Ο πρωτοπρεσβύτερος του Λαού Γεώργιος Πυρουνάκης

Ο πρωτοπρεσβύτερος του Λαού Γεώργιος Πυρουνάκης

 

του Στέφανου Μίλεση

Στις 16 Μαΐου 1988 πέθανε σε ηλικία 78 ετών μια από τις σπουδαιότερες πνευματικές μορφές του Πειραιά, ο πατέρας Γεώργιος Πυρουνάκης. Ο παπάς του «Θεού και του Λαού» όπως τον αποκαλούσαν, πέθανε από εγκεφαλικό και η ταφή του έγινε παρουσία πλήθους κόσμου στο κοιμητήριο του Πειραιά. «Μείνετε νέοι» διαρκώς έλεγε «για να φέρετε τις αλλαγές. Και να ξέρετε πως μόνο οι άνθρωποι που μένουν για πάντα νέοι μπορούν να φέρουν αλλαγές». 

Εκατοντάδες Πειραιώτες βρέθηκαν στην κηδεία του ανθρώπου που ξεκίνησε από «κοινωνικός εργάτης» για να προχωρήσει στη συνέχεια και να γίνει «εργάτης του Θεού». Γεννημένος στη Μήλο το 1910 από γονείς Κρητικούς βρέθηκε από μικρός στον Πειραιά όπου μετακόμισε η οικογένειά του. Τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του έχοντας κατά καιρούς συμμαθητές που αργότερα θα γίνουν σπουδαία ονόματα στον Πειραιά όπως ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Νίκος Καββαδίας. Έφυγε από τον Πειραιά το 1928 προκειμένου να σπουδάσει θεολογία στην Θεσσαλονίκη. Μετά το πέρας των σπουδών του επέστρεψε στον Πειραιά όπου αμέσως άρχισε την κοινωνική του δραστηριότητα. Τον Οκτώβριο του 1932 ίδρυσε στον Πειραιά μια οργάνωση νεολαίας, με το όνομα «Φιλική Εταιρεία Νέων». 

Μέχρι το 1939, η Εταιρία είχε ιδρύσει τέσσερα νυχτερινά σχολεία για τους εργαζόμενους νέους άνδρες και γυναίκες, δύο επαγγελματικές σχολές και «Λαϊκό Πανεπιστήμιο». Η οργάνωση ίδρυσε το πρώτο νυχτερινό Γυμνάσιο, πρωτιά που δεν αφορούσε μόνο στην εκπαίδευση του Πειραιά αλλά πανελληνίως! Αντιμετώπισε το γυμνάσιο αυτό πρόβλημα στέγασης και τελικώς λειτούργησε μέσα στις εγκαταστάσεις της Ραλλείου σχολής.  Μερικά ακόμα από τα έργα του ήταν οι νυχτερινές Δημοτικές Σχολές στη Δραπετσώνα, την Αγία Σοφία, τον Άγιο Νικόλαο και τα Ταμπούρια, ο Σύνδεσμος Νέων Πειραιώς, οι Φιλικές Εστίες, τα Σπίτια Στοργής, τα Φιλικά Αναρρωτήρια, η ίδρυση γραφείου για τη μελέτη και την καταγραφή των προβλημάτων των εργαζόμενων νέων, το Οικοτροφείο Σιβιτανιδείου. 

Ίδρυσε κατασκηνώσεις παιδιών και νέων σε Πέραμα, Εκάλη και στην Παλαιά Πεντέλη. Ο Παπάς του λαού Πυρουνάκης, δεν υπήρξε μόνο συμμαθητής σπουδαίων πειραϊκών προσωπικοτήτων αλλά υπήρξε και φίλος με προσωπικότητες της πόλης που ήταν μεγαλύτερες τότε στην ηλικία από τον ίδιο. Τρανό παράδειγμα η φιλία του με έναν άλλο μεγάλο Πειραιώτη, τον Παύλο Νιρβάνα (Πέτρο Αποστολίδη). Ο Πυρουνάκης ήταν εκείνος που ως Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της «Φιλικής Εταιρείας Νέων» όταν πέθανε ο Νιρβάνας απέδωσε τιμές και εκφώνησε μοναδικούς δημόσιους λόγους για την προσωπικότητα και το έργο του μεγάλου λογοτέχνη.

 



Όμως το μεγαλείο ψυχής του Πυρουνάκη αναδείχθηκε την περίοδο της μαύρης κατοχής. Με τα πενιχρά μέσα που διέθετε οργάνωνε συσσίτια για τα παιδιά και τους απόρους και αναρρωτήρια για παιδιά με προχωρημένες παθήσεις. Αγωνίστηκε με κάθε τρόπο για την επιβίωση των κατοχικών παιδιών όταν η ζωή ουδεμία αξία είχε. Την περίοδο 1942 - 44 κατάφερε να κρατήσει στη ζωή περισσότερα από 5.000 παιδιά, αριθμός πραγματικά ασύλληπτος για τις συνθήκες που επικρατούσαν.

Έκκληση της Φιλικής Εταιρείας Νέων για τα παιδιά του Πειραιά αμέσως μετά τον βομβαρδισμό της 11ης Ιανουαρίου του 1944. Ήδη από την επόμενη ημέρα του βομβαρδισμού η θερμοκρασία είχε πέσει και τα χιόνια είχαν κάνει την εμφάνισή τους στη βομβαρδισμένη πόλη. Ο Πυρουνάκης καλεί για τη συγκέντρωση σκεπασμάτων, ρούχων ενώ με άλλες ανακοινώσεις αγωνίζεται να τους βρει στέγη.


Εκτός από τα συσσίτια, την περίοδο της κατοχής διατήρησε στην περιοχή της Παλαιάς Πεντέλης κατασκήνωση της «Φιλικής Εταιρείας» όπου είχε κατασκευάσει μια στέρνα για να βουτάνε τα παιδιά και να κάνουν μπάνιο. Με τραγούδι, παιχνίδια και μπιζέλια του Ερυθρού Σταυρού πέρασαν τα παιδιά τα δύσκολα χρόνια της πείνας και της σκλαβιάς. Ο Καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας Φάνης Κακριδής που αρθρογραφούσε μεταπολεμικά στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» κατέγραψε τις αναμνήσεις του καθώς υπήρξε ένα από τα «παιδιά» του. 

Τον θυμάται να διατηρεί τις κρητικές ρίζες της οικογενείας του αναλλοίωτες, τολμώντας την κατοχική περίοδο ανάμεσα στα κατασκηνωτικά τραγούδια να σηκώνεται όρθιος και με στεντόρεια φωνή να τραγουδάει το «Πότε θα κάνει ξαστεριά» αγνοώντας τους κινδύνους που διέτρεχε. Υπήρξε ο σιτοδότης όσων είχαν προσφύγει στην προστασία του. Κι όταν επιτέλους οι Γερμανοί έφυγαν η Ελλάδα μπήκε στη νέα δύσκολη περίοδο του εμφυλίου πολέμου, όπου αδελφός κατηγορούσε αδελφό και συγγενείς σκοτώνονταν μεταξύ τους. Η αδελφοκτόνος περίοδος του  εμφυλίου πολέμου και των διώξεων που ακολούθησαν, δεν θα μπορούσε να αφήσει αμέτοχο μια προσωπικότητα όπως του Γεωργίου Πυρουνάκη.  

Η αστείρευτη δράση του ενόχλησε πολλούς που έσπευσαν να τον κατηγορήσουν, να τον μειώσουν, να τον λασπολογήσουν. Το 1949 πέτυχαν την αποπομπή του καθώς παύτηκε από τη θέση του Προέδρου του Δ.Σ. της «Φιλικής Εταιρείας Νέων». Τότε ήταν που ο εργάτης του λαού Πυρουνάκης χειροτονήθηκε ιερέας και μετατράπηκε σε εργάτης του Θεού. Μέσα από τους κόλπους της εκκλησίας συνέχισε το έργο του στην Ελευσίνα από την οποία ξεκίνησε την διακονία του. Την επόμενη κιόλας χρονιά (το 1950) από τη χειροτονία του ίδρυσε στην Ελευσίνα «Εκκλησιαστικές Κατασκηνώσεις Χαρούμενα Παιδιά – Χαρούμενα νιάτα» με εισφορές των κυριότερων βιομηχανιών της περιοχής όπου η πλειονότητα των κατοίκων ήταν εργάτες αυτών των βιομηχανιών. 

Στο όρος «Πατέρας» ήταν η έδρα της κατασκήνωσή του για την υποδοχή των παιδιών της Ελευσίνας, για να βρεθούν για λίγο στην εξοχή, να παίξουν και να γελάσουν. Προσπάθησαν και με την ιδιότητα του ιερέα να τον μεταθέσουν μακριά από την Ελευσίνα όπου ο κόσμος τον είχε μάθει και τον λάτρευε, κακή κουβέντα όμως κανείς δεν έλεγε για αυτόν είτε ήταν δεξιός είτε αριστερός. Κάποιοι όπως και πριν γίνει ιερέας έστελναν ανώνυμες επιστολές στην Αρχιεπισκοπή κατηγορώντας τον για κομμουνιστική δράση. Πέτυχαν να τεθεί από τον Διοικητή της Χωροφυλακής της Ελευσίνας υπό παρακολούθηση. Και εκείνος ύστερα από λίγο καιρό απάντησε στους προϊσταμένους του ότι τον εκτιμούσε βαθύτατα, ότι η δράση του ιερέα εντασσόταν αποκλειστικά στον φιλάνθρωπο ρόλο της εκκλησίας κι ότι σε άλλες εποχές θα είχε τιμηθεί, έκλεινε δε την αναφορά του με το συμπέρασμα «ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΗΣ». 

