Αιμίλιος Βεάκης. Ο Κορυφαίος Πειραιώτης ηθοποιός

Αποκαλυπτήρια προτομής ποιητή Λάμπρου Πορφύρα του γλύπτη Ζευγώλη, στη μικρή πλατεία του ορμίσκου της Φρεαττύδας. Οι παρευρισκόμενοι ακούνε με προσοχή αρχικά τον Μιλτιάδη Μαλακάση (ποιητή και πρόεδρο της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών) και στη συνέχεια τον Αιμίλιο Βεάκη να απαγγέλλουν ποιήματα αφιερωμένα στον Πορφύρα.

 

του Στέφανου Μίλεση

Ο Αιμίλιος Βεάκης γεννήθηκε στον Πειραιά στις 13 Δεκεμβρίου 1884. Ο πατέρας του Αιμίλιου, ο Ιωάννης Βεάκης ήταν ασφαλιστής (κατ΄άλλους ανώτερος υπάλληλος ατμοπλοϊκής εταιρείας). Η ρίζα της οικογενείας Βεάκη κρατούσε από τη Σύρο. Η μητέρα του η Αιμιλία Μέξη με καταγωγή από την Τεργέστη ήταν μουσικός, αγαπούσε πολύ όμως και τη ζωγραφική και υπήρξε και ποιήτρια. Πέθανε λίγες ημέρες μετά τη γέννηση του γιου της. Για αυτό ίσως και ο Αιμίλιος Βεάκης υιοθέτησε τις τρεις αγαπημένες της συνήθειες που ήταν η μουσική, η ζωγραφική και η ποίηση, αφού πρώτα είχε λάβει το όνομά της κι έτσι προέκυψε το Αιμίλιος.

Από την παιδική του ηλικία ο Βεάκης πάτησε στα καλλιτεχνικά χνάρια της μητέρας του. Στη γειτονιά του στον Πειραιά, με τα άλλα παιδιά διοργάνωνε παραστάσεις, έγραφε στίχους και ζωγράφιζε. Η παρέα του ήταν λιγοστά μόνο παιδιά καθώς τα περισσότερα επιδίδονταν με ιδιαίτερο ζήλο στον πετροπόλεμο και στην αμπάριζα. Το θέατρο και η ζωγραφική εξελίχθηκαν στις δύο μεγαλύτερες αγάπες του. Διάβαζε μυθιστορήματα από τη βιβλιοθήκη της μητέρας του και έμενε για ώρες συλλογισμένος. Στη συνέχεια έφερνε στο νου του όσα είχε διαβάσει και στο σαλόνι κρυφά ξαναζωντάνευε την ιστορία με θεατρικό τρόπο. Καθώς και ο πατέρας του θα πεθάνει όταν ο Αιμίλιος θα είναι μόλις 4 ετών ορφανός από γονείς, θα περιέλθει στα χέρια συγγενών. Τον ανέλαβε άνδρας της αδελφής του πατέρα του ο Παναγιώτης Δάρμας με καταγωγή επίσης από τη Σύρο, που ήταν ένας πλούσιος ξυλέμπορος του Πειραιά ο οποίος ούτε ήθελε να ακούσει ότι ο ανιψιός του θα μπορούσε να γίνει ζωγράφος ή ποιητής. Τον έβαλε να εργαστεί σκληρά στο ξυλεμπορικό του και προσπάθησε να του μάθει τα μυστικά της δουλειάς. Αλλά εκείνος όταν ξέκλεβε λίγο χρόνο κατέβαινε στην Φρεαττύδα στους φίλους του και έγραφε ποιήματα όπως έκανε και ο Πορφύρας. 

Για αρκετά χρόνια ο Αιμίλιος Βεάκης πρόλαβε τον Βολανάκη ζωντανό να διδάσκει στο Καλλιτεχνικό κέντρο επί της Λεωφόρου Βασιλέως Γεωργίου Α' (Αθηνάς τότε) στον Πειραιά. Τον θαύμαζε και ήθελε να του μοιάσει. Ο θείος του ο ξυλέμπορος ο Παναγιώτης Δάρμας αφού είδε κι απόειδε με τον ανιψιό του Αιμίλιο προσπάθησε να τον απομακρύνει από την Φρεαττύδα. Τον έστειλε να μείνει στην Αθήνα στην οδό Αβέρωφ. Εκεί όμως απρόσμενα ο Αιμίλιος Βεάκης βρήκε μια άλλη καλλιτεχνική διέξοδο. Από τον εξώστη του σπίτι του έβλεπε πάνω από τη μάντρα ενός θεάτρου, στο σημείο όπου μεταγενέστερα θα υπάρχει το "Αθήναιον". Ονειρεύτηκε τον εαυτό του πάνω στη σκηνή να δίνει παραστάσεις. Έδειξε ενδιαφέρον να δει από κοντά θεατρική παράσταση και σύντομα το πέτυχε. Ο υπάλληλος είσπραξης ου δημοτικού φόρου του θεάτρου ήταν συγγενής του, ο Σπύρος Βρατσάνος. Αυτός τον άφηνε να μπαίνει στο θέατρο χωρίς να πληρώνει εισιτήριο. Πήγαινε ακόμα και όταν το θέατρο αργούσε ή όταν ημέρες πρόβας. Παρακολουθούσε ακόμα κι αυτές! 

