Μικρές ιστορίες από τον Πειραιά του 1940




του Στέφανου Μίλεση

Στις 19 Νοεμβρίου 1940 φτάνουν από το μέτωπο στον Πειραιά με νοσοκομειακό πλοίο οι πρώτοι Έλληνες τραυματίες προκειμένου να διακομιστούν σε διάφορα νοσοκομεία του λεκανοπεδίου.

Οι Πειραιώτες συγκεντρώνονται στις κεντρικές λεωφόρους προκειμένου να δουν από κοντά το παράξενο αυτό κομβόι των Ελλήνων τραυματιών που σχηματίζεται και τραβά προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Άλλα νοσοκομειακά οχήματα πηγαίνουν προς το Ζάννειο, άλλα προς το Ναυτικό Νοσοκομείο και άλλα προς το έκτακτο στρατιωτικό νοσοκομείο στο Χατζηκυριάκειο. Ο κόσμος θέλει να δει και μιλήσει από κοντά στους τραυματίες, να μάθει για τα δικά του παιδιά, για γνωστούς του, να επιβεβαιώσει την αλήθεια των ειδήσεων που καθημερινά διαβάζει από τις εφημερίδες. Γέροντες γονείς, πηγαίνουν και φιλούν τα τραυματισμένα παιδιά τους και τα καμαρώνουν. Νοιώθουν υπερήφανοι για αυτά γιατί προσέφεραν το αίμα τους, τα μέλη του σώματός τους, για την ελευθερία της πατρίδας. Γυναίκες αγκαλιάζουν τους άνδρες τους για πρώτη φορά από τότε που παραλαμβάνοντας το ρουχισμό τους από τα κέντρα κατάταξης επέστρεφαν πίσω στα σπίτια μόνες τους. Αδελφοί και αδελφές τους αδελφούς τους, παιδιά τους γονείς τους. Ύστερα από μια τέτοια συνάντηση, φίλοι, συγγενείς και γνωστοί, κρεμιόνται στην κυριολεξία από τα χείλη των τραυματιών για να ρουφήξουν κάθε λεπτομέρεια από το μέτωπο.
(φωτογραφία Βούλα Παπαϊωάννου - Μουσείο Μπενάκη).




Αυτός ο χειμώνας του 1940 θα είναι διαφορετικός γράφει η Λιλίκα Νάκου. Δεν είναι φυσικά ότι τα σπίτια της πόλης μας έχουν τα τζάκια τους σβηστά (αποτελούσε κι αυτό ένα μέτρο αντιαεροπορικής αμύνης), τα φωτίζει άλλωστε η ελπίδα και η ζεστασιά της αγάπης. Ο νους όλων είναι στραμμένος πρώτα σε αυτούς που έξω στα βουνά, υπερασπίζουνε την Πατρίδα κι έπειτα η έννοια πηγαίνει στις οικογένειές τους. Ο καθένας, έστω κι αν δεν έχει στενό φίλο ή συγγενή έξω στο Μέτωπο, κάτι θέλει να θυσιάσει από τον εαυτό του για τον Άγνωστο στρατιώτη, που πολεμά για όλους εκείνους που βρίσκονται πίσω του και την τιμή τους. Στα σπίτια, τα έρημα από τους ανθρώπους που λείπουν, έρημα και από το γλέντι και τη χαρά των άλλων γιορτών, μπήκε μια άλλη αόρατη Δύναμη η Πίστη!



Βαρύς πολεμικός χειμώνας, ο χειρότερος της δεκαετίας αποδείχθηκε εκείνος του 1940. Ο Πειραιώτης στρατιώτης Π.Α. διατάχθηκε να εκτελέσει περιπολία στις παγωμένες ρεματιές εν μέσω τρομερής χιονοθύελλας. Κάποια στιγμή ένα συριγμός ακούστηκε. Ήταν μια οβίδα η οποία έσκασε ακριβώς μπροστά του. Το ωστικό κύμα τον έριξε κάτω στο χιόνι. Όταν σηκώθηκε έκανε μια γύρα με τα χέρια το σώμα του για να δει αν κάποιο θραύσμα τον λάβωσε. Και παρότι ήταν αλώβητος στο σώμα, παρότι από τα μάτια του αίμα δεν έτρεχε, τα πάντα γύρω του σκοτείνιασαν μολονότι ήταν μέρα. Η όρασή του είχε πειραχτεί και δεν έβλεπε τίποτα. Την ώρα εκείνη ενώ βρισκόταν στο μαύρο σκοτάδι άκουσε μέσα στη βοή της χιονοθύελλας μια κραυγή να δονεί τη ρεματιά. «Αέρα, Αέρα…!» ήταν η πολεμική κραυγή των Ελλήνων και μάλιστα του δικού του λόχου που την στιγμή εκείνη εφορμούσε εφ΄ όπλου λόγχης περνώντας από δίπλα του.