«Δεν είναι κομμουνιστής αλλά ανακατεύεται σε θέματα που εξυπηρετούν την κομμουνιστική προπαγάνδα» συνέχιζαν να λένε οι διώκτες του. 

Και ποια ήταν τα θέματα εκείνα; 

Επισκεπτόταν τους φυλακισμένους ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν και πολιτικοί κρατούμενοι και τους έδινε τρόφιμα και άλλα μικροαντικείμενα. Μετείχε στην πορεία για την απαγόρευση των πυρηνικών δοκιμών, για τους τερματισμούς διαφόρων πολέμων και συρράξεων, για την ειρήνη, για την ευημερία του κόσμου! Με τέτοιες ανυπόστατες κατηγορίες οι διώκτες του πέτυχαν το σκοπό τους τον έθεταν κατά καιρούς ύποπτο της κρατικής ασφάλειας. Κανείς δεν μπόρεσε ποτέ όμως να προσκομίσει στοιχεία κι έτσι οι κατηγορίες εναντίον του έμειναν για πάντα ανώνυμες και αναπόδεικτες. 

Όλη την δεκαετία του 1960 κυκλοφορούσαν οι εφημερίδες με πρωτοσέλιδα δημοσιεύματα «Τι είναι ο Πυρουνάκης;». Τι να είναι άραγε ο ιερέας αυτός που ανακατεύεται με τους εργάτες της Ελευσίνας; Ποιος είναι αυτός που πηγαίνει στα εργοστάσια και παρίσταται στις συγκεντρώσεις των εργατών; Είναι δουλειά ιερέως αυτή; 


Και από την άλλη πλευρά έλεγαν, ποιος είναι ο άνθρωπος αυτός που δέχεται από όλα τα κολοσσιαία βιομηχανικά συγκροτήματα δωρεές για το έργο του; Πραγματικά ο πατέρας πλέον Γεώργιος Πυρουνάκης είχε επιτύχει την κοινωνική αλληλεγγύη να την κάνει πραγματικότητα. Βιομηχανικές μονάδες «Τιτάν», «Χάλυψ» εύποροι ιδιώτες συνέδραμαν οικονομικά στο έργο του. 

Το 1954 δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες ο κατάλογος δωρεών των βιομηχάνων. Κανείς από τους βιομήχανους δεν φάνηκε να πείθεται ούτε για λίγο από τη λασπολογία στο πρόσωπο του εμπνευσμένου ιερέα. Εκείνη τη χρονιά με τις δωρεές και τις χορηγίες 182 αγόρια και κορίτσια εργατών των βιομηχανιών παραθέρισαν στις κατασκηνώσεις του. Όταν η διώκτες του δημοσίευσαν στην εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ» τις γνωστές λασπολογίες τους πιστεύοντας ότι θα ανακόψουν την πορεία του, στην ίδια εφημερίδα λίγες ημέρες αργότερα (φ. 15ης Φεβρουαρίου 1960) δημοσιεύθηκε ανακοίνωση της βιομηχανίας «Τιτάν» που έλεγε

«5000 δραχμές εις διάθεσιν του κ. Γεωργίου Πυρουνάκη. Η διεύθυνσις του εργοστασίου τσιμέντων ΤΙΤΑΝ έθεσεν εις την διάθεσιν του Πρωτοπρεσβυτέρου Ελευσίνος κ. Γεωργίου Πυρουνάκη δραχμάς 5.000 δια τα καλά έργα της ενορίας».  

Είχε γίνει εκείνο που ποτέ δεν είχε επιτευχθεί στην Ελλάδα. Το ράσο έγινε η γέφυρα ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία, η δύναμη συμφιλίωσης ανάμεσα σε δύο διαφορετικές δυνάμεις. Αργότερα όταν οι λασπολόγοι του είδαν ότι δεν θα κατάφερναν τίποτα με τις πολιτικές διώξεις, άρχισαν να τον κατηγορούν για δημαγωγό. Έστειλαν μέχρι και φωτογραφία που ο ιερέας απεικονιζόταν μαζί με τα κορίτσια της κατασκήνωσης κατηγορώντας τον ότι φωτογραφήθηκε με «γυμνόποδες» κοπέλες. Να σημειωθεί ότι την «τρομερή» αυτή φωτογραφία την είχε συμπεριλάβει ο ίδιος ο π. Πυρουνάκης σε πολύπτυχο φυλλάδιο που εξέδωσε για να διαφημίσει τους σκοπούς της κατασκήνωσης. 

Ο π. Πυρουνάκης ήταν αυθεντικός, δεν παρίστανε τον ταπεινόφρονα ασκητή, ήταν οικογενειάρχης με πολλά παιδιά, του άρεσε να παρακολουθεί κινηματογράφο, θέατρο και να μετέχει σε κάθε δράση της ζωής, μέχρι και στην οργάνωση συναυλιών για τον Μίκη Θεοδωράκη. Τελικώς οι συκοφάντες του πέτυχαν την απομάκρυνσή του από την Ελευσίνα ενώ την περίοδο της Χούντας ανακρίθηκε πολλές φορές. Επανήλθε στην Ελευσίνα το 1974 αλλά και πάλι συνέχισε να λογοδοτεί για πράξεις που έκανε ή που δεν έκανε! Το 2019 δημιουργήθηκε Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία με την επωνυμία «Σύνδεσμος Φίλων του Πρωτοπρεσβύτερου Γεώργιου Πυρουνάκη» που έχει ως έδρα το διαμέρισμα του Νίκου Κούρκουλου, το οποίο παραχώρησε το Ίδρυμα Λάτση.

 

Σημ.: Στην κηδεία του παραβρέθηκαν οι Μανώλης Γλέζος, Λεωνίδας Κύρκος και ο Τρίτσης με την ιδιότητα του υπουργού Παιδείας.


Πειραϊκή εφημερίδα «ΘΑΡΡΟΣ» φ. 27 Νοεμβρίου 1937

Εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ» όλα τα φύλα μηνός Φεβρουαρίου 1960

Εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» φ. 5 Ιουνίου 1963

Εφημερίδα «ΑΥΓΗ», φ. 18.5.1988

Το ΧΑΪ ΛΑΪΦ με το Μέγαρο των αδελφών Παπακώστα

 

του Στέφανου Μίλεση

 

Την δεκαετία του 1890 οικοδομήθηκε στην Πλατεία Κοραή κτήριο ιδιοκτησίας των αδελφών Παπακώστα. Μόλις αυτό ολοκληρώθηκε οι αδελφοί Παπακώστα μετέφεραν το ιδιωτικό σχολείο Θηλέων (Παρθεναγωγείο) που λειτουργούσε σε διάφορα μισθωμένα κτήρια στο ιδιόκτητο πλέον μέγαρό τους επί της Πλατείας Κοραή. 


1894 - Η αναγγελία μεταφοράς του Παρθεναγωγείου των αδελφών Παπακώστα συνοδεύεται από την ανωτέρω φωτογραφία του κτηρίου


Η μεταφορά του του σχολείου πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1894. Μέχρι τότε το Παρθεναγωγείο των αδελφών Παπακώστα λειτουργούσε στο κτήριο Ζαρόκωστα που είχε πρόσοψη στην οδό Φίλωνος αλλά είσοδο από την οδό Νοταρά. Το παρθεναγωγείο των αδελφών Παπακώστα είχε γενικώς πολλές μετεγκαταστάσεις. Είχε λειτουργήσει και στο Μέγαρο Κολοσούκα έναντι του Ι.Ν. Αγίου Κωνσταντίνου. Μάλιστα εκπαιδευτικός στο Παρθεναγωγείο των αδελφών Παπακώστα διετέλεσε και ο ιστορικός του Πειραιά Ιάκωβος Δραγάτσης. Η ανέγερση των αδελφών Παπακώστα ιδιόκτητου μεγάρου έδωσε τέλος στις περιπέτειες μετακινήσεων και ενοικιάσεων κτηρίων.


1894 -  αναγγελία μεταφοράς Παρθεναγωγείου στο κτήριο της Πλατείας Κοραή

1917 - Αναγγελία λειτουργίας Γυμνασίου θηλέων

Από τις αρχές του 20ου αιώνα στον ισόγειο χώρο του κτηρίου λειτούργησε το ζαχαροπλαστείο ΧΑΪ ΛΑΪΦ. Η ονομασία προήλθε από το ΧΑΪ ΛΑΪΦ της Πλατείας Συντάγματος το οποίο θεωρείτο ένα από τα αριστοκρατικά κέντρα των Αθηνών του επιχειρηματία Γεωργίου Ζαβορίτη. Ο ίδιος επιχειρηματίας άνοιξε δεύτερο κέντρο στο Νέο Φάληρο που σημείωσε εξίσου μεγάλη επιτυχία. 

Όταν ο Καβάφης το 1901 έφτασε με πλοίο στο Νέο Φάληρο, έμεινε στο ξενοδοχείο του Παπά (Grand Hotel). Ωστόσο επισκέφθηκε τον κοντινό Πειραιά και δεν παρέλειψε στο ημερολόγιό του να αναφερθεί στο ΧΑΪ ΛΑΪΦ. Έγραψε σχετικά: 

«Με το τραίνο είναι δέκα λεπτά ο Πειραιάς, αλλά και το τραμ είναι η στάση κοντά στο ξενοδοχείο και σταματά στην οδό Σωκράτους! Χθες είδαμε στο Τραμ τον Γιαννόπουλο. Μας πήρε και μας πήγε στο ζαχαροπλαστείο ΧΑΪ ΛΑΪΦ (High Life). Είχε μέσα και μπιλιάρδο, ήπιαμε αναψυκτικά μαζί του. Τι ωραίες μονοκατοικίες! Οι δρόμοι όλοι οδηγούν στη θάλασσα!». 

