Μικρές ιστορίες από τον Πειραιά του 1940




του Στέφανου Μίλεση

Στις 19 Νοεμβρίου 1940 φτάνουν από το μέτωπο στον Πειραιά με νοσοκομειακό πλοίο οι πρώτοι Έλληνες τραυματίες προκειμένου να διακομιστούν σε διάφορα νοσοκομεία του λεκανοπεδίου.

Οι Πειραιώτες συγκεντρώνονται στις κεντρικές λεωφόρους προκειμένου να δουν από κοντά το παράξενο αυτό κομβόι των Ελλήνων τραυματιών που σχηματίζεται και τραβά προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Άλλα νοσοκομειακά οχήματα πηγαίνουν προς το Ζάννειο, άλλα προς το Ναυτικό Νοσοκομείο και άλλα προς το έκτακτο στρατιωτικό νοσοκομείο στο Χατζηκυριάκειο. Ο κόσμος θέλει να δει και μιλήσει από κοντά στους τραυματίες, να μάθει για τα δικά του παιδιά, για γνωστούς του, να επιβεβαιώσει την αλήθεια των ειδήσεων που καθημερινά διαβάζει από τις εφημερίδες. Γέροντες γονείς, πηγαίνουν και φιλούν τα τραυματισμένα παιδιά τους και τα καμαρώνουν. Νοιώθουν υπερήφανοι για αυτά γιατί προσέφεραν το αίμα τους, τα μέλη του σώματός τους, για την ελευθερία της πατρίδας. Γυναίκες αγκαλιάζουν τους άνδρες τους για πρώτη φορά από τότε που παραλαμβάνοντας το ρουχισμό τους από τα κέντρα κατάταξης επέστρεφαν πίσω στα σπίτια μόνες τους. Αδελφοί και αδελφές τους αδελφούς τους, παιδιά τους γονείς τους. Ύστερα από μια τέτοια συνάντηση, φίλοι, συγγενείς και γνωστοί, κρεμιόνται στην κυριολεξία από τα χείλη των τραυματιών για να ρουφήξουν κάθε λεπτομέρεια από το μέτωπο.
(φωτογραφία Βούλα Παπαϊωάννου - Μουσείο Μπενάκη).




Αυτός ο χειμώνας του 1940 θα είναι διαφορετικός γράφει η Λιλίκα Νάκου. Δεν είναι φυσικά ότι τα σπίτια της πόλης μας έχουν τα τζάκια τους σβηστά (αποτελούσε κι αυτό ένα μέτρο αντιαεροπορικής αμύνης), τα φωτίζει άλλωστε η ελπίδα και η ζεστασιά της αγάπης. Ο νους όλων είναι στραμμένος πρώτα σε αυτούς που έξω στα βουνά, υπερασπίζουνε την Πατρίδα κι έπειτα η έννοια πηγαίνει στις οικογένειές τους. Ο καθένας, έστω κι αν δεν έχει στενό φίλο ή συγγενή έξω στο Μέτωπο, κάτι θέλει να θυσιάσει από τον εαυτό του για τον Άγνωστο στρατιώτη, που πολεμά για όλους εκείνους που βρίσκονται πίσω του και την τιμή τους. Στα σπίτια, τα έρημα από τους ανθρώπους που λείπουν, έρημα και από το γλέντι και τη χαρά των άλλων γιορτών, μπήκε μια άλλη αόρατη Δύναμη η Πίστη!



Βαρύς πολεμικός χειμώνας, ο χειρότερος της δεκαετίας αποδείχθηκε εκείνος του 1940. Ο Πειραιώτης στρατιώτης Π.Α. διατάχθηκε να εκτελέσει περιπολία στις παγωμένες ρεματιές εν μέσω τρομερής χιονοθύελλας. Κάποια στιγμή ένα συριγμός ακούστηκε. Ήταν μια οβίδα η οποία έσκασε ακριβώς μπροστά του. Το ωστικό κύμα τον έριξε κάτω στο χιόνι. Όταν σηκώθηκε έκανε μια γύρα με τα χέρια το σώμα του για να δει αν κάποιο θραύσμα τον λάβωσε. Και παρότι ήταν αλώβητος στο σώμα, παρότι από τα μάτια του αίμα δεν έτρεχε, τα πάντα γύρω του σκοτείνιασαν μολονότι ήταν μέρα. Η όρασή του είχε πειραχτεί και δεν έβλεπε τίποτα. Την ώρα εκείνη ενώ βρισκόταν στο μαύρο σκοτάδι άκουσε μέσα στη βοή της χιονοθύελλας μια κραυγή να δονεί τη ρεματιά. «Αέρα, Αέρα…!» ήταν η πολεμική κραυγή των Ελλήνων και μάλιστα του δικού του λόχου που την στιγμή εκείνη εφορμούσε εφ΄ όπλου λόγχης περνώντας από δίπλα του.