Ακολούθησε το θίασο πριν ακόμα συμπληρώσει τα 16 χρόνια της ηλικίας του για να πάει στον Βόλο όπου θα ήταν η επόμενη παράσταση. Εκεί πάτησε για πρώτη φορά το θεατρικό σανίδι και μαγεύτηκε. Τους ακολούθησε και στη συνέχεια όταν περιόδευαν σε όλη την Ελλάδα και την Μικρά Ασία. Επρόκειτο ουσιαστικά για θεατρικό μπουλούκι προκαλώντας μεγάλη απογοήτευση στους συγγενείς του που άλλοι τον προόριζαν ναυτικό, άλλοι για στρατιωτικό κι άλλοι για χρηματιστή. 

Επιστρέφοντας από την περιοδεία έδωσε εξετάσεις στην Βασιλική Δραματική Σκηνή . Βρισκόμαστε το 1901 και ανήλικος ακόμα ο Βεάκης έδωσε εξετάσεις με μονόλογους από τον Άμλετ, το Μάκβεθ και από την Μαρία Δοξαπατρή του Βερναδάκη. Στην επιτροπή των εξετάσεων κάθονταν τεράστια ονόματα για την εποχή τους όπως ο Άγγελος Βλάχος, ο Βικέλας, ο Σακελλαρόπουλος. Ο Αιμίλιος φυσικά πέρασε τις εξετάσεις αλλά δεν τελείωσε την δραματική σχολή διότι επέλεξε να γραφτεί στη Σχολή Καλών Τεχνών για να σπουδάσει ζωγραφική. Αν τελικώς επέλεγε αντί ηθοποιός να γίνει ζωγράφος, θα διέπρεπε εξίσου όπως και στο θέατρο. Διότι ο Βεάκης ήταν πολυτάλαντος και στη ζωγραφική και στην ποίηση. Στη ζωγραφική διατέλεσε μαθητής του θαλασσογράφου Γ. Χατζή και του Γ. Ροϊλού που τότε ήταν καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών. ενώ στην ποίηση εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Τραγούδια της Αγάπης και της ταβέρνας» (1925).

Νέος ηθοποιός ο Βεάκης πήγε με άλλους της σειράς του νέους να παρακολουθήσουν μια παράσταση του Βασιλιά Ληρ και έφυγε συγκλονισμένος από την ερμηνεία. Ήθελε πολύ να καταφέρει να πετύχει την ίδια. Και δεν θα περάσουν πολλά χρόνια όταν ο Αιμίλιος Βεάκης όχι μόνο θα υποδυθεί τον Ληρ επιτυχώς αλλά θα αναγνωριστεί και ως μια από τις καλύτερες ερμηνείες του χαρακτήρα του Βασιλιά που έχουν ποτέ αποδοθεί. 

 

"Από το θεατρικό λεξιλόγιο πρέπει να λείψει η λέξη "πρωταγωνιστής". Ιδιόχειρο σημείωμα Αιμίλιου Βεάκη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Παναθήναια" το 1933.
 

Ο Αρτέμης Μάτσας σε συνέντευξή του το 1975 είχε αναφέρει για την ερμηνεία του Βεάκη το εξής περιστατικό. Ότι κάποτε επισκέφθηκε στην Ελλάδα ο κορυφαίος Γάλλος ηθοποιός Χάρρυ Μπωρ  ο οποίος κατά την παραμονή του είδε τον Βεάκη ως Ληρ στο θέατρο και συγκλονίστηκε. Του είχε κάνει εντύπωση μάλιστα το πώς άντεχε ο Βεάκης να ερμηνεύει έναν τόσο απαιτητικό ρόλο έντεκα φορές μέσα σε μια εβδομάδα γιατί τόσες ήταν οι παραστάσεις του έργου εβδομαδιαίως. Η Κατίνα Παξινού επίσης έχει καταθέσει τη μαρτυρία της για την μεγαλειώδης ερμηνεία του Βεάκη με ένα άλλο περιστατικό. Είχε κάποτε δηλώσει σε μια συνέντευξή της ότι είχε πάει στο Λονδίνο να παρακολουθήσει τον μεγάλο ηθοποιό Λόρενς Ολίβιε να υποδύεται στον Βασιλιά Λήρ και όταν πήγε στο καμαρίνι του για να το συγχαρεί ανακάλυψε ότι ήταν φιλοτεχνημένη μια μάσκα από τον Λόρενς Ολίβιε που αναπαριστούσε την τραγικότητα του βασιλιά Λήρ. Αυτή η μάσκα δεν ήταν άλλη παρά μια απεικόνιση του προσώπου του Αιμίλιου Βεάκη! Τόσο πολύ είχε ταυτιστεί ως κορυφαίος ερμηνευτής του ρόλου αυτού.