Το 1925 ο κινηματογράφος που λειτούργησε στο ισόγειο προτίμησε να λάβει την ίδια ονομασία του ζυθοπωλείου, μιας και ως φίρμα είχε γίνει ήδη γνωστή. Την ίδια χρονιά (1925) στο ισόγειο του κτηρίου λειτούργησε ένα ακόμα καφενείο με την επωνυμία Ρουαγιάλ!

Οκτώβριος 1966 - Χάι Λάϊφ ταινία "Η Βίβλος"

Στις 24 Ιουνίου 1934 η επιχείρηση του ζυθοπωλείου ΧΑΪ ΛΑΪΦ πέρασε στην ιδιοκτησία του Χρήστου Ντογιάκου που διατήρησε την αρχική επωνυμία αλλά το μετέτρεψε σε μπαρ – ζαχαροπλαστείο. Το ΧΑΪ ΛΑΪΦ άλλαξε χαρακτήρα επί Ντογιάκου και ουσιαστικά απέκτησε τη φήμη που το συνοδεύει μέχρι και τις μέρες μας. Συνέχιζε να προσφέρει μπύρες αλλά προσέθεσε κρασιά, ούζο και ρακί συνοδεία εκλεκτών μεζέδων. Έτσι το ΧΑΪ ΛΑΪΦ έχασε το χαρακτήρα του ζαχαροπλαστείου και απέκτησε περισσότερο το χαρακτήρα το μεζεδοπωλείου. 



Στις 7 Ιουλίου του 1937 ο Δήμος Πειραιώς μίσθωσε το κτήριο των αδελφών Παπακώστα προκειμένου να στεγάσει το Πρωτοδικείο Πειραιώς. Έκτοτε το ΧΑΪ ΛΑΪΦ έγινε το κέντρο συνάθροισης των δικηγόρων του Πειραιά. Μέχρι τότε το Πρωτοδικείο συστεγαζόταν μαζί με άλλες δικαστικές υπηρεσίες στο απέναντι από το Μέγαρο Παπακώστα κτήριο που σήμερα βρίσκεται το Δημαρχείο Πειραιώς και παλαιότερα το Πρώτο και για μικρό διάστημα Δεύτερο Γυμνάσιο Πειραιώς καθώς και η Δημοσυντήρητη επαγγελματική σχολή θηλέων. 

Το κτήριο των αδελφών Παπακώστα στην Πλατεία Κοραή το 1936



Στην κατοχή στο Μέγαρο Παπακώστα εγκαταστάθηκαν γερμανικές υπηρεσίες όπως άλλωστε συνέβη με όλα τα μέγαρα του Πειραιά άλλα το πρωτοδικείο συνέχιζε τη λειτουργία του όπως και το ΧΑΪ ΛΑΪΦ στο ισόγειο χώρο του. 



Στη σύγχρονη εποχή το κτήριο ανήκε στην ιδιοκτησία του Κ.Κ.Ε. Γνώριμη άλλωστε σε όλους τους Πειραιώτες η τεράστια επιγραφή που δέσποζε στη πρόσοψή του. Μάλιστα ο Δήμος Πειραιά είχε απαιτήσει την αφαίρεσή της. Προσωπικά πρόλαβα το Μέγαρο των αδελφών Παπακώστα την δεκαετία του ’80 καθώς ήμουν θαμώνας τόσο του Corfu bar όσο και του κινηματογράφου ΧΑΪ ΛΑΪΦ. Στην πρώτη φωτογραφία της ανάρτησης έχει απαθανατιστεί ο κινηματογράφος να παρουσιάζει το έργο "Βίκτωρ και Βικτώρια". Ήταν το 1982 όταν ο Γρηγόρης Ξανθός φωτογράφισε το Μέγαρο των αδελφών Παπακώστα. Ωστόσο όλες οι φωτογραφίες του ανέβηκαν σε βάση δεδομένων για τα διατηρητέα του Πειραιά με ημερομηνία 1997. Σχετική ανάρτηση για τις φωτογραφίσεις του Γρηγόρη Ξανθού σε ανάρτηση του 2012, εδώ. Είχα συνάντηση έξω από τον κινηματογράφο όταν είδα κάποιον να φωτογραφίζει τα κτήρια. Μου φάνηκε παράξενο τότε! 

Ο κινηματογράφος ΧΑΪ ΛΑΪΦ αποτελούσε τον έναν από τους τρεις κινηματογράφους που λειτουργούσαν στο κέντρο της πόλης. Οι άλλοι δύο ήταν το ΣΙΝΕΑΚ και το ΑΤΤΙΚΟΝ. Οι υπόλοιποι κεντρικοί κινηματογράφοι του Πειραιά λειτουργούσαν στο Πασαλιμάνι και το ΖΕΑ στη Χαριλάου Τρικούπη. Αυτά όμως την δεκαετία του '80. Άλλες εποχές, άλλοι άνθρωποι, άλλα ήθη...

 

Διαβάστε επίσης:

Τα Νεοκλασικά του Πειραιά σε φωτογράφηση Γρηγόρη Ξανθού το 1997


Η Μελπομένη Αυγερινού και το Θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ»

 


του Στέφανου Μίλεση


Ένα όνομα τελείως άγνωστο στους περισσότερους. Κι όμως υπήρξε εκείνη που με τις παρακινήσεις της ώθησε τον μεγάλο εθνικό μας ευεργέτη Γεώργιο Αβέρωφ να αναλάβει τη ναυπήγηση του θρυλικού μας θωρηκτού. Καταγόμενη από τις οικογένειες Βαλσαμάκη και Τυπάλδου από την Κεφαλλονιά διακατεχόταν από ιδιαίτερη ευαισθησία στα εθνικά μας θέματα καθώς οι οικογένειές της είχαν δώσει πολλά την περίοδο των αγώνων της ανεξαρτησίας.

Στη συνέχεια παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Αυγερινό που είχε διοριστεί στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου διευθυντής της Ρωσικής ατμοπλοΐας. Εκεί μέσω του συζύγου της ήρθε σε επαφή με τον Γεώργιο Αβέρωφ ο οποίος την εκτιμούσε βαθύτατα. Μαζί έκαναν πολύωρες συζητήσεις επί εθνικών θεμάτων καθώς και οι δύο ένιωθαν βαθιά απογοήτευση από την ήττα του πολέμου του 1897. Και οι δύο είχαν έντονη την επιθυμία να αναστυλωθεί το εθνικό γόητρο. Η Αυγερινού τότε του πρότεινε να επιδοτήσει την αγορά ενός εκπαιδευτικού πλοίου, μιας πλωτής ναυτικής σχολής.
Ο Αβέρωφ όμως ένεκα της ήττας αυτής ήταν τελείως απογοητευμένος και δεν ήθελε να ακούει τίποτα ειδικά περί στόλου. Επαναλάμβανε διαρκώς στην Αυγερινού τη φράση «και τα λίγα πλοία που έχουμε, πρέπει να τα κάψουμε».
Η Αυγερινού ωστόσο διέκρινε ότι η άρνησή του οφειλόταν στον πατριωτισμό του και ότι ήταν παροδική. Επέμενε επί ώρες μέχρι που κάποια στιγμή έλαβε την διαβεβαίωση ότι θα περιελάβανε στην διαθήκη του κληροδότημα υπέρ του Εθνικού Στόλου.

Όταν πέθανε ο Αβέρωφ όντως είχε προβλέψει στην διαθήκη του κληροδότημα για το «πλοίον σχολής». Έγινε μέχρι και συζήτηση στη βουλή για το τι ακριβώς εννοούσε ο Αβέρωφ. Υπήρξε επιστολή της Αυγερινού από τη Θεσσαλονίκη προς τον Υπουργό Ναυτικών που εξηγούσε ότι πρόθεση του Αβέρωφ ήταν να ενισχύσει το ναυτικό και ότι εκείνη του είχε προτείνει συγκεκριμένο είδος πλοίου, γεγονός όμως που δεν ήθελε να γίνει αιτία να μην αξιοποιηθεί η διαθήκη όπως έπρεπε.




Έτσι ο Υπουργός Ναυτικών αποφάσισε τότε να ιδρυθεί Ταμείο Στόλου το οποίο θα ξεκινούσε με βάση το ποσό της δωρεάς του Αβέρωφ και που αποτέλεσαν το κύριο οικονομικό σώμα της κατασκευής του. Η Αυγερινού μια αγνή πατριώτισσα από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, έζησε Θεσσαλονίκη και ύστερα Αθήνα. Στη Θεσσαλονίκη εργάστηκε υπέρ του Μακεδονικού αγώνα και το 1914 έγραψε και ένα βιβλίο για τον Μακεδονικό Αγώνα.

Οι νάρκες των θαλασσών και οι αντιδράσεις των ξενοδόχων του Πειραιά (1947)

Έκρηξη ποντισμένης νάρκης έξω από το λιμάνι του Πειραιά το 1945

 

του Στέφανου Μίλεση

Η μεγάλη πληγή των ελληνικών θαλασσών τον πρώτο καιρό μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου ήταν οι θαλάσσιες νάρκες. Η απελευθέρωση των θαλασσίων οδών από αυτές αποτελούσε πρώτη και απαραίτητη ενέργεια ώστε να μπορέσει η χώρα να λειτουργήσει. Κι αυτό διότι λόγω της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου, δρόμοι δεν υπήρχαν και όλες οι συγκοινωνίες, τροφοδοσίες και μεταφορές γίνονταν δια θαλάσσης με κύριο φυσικά πρωταγωνιστή το λιμάνι του Πειραιά. 