Οι συμπολεμιστές του έτρεχαν προσπερνώντας τον με προτεταμένη τη ξιφολόγχη τους. Ο τυφλός στρατιώτης συμμετέχει κι αυτός στην επίθεση. Τους ακολουθεί κατά πόδας έχοντας ως μόνο οδηγό την ίδια την πολεμική ιαχή τους. Τότε μια σφαίρα πολυβόλου τον ρίχνει κάτω. Τον είχε πετύχει στο μηρό. Μένει για ώρα στο παγωμένο χιόνι, μέχρι που κάποιοι από το λόχο του που τον είχαν δει να πέφτει επιστρέφουν για να τον παραλάβουν. Ο τυφλός και πληγωμένος στρατιώτης ρωτά τον επικεφαλής «τι ώρα είναι;», «τρεις και μισή το απόγευμα» του επιβεβαιώνει ένας Ανθυπολοχαγός. Ώστε λοιπόν δεν ήταν νύχτα!

Τον παραλαμβάνουν και τον μεταφέρουν σε ένα πρόχειρο νοσοκομείο του μετώπου. Ένας στρατιωτικός ιατρός σκύβει πάνω του να τον εξετάσει και ακούει τον τραυματία που μονολογεί «Δεν με μέλλει που έχασα το φως μου. Για την πατρίδα όλα πρέπει να τα δίνουμε… Όλα». Η ιστορία καταγράφηκε από τον πολεμικό τύπο της εποχής για έναν Πειραιώτη στρατιώτη του μετώπου χωρίς δυστυχώς να καταγραφεί το πλήρες ονοματεπώνυμό του παρά μόνο τα αρχικά Π.Α. καθώς απαγορευόταν κάθε τι που θα μπορούσε να παράσχει πληροφορίες στον εχθρό.



Την επομένη κιόλας μέρα από τον ιταλικό βομβαρδισμό της Πλατείας Πηγάδας, στις 6 Νοεμβρίου, ο Δήμος Πειραιώς συνέστησε ειδική υπηρεσία στην οποία οι Πειραιώτες μπορούσαν να υποβάλλουν αίτηση για να τους επισκεφθούν στα σπίτια τους μηχανικοί του Δήμου για τεχνικές οδηγίες περί των χώρων που χρησιμοποιούσαν ως καταφύγια την ώρα του συναγερμού. Η δημοτική αυτή υπηρεσία έδρευε στο Φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιώς.



Το Φουαγιέ φαίνεται να καλύπτει άμεσες ανάγκες των αρχών αφού αμέσως μετά την κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς θα μετατραπεί σε χώρο συγκέντρωσης συσκευών ραδιοφώνου για σφράγισμα. Όσο ο καιρός περνούσε και ο πόλεμος συνεχιζόταν, δημοσιεύθηκαν και τα πρώτα ενοικιαστήρια με παράξενα κομφόρ!

"Ενοικιάζεται δωμάτιο εις οικία διαθέτουσαν καταφύγια" ή "ο τάδε τεχνικός αναλαμβάνει την διαρρύθμιση καταφυγίων με συμφέροντας όρους".

Αλλά και τα καταστήματα αναπτύσσουν πρωτόγνωρη εφευρετικότητα στα είδη πολέμου "ύφασμα αεραμύνης μόνο εις το κατάστημα υφασμάτων και ειδών επιπλώσεων".



Νεωτερισμό στις εκκλησιαστικές συνήθειες αποτελεί η ανάθεση σε κάποιον να εκτελεί την ειδική υπηρεσία να σβήνει τα κεράκια αμέσως μετά το άναμμά τους. Αυτό αποτελεί ένα ακόμα μέτρο των συνεπειών του βομβαρδισμού. Σε περίπτωση που μια βόμβα πέσει σε εκκλησία και εγκλωβιστούν πιστοί στα ερείπια, να μη καούν από τη φωτιά που θα ξεσπάσει εξαιτίας των κεριών.

Από τον ιταλικό βομβαρδισμό της Πηγάδας σκοτώθηκε κόσμος ενώ καταστράφηκαν και σπίτια μεταξύ των οποίων και αυτό του Δημάρχου Πειραιά Μιχάλη Μανούσκου.

Δήμαρχος Πειραιά κατά την κήρυξη πολέμου την 28η Οκτωβρίου 1940 ήταν ο Μιχάλης Μανούσκος. 