Οι συμπολεμιστές του έτρεχαν προσπερνώντας τον με προτεταμένη τη ξιφολόγχη τους. Ο τυφλός στρατιώτης συμμετέχει κι αυτός στην επίθεση. Τους ακολουθεί κατά πόδας έχοντας ως μόνο οδηγό την ίδια την πολεμική ιαχή τους. Τότε μια σφαίρα πολυβόλου τον ρίχνει κάτω. Τον είχε πετύχει στο μηρό. Μένει για ώρα στο παγωμένο χιόνι, μέχρι που κάποιοι από το λόχο του που τον είχαν δει να πέφτει επιστρέφουν για να τον παραλάβουν. Ο τυφλός και πληγωμένος στρατιώτης ρωτά τον επικεφαλής «τι ώρα είναι;», «τρεις και μισή το απόγευμα» του επιβεβαιώνει ένας Ανθυπολοχαγός. Ώστε λοιπόν δεν ήταν νύχτα!

Τον παραλαμβάνουν και τον μεταφέρουν σε ένα πρόχειρο νοσοκομείο του μετώπου. Ένας στρατιωτικός ιατρός σκύβει πάνω του να τον εξετάσει και ακούει τον τραυματία που μονολογεί «Δεν με μέλλει που έχασα το φως μου. Για την πατρίδα όλα πρέπει να τα δίνουμε… Όλα». Η ιστορία καταγράφηκε από τον πολεμικό τύπο της εποχής για έναν Πειραιώτη στρατιώτη του μετώπου χωρίς δυστυχώς να καταγραφεί το πλήρες ονοματεπώνυμό του παρά μόνο τα αρχικά Π.Α. καθώς απαγορευόταν κάθε τι που θα μπορούσε να παράσχει πληροφορίες στον εχθρό.



Την επομένη κιόλας μέρα από τον ιταλικό βομβαρδισμό της Πλατείας Πηγάδας, στις 6 Νοεμβρίου, ο Δήμος Πειραιώς συνέστησε ειδική υπηρεσία στην οποία οι Πειραιώτες μπορούσαν να υποβάλλουν αίτηση για να τους επισκεφθούν στα σπίτια τους μηχανικοί του Δήμου για τεχνικές οδηγίες περί των χώρων που χρησιμοποιούσαν ως καταφύγια την ώρα του συναγερμού. Η δημοτική αυτή υπηρεσία έδρευε στο Φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιώς.



Το Φουαγιέ φαίνεται να καλύπτει άμεσες ανάγκες των αρχών αφού αμέσως μετά την κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς θα μετατραπεί σε χώρο συγκέντρωσης συσκευών ραδιοφώνου για σφράγισμα. Όσο ο καιρός περνούσε και ο πόλεμος συνεχιζόταν, δημοσιεύθηκαν και τα πρώτα ενοικιαστήρια με παράξενα κομφόρ!

"Ενοικιάζεται δωμάτιο εις οικία διαθέτουσαν καταφύγια" ή "ο τάδε τεχνικός αναλαμβάνει την διαρρύθμιση καταφυγίων με συμφέροντας όρους".

Αλλά και τα καταστήματα αναπτύσσουν πρωτόγνωρη εφευρετικότητα στα είδη πολέμου "ύφασμα αεραμύνης μόνο εις το κατάστημα υφασμάτων και ειδών επιπλώσεων".



Νεωτερισμό στις εκκλησιαστικές συνήθειες αποτελεί η ανάθεση σε κάποιον να εκτελεί την ειδική υπηρεσία να σβήνει τα κεράκια αμέσως μετά το άναμμά τους. Αυτό αποτελεί ένα ακόμα μέτρο των συνεπειών του βομβαρδισμού. Σε περίπτωση που μια βόμβα πέσει σε εκκλησία και εγκλωβιστούν πιστοί στα ερείπια, να μη καούν από τη φωτιά που θα ξεσπάσει εξαιτίας των κεριών.

Από τον ιταλικό βομβαρδισμό της Πηγάδας σκοτώθηκε κόσμος ενώ καταστράφηκαν και σπίτια μεταξύ των οποίων και αυτό του Δημάρχου Πειραιά Μιχάλη Μανούσκου.

Δήμαρχος Πειραιά κατά την κήρυξη πολέμου την 28η Οκτωβρίου 1940 ήταν ο Μιχάλης Μανούσκος. 

Τα αντιαεροπορικά του Προφήτη Ηλία έριξαν το ιταλικό αεροπλάνο που "κατά τύχη" χτύπησε το σπίτι του Δημάρχου. Οι Ιταλοί που αποτελούσαν το πλήρωμα του αεροπλάνου έπεσαν με αλεξίπτωτα στη θάλασσα, λίγο έξω από το λιμάνι του Πειραιά. Τους ψάρεψαν τρεμάμενους από τα χειμωνιάτικα νερά του Σαρωνικού και ειδοποίησαν τον Δήμαρχο.

"Βρε σεις, το σπίτι το δικό μου βάλατε στο μάτι;"

τους είπε έντονα και τους κέρασε στη συνέχεια τσιγάρα ενώ εκείνοι κοιτούσαν απορημένοι. Τι είναι αυτοί οι Έλληνες....


Διαβάστε επίσης:

Αρθρογραφία του πολέμου και της κατοχής στον Πειραιά (1940-1944)






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"