Τα θαλάσσια δρομολόγια όμως ήταν πολύ επικίνδυνα από τις χιλιάδες νάρκες που είχαν ποντιστεί από τους Γερμανούς και όχι μόνο. Οι νάρκες ήταν κατά μια έννοια ένα από τα δύο μεγαλύτερα προβλήματα για το λιμάνι του Πειραιά, πέρα της καταστροφής που είχε υποστεί στο σύνολό του από τους Γερμανούς. 

Το δεύτερο πρόβλημα ήταν τα ναυάγια. Για αυτά θα ιδρυθεί το 1945 ο «Οργανισμός Ανέλκυσης Ναυαγίων» που είχε ως έδρα του το Μέγαρο Βάττη στην Ακτή Μιαούλη. Το έργο του στην απελευθέρωση των ελληνικών θαλασσών από τα ναυάγια ήταν τεράστιο, όπως μεγάλη και η συνεισφορά του στην Εθνική οικονομία της κατεστραμμένης χώρας. 

Το πώς ένα ναυάγιο μπορούσε να αποτελέσει πλουτισμό και μάλιστα κρατικό αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο που θα αναλύσουμε μελλοντικά με άλλο άρθρο. Το πρόβλημα με τις θαλάσσιες νάρκες πέρα των κινδύνων που όλοι αντιλαμβανόμαστε, είχε περισσότερες προεκτάσεις από όσες μπορούμε να φανταστούμε σήμερα. Πρώτα από όλα στις ελληνικές θάλασσες συνεχιζόταν μια επικίνδυνη και κοπιώδης μάχη παρά τον επίσημο τερματισμό του πολέμου και τη συνθηκολόγηση των κρατών που τον προκάλεσαν. Οι ναυτικοί συνέχιζαν να διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο σα να συνέχιζαν να βρίσκονται σε εμπόλεμο κατάσταση. 

Στη μάχη αυτή πρωταγωνιστούσαν φυσικά τα ναρκαλιευτικά πλοία του πολεμικού μας ναυτικού. Έτσι λοιπόν ενώ για τα περισσότερα πλοία η πολεμική προσπάθεια είχε τελειώσει, για τα ναρκαλιευτικά πλοία ένα μεγάλο μέτωπο ξεκινούσε, αυτό της ναρκαλιείας. Καθημερινά τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση μπορούσε να διαβάσει κάποιος στις εφημερίδες άρθρα για εξουδετερώσεις ναρκών ή για πλοία που εξερράγησαν εξαιτίας αυτών. Οι Γερμανοί είχαν φύγει, αλλά είχαν ποντίσει εκατοντάδες χιλιάδες νάρκες κυρίως έξω από τα λιμάνια και στις γραμμές διαβάσεως πλοίων. Δεν υπήρχε περιοχή της θαλάσσιας επικράτειας που να είναι απαλλαγμένη ναρκών. 

Ξύλινα ναρκαλιευτικά που χρησιμοποιήθηκαν από το Πολεμικό μας ναυτικό για την εκκαθάριση ναρκών μεταξύ Αλεξάνδρειας και Διώρυγας. Ήδη μετά τη μάχη της Κρήτης και την διαφυγή του στόλου στην Αλεξάνδρεια ιδρύθηκε η "Υπηρεσία Εξουδετερώσεων Μαγνητικών Ναρκών" και άρχισε η περισυλλογή των γερμανικών ναρκών.  

Οι Γερμανοί γύρω από τις ακτές της Αττικής είχαν εγκαταστήσει ένα από μεγαλύτερα θαλάσσια ναρκοπέδια του πολέμου. 

Οι ακτές της Πελοποννήσου, ο Σαρωνικός, όλα τα παράλια της Αττικής, οι Κυκλάδες, η Εύβοια, κρατούσαν τα σκήπτρα της επικινδυνότητας. Μόνο στη θάλασσα νότια της Κρήτης υπολογίστηκε ότι είχαν ποντιστεί αρκετές χιλιάδες νάρκες! Μιλάμε για πραγματικά ασύλληπτα μεγάλους αριθμούς. Κάθε μετακίνηση από τη θάλασσα ακόμα και με μικρό καΐκι αποτελούσε έναν άθλο και έθετε σε κίνδυνο τη ζωή των επιβατών. Ο στολίσκος των ναρκαλιευτικών του Πολεμικού Ναυτικού με επικεφαλής τον Πλωτάρχη Ποταμιάνο, είχαν επιδοθεί σε έναν αγώνα άνισο καθώς τα μέσα ήταν λιγοστά και οι νάρκες χιλιάδες. Για αυτό και σύντομα συγκροτήθηκε και δεύτερη μοίρα ναρκαλιευτικών με επικεφαλής τον Πλωτάρχη Πανά, που ανέλαβε την εκκαθάριση των μεγάλων ναρκοπεδίων με ορμητήριο το λιμάνι της Καβάλας. Όμως οι νάρκες ήταν τόσες, που η εκκαθάριση υπολογίστηκε ότι θα διαρκούσε χρόνια. Μέχρι την εξάλειψή τους από τις ελληνικές θάλασσες είχαν παρθεί μέτρα πέραν της ναρκαλιείας τους. 

Χάρτης ναρκοπεδίων και διόδων διέλευσης πλοίων το 1946. Εκτός από τις Ανατολικές ακτές της Εύβοιας, οι υπόλοιπες ακτές της Ελλάδας ήταν ναρκοθετημένες. 


Ένα τέτοιο μέτρο αφορούσε στην απαγόρευση νυχτερινών δρομολογίων πλοίων, που όταν πάρθηκε κανείς δεν υπολόγιζε στον αντίκτυπο και στην επιρροή που θα είχε στη ζωή του μεγαλύτερου λιμανιού της χώρας που ήταν ο Πειραιάς. Αποτέλεσμα του μέτρου αυτού ήταν χιλιάδες κόσμου να συνωστίζεται στις ακτές του Πειραιά, στην Πλατεία Καραϊσκάκη και στον Τινάνειο αναζητώντας ένα σημείο να περάσει τη νύχτα, καθώς τα πλοία θα αναχωρούσαν νωρίς το επόμενο πρωινό. 

Ο περισσότερος κόσμος την εποχή εκείνη στερείτο χρημάτων για να ενοικιάσει δωμάτιο ξενοδοχείου. Αλλά και τα ξενοδοχεία στον Πειραιά δεν επαρκούσαν για να καλύψουν τους υποψήφιους επιβάτες. Ό,τι συνέβαινε προπολεμικά στον Πειραιά με την αναχώρηση των προσκυνητών για την Τήνο τον Δεκαπενταύγουστο, γινόταν καθημερινώς πλέον μεταπολεμικά εξαιτίας των ναρκών. Φυσικά η απαγόρευση των νυχτερινών δρομολογίων έδωσε φως στο σκοτεινό και κατεστραμμένο από τον πόλεμο λιμάνι. Τα πλοία φωταγωγημένα έστεκαν το ένα δίπλα στο άλλο δημιουργώντας την ψευδαίσθηση εορταστικής ατμόσφαιρας. Οι επιβάτες όμως που ταλαιπωρούνταν αφάνταστα άρχισαν να διαμαρτύρονται. 

Ιούνιος 1945 (Φωτογραφία Βούλας Παπαϊωάννου) Επαναπατρισμός Ελλήνων στον Πειραιά. Με Σουηδικό πλοίο επαναπατρίστηκαν 513 Έλληνες που επιβιβάστηκαν στη Νάπολη οι οποίοι είχαν αποσταλεί επί κατοχής στη Γερμανία ως εργάτες. Στη Νάπολη ανέμεναν να επιβιβαστούν στο ίδιο πλοίο και άλλοι 147 Έλληνες της Αμερικής που εκδιώχθηκαν από την κυβέρνηση των ΗΠΑ ως παραβάτες διαφόρων νόμων. Το πλοίο εισέρχεται αργά στο λιμάνι λόγω των πολλαπλών ναυαγίων ακολουθώντας πιστά τις διόδους διέλευσης σκαφών.

Ταξίδευαν όλη μέρα με διάφορους τρόπους για να φτάσουν στον Πειραιά και να πάρουν το πλοίο για τον προορισμό τους. Κατάκοποι όπως ήταν, έπρεπε να υποστούν μια ακόμα ταλαιπωρία με την διανυκτέρευση στον δρόμο. Σκεφτείτε τι συνέβαινε το χειμώνα όταν έπιαναν τα κρύα ή όταν η βροχή καταρρακτωδώς πλημμύριζε τους δρόμους. Διαμαρτύρονταν και ζητούσαν από το λιμεναρχείο να επιτρέψει τη βραδινή επιβίβασή τους στα πλοία που αναχωρούσαν το επόμενο πρωί. Και πραγματικά το αίτημα αυτό ικανοποιήθηκε καθώς η κοινωνική ανάγκη ήταν μεγάλη. 