Τα αντιαεροπορικά του Προφήτη Ηλία έριξαν το ιταλικό αεροπλάνο που "κατά τύχη" χτύπησε το σπίτι του Δημάρχου. Οι Ιταλοί που αποτελούσαν το πλήρωμα του αεροπλάνου έπεσαν με αλεξίπτωτα στη θάλασσα, λίγο έξω από το λιμάνι του Πειραιά. Τους ψάρεψαν τρεμάμενους από τα χειμωνιάτικα νερά του Σαρωνικού και ειδοποίησαν τον Δήμαρχο.

"Βρε σεις, το σπίτι το δικό μου βάλατε στο μάτι;"

τους είπε έντονα και τους κέρασε στη συνέχεια τσιγάρα ενώ εκείνοι κοιτούσαν απορημένοι. Τι είναι αυτοί οι Έλληνες....


Διαβάστε επίσης:

Αρθρογραφία του πολέμου και της κατοχής στον Πειραιά (1940-1944)






Τα δελφίνια του Νέου Φαλήρου (1971)


 


του Στέφανου Μίλεση

Το Μάιο του 1971 τοποθετήθηκε στο Νέο Φάληρο το γλυπτό με τίτλο "Δελφίνια" της σπουδαίας γλύπτριας Μπέλλας Ραφτοπούλου (1902 - 1992). Ο Δήμος Πειραιά το αγόρασε επί Χούντας αντί του ποσού των 200 χιλιάδων δραχμών και το παρουσίασε με τον αυθαίρετο τίτλο "Μεσόγειος" καθώς επρόκειτο για εκδοχή παλαιότερου έργου της γλύπτριας που φιλοτεχνήθηκε το 1955 και είχε εντυπωσιάσει στην έκθεση της Antibes.

Ο Αριστείδης Σκυλίτσης καθώς δεν ήθελε να φανεί ότι εγκαινιάζει έργο που είναι εκδοχή προγενέστερου, το παρουσίασε με διαφορετική ονομασία. Για την Μπέλλα Ραφτοπούλου έχει κάνει σπουδαία Μεταπτυχιακή εργασία η Δέσποινα Παρασκευά με τίτλο «Άνθη της πέτρας, φυσιογνωμίες που ήρθαν και μου μίλησαν…». Η Ραφτοπούλου στη Σχολή Καλών Τεχνών είχε δάσκαλο τον γλύπτη Θωμά Θωμόπουλο ενώ στο Παρίσι τον μεγάλο γλύπτη Αντουάν Μπουρντέλ.

Όψεις του γλυπτικού έργου της Μπέλλας Ραφτοπούλου (1902-1992)".




Στην εργασία της Παρασκευά διαβάζουμε για το έργο:
"Ένα ζευγάρι δελφινιών μοιάζει σαν να έχει αναπηδήσει μόλις από το νερό επιδιδόμενο στα γνώριμα παιχνίδια του. Το ένα δελφίνι, στιβαρό, προστατευτικό, είναι το αρσενικό, το λεπτότερο, κομψό σώμα του άλλου δείχνει το θηλυκό, που γέρνει τρυφερά προς το ταίρι του. Γοητευτικές πέτρινες παρουσίες, τα δυο υδρόβια πλάσματα στηρίζονται στις ουρές τους και λικνίζουν τα σώματά τους σε έναν ρυθμό σχεδόν χορευτικό".

Η γλύπτρια Μπέλλα Ραφτοπούλου

Το έργο "Δελφίνια" ουδέποτε αντιμετωπίσθηκε από τον Δήμο Πειραιώς με τον ανάλογο σεβασμό παρά το γεγονός ότι από όλα τα γλυπτά δημόσιων χώρων που εκτίθενται στον Πειραιά αυτό ίσως είναι το σπουδαιότερο σε έμπνευση και καλλιτεχνική αξία. Επίσης σπανίως αναφέρεται στους καταλόγους που καταγράφουν τα δημόσια γλυπτά της πόλης. Το γλυπτό του Νέου Φαλήρου φιλοτεχνήθηκε στο εργαστήριο της Ραφτοπούλου στο Παρίσι.

Edgar Quinet - Από το Ναυαρίνο στον Πειραιά


του Στέφανου Μίλεση

Κάθε χρόνο στις 20 Οκτωβρίου πραγματοποιείται στην Πύλο μεγάλη εορταστική εκδήλωση σε ανάμνηση της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου που διεξάχθηκε το 1827 με τη συμμετοχή των τριών στόλων Γαλλίας, Αγγλίας και Ρωσίας κατά του Αιγυπτιακού του Ιμπραήμ Πασά και που πραγματικά υπήρξε λυτρωτική για την πορεία της ελληνικής επανάστασης. 

