη Νοταρά οι στρατοπεδευμένοι Αγγλογάλλοι το 1855, έτος που ο Θεόδωρος Βρυζάκης φιλοτέχνησε τον πίνακα "Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη".

Η θέα σήμερα είναι δύσκολο να αποτυπωθεί

Η ονομασία αυτή υφίσταται μέχρι και σήμερα στον Πειραιά και συνεχίζει να χρησιμοποιείται σε συμβόλαια αγοραπωλησίας ακινήτων που βρίσκονται στο τέρμα της οδού Αϊδινίου που συνεχίζει να έχει την ίδια θέα με αυτή που ο Βρυζάκης απεικονίζει στο έργο του. 

Σε πραγματική και όχι φανταστική τοποθεσία λοιπόν ο Βρυζάκης τοποθέτησε όλους τους πρωταγωνιστές των επιχειρήσεων που έλαβαν χώρα το διάστημα Ιανουάριος - Απρίλιος 1827. Αλλά και αυτή ακόμα η συγκέντρωση όλων των πρωταγωνιστών σε ένα σημείο, επίσης δεν αποτελεί φανταστική απεικόνιση του Βρυζάκη. Διότι όπως καταγράφει ο Αινιάν ο Καραϊσκάκης στις 18 Απριλίου:

 "παραλαμβάνει τους σημαντικοτέρους των αξιωματικών και μεταβαίνει εις το εις Φαληρέα στρατόπεδο, δια να κάμνει και εκείθεν παρατηρήσεις. Αφ' ού ικανήν ώραν με το τηλεσκόπιον περιειργάσθη όλον τον μεταξύ του Ελληνικού στρατοπέδου και της Ακροπόλεως τόπον, εκάλεσεν πλησίον του τους Αξιωματικούς και τους είπεν ότι νομίζει ωφέλιμον να κινηθώσιν οι Έλληνες προς την Ακρόπολιν διηρημένοι εις δύο σώματα..." (1)

Στη σύσκεψη στο λόφο εκτός από τον Καραϊσκάκη βρίσκονται οι Μακρυγιάννης, Τζαβέλας, Νοταράς, ο Θωμάς Γκόρντον, ο Άστιγξ της "Καρτερίας" και ο Καρλ Φον Χάιντεκ που με το τηλεσκόπιο παρατηρεί στον ορίζοντα. Από κάτω τους απλώνεται το Βοϊδολίβαδο, η σημερινή δηλαδή πεδιάδα σε μέρος της οποίας οικοδομήθηκε το Νέο Φάληρο. 

Πίσω από τους πρωταγωνιστές δεν μπορούσε ο Βρυζάκης να μην τοποθετήσει τους ψαριανούς κανονιέρηδες που χειριζόντουσαν τα οκτώ κανόνια του λόφου. Στο πρώτο κανόνι στο ταμπούρι του Νοταρά βρισκόταν χειριστής ο ψαριανός Θεόδωρος Ματιός που είχε κερδίσει τη φήμη του καλύτερου πυροβολητή της επανάστασης. Καθώς ήταν μεγαλύτερος στην ηλικία κάθε φορά που βαρούσε οι Έλληνες έλεγαν "Ο γέρος ωρέ βαράει!". Αυτός ο ψαριανός ήρωας εκτός από κανονιέρης θα σώσει τον Νικηταρά και τον Γενναίο Κολοκοτρώνη όταν κατά την άτακτη υποχώρηση των Ελλήνων θα βρεθούν εγκλωβισμένοι πάνω στη νησίδα Σταλίδα. Ο Θοδωρής Ματιός θα κωπηλατήσει μόνος του μια βάρκα και θα πάει να τους παραλάβει. Ο Βρυζάκης έθεσε τους ψαριανούς πυροβολητές στην ίδια ευθεία σε σημαντικότητα με τους πρωταγωνιστές. Δίπλα τους κυματίζει η Σημαία της επανάστασης και όχι αυτή που ύψωσε ο Λόρδος Κόχραν στην κορυφή του Λόφου που απεικόνιζε μια κουκουβάγια, σύμβολο της αρχαίας Αθήνας. Η αντικατάσταση της σημαίας από τον Βρυζάκη, της Κουκουβάγιας που όλοι οι ιστορικοί καταγράφουν ότι ο Κόχραν ύψωσε, με την επαναστατική που φέρει τον Σταυρό, υποδηλώνει την επιθυμία του να καταδείξει ότι θεμέλιος λίθος του Αγώνα υπήρξε η χριστιανική πίστη αφού αντίπαλος δεν ήταν μόνο οι Τούρκοι αλλά όλος ο Μουσουλμανικός κόσμος που εξουσίαζε την εποχή εκείνη η Οθωμανική αυτοκρατορία (Λεπτομέρεια 1)

