Το πηγάδι των «στεναγμών» των Αγίων Θεοδώρων.



του Στέφανου Μίλεση

 

Η σφαγή των Τουρκαλβανών που συνθηκολόγησαν στις 16 Απριλίου 1827, κατά την έξοδό τους από το Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα στον Πειραιά, έμελλε να πληρωθεί με το ίδιο νόμισμα μόλις μερικές μέρες αργότερα, όταν θα ακολουθήσει η μάχη του Ανάλατου. Ενώ ο Καραϊσκάκης και οι άλλοι οπλαρχηγοί είχαν εγγυηθεί την παράδοση του Μοναστηριού υπό όρους, που συμπεριελάμβαναν την ασφαλή αποχώρηση των πολιορκουμένων, ένα ατυχές περιστατικό οδήγησε στη σφαγή τους και στην καταπάτηση της γενομένης συμφωνίας. Ο Καραϊσκάκης ήθελε να παραιτηθεί από την ντροπή του. Είχε επιστρέψει στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι και νευριασμένος ήθελε να αποχωρήσει κλωτσώντας από νεύρα τη σκηνή του και οτιδήποτε εύρισκε μπροστά του. 

Τον θάνατό του στις 23 Απριλίου, ακολούθησε η τρομερή ήττα του Ανάλατου στην οποία συνελήφθησαν 240 Έλληνες αιχμάλωτοι. Ο Κιουταχής είχε δώσει το λόγο του στους Μπέηδες και στους Αγάδες ότι οι Ρωμιοί θα πλήρωναν ακριβά το ατόπημα που είχαν διαπράξει στις 16 Απριλίου. Είχε δώσει όρκο στον Αλλάχ ότι κανείς δεν θα έμενε από τους αιχμαλώτους Έλληνες ζωντανός αν έπεφτε στα χέρια του. Και δυστυχώς ο όρκος του αυτός τηρήθηκε στο ακέραιο ή σχεδόν στο ακέραιο, διότι μοναδική εξαίρεση στον κανόνα υπήρξε ο οπλαρχηγός των Κρητικών Δημήτριος Καλλέργης. Ακόμα κι αυτός όμως δεν διασώθηκε από την ευσπλαχνία του Κιουταχή, αλλά από παρακοή του αρχηγού των Δελήδων Αρναούτ Μεχμέτη. Διότι ο Καλλέργης είχε συλληφθεί αιχμάλωτος από τον αρχηγό του τουρκικού ιππικού Αρναούτ Μεχμέτη ο οποίος βλέποντας τη λαμπρή ενδυμασία του, κατάλαβε ότι επρόκειτο για κάποιον σπουδαίο και σκέφθηκε ότι θα μπορούσε να αποσπάσει μεγάλο χρηματικό ποσό από λύτρα που θα ζητούσε. Έτσι τον μετέφερε στα Πατήσια όπου βρισκόταν η έδρα του Τουρκικού στρατοπέδου και τον παρουσίασε στον Κιουταχή, που όμως πρόσταξε να θανατωθεί και αυτός, όπως και οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι. 

Σύμφωνα όμως με τα ήθη της εποχής όμως, εκείνος που συλλάμβανε αιχμάλωτο στην μάχη, είχε μόνο αυτός δικαίωμα ζωής ή θανάτου επ΄ αυτού όπως και το δικαίωμα ανταλλαγής τούτου ή απελευθέρωσης αντί λύτρων. Από την διαδικασία αυτή λέμε μέχρι σήμερα ότι κάποιος «λυτρώθηκε», δηλαδή γλίτωσε τη ζωή του μέσω της καταβολής λύτρων! Προκειμένου λοιπόν ο Αρναούτ Μεχμέτης να συμβιβάσει τον όρκο του Κιουταχή, με την διατήρηση στη ζωή του Καλλέργη, τράβηξε τη σπάθα του και απέκοψε το αριστερό αυτί του Κρητικού οπλαρχηγού. 