Τον Ιούνιο του 1827 είχε προηγηθεί από τις ίδιες δυνάμεις η Συνθήκη του Λονδίνου με την οποία συμφωνήθηκε η παροχή αυτονομίας στους Έλληνες, υποχρεώνοντας τους Αιγυπτίους του Ιμπραήμ που εκείνη την εποχή αποτελούσαν μάστιγα θεού στους ελληνικούς πληθυσμούς της Πελοποννήσου να αποσυρθούν. 

Οι τρεις κυβερνήσεις δέχονταν μια διαρκώς αυξανόμενη πίεση από τις ευρωπαϊκές κοινωνίες για λύση του ελληνικού ζητήματος, ύστερα από τις θηριωδίες των Οθωμανών κατά των επαναστατημένων Ελλήνων, αλλά και το μεγάλο ρεύμα του Φιλελληνισμού που είχε συνεπάρει ολόκληρη την Ευρώπη. Οι τρεις επικεφαλής των στόλων, ο αντιναύαρχος Κόδριγκτον για τους Άγγλους, ο υποναύαρχος Δεριγνύ για τους Γάλλους, και ο Χέιδεν για τους Ρώσσους, είχαν εντολή να εποπτεύσουν την αποχώρηση του Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο που με τη σειρά του όμως φαινόταν ότι δεν ήταν πρόθυμος να το πράξει. Κάτω από αυτές τις συνθήκες διεξήχθη η σωτήρια για την υπόθεση της ελληνικής ανεξαρτησίας παρέμβαση των στόλων των τριών δυνάμεων στο Ναυαρίνο. 

Η είσοδος στον όρμο του Ναυαρίνου

Η Γαλλία την εποχή εκείνη επιθυμούσε να κάνει δυναμική επανεμφάνιση στο ευρωπαϊκό προσκήνιο, καθώς ήδη από την εποχή των Ναπολεόντειων πολέμων είχε ουσιαστικά αποσυρθεί. Η γαλλική εμπλοκή στην ελληνική υπόθεση δεν περιορίστηκε μόνο με τη ναυτική μοίρα του Δεριγνύ. Το 1828 η Γαλλία έθεσε επικεφαλής των γαλλικών δυνάμεων Πελοποννήσου τον Νικόλαο Ιωσήφ Μαιζών στον οποίο ανατέθηκε το έργο εκδίωξης των Αιγυπτίων του Ιμπραήμ και την εκκαθάριση της Πελοποννήσου. Πραγματικά ο Μαιζών τον Αύγουστο του 1828 επικεφαλής ενός σώματος 15.000 ανδρών με κατέλαβε άνευ μάχης τα κάστρα της Μεθώνης, της Πύλου και της Κορώνης και ύστερα από πολιορκία τα κάστρα της Πάτρας και του Ρίο. 

Το οθωμανικό κάστρο (Νεόκαστρο) που επόπτευε την είσοδο του Ναυαρίνου



Δίπλα στον Μαιζών όμως υπήρξε μια γαλλική επιστημονική αποστολή, κατά τον τρόπο που ο ίδιος ο Ναπολέοντας είχε καθιερώσει στο παρελθόν, όταν εκστρατεύοντας για την Αίγυπτο είχε μαζί του σοφούς και επιστήμονες για να μελετήσουν τους αρχαιολογικούς και ιστορικούς θησαυρούς εκείνης της χώρας με την αρχαία ιστορία. Καθώς και η Ελλάδα παρουσίαζε για τους Γάλλους το ίδιο ιστορικό και αρχαιολογικό ενδιαφέρον, ο Βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος Ι’ συγκρότησε παρόμοια αποστολή να ακολουθήσει τον Μαιζών. Ανάμεσα στα μέλη της επιστημονικής αυτής αποστολής που έφερε την ονομασία «Επιστημονική Αποστολή του Μορέα» (Expédition Scientifique de Morée), βρισκόταν και ο Γάλλος ποιητής, φιλόσοφος και μετέπειτα πολιτικός Edgar Quinet (1803-1875) που μεταξύ άλλων διέθετε υψηλά και ευγενικά αισθήματα για την ελληνική υπόθεση. 

Ο Quinet υπήρξε από τους λιγοστούς ξένους που διατήρησαν τα αισθήματά τους αναλλοίωτα και δεν τα μετέβαλλε κατά την επαφή του με τους Έλληνες. Διότι οι περισσότεροι φιλέλληνες είχαν πλάσει στο μυαλό τους τον ελληνικό λαό τόσο διαφορετικό από εκείνον που τελικώς συναντούσαν. Άλλωστε ο Quinet όταν επέστρεψε πίσω στην πατρίδα του τη Γαλλία έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο «Περί της σύγχρονης Ελλάδος και της σχέσεώς της με την αρχαιότητα» στο οποίο φαίνεται ξεκάθαρα η υποστήριξή του στους Έλληνες. 