 

Λεπτομέρεια 1

Σε δεύτερο επίπεδο ακριβώς κάτω από τους πρωταγωνιστές συναντούμε τα επόμενα δύο επεισόδια της ιστορίας που θα εξελιχθούν μελλοντικά. Το ένα σύντομα και το άλλο ύστερα πέντε ημέρες. Στα δεξιά βλέπουμε μια σκηνή. Είναι η σκηνή του Ομέρ Πασά της Καρυστίας (για αυτό και έχει το μισοφέγγαρο στην κορυφή της) που ο Καραϊσκάκης απέσπασε ύστερα από τις λαμπρές νίκες που πέτυχε εναντίον του. Ο Καραϊσκάκης είχε κάνει αυτή τη σκηνή δική του στήνοντάς την στο στρατόπεδο Κερατσινίου. Εκεί κάθε πρωί δεχόταν τους οπλαρχηγούς του για να πιούν καφέ, να καπνίσουν και να μιλήσουν για τα μελλοντικά τους σχέδια. 

Αριστερά της σκηνής βλέπουμε δύο άλογα. Το λευκό άλογο (μπροστά) είναι αυτό που ίππευε ο Καραϊσκάκης όταν δέχθηκε το βόλι στη βουβωνική χώρα. Το άλογο αυτό, που δεν ήταν του Καραϊσκάκη αλλά το ίππευσε μόνο εκείνη την μοιραία στιγμή, έχει το αριστερό του πόδι ανασηκωμένο ένδειξη στις τέχνες (γλυπτική, ζωγραφική) ότι ο αναβάτης του τραυματίστηκε την ώρα της μάχης. Αν ο αναβάτης σκοτωνόταν στην ώρα της μάχης, το άλογο θα είχε ανασηκωμένα και τα δύο του πόδια. Το δεύτερο άλογο (το μαύρο) ήταν του Καραϊσκάκη που την ημέρα που επλήγη δεν το χρησιμοποίησε έχει στραμμένο το κεφάλι του προς τη σκηνή του αφεντικού του περιμένοντας να εξέλθει και να καλπάσουν στο πεδίο της μάχης (Λεπτομέρεια 2).

 

Λεπτομέρεια 2

Στο τρίτο επίπεδο του έργου συναντάμε πολλά πρόσθετα στοιχεία που δεν είναι όμως λιγότερο σημαντικά. Παρατηρούμε την ύπαρξη μικρού κλεφτόπουλου ανάμεσα στους πολεμιστές. Στην πραγματικότητα ήταν πολλά τα κλεφτόπουλα που στελέχωναν τα ασκέρια των οπλαρχηγών και όχι μόνο ένα. Έκαναν όλα τα θελήματα ενώ κατά την διάρκεια των μαχών είχαν διπλό ρόλο. Στο ψιλό τουφέκι (λιανοτούφεκο) που οι πολεμιστές γέμιζαν μόνοι τους τα καριοφίλια, τα κλεφτόπουλα δρούσαν ως παρατηρητές και αγγελιαφόροι. Στο χονδρό τουφέκι στέκονταν πίσω από τους άνδρες και τους γέμιζαν τα καριοφίλια. Η ύπαρξή τους ήταν κρίσιμη στη μάχη διότι αν έπεφτε χονδρό τουφέκι, ο αριθμός των ανδρών διαιρείτο καθώς οι μισοί γέμιζαν τα όπλα των υπολοίπων. Η ύπαρξη των κλεφτόπουλων ήταν αυτή που διατηρούσε σταθερό τον αριθμό των όπλων που έριχναν. Το κλεφτόπουλο του έργου γεμίζει με καπνό το τσιμπούκι του πολεμιστή. Ο άνδρας δίπλα στο κλεφτόπουλο ακουμπάει σε αρχαία απομεινάρια, άμεση σύνδεση με το ένδοξο παρελθόν των Ελλήνων (Λεπτομέρεια 3). 