Έτσι έδειξε στον Κιουταχή ότι έβαψε και για αυτόν τον αιχμάλωτο τουρκικό σπαθί με το αίμα του τηρώντας την υπόσχεση του Κιουταχή, κανείς να μη φύγει αν δεν βάψει πρώτα τουρκικό σπαθί με το αίμα του, αλλά συγχρόνως θα κατάφερνε να αποσπάσει πλούσια λύτρα με την απελευθέρωσή του. Ο Καλλέργης παρέμεινε αιχμάλωτος στα χέρια των Τούρκων για χρονικό διάστημα 15 ημερών και ήταν από τους ελάχιστους Έλληνες αιχμαλώτους, ίσως ο μοναδικός, που έμειναν ζωντανοί. Η απελευθέρωσή του ενεθάρρυνε τις οικογένειες και άλλων οπλαρχηγών εύπορων οικογενειών, όπως ήταν για παράδειγμα  των Νοταραίων από τα Τρίκαλα Κορινθίας που ευελπιστούσαν να πράξουν το ίδιο με το παιδί τους Γιαννάκη. Δυστυχώς όμως την τύχη της απελευθέρωσης μέσω λύτρων είχε μόνο ο Καλλέργης. 

Οι υπόλοιποι 239 Έλληνες που πιάστηκαν αιχμάλωτοι αποκεφαλίστηκαν αφού πρώτα τους ανάγκαζαν να γονατίσουν μπροστά από πηγάδια της σημερινής Αμφιθέας και του Νέου Κόσμου. Τα κεφάλια τους τα έστελναν στην Υψηλή Πύλη ενώ τα ακέφαλα σώματά τους τα έριπταν στα πηγάδια τα οποία γέμιζαν μέχρι πάνω από ελληνικά σώματα. Η διαδικασία ήταν απλή και οι Οθωμανοί εφάρμοσαν με ιδιαίτερη ευχαρίστηση όχι μόνο από εκδίκηση για τη σφαγή των ομοεθνών τους της 16ης Απριλίου από τους Έλληνες, αλλά κύρια διότι τους έδινε το δικαίωμα να λαφυραγωγήσουν τους αιχμαλώτους πριν τους σκοτώσουν. Τους οδηγούσαν σε ένα από τα πολλά πηγάδια που υπήρχαν κοντά στο εκκλησάκι των Αγίων Θεοδώρων στη σημερινή Αμφιθέα ή αν προτιμάται στο σημερινό δήμο Νέας Σμύρνης. 


Εκεί Τούρκοι και Αλβανοί συγκέντρωσαν τους Έλληνες αιχμαλώτους που προέκυψαν από την ήττα της 24ης Απριλίου. Τους έγδυναν στην κυριολεξία, αφαιρώντας τους ό,τι πολύτιμο εύρισκαν πάνω τους, ακόμα και τα ίδια τους τα ρούχα. Στη συνέχεια τους έσφαζαν, έχοντας τα χέρια των αιχμαλώτων δεμένα πισθάγκωνα και τα πτώματα τα πετούσανε σε ένα από τα πολλά πηγάδια της περιοχής μέχρι που αυτό γέμιζε κι ύστερα αναζητούσαν κάποιο άλλο διπλανό.


Συχνά οι δεσμοφύλακες και δήμιοί τους μάλωναν μεταξύ τους, όταν έπρεπε να αρπάξουν από αιχμάλωτο έναν σταυρό ή κάποιο άλλο αντικείμενο αξίας. Και η διαφωνία αυτή συχνά κατέληγε και σε μεταξύ τους διαμάχη δια των όπλων! Σε τέτοιο βαθμό έφτανε η απληστία. Όλη η περιοχή εκεί γύρω ήταν γεμάτη από πηγάδια με πόσιμο νερό για αυτό και μια παραλλαγή της ονομασίας την εποχή εκείνη ήταν «Γλυκά Νερά». Εκεί ολόγυρα οι Τούρκοι της Αθήνας διατηρούσαν προεπαναστατικά περιβόλια καθώς υπήρχε αφθονία νερού για αυτό και λίγα μέτρα πιο κάτω η περιοχή λεγόταν «Μποστάνια». Άλλωστε στο παραλιακό σημείο με την ονομασία «Τρεις Πύργους» επιχείρησαν οι Έλληνες από τον Λόφο της Καστέλλας προκειμένου να εξασφαλίσουν πόσιμο νερό, όταν μετά την αντεπίθεση του Κιουταχή στις 30 Ιανουαρίου έχασαν τις πηγές ύδατος που βρίσκονταν στη φαληρική πεδιάδα. 