Ο Βεάκης πολέμησε στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13 όπου διακρίθηκε και προήχθη σε λοχία λόγω ανδραγαθίας. Το 1914 τύπωσε το αφήγημα «Πολεμικαί Εντυπώσεις» που περιείχε τις πολεμικές του αναμνήσεις. Δεν υπήρχε ρόλος που ο Βεάκης να μην υποδύθηκε με επιτυχία. Όλα τα θεατρικά είδη, από αρχαία τραγωδία ως κωμωδία και επιθεώρηση. Για αυτό και οι συνάδελφοί του τον φώναζαν Βεάκαρο. Η κόρη του η Μαρία Βεάκη σε άλλες συνεντεύξεις που έδινε για τον πατέρα της παρόλα αυτά είχε πολλές φορές επισημαίνει ότι ο Βεάκης υπέφερε οικονομικά και έδινε από τις λιγοστές οικονομίες του με σκοπό τη συνέχιση των παραστάσεων που δυστυχώς δεν απέδιδαν κέρδη. 

Παρά το γεγονός ότι τα μεγαλύτερα πνευματικά ονόματα της εποχής είχαν αναγνωρίσει την καλλιτεχνική του αξία, τα εισιτήρια στις παραστάσεις δεν ήταν αναμενόμενα. Οι παραστάσεις δηλαδή ήταν αυτό που θα λέγαμε σήμερα ποιοτικές αλλά όχι εμπορικά κερδοφόρες. Γενικώς ο Βεάκης συγκρότησε πολλές φορές δικό του θίασο αλλά ήταν άτυχος. Σε μια περιοδεία του θιάσου του στην Κρήτη έγινε σεισμός και η μετασεισμική ακολουθία έκανε τον κόσμο να μην μπαίνει σε κλειστούς χώρους. Οι ηθοποιοί αναγκάστηκαν να βάλουν σε ενέχυρο τα υπάρχοντά τους. Και πρώτα στη λίστα ήταν τα ρολόγια τους.   Ήλθε και η σειρά του Βεάκη να δώσει το δικό του. Μα έπιασε σεισμός και το έχασε. Για να μην τον κατηγορήσουν οι άλλοι ότι με δικαιολογία την απώλεια δεν το έβαλε ενέχυρο, αγόρασε ένα και το έδωσε στο ενεχυροδανειστήριο! 

Η ζωή του ήταν γεμάτη από τέτοια περιστατικά με περιπέτειες σε βουνά, σε θάλασσες ακόμα και στο εξωτερικό. Κάποτε στο Χαρτούμ ασθένησε και κόντεψε να πεθάνει. Τον έβαλαν σε καράβι κι έφτασε στον Πειραιά φανερά καταβεβλημένος.


Παρά τις ταλαιπωρίες και την εισπρακτική του δυσπραγία γινόταν σε κάθε ευκαιρία μια πραγματική παρέλαση προσωπικοτήτων από τις παραστάσεις του Βεάκη που μετά το πέρας αυτών υπέβαλαν τα συγχαρητήρια στον μεγάλο τραγωδό ήταν πολλές.

Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος ήταν ένας εξ αυτών, ενώ ακόμα και ένας άλλος Πειραιώτης αφού ξεκίνησε τα πρώτα του βήματα από το Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς ο Νικόλαος Μοσχονάς. Μάλιστα λέγεται ότι ο Βεάκης σηκώθηκε όρθιος καθώς ο Μοσχονάς τότε ήταν ένα μεγάλο όνομα διεθνούς φήμης που είχε προβάλει ιδιαίτερα την Ελλάδα. Βεβαίως όπως έγραψε σε άρθρο του ο Αρτέμης Μάτσας υπήρχαν και οι πολέμιοι του Βεάκη.