Λεπτομέρεια 3

Στα δεξιά τους βλέπουμε έναν σκύλο. Πρόκειται για το περίφημο "λαγωνικό" του Καραϊσκάκη, δηλαδή τον αγαπημένο του σκύλο. Μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη και την ταφή του στη Σαλαμίνα, τα κοντινότερα προς τον νεκρό πρόσωπα εισήλθαν στη σκηνή του (του Ομέρ Πασά που προαναφέραμε) και ενώ προσπαθούσαν να ανακτήσουν τον έλεγχο των συναισθημάτων τους, είδαν το σκύλο του Καραϊσκάκη να μαραζώνει και ξέσπασαν πάλι σε κλάματα (Λεπτομέρεια 4).

Λεπτομέρεια 4

Καραϊσκάκης και Έλληνες στην επανάσταση χωρίς πίστη δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν. Ιερέας ευλογεί πιστούς μαχητές. Η θρησκευτικότητα και βαθιά πίστη του Καραϊσκάκη αλλά και του Μακρυγιάννη και των περισσοτέρων Ελλήνων ήταν δεδομένη. Ο Καραϊσκάκης πριν από οποιαδήποτε ενέργεια προσευχόταν ενώ τα τάματά του σε εκκλησίες και μοναστήρια είναι πολλά (Λεπτομέρεια 5).

Λεπτομέρεια 5

Δεν θα μπορούσε να μην υπάρξει αναφορά από τον Βρυζάκη στη μοναδική γυναικεία παρουσία του έργου που στεκόταν πάντα δίπλα στον Καραϊσκάκη, τη γνωστή Μαριώ η οποία απεικονίζεται μάλιστα δύο φορές, σύμφωνα με τον διπλό ρόλο που είχε. 

Ο Καραϊσκάκης τη γνώρισε στην Τριπολιτσά. Ήταν ορφανή τουρκοπούλα που την περιμάζεψε και έμεινε κοντά του μέχρι το τέλος. Η Μαριώ ντύθηκε με τα ελληνικά ρούχα, πραγματικός πολεμιστής με άρματα, ξεχώριζε από τους άνδρες μόνο από την πλούσια κόμη της ενώ οι άνδρες του στρατοπέδου τη φώναζαν Ζαφείρη. Η Μαριώ στάθηκε στον Καραϊσκάκη βάλσαμο στις ταλαιπωρίες του. Στον πόλεμο φυλούσε σκοπιά έξω από τη σκηνή του, ενώ στις ανάπαυλες φρόντιζε να του φέρνει κρασί σε τάσι και αυτά ακριβώς τα καθήκοντα φαίνεται να απεικονίζεται ότι πράττει από τον Βρυζάκη. 

Η Μαριώ ήταν η μοναδική μάρτυρας όλων των συνομιλιών που είχε ο Καραϊσκάκης καθώς σε όλες ήταν πάντα μπροστά. Αν κατέγραφε τις μαρτυρίες της η Μαριώ θα ξεπερνούσε σε γνώση γεγονότων όλους τους βιογράφους. Όπως ο Δημήτρης Φωτιάδης έγραψε "Η Μαριώ η τουρκοπούλα δίπλα στον Καραϊσκάκη, στέκεται το λουλούδι που φύτρωσε μέσα από τους αγώνες και τα αίματα" (Λεπτομέρεια 6).  

 

Λεπτομέρεια 6


Τέλος στα αριστερά του πίνακα συναντούμε τον Βαυαρό Καρλ Κρατσάιζεν, στον οποίο οφείλουμε την διάσωση των περισσοτέρων μορφών των αγωνιστών της επανάστασης. Αντίθετα από τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές του πρώτου επιπέδου, που έχουν στραμμένο βλέμμα προς το στόχο τους (Κάστρο) ο Κρατσάιζεν τους δείχνει με το χέρι σε μια προσπάθεια να πάρει από τον συνομιλητή του περισσότερες πληροφορίες για εκείνον που πρόκειται να απεικονίσει. Όπως είναι γνωστό η προσωπογραφία του Καραϊσκάκη είναι η μοναδική που δεν ολοκληρώθηκε καθώς ο Καραϊσκάκης έπεσε νεκρός.   (Λεπτομέρεια 7).






(1): "Η βιογραφία του Στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη υπό του ιδιαιτέρου γραμματέως του", τυπογραφείον Βλαστού 1903). 

  

Διαβάστε επίσης:

Πειραιάς 2021 - Αφιέρωμα στα 200 χρόνια από την Επανάσταση