Για να αναπληρώσουν την απώλεια των πηγών του Φαλήρου, εκστράτευσαν και κατέλαβαν την περιοχή «Τρεις Πύργοι» που ήταν πλούσια σε πηγάδια. Δυστυχώς εκείνο το σημείο θα αποβεί μοιραίο όταν αργότερα θα γίνει εφαλτήριο της επίθεσης των Ελλήνων στις 24 Απριλίου απευθείας στην Ακρόπολη, σχέδιο των ανυπόμονων Κόχραν και Τσώρτς που πίστευαν ότι θα μπορούσαν να επιχειρήσουν σε ανοιχτό πεδίο παρά του ότι δεν διέθεταν ιππικό. Αυτά τα «Γλυκά Νερά» έγιναν στην δημώδη ονομασία «Ανάλατος» που ονομάτισε τη μεγαλύτερη ήττα που υπέστησαν οι Έλληνες στον αγώνα της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας. 





Όμως ο λαός μας που τα «Γλυκά Νερά»  τα έκανε «Ανάλατο» ονομάτισε και το πηγάδι της μικρής εκκλησίας των Αγίων Θεοδώρων σε «πηγάδι των στεναγμών» ή «πηγάδι των σκοτωμένων», ονομασία που έμεινε ενεργή για πολλά χρόνια μετά τα γεγονότα που περιγράφουμε. Διότι επικράτησε μια φήμη που ήθελε τις νύχτες να ακούγονται φωνές από τα πηγάδια που προκαλούσαν τρομάρα στους περαστικούς. 


Οι άνθρωποι τότε πίστεψαν ότι ήταν οι φωνές των αδικοχαμένων Ελλήνων αιχμαλώτων. Η αλήθεια ήταν ότι κάποια από αυτά ήταν ξεροπήγαδα που συγκοινωνούσαν υπογείως με άλλα γειτονικά. Ο αέρας που περνούσε από το ένα στο άλλο σχημάτιζε ρεύμα κι έκανε ήχο που έμοιαζε με στεναγμό. Ο κόσμος όμως τα πρώτα χρόνια μετά τους σκοτωμούς της επανάστασης που γνώριζε την ιστορία του τόπου του, πίστευε πως ο ήχος αυτός ερχόταν από τους σκοτωμένους και απέφευγαν ακόμα και να πλησιάζουν το πηγάδι αυτό. 


Αποδεικνύεται μέσα από αυτές τις περιγραφές για μια φορά ακόμα, ότι όσο κι αν περπατάμε καθημερινά σε έναν τόπο, όσο κι αν νομίζουμε ότι γνωρίζουμε τα πάντα για αυτόν, έρχεται κάποια στιγμή η ιστορική αποκάλυψη και μας φανερώνει ιστορικά γεγονότα που μας εκπλήσσουν και μετατρέπουν μεμιάς τη γνωστή γειτονιά μας σε έναν άγνωστο κι αφιλόξενο τόπο. Αρκεί να κλείσουμε μόνο τα μάτια κι αφήσουμε τη φαντασία μας να περιπλανηθεί σε εποχές όχι ιδιαίτερα μακρινές από τη σημερινή. Τότε ίσως κατανοήσουμε την αξία του σεβασμού στο περιβάλλον, στον δρόμο μας, στη γειτονιά μας, που ίσως κάποια χρόνια πριν να ποτίστηκαν από το αίμα ηρώων και νεομαρτύρων της ανεξαρτησίας μας.  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"