Οι νάρκες των θαλασσών και οι αντιδράσεις των ξενοδόχων του Πειραιά (1947)

Έκρηξη ποντισμένης νάρκης έξω από το λιμάνι του Πειραιά το 1945

 

του Στέφανου Μίλεση

Η μεγάλη πληγή των ελληνικών θαλασσών τον πρώτο καιρό μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου ήταν οι θαλάσσιες νάρκες. Η απελευθέρωση των θαλασσίων οδών από αυτές αποτελούσε πρώτη και απαραίτητη ενέργεια ώστε να μπορέσει η χώρα να λειτουργήσει. Κι αυτό διότι λόγω της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου, δρόμοι δεν υπήρχαν και όλες οι συγκοινωνίες, τροφοδοσίες και μεταφορές γίνονταν δια θαλάσσης με κύριο φυσικά πρωταγωνιστή το λιμάνι του Πειραιά. 

Τα θαλάσσια δρομολόγια όμως ήταν πολύ επικίνδυνα από τις χιλιάδες νάρκες που είχαν ποντιστεί από τους Γερμανούς και όχι μόνο. Οι νάρκες ήταν κατά μια έννοια ένα από τα δύο μεγαλύτερα προβλήματα για το λιμάνι του Πειραιά, πέρα της καταστροφής που είχε υποστεί στο σύνολό του από τους Γερμανούς. 

Το δεύτερο πρόβλημα ήταν τα ναυάγια. Για αυτά θα ιδρυθεί το 1945 ο «Οργανισμός Ανέλκυσης Ναυαγίων» που είχε ως έδρα του το Μέγαρο Βάττη στην Ακτή Μιαούλη. Το έργο του στην απελευθέρωση των ελληνικών θαλασσών από τα ναυάγια ήταν τεράστιο, όπως μεγάλη και η συνεισφορά του στην Εθνική οικονομία της κατεστραμμένης χώρας. 

Το πώς ένα ναυάγιο μπορούσε να αποτελέσει πλουτισμό και μάλιστα κρατικό αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο που θα αναλύσουμε μελλοντικά με άλλο άρθρο. Το πρόβλημα με τις θαλάσσιες νάρκες πέρα των κινδύνων που όλοι αντιλαμβανόμαστε, είχε περισσότερες προεκτάσεις από όσες μπορούμε να φανταστούμε σήμερα. Πρώτα από όλα στις ελληνικές θάλασσες συνεχιζόταν μια επικίνδυνη και κοπιώδης μάχη παρά τον επίσημο τερματισμό του πολέμου και τη συνθηκολόγηση των κρατών που τον προκάλεσαν. Οι ναυτικοί συνέχιζαν να διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο σα να συνέχιζαν να βρίσκονται σε εμπόλεμο κατάσταση. 

Στη μάχη αυτή πρωταγωνιστούσαν φυσικά τα ναρκαλιευτικά πλοία του πολεμικού μας ναυτικού. Έτσι λοιπόν ενώ για τα περισσότερα πλοία η πολεμική προσπάθεια είχε τελειώσει, για τα ναρκαλιευτικά πλοία ένα μεγάλο μέτωπο ξεκινούσε, αυτό της ναρκαλιείας. Καθημερινά τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση μπορούσε να διαβάσει κάποιος στις εφημερίδες άρθρα για εξουδετερώσεις ναρκών ή για πλοία που εξερράγησαν εξαιτίας αυτών. Οι Γερμανοί είχαν φύγει, αλλά είχαν ποντίσει εκατοντάδες χιλιάδες νάρκες κυρίως έξω από τα λιμάνια και στις γραμμές διαβάσεως πλοίων. Δεν υπήρχε περιοχή της θαλάσσιας επικράτειας που να είναι απαλλαγμένη ναρκών. 

Ξύλινα ναρκαλιευτικά που χρησιμοποιήθηκαν από το Πολεμικό μας ναυτικό για την εκκαθάριση ναρκών μεταξύ Αλεξάνδρειας και Διώρυγας. Ήδη μετά τη μάχη της Κρήτης και την διαφυγή του στόλου στην Αλεξάνδρεια ιδρύθηκε η "Υπηρεσία Εξουδετερώσεων Μαγνητικών Ναρκών" και άρχισε η περισυλλογή των γερμανικών ναρκών.  

Οι Γερμανοί γύρω από τις ακτές της Αττικής είχαν εγκαταστήσει ένα από μεγαλύτερα θαλάσσια ναρκοπέδια του πολέμου. 