Το αίτημα του κόσμου ικανοποιήθηκε και όλοι πλέον επιβιβαζόταν στα πλοία το βράδυ της παραμονής της αναχώρησης. Έψαχναν να βρουν μια θέση κατάλληλη να βάλουν τις αποσκευές τους, να στρώσουν κάτω μια κουβέρτα για να κοιμηθούν ήσυχοι με τη βεβαιότητα ότι θα ταξιδέψουν την επόμενη ημέρα, χωρίς το άγχος του πρωινού ξυπνήματος και της διανυκτέρευσης στους δρόμους, στις πλατείες και στα πάρκα. Όμως από την άλλη το μέτρο αυτό προκάλεσε νέες αντιδράσεις. Καταρχήν από τις ίδιες τις ακτοπλοϊκές εταιρείες που θα έπρεπε να διατηρούν τα πληρώματα διαρκώς πάνω στο πλοίο, κατά συνέπεια θα υποβάλλονταν σε μεγαλύτερες δαπάνες! Ακόμα διαμαρτύρονταν οι ίδιοι οι ναυτικοί της ακτοπλοΐας καθώς δεν μπορούσαν τα βράδια να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Οι ναυτικοί αυτοί είχαν επιλέξει να ναυτολογηθούν στα ακτοπλοϊκά, παρότι γνώριζαν ότι οι μισθοί ήταν κατά πολύ χαμηλότεροι από τα ωκεανοπόρα πλοία, καθώς μπορούσαν να βλέπουν τα σπίτια τους και την οικογένειά τους. 

Η κύρια αντίδραση όμως προήλθε από τους ιδιοκτήτες των ξενοδοχείων του Πειραιά. Διότι το μέτρο της βραδινής επιβίβασης, αφαιρούσε κάθε πόρο ζωής από τα πειραϊκά ξενοδοχεία τα οποία δούλευαν μόνο από την κίνηση της ακτοπλοΐας στο λιμάνι. Τα ξενοδοχεία του Πειραιά είχαν την ιδιαιτερότητα να ζουν από τους ενοίκους της «ανάγκης» που δημιουργούσε ένα θαλάσσιο ταξίδι. Ακόμα ξεσηκώθηκαν οι μικροεπιχειρηματίες που διατηρούσαν καταστήματα στην παραλία. Όσο ο κόσμος βρισκόταν τη νύχτα στους δρόμους, παρέμεναν κι αυτοί ανοιχτοί παρασκευάζοντας καφέδες, πουλώντας παξιμάδια, κουλούρια και άλλα παρασκευάσματα. Με λίγα λόγια οι διανυκτερεύσεις στον δρόμο ταλαιπωρούσαν τους επιβάτες, αλλά οι διανυκτερεύσεις στα πλοία έφτασαν να προκαλέσουν περισσότερες αντιδράσεις διότι προέρχονταν από πολλές και διαφορετικές πλευρές! 


Η κατάσταση γρήγορα έγινε χαοτική. Από τη μια ο κόσμος υπέβαλλε διαβήματα και διαμαρτυρίες στα λιμεναρχεία, από την άλλη οι ναυτικοί, οι εταιρείες, οι ξενοδόχοι και οι έμποροι υπέβαλαν υπομνήματα και παραστάσεις στους αρμοδίους φορείς. Και όλη αυτή η αναστάτωση είχε φυσικά προκληθεί από τις νάρκες! Μόνο που αυτή ήταν η αθέατη πλευρά της ζημιάς που αυτές είχαν προξενήσει πέρα των άλλων των ορατών καταστροφών. Οι αρχές προσπαθούσαν να ικανοποιήσουν πότε τη μια πλευρά και πότε την άλλη. Και η κατάσταση αυτή κάπως έτσι διατηρήθηκε μέχρι που επιτράπηκαν ξανά τα νυχτερινά δρομολόγια και το λιμάνι επανήλθε στους αρχικούς του ρυθμούς. 

Το ξενοδοχείο "ΜΥΚΗΝΑΙ" σε φωτογραφία του 1961

Οι εκκαθάριση των θαλασσών από τις νάρκες ανακούφισε το εμπόριο και τις μεταφορές, έκανε τον κόσμο να αναπνεύσει ελεύθερα και επανάφερε την ηρεμία στον Πειραιά. Δεν ήταν διόλου τυχαίο λοιπόν το γεγονός ότι τα πλοία που συμμετείχαν τιμητικά στην τελετή καταδύσεως του Τιμίου Σταυρού από το 1947 κι ύστερα να είναι ναρκαλιευτικά. 

Θεοφάνεια 1947 με τη συμμετοχή ναρκαλιευτικών στην Τελετή Καταδύσεως του Τιμίου Σταυρού

Ωστόσο τη χρονιά που τα ναρκαλιευτικά βρέθηκαν για πρώτη φορά να αποδίδουν τιμές στο λιμάνι του Πειραιά, σημειώθηκε αργότερα το τραγικό δυστύχημα του επιβατικού πλοίου «Χειμάρρα» στο Νότιο Ευβοϊκό, που τότε αποδόθηκε σε νάρκη. Η παράδοση των ναρκαλιευτικών πλοίων για χρόνια διατηρήθηκε στον Πειραιά. 


Οι "Ποσειδώνες" τους Αρτεμισίου που βρίσκονται στον Πειραιά




του Στέφανου Μίλεση

Ένα από τα ομορφότερα χάλκινα αγάλματα της κλασικής περιόδου ανασύρθηκε από τον βυθό, έξω από το Αρτεμίσιο της Εύβοιας το 1928 από τον Γεώργιο Οικονόμου. Δύο χρόνια νωρίτερα ο Οικονόμου είχε ανακαλύψει ένα χέρι του αγάλματος να εξέχει από τον πυθμένα. Έπρεπε να οργανώσει αποστολή δυτών για να επιχειρήσει την ανέλκυση του ευρήματος. Όταν τελικώς το χάλκινο άγαλμα ανασύρθηκε από τον βυθό, έλαβε όπως συνηθίζεται την ονομασία της περιοχής ανακάλυψης, που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι διαφορετική από τον τόπο όπου αρπάχθηκε και βρισκόταν αρχικώς.

Όμως το χάλκινο άγαλμα που ανακαλύφθηκε, θα μπορούσε να αναπαριστά είτε τον Δία είτε τον Ποσειδώνα, διότι δεν ήταν ξεκάθαρο ποιον απεικόνιζε. Έτσι ονομάστηκε "Ο Δίας ή ο Ποσειδώνας του Αρτεμισίου".

Και αυτό όπως και εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι πολιτιστικοί θησαυροί είχε φορτωθεί σε πλοίο, για να εξαχθεί από τη χώρα, όπως ξεκίνησαν μετά μανίας να κάνουν πρώτοι οι Ρωμαίοι κατακτητές και μιμήθηκαν στη συνέχεια δεκάδες άλλοι λαοί που πέρασαν από τα εδάφη μας.

Όμως το πλοίο βυθίστηκε κι έτσι το άγαλμα παρέμεινε -άγνωστο για πόσο- στην αγκαλιά της ελληνικής θάλασσας. Περισσότερα στοιχεία δεν μπόρεσαν να γίνουν γνωστά περί της αρπαγής του, καθώς η αποστολή διακόπηκε αμέσως μετά την ανέλκυσή του.

Σήμερα το χάλκινο αυτό άγαλμα του Δία ή Ποσειδώνα του Αρτεμισίου, μπορεί να το θαυμάσει κάποιος αν επισκεφθεί το Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Ο Θεός σε διαστάσεις μεγαλύτερες του σημερινού μέσου ανθρώπου, ύψους 2,09 μέτρων, βρίσκεται σε διασκελισμό με το αριστερό του χέρι να είναι τεντωμένο μπροστά. Σε αυτό το χέρι οφείλεται και η ανακάλυψή του. Στο δεξί κρατούσε είτε έναν κεραυνό είτε μια τρίαινα. Δυστυχώς αυτό το καθοριστικό στοιχείο περί της ταυτότητάς του δεν βρέθηκε. Το άγαλμα είναι πιθανότατα φιλοτεχνημένο από μεγάλο γλύπτη της πρώιμης κλασικής εποχής (γύρω στα 460 π.Χ.).


  
Το χάλκινο άγαλμα του Δία ή Ποσειδώνα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών

Ανακάλυψα μέχρι στιγμής τρία αντίγραφα του αγάλματος του Αρτεμισίου Ευβοίας, να κοσμούν διαφορετικά σημεία του Πειραιά. Καθώς η μια εκδοχή του αγάλματος θέλει να είναι ο Ποσειδώνας και αφού ήταν και είναι ο Πειραιάς η πρωτεύουσα της ελληνικής ναυτιλίας, η ύπαρξη του όχι μια άλλα τρεις φορές, μάλλον θεωρείται δικαιολογημένη.

Άλλωστε για τον ίδιο λόγο ο Πειραιάς έχει αποδώσει σε μεγάλο τμήμα της παραλίας του λιμανιού την ονομασία "Ακτή Ποσειδώνος". 

Φυσικά εκτός του αντιγράφων αυτών του Ποσειδώνα του Αρτεμισίου, υπάρχουν κι άλλα αγάλματα του αρχαίου Θεού της θάλασσας, που τον αναπαριστούν με διαφορετικούς τρόπους με γνωστότερο τον Ποσειδώνα της Πλατείας Μανίνα. 


Ο Ποσειδώνας στην Πλατεία Μανίνα

Ας δούμε όμως πού βρίσκονται αυτά τα τρία αντίγραφα του Δία ή Ποσειδώνα του Αρτεμισίου.    




Ξεκινούμε με το πρώτο αντίγραφο που βρίσκεται προ της εισόδου των γραφείων του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς στην Ακτή Μιαούλη 10. Διατηρούμε την ιστορική ονομασία του κτηρίου, που σήμερα βρίσκεται στην ιδιοκτησία της COSCO. Για αυτό το λόγο και η ενημερωτική πινακίδα στη βάση του παρέχει τις απαιτούμενες πληροφορίες στην ελληνική και στην κινεζική γλώσσα.  


Στην ενημερωτική πινακίδα του Χάλκινου αγάλματος του Διός ή Ποσειδώνος οι πληροφορίες παρέχονται στην Ελληνική και στην Κινεζική γλώσσα. 