Η επιστημονική αποστολή της Γαλλίας αριθμούσε 19 συνολικά μέλη ανάμεσά τους και ο Quinet, επιβιβάστηκε στο πλοίο «Κυβέλη» στις 10 Φεβρουαρίου 1829 και ύστερα από 21 ημέρες μιας αρκετά ταραχώδους διέλευσης της Μεσογείου κατέπλευσαν στις 3 Μαρτίου 1829 στο Ναβαρίνο.   Η πρώτη εντύπωση που δόθηκε στα μέλη της αποστολής ήταν κακή καθώς κατευθύνθηκαν προς διανυκτέρευση στο κάστρο της Μεθώνης όπου λίγο καιρό πριν βρισκόταν στα χέρια των Αιγυπτίων. Εκεί οι Γάλλοι λογοτέχνες, αρχιτέκτονες, γεωλόγοι, γλύπτες και άλλοι επιστήμονες και καλλιτέχνες που συγκροτούσαν την αποστολή αντίκρυσαν ένα θέαμα απερίγραπτο καθώς στο εσωτερικό του κάστρου επικρατούσε η βρώμα και τα σκουπίδια, ενώ μια δυσοσμία καθιστούσε την παραμονή τους δυσχερής. Ο λόγος ήταν ότι οι Άραβες του Ιμπραήμ δεν τηρούσαν ούτε τα στοιχειώδη μέτρα υγιεινής. Έξω στην πόλη της Μεθώνης οι λιγοστοί κάτοικοι που είχαν απομείνει ήταν τρομοκρατημένοι και πεινασμένοι. 

Το κάστρο της Μεθώνης φωτογραφημένο τον Οκτώβριο του 2021.

 Οι Γάλλοι αντίκρυσαν ένα θέαμα απερίγραπτο καθώς στο εσωτερικό του κάστρου επικρατούσε η βρώμα και τα σκουπίδια, ενώ μια δυσοσμία καθιστούσε την παραμονή τους δυσχερής.



Ο Quinet αμέσως ξεκίνησε την εξερεύνηση περιοδεύοντας στα τα γύρω χωριά. Σε αντίθεση με την αποστολή του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο, η επιστημονική αποστολή στον Μορέα δεν γινόταν υπό την προστασία του γαλλικού στρατού που απλώς τους παρείχε υλικοτεχνική στήριξη. Ο Quinet επέκτεινε τις περιηγήσεις του και στην Αρκαδία, όπου τον έπιασε κακοκαιρία κι αναγκάστηκε να καταφύγει σε έναν μύλο ωσότου ησυχάσει ο καιρός. Ο μυλωνάς όμως δεν τον δέχθηκε και τον έβγαλε δια της βίας έξω να κοιμηθεί, την ώρα του χαλασμού. Τα αισθήματα του Quinet για τους Έλληνες όμως δεν άλλαξαν παρά την κακοτροπία του μυλωνά. Ύστερα ο Quinet τράβηξε στη Σπάρτη και αμέσως μετά στο Άργος όπου κατά την διάρκεια της διαδρομής συνάντησε τον Ιωάννη Καποδίστρια που έκανε την πρώτη του περιοδεία στην Πελοπόννησο συνοδευόμενος από τον Νικηταρά τον Τουρκοφάγο

Ο Quinet εντυπωσιασμένος από τη μορφή του ήρωα Νικηταρά ο οποίος είχε γίνει γνωστός στους φιλελληνικούς κύκλους της Ευρώπης για τα κατορθώματά του, τον αγκάλιασε κλαίγοντας από χαρά για την αναπάντεχη γνωριμία. Μετά το Άργος ο Quinet συνέχισε το ταξίδι του για Μυκήνες, Τίρυνθα, Κόρινθο και επέστρεψε στο Ναύπλιο με σκοπό να επισκεφθεί και την Αθήνα, παρότι βρισκόταν ακόμα στα χέρια των Τούρκων. Η αρχαιότητα όμως είχε μαγέψει τον Quinet όπως και τους περισσότερους φιλέλληνες της εποχής εκείνης που ήθελαν οπωσδήποτε στο ταξίδι τους να συμπεριλάβουν και την Αθήνα για να μελετήσουν από κοντά τις αρχαιότητες και κύρια την Ακρόπολη. 