Οι ακτές της Πελοποννήσου, ο Σαρωνικός, όλα τα παράλια της Αττικής, οι Κυκλάδες, η Εύβοια, κρατούσαν τα σκήπτρα της επικινδυνότητας. Μόνο στη θάλασσα νότια της Κρήτης υπολογίστηκε ότι είχαν ποντιστεί αρκετές χιλιάδες νάρκες! Μιλάμε για πραγματικά ασύλληπτα μεγάλους αριθμούς. Κάθε μετακίνηση από τη θάλασσα ακόμα και με μικρό καΐκι αποτελούσε έναν άθλο και έθετε σε κίνδυνο τη ζωή των επιβατών. Ο στολίσκος των ναρκαλιευτικών του Πολεμικού Ναυτικού με επικεφαλής τον Πλωτάρχη Ποταμιάνο, είχαν επιδοθεί σε έναν αγώνα άνισο καθώς τα μέσα ήταν λιγοστά και οι νάρκες χιλιάδες. Για αυτό και σύντομα συγκροτήθηκε και δεύτερη μοίρα ναρκαλιευτικών με επικεφαλής τον Πλωτάρχη Πανά, που ανέλαβε την εκκαθάριση των μεγάλων ναρκοπεδίων με ορμητήριο το λιμάνι της Καβάλας. Όμως οι νάρκες ήταν τόσες, που η εκκαθάριση υπολογίστηκε ότι θα διαρκούσε χρόνια. Μέχρι την εξάλειψή τους από τις ελληνικές θάλασσες είχαν παρθεί μέτρα πέραν της ναρκαλιείας τους. 

Χάρτης ναρκοπεδίων και διόδων διέλευσης πλοίων το 1946. Εκτός από τις Ανατολικές ακτές της Εύβοιας, οι υπόλοιπες ακτές της Ελλάδας ήταν ναρκοθετημένες. 


Ένα τέτοιο μέτρο αφορούσε στην απαγόρευση νυχτερινών δρομολογίων πλοίων, που όταν πάρθηκε κανείς δεν υπολόγιζε στον αντίκτυπο και στην επιρροή που θα είχε στη ζωή του μεγαλύτερου λιμανιού της χώρας που ήταν ο Πειραιάς. Αποτέλεσμα του μέτρου αυτού ήταν χιλιάδες κόσμου να συνωστίζεται στις ακτές του Πειραιά, στην Πλατεία Καραϊσκάκη και στον Τινάνειο αναζητώντας ένα σημείο να περάσει τη νύχτα, καθώς τα πλοία θα αναχωρούσαν νωρίς το επόμενο πρωινό. 

Ο περισσότερος κόσμος την εποχή εκείνη στερείτο χρημάτων για να ενοικιάσει δωμάτιο ξενοδοχείου. Αλλά και τα ξενοδοχεία στον Πειραιά δεν επαρκούσαν για να καλύψουν τους υποψήφιους επιβάτες. Ό,τι συνέβαινε προπολεμικά στον Πειραιά με την αναχώρηση των προσκυνητών για την Τήνο τον Δεκαπενταύγουστο, γινόταν καθημερινώς πλέον μεταπολεμικά εξαιτίας των ναρκών. Φυσικά η απαγόρευση των νυχτερινών δρομολογίων έδωσε φως στο σκοτεινό και κατεστραμμένο από τον πόλεμο λιμάνι. Τα πλοία φωταγωγημένα έστεκαν το ένα δίπλα στο άλλο δημιουργώντας την ψευδαίσθηση εορταστικής ατμόσφαιρας. Οι επιβάτες όμως που ταλαιπωρούνταν αφάνταστα άρχισαν να διαμαρτύρονται. 

Ιούνιος 1945 (Φωτογραφία Βούλας Παπαϊωάννου) Επαναπατρισμός Ελλήνων στον Πειραιά. Με Σουηδικό πλοίο επαναπατρίστηκαν 513 Έλληνες που επιβιβάστηκαν στη Νάπολη οι οποίοι είχαν αποσταλεί επί κατοχής στη Γερμανία ως εργάτες. Στη Νάπολη ανέμεναν να επιβιβαστούν στο ίδιο πλοίο και άλλοι 147 Έλληνες της Αμερικής που εκδιώχθηκαν από την κυβέρνηση των ΗΠΑ ως παραβάτες διαφόρων νόμων. Το πλοίο εισέρχεται αργά στο λιμάνι λόγω των πολλαπλών ναυαγίων ακολουθώντας πιστά τις διόδους διέλευσης σκαφών.

Ταξίδευαν όλη μέρα με διάφορους τρόπους για να φτάσουν στον Πειραιά και να πάρουν το πλοίο για τον προορισμό τους. Κατάκοποι όπως ήταν, έπρεπε να υποστούν μια ακόμα ταλαιπωρία με την διανυκτέρευση στον δρόμο. Σκεφτείτε τι συνέβαινε το χειμώνα όταν έπιαναν τα κρύα ή όταν η βροχή καταρρακτωδώς πλημμύριζε τους δρόμους. Διαμαρτύρονταν και ζητούσαν από το λιμεναρχείο να επιτρέψει τη βραδινή επιβίβασή τους στα πλοία που αναχωρούσαν το επόμενο πρωί. Και πραγματικά το αίτημα αυτό ικανοποιήθηκε καθώς η κοινωνική ανάγκη ήταν μεγάλη. 