Αν και το σημείο που βρίσκεται το άγαλμα είναι δίπλα στα κρουαζιερόπλοια, η πινακίδα δεν δίνει οδηγίες στην αγγλική γλώσσα καθώς η πρόσβαση στο σημείο δεν είναι δυνατή για τους τουρίστες.



Το άγαλμα βρίσκεται τοποθετημένο προς της εισόδου των γραφείων του Ο.Λ.Π., δίπλα στις αφίξεις των κρουαζιερόπλοιων, σημείο από όπου μπορεί κανείς να δει την παραλία του Πειραιά από διαφορετική οπτική γωνία. 

Το δεύτερο αντίγραφο του αγάλματος του Αρτεμισίου βρίσκεται εντός των εγκαταστάσεων της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων. Τόσο στο διαδίκτυο όπως και σε επίσημες αναφορές της Σχολής, το αντίγραφο αυτό αποδίδεται μόνο στον Ποσειδώνα και αυτό είναι φυσικό αφού δεσπόζει σε χώρο ναυτικής εκπαίδευσης.


Ο Ποσειδώνας που βρίσκεται εντός της Σχολής των Ναυτικών Δοκίμων. Πίσω του η εκκλησία του Αγίου Νικολάου προστάτη των ναυτικών. Οι δύο προστάτες των ναυτικών, της αρχαιότητας και της σύγχρονης εποχής συμπορεύονται στην ιστορική διαδρομή των Ελλήνων. 

Τέλος ένα τρίτο αντίγραφο βρίσκεται στην είσοδο του Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος. Στο αντίγραφο αυτό η πρωτοτυπία βρίσκεται στο ότι πατά πάνω σε βάθρο που δεν είναι εμφανές, αλλά προσαρμοσμένο πλήρως, ώστε να εναρμονίζεται με το φυσικό του περίγυρο, που αποτελείται από υπολείμματα των πειραϊκών οχυρώσεων.








Διαβάστε επίσης:



Ο Αττίκ το Νέο Φάληρο και οι επιγραφές της Μάντρας του


του Στέφανου Μίλεση 

Ο Κλέων Τριανταφύλλου (περισσότερο γνωστός ως Αττίκ) υπήρξε μια ξεχωριστή καλλιτεχνική προσωπικότητα της εποχής του. Χρωμάτισε μια περίοδο με τη μουσική και το τραγούδι του, με τους στίχους και όλα εκείνα τα στοιχεία που συνέθεταν την προσωπικότητά του και το πηγαίο ταλέντο του, ώστε να μείνει στη μνήμη των περισσοτέρων ως ο αλησμόνητος Αττίκ. Ήταν γεννημένος στην Αθήνα το 1885 και την μητέρα του την έλεγαν Εριθέλγη και ήταν Κυθήρια στην καταγωγή, ενώ ο πατέρας του λεγόταν Δημήτριος. Η οικογένεια του Κλέωνα διακρινόταν από αγάπη για τη μουσική ενώ όλα τα μέλη της αγαπούσαν πολύ να τραγουδούν. Ο αδελφός του Κίμωνας ήταν καθηγητής μουσικής και μάλιστα κάποια περίοδο εργάστηκε σε ωδεία του Πειραιά. Αλλά και η αδελφή του Κορίννα -ιδιαιτέρως αγαπητή στο Νέο Φάληρο- ήταν επίσης μουσικό ταλέντο ασχολούμενη και αυτή με τη μονωδία και το τραγούδι. 

Κλέων Τριανταφύλλου (Αττίκ)


Σε αυτό το περιβάλλον δεν θα μπορούσε και ο Κλέοντας να μην αγαπήσει τη μουσική και το τραγούδι. Μάθαινε φλάουτο και πιάνο ενώ καλλιεργούσε παράλληλα και τις φωνητικές του ικανότητες. Όταν τελείωσε το γυμνάσιο εισήχθη στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών με σκοπό να ακολουθήσει διπλωματική σταδιοδρομία. Η κατεύθυνση αυτή αποτελούσε επιλογή της μητέρας του, που ο Κλέοντας υπεραγαπούσε και που του ασκούσε μια σημαντική επιρροή. Για το λόγο αυτό και η μητέρα του παράλληλα με τις μουσικές σπουδές τον παρότρυνε να μάθει γαλλικά και αγγλικά, όπως και πραγματικά συνέβη. 

Ο δρόμος για το Παρίσι

Το 1907 έφυγε για το Παρίσι για να συνεχίσει τις νομικές του σπουδές. Τότε βρήκε την ευκαιρία καθώς είχε απομακρυνθεί από την εποπτεία της μητέρας του να εγγραφεί στο Μουσείο (Κονσερβατουάρ) των Παρισίων. Καθώς ο δρόμος ήταν ελεύθερα διάπλατα μπροστά του άρχισε να εμφανίζεται συστηματικά πλέον σε διάφορα μουσικά θέατρα άλλοτε ως κομφερανσιέ κι άλλοτε ως κομπέρ. Άρχισε να γράφει τραγούδια όμοια με τους γαλλικούς ρυθμούς, ενώ με τον πηγαίο χαρακτήρα του μπορούσε να κρατήσει το ενδιαφέρον του κόσμου στη σκηνή για ώρα, απαντώντας σε ερωτήσεις, κάνοντας αστεία πειράγματα ή διαλόγους ανάμεσα στον ίδιο και στους θεατές που προκαλούσαν τον ενθουσιασμό όσων τον άκουγαν. Κι όλα αυτά τα πετύχαινε σε μια ξένη γλώσσα. Περισσότερα από 300 τραγούδια του Αττίκ τραγουδήθηκαν επί γαλλικής σκηνής και όχι μόνο. Περιοδεύοντας με γαλλικούς θιάσους ταξίδευσε σε Αμερική και Αφρική. 

Ο Αττίκ της αγάπης

Ο Αττίκ ήταν μια φύση ευαίσθητη με λεπτά αισθήματα, έτοιμος να προσφέρει αγάπη. Για αυτό και στη ζωή του ερωτεύθηκε παράφορα. Γνωστός ο έρωτάς του για την Μαρίκα Φιλιππίδου με την οποία έκαναν κάποτε ζωή μποέμικη. Ένα βράδυ που ο Αττίκ επέστρεφε σπίτι βρήκε ένα δικό της σημείωμα «Δεν μπορώ να υποφέρω πια αυτή τη ζωή. Σε αφήνω για πάντα. Μαρίκα». Μόλις το διάβασε έπεσε σχεδόν λιπόθυμος στον καναπέ του. Την αναζήτησε αλλά… ανεπιτυχώς. Η Μαρίκα τον είχε εγκαταλείψει για κάποιον πλούσιο. Άρχισε να γράφει τραγούδια εμπνεόμενος από την αγάπη του. Ήταν τα ερωτικότερα τραγούδια που ακούσθηκαν στην Ελλάδα. Μαζί με τον Αττίκ έκλαιγαν πολλοί άλλοι. Αργότερα φυσικά συνέχισε τη ζωή του και ξαναγάπησε και ξαναπόνεσε.  Μοναδικά τα ερωτικά του τραγούδια με τα οποία εξέφρασε όλα τα αισθήματα που ένιωσε αλλά και τις πίκρες που έλαβε από πληγωμένα αισθήματα.


Ο πρώτος έρωτας του Αττίκ, η Μαρίκα Φιλιππίδου η οποία αργότερα θα παντρευτεί τον Σταμάτη Μερκούρη πατέρα της Μελίνας Μερκούρη.


Η πρώτη εμφάνιση στο Νέο Φάληρο

Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα πλούσιος σε εικόνες και εμπειρίες, αναζήτησε τρόπο έκφρασης και τόπο παρουσίασης των όσων είχε αποκομίσει. Επέλεξε να εμφανιστεί στο κοσμοπολίτικο τότε Νέο Φάληρο που αποτελούσε πόλο έλξης όλης της αστικής τάξης της Αττικής. Κόσμος συνέρρεε από Πειραιά και Αθήνα στο Νέο Φάληρο για να αναπνεύσει λίγο από ευρωπαϊκό αέρα που το Νέο Φάληρο εξέπεμπε. Ανέβαζε διάφορα νούμερα σε μια μικρή σκηνή που είχε διαμορφώσει στο ισόγειο του «Μέγα Ξενοδοχείου» ή αλλιώς γνωστού ως του ξενοδοχείου της εταιρείας Σιδηροδρόμων. Εκεί υπήρχε ένα γνωστό ζαχαροπλαστείο του Κοντογιάννη – Ρήγα που συγκέντρωνε την δική του ιδιαίτερη εκλεκτή πελατεία. Οι εμφανίσεις του Αττίκ στο Νέο Φάληρο έγιναν ανάρπαστες σε σημείο που έφτασε να λαμβάνει το καλοκαίρι του 1928, τρεις χιλιάδες δραχμές σε ένα βράδυ! Στο Νεοφαληριώτικο ζαχαροπλαστείο ο Αττίκ επιτρεπόταν μόνο να παίζει πιάνο και να τραγουδάει. Παρόλα αυτά γρήγορα δημιούργησε το δικό του κοινό και έγινε αναγνωρίσιμος. Λέγεται ότι όταν μια βραδιά επιχείρησε να μιλήσει στον κόσμο, όπως συνήθιζε να κάνει στο Παρίσι, ο ιδιοκτήτης του έκανε παρατήρηση κι αυτό προκάλεσε την οργή του Αττίκ που αποχώρησε. Την επομένη πήρε το πιάνο του και λέγεται ότι πήγε σε άλλο χώρο στο Νέο Φάληρο που ακόμα όμως δεν γνωρίζουμε ποιος είναι.