Ο Quinet από το Ναύπλιο όμως δεν εύρισκε πλοίο για να ταξιδέψει προς Πειραιά καθώς κανείς Έλληνας δεν επιθυμούσε να βρεθεί σε μια τουρκοκρατούμενη ακόμα περιοχή. Έτσι βρήκε τρεις αξιωματικούς ξένους και μια βάρκα με ιστίο και με αυτή έπλευσε για τον Πειραιά! Τόσο μεγάλη ήταν η επιθυμία του να δει από κοντά τις αθηναϊκές αρχαιότητες. Με αυτή τη μικρή βαρκούλα εισήλθε στο λιμάνι του Πειραιά όπου δύο μόλις χρόνια πριν, το 1827, είχαν διεξαχθεί φονικές μάχες στην Ακτή για την κατάληψη του Μοναστηριού του Αγίου Σπυρίδωνα από τους Έλληνες. Ο Quinet επισκέφθηκε όλα τα μνημεία της Αθήνας εκτός από τον Παρθενώνα στον οποίο είχαν κλειστεί οι Τούρκοι και δεν άφηναν κανέναν να ανέβει. Είδε τη μελλοντική πρωτεύουσα της Ελλάδας κατεστραμμένη και σωριασμένη σε ερείπια. Η αγάπη του όμως τον ώθησε να γράψει: 

«…Οι περισσότεροι από τους οδοιπόρους που επισκέφθηκαν πριν από εμένα την Αθήνα παραπονιούνται στις περιγραφές τους ότι η σημερινή ελεεινή κατάσταση της πόλης καταστρέφει την αυστηρή εντύπωση των ερειπίων της. Εγώ όμως το θεωρώ ευτύχημα που κατάφερα να επισκεφθώ την πόλη της Αθήνας τις μέρες της κατάπτωσής της. Το λιγότερο θλιβερό από όλα τα πράγματα που βλέπει κανείς σε αυτήν είναι ασφαλώς τα ερείπια. Διότι το βλέμμα κουρασμένο πια από την περιφορά πάνω στα γκρεμισμένα σπίτια από τη φωτιά και πάνω στα χαλάσματα αναζητά την ανάπαυσή του πάνω στα τείχη της αρχαιότητας».

Ο Quinet ξαναβρέθηκε στον Πειραιά μια φορά ακόμα, προκειμένου να επιβιβαστεί στο καράβι για να τον μεταφέρει οριστικά πίσω στην πατρίδα του. Τα περισσότερα μέλη της επιστημονικής αποστολής της Γαλλίας στον Μοριά έμειναν για χρονικό διάστημα εννέα μηνών περίπου. Τόσο περίπου έμειναν και οι περισσότεροι Γάλλοι στρατιώτες που όμως δεν αποχώρησαν όλοι αλλά άφησαν πίσω τους διάσπαρτη στρατιωτική παρουσία στην περιοχή. Οι Γάλλοι άφησαν επίσης πίσω τους για πάντα και περίπου 1.500 στρατιώτες που πέθαναν εξαιτίας του πυρετού και της δυσεντερίας.  


Διαβάστε επίσης:

Ο Λαμαρτίνος στον Πειραιά του 1832



Τα ναυτιλιακά Μέγαρα του Πειραιά (τα Μέγαρα με ονοματεπώνυμο)

Άποψη της Ακτής Μιαούλη το 1974


του Στέφανου Μίλεση

Από το τέλος της Ακτής Μιαούλη (Μέγαρο Βλάνη) έως την Ακτή Κονδύλη και το Μέγαρο Καραγεώργη, μεσολαβούν περισσότερα από πενήντα ναυτιλιακά Μέγαρα. Τα περισσότερα εξ αυτών φυσικά ορθώνονται κατά μήκος των ακτών Μιαούλη και Ποσειδώνος και λιγότερα στην Ακτή Κονδύλη. 


Η Ακτή Μιαούλη με τα ναυτιλιακά μέγαρα σε παράταξη, προσδοκούσαν στην ανάδειξη του Πειραιά σε διεθνές κέντρο ναυτιλίας. 

Και είναι πραγματικά απίστευτο το γεγονός ότι πριν την δεκαετία του 1960 παρατηρώντας κάποιος την ακτογραμμή του πειραϊκού λιμανιού θα αριθμούσε μονάχα τέσσερα ναυτιλιακά μέγαρα! 

Δύο από αυτά υπήρχαν ήδη από την προπολεμική εποχή (των Αδελφών Γιαννουλάτου στην Ακτή Τζελέπη και το Μέγαρο των Αδελφών Βάττη στην Ακτή Μιαούλη) και τα άλλα δύο που οικοδομήθηκαν την δεκαετία του '50 ήταν τα Μέγαρα Τυπάλδου και Λυκιαρδόπουλου

Όμως από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 το οικοδομικό τοπίο της ακτής άλλαξε ριζικά. Η οικοδόμηση ξεκίνησε με το Μέγαρο του Λεμού και του Γεωργίου Λιβανού. Ακολούθησαν τα μέγαρα των Καραγεώργη, Αδελφών Χανδρή, Αχιλλέα Χαλκούση, Μ. Ξυλά. Με τον καιρό νέα μέγαρα προστέθηκαν των Τσάκου, Στραβελάκη, Γουρδομιχάλη, Ποταμιάνου, Νικολάου Βερνίκου, Γ. Λιβανού (Σέρες). 