Το αίτημα του κόσμου ικανοποιήθηκε και όλοι πλέον επιβιβαζόταν στα πλοία το βράδυ της παραμονής της αναχώρησης. Έψαχναν να βρουν μια θέση κατάλληλη να βάλουν τις αποσκευές τους, να στρώσουν κάτω μια κουβέρτα για να κοιμηθούν ήσυχοι με τη βεβαιότητα ότι θα ταξιδέψουν την επόμενη ημέρα, χωρίς το άγχος του πρωινού ξυπνήματος και της διανυκτέρευσης στους δρόμους, στις πλατείες και στα πάρκα. Όμως από την άλλη το μέτρο αυτό προκάλεσε νέες αντιδράσεις. Καταρχήν από τις ίδιες τις ακτοπλοϊκές εταιρείες που θα έπρεπε να διατηρούν τα πληρώματα διαρκώς πάνω στο πλοίο, κατά συνέπεια θα υποβάλλονταν σε μεγαλύτερες δαπάνες! Ακόμα διαμαρτύρονταν οι ίδιοι οι ναυτικοί της ακτοπλοΐας καθώς δεν μπορούσαν τα βράδια να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Οι ναυτικοί αυτοί είχαν επιλέξει να ναυτολογηθούν στα ακτοπλοϊκά, παρότι γνώριζαν ότι οι μισθοί ήταν κατά πολύ χαμηλότεροι από τα ωκεανοπόρα πλοία, καθώς μπορούσαν να βλέπουν τα σπίτια τους και την οικογένειά τους. 

Η κύρια αντίδραση όμως προήλθε από τους ιδιοκτήτες των ξενοδοχείων του Πειραιά. Διότι το μέτρο της βραδινής επιβίβασης, αφαιρούσε κάθε πόρο ζωής από τα πειραϊκά ξενοδοχεία τα οποία δούλευαν μόνο από την κίνηση της ακτοπλοΐας στο λιμάνι. Τα ξενοδοχεία του Πειραιά είχαν την ιδιαιτερότητα να ζουν από τους ενοίκους της «ανάγκης» που δημιουργούσε ένα θαλάσσιο ταξίδι. Ακόμα ξεσηκώθηκαν οι μικροεπιχειρηματίες που διατηρούσαν καταστήματα στην παραλία. Όσο ο κόσμος βρισκόταν τη νύχτα στους δρόμους, παρέμεναν κι αυτοί ανοιχτοί παρασκευάζοντας καφέδες, πουλώντας παξιμάδια, κουλούρια και άλλα παρασκευάσματα. Με λίγα λόγια οι διανυκτερεύσεις στον δρόμο ταλαιπωρούσαν τους επιβάτες, αλλά οι διανυκτερεύσεις στα πλοία έφτασαν να προκαλέσουν περισσότερες αντιδράσεις διότι προέρχονταν από πολλές και διαφορετικές πλευρές! 


Η κατάσταση γρήγορα έγινε χαοτική. Από τη μια ο κόσμος υπέβαλλε διαβήματα και διαμαρτυρίες στα λιμεναρχεία, από την άλλη οι ναυτικοί, οι εταιρείες, οι ξενοδόχοι και οι έμποροι υπέβαλαν υπομνήματα και παραστάσεις στους αρμοδίους φορείς. Και όλη αυτή η αναστάτωση είχε φυσικά προκληθεί από τις νάρκες! Μόνο που αυτή ήταν η αθέατη πλευρά της ζημιάς που αυτές είχαν προξενήσει πέρα των άλλων των ορατών καταστροφών. Οι αρχές προσπαθούσαν να ικανοποιήσουν πότε τη μια πλευρά και πότε την άλλη. Και η κατάσταση αυτή κάπως έτσι διατηρήθηκε μέχρι που επιτράπηκαν ξανά τα νυχτερινά δρομολόγια και το λιμάνι επανήλθε στους αρχικούς του ρυθμούς. 

Το ξενοδοχείο "ΜΥΚΗΝΑΙ" σε φωτογραφία του 1961

Οι εκκαθάριση των θαλασσών από τις νάρκες ανακούφισε το εμπόριο και τις μεταφορές, έκανε τον κόσμο να αναπνεύσει ελεύθερα και επανάφερε την ηρεμία στον Πειραιά. Δεν ήταν διόλου τυχαίο λοιπόν το γεγονός ότι τα πλοία που συμμετείχαν τιμητικά στην τελετή καταδύσεως του Τιμίου Σταυρού από το 1947 κι ύστερα να είναι ναρκαλιευτικά. 

Θεοφάνεια 1947 με τη συμμετοχή ναρκαλιευτικών στην Τελετή Καταδύσεως του Τιμίου Σταυρού

Ωστόσο τη χρονιά που τα ναρκαλιευτικά βρέθηκαν για πρώτη φορά να αποδίδουν τιμές στο λιμάνι του Πειραιά, σημειώθηκε αργότερα το τραγικό δυστύχημα του επιβατικού πλοίου «Χειμάρρα» στο Νότιο Ευβοϊκό, που τότε αποδόθηκε σε νάρκη. Η παράδοση των ναρκαλιευτικών πλοίων για χρόνια διατηρήθηκε στον Πειραιά. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"