1934 - Το Μέγα Ξενοδοχείο (του Σταθμού) τριώροφο. Σε αυτό ο Αττίκ παρουσίασε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το πρόγραμμά του.


Αγαπάτε τα ζώα και τον Αττίκ!

Σύντομα βλέποντας τον ενθουσιασμό που προκαλούσε και στο ελληνικό κοινό με τις εμφανίσεις του ο Αττίκ αποφάσισε να δημιουργήσει την δική του θεατρική σκηνή. Αρχές Αυγούστου του 1930 ίδρυσε τη γνωστή «Μάντρα» που ταυτίστηκε με το όνομά του και έγινε γνωστή ως «Μάντρα του Αττίκ». Τα πάντα στην Μάντρα αποτελούσαν δημιουργήματα του Αττίκ. Από την ορχήστρα που τον συνόδευε, τα τραγούδια που ερμήνευε, τα αστεία πειράγματα των σκετς, οι ιστορίες τα πάντα ήταν δικά του. Στην είσοδό της δέσποζε μια πινακίδα που έγραφε «Αγαπάτε τα ζώα και τον Αττίκ». Δεξιά κι αριστερά υπήρχαν γλάστρες που φύτρωναν… μακαρόνια! Οι θεατές μπορούσαν στην «Μάντρα» να ανέβουν στη σκηνή να τραγουδήσουν, να πουν αστείες ιστορίες ή ό,τι άλλο ήθελαν. Το κοινό του απαρτιζόταν από ανθρώπους του πνεύματος, λόγιους της εποχής, καλλιτέχνες, ποιητές και μποέμ τύπους. 


Οι επιγραφές της Μάντρας

Η αρχική σκηνή της «Μάντρας» ήταν μόλις τριών μέτρων. Την είχε στολίσει με κουρέλια, και είχε πάνω από αυτήν τοποθετήσει μια επιγραφή «Αυτό το σκηνικό παριστάνει σαλονάκι» περιγράφοντας έτσι τα σκηνικά τα οποία συνήθως είχαν στηθεί εκ του προχείρου. Είχε προσκαλέσει δύο συγγραφείς τον Παντελή Χορν και Βώττη και άρχισαν να γράφουν τα σενάρια των παραστάσεων. Στην είσοδό της είχε ακόμα μια πινακίδα «Απαγορεύεται να φέρεσθε βαναύσως προς τον φορατζή». 

Γενικώς οι πινακίδες εντός «Μάντρας» ήταν πολλές. 

«Απαγορεύεται το πτύειν προς τα άνω»

«Απαγορεύεται το κατέρχεσθαι προς το μέρος της εταίρας, ευρισκομένης εν κινήσει»

«Απαγορεύεται η έκφρασις θαυμασμού δια κτυπημάτων επί των γονάτων του γείτονός σας»

«Απαγορεύεται το καπνίζειν μετά την παράστασιν»

«Απαγορεύεται το χειροκροτείν εις ξένην διάλεκτον»

«Απαγορεύεται τα γνεψίματα προς τα δουλικά που παρακολουθούν την παράστασιν από της διπλανής ταράτσας»

«Απαγορεύεται να γελάτε δια πράγμαν το οποίον κατάλαβαν οι άλλοι»

«Ουδέν παράπονον λαμβάνεται υπόψιν εάν δεν συνοδεύεται υπό κιθάρας»

«Οι τσαμπατζήδες είναι το στήριγμα της ελληνικής φιλολογίας», 

«Τετράστιχα επί παραγγελία και επί μέτρω, δια γάμους, βαπτίσεις, κηδείας»

«Χθες η είσοδος ήταν ελευθέρα»

Ο Αττίκ το 1930

Η Μάντρα και οι τσαμπατζήδες

Η κεντρική όμως επιγραφή της Μάντρας ήταν πάνω από την εξωτερική πόρτα «Από την πόρτα του περνώ, βήχω και ξεροβήχω, κι αν δε με βάλουνε τσαμπέ πηδώ κι από τον τοίχο». Αυτή η τελευταία επιγραφή δεν είχε τοποθετηθεί τυχαίως καθώς η Μάντρα του Αττίκ ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής προορισμός για τους τσαμπατζήδες. Καθώς η μάντρα (ο τοίχος δηλαδή) της «Μάντρας» ήταν ιδιαιτέρως χαμηλός κόσμος και κοσμάκης (πάνω από 200 άτομα) συγκεντρώνονταν κάθε βράδυ περιμετρικά σε ταράτσες, δένδρα και άλλα σημεία για να παρακολουθήσουν δωρεάν παράσταση. Πολλοί έφεραν μαζί τους καρέκλες και φαγητά ενώ άλλοι τις οικογένειές τους.  

Η παράσταση των θεατών

Η παράσταση άρχιζε όπως όλες οι παραστάσεις θεάτρων. Μα δεν περνούσε πολύς χρόνος όταν ο Αττίκ εντόπιζε ανάμεσα στο κοινό κάποιον που έκρινε ότι μπορούσε να «διαπρέψει». 

«Παρακαλώ ανεβείτε στη σκηνή» του/της έλεγε. 

«Να πλησιάσω και τι να κάνω;»

«Μα να τραγουδήσετε, να μας παίξετε, να μας απαγγείλετε, ό,τι ξέρετε τέλος πάντων» τους παρότρυνε. 

Κάποτε ανέβασε έναν φοιτητή που μόλις είχε έρθει από τις Η.Π.Α. Είχε μάθει να χορεύει όλους τους νέους ρυθμούς που στην Ελλάδα ακόμα ήταν άγνωστοι. Τον κάλεσε να ανέβει στη σκηνή κι έτσι από τη σκηνή της «Μάντρας» πρωτοπαρουσιάστηκαν οι νέοι χοροί της Δύσης. Τα τσάρλεστον των μαύρων… όπως τα έλεγαν τότε. Ανάμεσα στα ξεκαρδιστικά γέλια πάντα ο Αττίκ αφιέρωνε και χρόνο για την πρώτη του αγάπη. Ξαφνικά σοβάρευε και άρχιζε να τραγουδά: «Ζητάτε να σας πω τον πρώτο μου σκοπό, τα περασμένα μου γινάτια. Ζητάτε «είδα μάτια», με σχίζετε κομμάτια».


Διαγωνισμός ηχητικού φιλήματος 1921

Οι διαφορετικές τοποθεσίες της Μάντρας

Η «Μάντρα» άλλαζε τοποθεσίες αλλά η ποιότητα στην διασκέδαση και στο θέαμα παρέμεναν αξίες σταθερές. Αρχικά η «Μάντρα» βρισκόταν στην οδό Μηθύμνης στην Πλατεία Αμερικής (πρώην Αγάμων), στη συνέχεια βρέθηκε στην οδό Αχαρνών (στο θέατρο ΔΕΛΦΟΙ) και κατέληξε στην Πλατεία Αμερικής στην οδό Τενέδου. Ανεξάρτητα από τις τοποθεσίες η «Μάντρα» λειτουργούσε μέχρι το 1939, για δέκα δηλαδή χρόνια. Στην «Μάντρα» έκαναν την εμφάνισή τους για πρώτη φορά όλοι οι καλλιτέχνες που στη συνέχεια θα σημαδέψουν με την παρουσία τους τα ελληνικά καλλιτεχνικά δρώμενα. Όχι μόνο τραγουδιστές και μουσικοί, αλλά και συγγραφείς όπως ο Πειραιώτης Μίμης Τραϊφόρος, ο Ορέστης Λάσκος, ο Φώτης Πολυμέρης (που αργότερα θα γίνει κι αυτός «Πειραιώτης» από το πάλκο της Σπηλιάς του Παρασκευά στην Καστέλλα όπου θα ερμηνεύσει σπουδαίες επιτυχίες). Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ο θίασος του Αττίκ έδινε και παραστάσεις "εκτός Μάντρας" σε διαφορετικές άλλες τοποθεσίες. Ενδεικτικά αναφέρω την παράσταση του Αττίκ με τη Μάνδρα του το 1932 στον Πειραιά στο θέατρο "Πειραϊκόν" που γέμισε ασφυκτικά.

 

Η Μάντρα και τα θέατρα των επιθεωρήσεων

Καθώς οι καλλιτέχνες στη σκηνή διαδέχονταν ο ένας τον άλλον, όλοι ήθελαν να παρουσιαστούν στη Μάντρα. Τα πρωινά εμφανίζονταν υποψήφιοι που περίμεναν να τους ακούσει ο Αττίκ ή να τους δει να χορεύουν. Στην περίπτωση που ο Αττίκ συναντούσε κάποιον που πραγματικά άξιζε, το ίδιο κιόλας βράδυ στην παράσταση τον ανήγγειλε λέγοντας ότι θα τραγουδήσει ή θα χορέψει ο τάδε θεατής που τη στιγμή εκείνη καθόταν στην πλατεία. Αυτό επαναλαμβανόταν για δύο ή τρεις ημέρες κι όταν ο Αττίκ έβλεπε ότι άρεσε στον κόσμο ο εμφανιζόμενος τότε μόνο τον προσλάμβανε. Έλεγε ότι εργοδότες στη Μάντρα ήταν οι θεατές. Έδινε στον νεοπροσλαμβανόμενο συνήθως ένα γαλλικό ή ισπανικό όνομα και έτσι γινόταν κι εκείνος μέρος της «Μάντρας». Οι παραστάσεις του Αττίκ προορίζονταν σε έναν συγκεκριμένο όπως είπαμε τύπο ανθρώπων που σύχναζαν στη Μάντρα του. Οι εφημερίδες έγραφαν ότι η Μάντρα έκανε συνολικά εισπράξεις 7.500 δραχμών όταν τα θέατρα που ανέβαζαν επιθεωρήσεις την ίδια ημέρα έκαναν εισπράξεις 25 χιλιάδων δραχμών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι καλλιτέχνες που πήγαιναν να εργαστούν με τον Αττίκ, μόλις καθιερώνονταν τον εγκατέλειπαν καθώς οι εισπράξεις της Μάντρας ήταν περιορισμένες συγκριτικά με την επιθεώρηση. Μα όσοι πήγαιναν στη Μάντρα, πήγαιναν και ξαναπήγαιναν. Το κοινό του Αττίκ δεν τον άλλαζε με καμία επιθεώρηση. 