Καθώς μεταπολεμικά οι ίδιοι οι εφοπλιστές ήταν που ανέλαβαν την πρωτοβουλία να ορθώσουν μέγαρα στον Πειραιά για να στεγάσουν τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις τους, ήταν φυσικό τα περισσότερα εξ αυτών να φέρουν τις επωνυμίες τους. 

Τα περισσότερα εφοπλιστικά μέγαρα αποτελούσαν στο παρελθόν σημεία αναφοράς και αποτελούσαν τοπωνυμικές θέσεις, τις οποίες χρησιμοποιούσαν οι Πειραιώτες και οι άνθρωποι της ναυτιλίας για να προσδιορίσουν το ακριβές σημείο που βρίσκονταν ή για να κανονίσουν μια συνάντηση. 

Τα ναυτιλιακά μέγαρα προσδιορίζουν από τα μέσα της δεκαετίας και μετά, τη νέα ταυτότητα της πόλης. Οι προγενέστεροι τοπωνυμικοί προσδιορισμοί είχαν ως σημεία αναφοράς τόπους παροχής μαζικής εργασίας (βιοτεχνίες και βιομηχανίες). Επικρατούσαν τοπωνυμικά σημεία όπως "του Παπαστράτου", "του Κεράνη",  "του Ρετσίνα", "του Δηλαβέρη" κ.ο.κ. Οι νέοι τοπωνυμικοί προσδιορισμοί όμως εγκαταλείπουν το παρελθόν και έρχονται σε άμεση επαφή με τη θάλασσα. 

Ο Πειραιάς πόλη εργασίας μέχρι και το πρόσφατο παρελθόν, δημιουργούσε "τοπωνύμια εργασίας" ή "εργοδοτών" που στη σύγχρονη πραγματικότητα μετασχηματίζονται σε εφοπλιστικά τοπωνύμια.

Η παρούσα αναφορά περιορίζεται στα μέγαρα ναυτιλίας της πειραϊκής ακτογραμμής του μεγάλου λιμανιού, διότι εκτός αυτών, πολλά άλλα μέγαρα υψώθηκαν στους δρόμους πίσω από την παραλιακή ακτογραμμή.  

Ο γνωστός φωτογράφος Δημήτρης Πουλακίδας ανέλαβε το 1974 να απαθανατίσει φωτογραφικά μερικά από τα ναυτιλιακά Μέγαρα του πειραϊκού λιμανιού για λογαριασμό του περιοδικού "Ναυτικά Χρονικά".

Η όψη που παρουσίαζε η περιοχή το 1974 στη συμβολή της οδού Σαχτούρη με την Ακτή Μιαούλη, πίσω από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Από τα παλιά κτήρια που υπήρχαν μια πενταετία μόλις πριν, δεν απέμεινε κανένα.
Το ναυτιλιακό Μέγαρο της Εθνικής Τραπέζης το 1974

Το Μέγαρο της Εθνικής Τράπεζας σήμερα

Το Μέγαρο Χανδρή το 1974

Chandris Hellas σήμερα στην Ακτή Μιαούλη 95 

Το Μέγαρο του Αχιλλέα Χαλκούση. Ο Χαλκούσης ήταν ξάδελφος του επίσης εφοπλιστή Μιχάλη Περατικού.

Το Μέγαρο Λάλλη στην Ακτή Μιαούλη 51

Το Μέγαρο αδελφών Τυπάλδου στην Ακτή Τζελέπη το 1974. Ο Στυλιανός, ο Χαράλαμπος και ο Σπύρος δημιούργησαν ένα σπουδαίο στόλο επιβατηγών πλοίων, με κατάληξη όμως το ναυάγιο του "Ηράκλειον" το 1966, που οδήγησε στην πτώση. 

Το Μέγαρο αδελφών Τυπάλδου σήμερα

Το Μέγαρο αδελφών Τυπάλδου φωτογραφημένο από την Ακτή Τζελέπη

Το Μέγαρο αδελφών Τυπάλδου σήμερα από την ίδια γωνία

Στην πρόσοψη του Μεγάρου συνεχίζει να είναι αναρτημένο το σήμα "Α &Τ" το ένα πάνω στο άλλο "Ατμοπλοΐα Τυπάλδου". 