Τα οκτάστιχα του Αττίκ

Άλλωστε στα οκτάστιχα για τα οποία ήδη αναφερθήκαμε ο Αττίκ ήταν άπιαστος! Την εκπαίδευση αυτή των οκτάστιχων ο Αττίκ την είχε λάβει από το Παρίσι στις βραδιές που οι Γάλλοι διασκέδαζαν με αυτό τον τρόπο. Έδιναν σε όποιον ήταν στη σκηνή μερικές λέξεις και εκείνος έπρεπε σε μικρό χρονικό διάστημα να συνθέσει ποίημα χρησιμοποιώντας απαραίτητα τις λέξεις που τους έδωσαν. Αυτή την τεχνική είχε αναπτύξει και ο Αττίκ. Στη Μάντρα οι θεατές του πετούσαν δύο τρεις λέξεις κι εκείνος συνέθετε αμέσως ποίημα. 

Το κυτίο παραπόνων της Μάντρας

Γέλιο επίσης προκαλούσαν και τα παράπονα των θεατών! Στο καφενείο του θεάτρου κατά την διάρκεια του διαλείμματος υπήρχε ένα κουτί παραπόνων στο οποίο οι θεατές έριχναν εντός αυτού επιστολές με ό,τι ήθελαν να γράψουν. Στο δεύτερο μέρος της παράστασης έπαιρνε ο Αττίκ τα γράμματα των παραπόνων και τα διάβαζε πάνω στη σκηνή, χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια προετοιμασία, προξενώντας το γενικό χαμό στην πλατεία. Διότι οι θεατές παίρνοντας θάρρος από την ανωνυμία που τους έδινε το κουτί παραπόνων έγραφαν ό,τι ήθελαν ελεύθερα στο χαρτί. 

Οι διαγωνισμοί της Πέμπτης

Μια ακόμα ατραξιόν της «Μάντρας» ήταν οι αυτοσχέδιοι διαγωνισμοί της Πέμπτης! Οι διαγωνιζόμενοι ανέβαιναν στη σκηνή για να συμμετάσχουν σε διαγωνισμό για το ποια έχει τα ωραιότερα πόδια, ποιος μιμείται καλύτερα τις φωνές ζώων ή ποιος θα καταφέρει να φάει γρηγορότερα ένα μακαρόνι μήκους δυόμιση μέτρων χωρίς να χρησιμοποιήσει τα χέρια του. Αυτός ο τελευταίος διαγωνισμός είχε το όνομα «ταχυμονοκομματομακαρονοφαγίας». Οι επιτροπές σε όλους τους διαγωνισμούς απαρτίζονταν από θεατές που δέχονταν το ρόλο.

Το αρχοντικό της οικογένειας Τριανταφύλλου στο Νέο Φάληρο. Βρισκόταν στη συμβολή των οδών Πεσμαζόγλου (σημερινή Ειρήνης) και Γιαννοπούλου. Στη θέση του σήμερα βρίσκεται μια πολυκατοικία στο ισόγειο της οποίας στεγάζεται ένα υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας. Πρόκειται για ένα από τα κεντρικότερα σημεία στο Νέο Φάληρο 


Η οικογένεια Τριανταφύλλου στο Νέο Φάληρο  


Εκτός από τον Αττίκ που επιστρέφοντας από το Παρίσι είχε πρωτοεμφανιστεί στο κοσμοπολίτικο Νέο Φάληρο και η οικογένειά του είχε συνδεθεί με την περιοχή. Η οικογένεια Τριανταφύλλου επέλεξε να μείνει σε αρχοντικό στη γωνία Πεσματζόγλου και Γιαννοπούλου. Τα αδέλφια του όταν αργότερα ο Αττίκ θα μείνει στην Αθήνα, συνέχιζαν να μένουν στο Νέο Φάληρο. Άλλωστε την αγάπη του ο Αττίκ για το Νέο Φάληρο την απαθανάτισε στο τραγούδι του «Το Φαληράκι». Συνέχιζε να συχνάζει στο ζαχαροπλαστείο που είχε ξεκινήσει τις εμφανίσεις του το 1928. Του άρεσε να περπατά κατά μήκος της παραλίας και στην εξέδρα όπου καθώς ήταν γνωστός αποτελούσε αντικείμενο χαιρετισμού από όλους. Είναι αρκετές οι ιστορίες από τις «αταξίες», τις γνωστές δηλαδή φάρσες που ο Αττίκ συνήθιζε να κάνει νεότερος στο Νέο Φάληρο.

Αλλαγή χαρακτήρα διασκέδασης από το 1936

Το είδος της διασκέδασης που ο Αττίκ εισήγαγε στην Ελλάδα είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Περιλάμβανε λίγο απ΄ όλα. Ρεσιτάλ, επιδείξεις χορού, απαγγελίες, κάτι μεταξύ βαριετέ και επιθεώρησης. Μεταξύ του Αττίκ και του κόσμου την ώρα λειτουργίας της «Μάντρας» αναπτυσσόταν ένας συναρπαστικός διάλογος. Οι θεατές τον πείραζαν και εκείνος απαντούσε. Γνωστοί οι διαξιφισμοί του με τους θεατές στους οποίους απαντούσε με οκτάστιχα που συνέθετε εκείνη την ώρα. 

Από το 1936 η «Μάνδρα» άλλαξε κάπως το χαρακτήρα της κι έκλεινε περισσότερο προς την επιθεώρηση. Ο Αττίκ μετατράπηκε περισσότερο σε θιασάρχη και το πρόγραμμα παρουσίαζαν πλήθος άλλων καλλιτεχνών. Η Λουΐζα Ποζέλλι, η Δανάη, η Ντε Ροζέ τραγουδούσαν με τον Αττίκ να επαναλαμβάνει διαρκώς ότι «η Μάντρα δεν έχει ηθοποιούς, αλλά μόνο πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες». Η «Μάντρα» την εποχή εκείνη είχε περισσότερο το χαρακτήρα της Επιθεώρησης και οι γνωστοί διάλογοι του Αττίκ στη σκηνή είχαν κάπως περιοριστεί. Οι εφημερίδες έγραφαν ότι στην «Μάντρα» δεν σύχναζαν πλέον μποέμ τύποι, αλλά εργαζόμενοι που βγαίνουν τα Σαββατοκύριακα για να διασκεδάσουν. Όμως ο Αττίκ με τη στροφή αυτή κατάφερνε να βγάζει επιτέλους όσα και τα υπόλοιπα θέατρα επιθεώρησης.

Το τραγικό τέλος

Κατά την διάρκεια της κατοχής η «Μάντρα» έκλεισε και ο Αττίκ εργάστηκε σε κέντρο με την επωνυμία «Τα Πεύκα» απέναντι από το Παναθηναϊκό Στάδιο στην Ηρώδου του Αττικού. Ακόμα και την τριετία 1941 - 1944 κάτω από δύσκολες συνθήκες ο Αττίκ συνέχισε το έργο του συνθέτοντας 200 νέα τραγούδια! Το τέλος του δυστυχώς ήταν τραγικό. Περπατώντας βυθισμένος στις σκέψεις του, αφού αδιάκοπα έψαχνε να βρει ρυθμούς και στίχους τραγουδιών στην αδιάκοπη πνευματική εγρήγορση που βρισκόταν, έπεσε κατά λάθος πάνω σε έναν Γερμανό στρατιώτη. Κι εκείνος εκνευρισμένος με τη βαναυσότητα που χαρακτήριζε τους περισσότερους Γερμανούς της εποχής εκείνης, τον γρονθοκόπησε μέχρι παραμορφώσεως προσώπου. Ο Αττίκ που τότε ήταν 60 χρονών με τα αίματα στο πρόσωπο βάναυσα χτυπημένος και προσβεβλημένος επέστρεψε στο σπίτι του στην οδό Χαιροπούλου. Μπήκε μέσα αλαφιασμένος και αρπάζοντας ένα φιαλίδιο Βερονάλ, που χρησιμοποιούσε σε μικρές δόσεις για να κοιμάται, ήπιε από αυτό! Προφανώς ήθελε να ηρεμήσει από την ταραχή στην οποία είχε περιπέσει. Η αδελφή του Αττίκ η Κορίννα Ομέλτσεγκο, όπως έγραψε ο Παύλος Μπαλόγλου στη στήλη που διατηρούσε με τίτλο «Το Νέο Φάληρο θυμάται», μεταφέροντας τα λόγια της έγραψε ότι ο αδελφός της διακομίσθηκε σε κωματώδη κατάσταση στον σταθμό Α’ Βοηθειών του Ερυθρού Σταυρού όπου άφησε και την τελευταία του πνοή. Ήταν 28 Αυγούστου του 1944. Οι εφημερίδες όμως την επομένη καθώς έγραψαν ότι ο Αττίκ αυτοκτόνησε λόγω της προσβολής που είχε υποστεί από τον βάναυσο ξυλοδαρμό του, δημιούργησαν παγιωμένη εντύπωση περί αυτοκτονίας του. 


"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"