Το Μέγαρο Μιχαήλ Ξυλά

Το Μέγαρο Λυκιαρδόπουλου στη συμβολή της Ακτής Μιαούλη με την Δευτέρας Μεραρχίας, την εποχή που στεγαζόταν σε αυτό ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς. Από τα πρώτα μεταπολεμικά Μέγαρα της Ακτής Μιαούλη. Θα στεγαστούν εκεί τα πρώτα γραφεία της Ολυμπιακής αεροπορίας στον Πειραιά. Μέχρι σήμερα διατηρείται έξωθεν αυτού του κτηρίου στάση "Ολυμπιακή".

Το Μέγαρο Λυκιαρδόπουλου σήμερα

Το Μέγαρο Γεωργίου Λιβανού ο οποίος υπήρξε ο εμπνευστής της δρομολόγησης των υδροπτέρυγων (ιπτάμενων δελφινιών) στον Αργοσαρωνικό.

Το Μέγαρο Λεμού στην Ακτή Μιαούλη το 1974

Το Μέγαρο Λεμού σήμερα


Το Μέγαρο του Αριστομένη Καραγεώργη στην Ακτή Κονδύλη το 1974


Το Μέγαρο Αριστομένη Καραγεώργη σήμερα


Το Μέγαρο αδελφών Γιαννουλάτου, ιδιοκτησίας του Ταμείου Πρόνοιας Κατωτέρων Πληρωμάτων Εμπορικού Ναυτικού. Ανεγέρθηκε την εποχή του Μεσοπολέμου.

Το Μέγαρο αδελφών Γιαννουλάτου σήμερα


Το Μέγαρο των αδελφών Βάττη. Μεταπολεμικά αγοράστηκε από τους αδελφούς Κολοκοτρώνη και απέκτησε την παλιά αίγλη του (στην κορυφή του κτηρίου διακρίνεται στα αγγλικά η νέα ιδιοκτησία του κτηρίου). Τα αδέλφια Μίνωας και Ιωσήφ Κολοκοτρώνη σπουδαίο εφοπλιστικό όνομα η καταγωγή των οποίων κρατούσε από τον ήρωα της επανάστασης.  


Το Μέγαρο Ατλαντίς (δεν είναι το μοναδικό στον Πειραιά με αυτό το όνομα)

Το Μέγαρο Βλάνη (εποχές κρουαζιέρας Festival)

Το Μέγαρο Vrontados

Το Μέγαρο Δημητρίου Παραβάντη στην Ακτή Μιαούλη 73

Το Μέγαρο Δολιανίτη

Το Μέγαρο HELMEPA

Το Μέγαρο της Ηπειρωτικής Ατμοπλοΐας
(Θεμελιωτής του ονόματος της Ηπειρωτικής υπήρξε ο Αναστάσιος Ποταμιάνος με αρχική έδρα το Μέγαρο Βάττη. Συνεχιστής της διαδρομής που χάραξε η "Ηπειρωτική" ήταν ο υιός του Ανδρέας Ποταμιάνος) 




Το Μέγαρο ΤΑΝΠΥ από το οποίο ο Λουκάς Χατζηιωάννου είχε ξεκινήσει τον εφοπλισμό διατηρώντας μικρό γραφείο εντός αυτού, για να κυριαρχήσει τελικώς στην παγκόσμια αγορά των τάνκερς.  


Το Μέγαρο Νεώριου Σύρου

Το Μέγαρο Τράκη

Εκτός όμως από τα ναυτιλιακά μέγαρα της ακτής υπάρχουν δεκάδες στους δρόμους πίσω από την ακτή. 

Ο Πειραιάς διήλθε μια "χρυσής εποχής" στη ναυτιλία με λαμπρά ονόματα να διαγράφουν την δική τους πορεία παράλληλα με την ιστορία της πόλης και του μεγάλου λιμανιού. Οι Λουκάς και Νίκος Νομικός, οι Ιωάννης και Ευάγγελος Τόγιας, οι αδελφοί Καβουνίδη, ο Ιωάννης Λάτσης (γνωστός από τα ακτοπλοΐκά του Σαρωνικού "Νεράϊδα" και "Πορτοκαλής Ήλιος"), ο Νικ. Πατέρας, ο Σταύρος Νταϊφάς, ο Νικόλαος Φράγκος, ο Αντώνιος Χανδρής, ο Περικλής Καλλιμενόπουλος,  ο Βασίλης Γουλανδρής, ο Μιχάλης Περατικός, ο Σταύρος Λιβανός, μαζί με όσους ήδη αναφέρθηκαν προηγούμενα υπήρξαν μερικά μόνο ονόματα που σηματοδότησαν την ιστορική πορεία της εμπορικής μας ναυτιλίας και συνέδραμαν στην ανάδειξη του ναυτιλιακού Πειραιά.  


Διαβάστε επίσης:

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"