Κάποτε ένας θεατής επιδεικτικά κάθε φορά που εμφανιζόταν στη σκηνή ο Βεάκης άνοιγε διάπλατα μια εφημερίδα και έκανε ότι την διαβάζει. Στο τέλος ειρωνικά και επιδεικτικά έκανε πώς τον χειροκροτούσε. Τότε ο Βεάκης ευρισκόμενος στη σκηνή απευθύνθηκε στο κοινό και είπε «Ευχαριστώ πολύ για το θερμό σας χειροκρότημα όμως επιτρέψτε μου να το επιστρέψω πίσω στον κύριο διότι με χειροκρότησε χωρίς να έχει παρακολουθήσει την παράσταση»

 


Ο Αιμίλιος Βεάκης στην προσωπική του ζωή νυμφεύθηκε την Σμαράγδα Μπόλα ή αλλιώς γνωστή ως Σμαρώ Μπόλα που οι γονείς της Απόστολος και Ιουλία Μπόλα ήταν ηθοποιοί. Απέκτησαν τρία παιδιά την Μαρία, τον Γιάννη και τον Δημήτρη Βεάκη που επίσης ασχολήθηκαν με το θέατρο. Ο Γιάννης Βεάκης έγινε σκηνοθέτης, ο Δημήτρης Βεάκης ηθοποιός έγινε διευθυντής της Δραματικής Σχολής «Βεάκης» ενώ καθηγήτρια σε αυτήν ήταν η κόρη του Μαρία Βεάκη. Η γυναίκα του Βεάκη η Σμαράγδα Βεάκη έκανε αρκετές κινηματογραφικές εμφανίσεις μεταξύ των οποίων στην ταινία το «Προξενιό της Άννας» που στο ρόλο αυτό τιμήθηκε με το  βραβείο δεύτερου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ο Βεάκης τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε προσληφθεί στο Εθνικό θέατρο όπου έπαιξε μαζί με την Κυβέλη. 

 

Η προτομή του Αιμίλιου Βεάκη έξω από το Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς (δεξιά πλευρά)

Τον Μάιο του 1938 βρέθηκε στην αγαπημένη του Φρεαττύδα, των παιδικών του χρόνων, στα αποκαλυπτήρια της προτομής του ποιητή Λάμπρου Πορφύρα που φιλοτεχνήθηκε από τον γλύπτη Ζευγώλη στον οποίο καταβλήθηκαν μόνο τα έξοδα αγοράς του μαρμάρου. Τα αποκαλυπτήρια πραγματοποιήθηκαν στη μικρή πλατεία πάνω από τον όρμο της Φρεαττύδας (πρώτη φωτογραφία ανάρτησης). 

Ο Βεάκης απήγγειλε το ποίημα του μετά τον ποιητή και πρόεδρο της Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών Μιλτιάδη Μαλακάση. Το δικό του ποίημα το είχε γράψει το Σεπτέμβριο του 1933  ύστερα δηλαδή από τον θάνατο του Λάμπρου Πορφύρα, αφιερωμένο στη μνήμη του.

 Στον Λάμπρο Πορφύρα

Του ποτηριού σου, του καημού σου οι σύντροφοι,

ναύτες, σκυφτοί ψαράδες με θωρούνε, 

με τα θλιμμένα μάτια τους τα υγρά. 

Όξω βαρύ μονότονο ψιχάλισμα

δέρνει το σταυροδρόμι και κυλούνε

στης ταβέρνας τα τζάμια, τα νερά.

Τον έρμο το γιαλό πνίγει το σούρουπο

κι η συντροφιά, βουβή, θλιμμένη,

αργοτσουγγράει τις κούπες σιγανά.

Τ' αργό σου, αργό, να ακούσει το περπάτημα

λες κι έτσι αμίλητη προσμένει,

στο πρωτοβρόχι που άρχισε ξανά. 

Πλάι στο ποτήρι μου έχω το ποτήρι σου

και την καρέκλα σου αντίκρυ μου 

-τι έχει η καρδιά μου και πονεί;-

κι είναι κρασί γεμάτο το ποτήρι σου

κι είναι γιομάτη σπαραγμό η ψυχή μου

κι είναι η καρέκλα σου αδειανή.

 Κι όλο απορώ πως άργησες-πώς άργησες;

κι οι γέροι σου οι ψαράδες, σκύβουν, σκύβουν

βρέχουν βουβά τα χείλια με κρασί:

Πως ήρθε ο καπετάνιος που καρτέραγες

πως ήρθε και σε πήρε μου το κρύβουν,

για της χαράς να πάτε το νησί.

 

Η τελευταία του εμφάνιση στη σκηνή του θεάτρου είχε συνοδευτεί από τα χειροκροτήματα του κοινού. Το σπίτι του Βεάκη όταν πέθανε βρισκόταν στην Αθήνα στην οδό Κυψέλης 19. Η είδηση του θανάτου του έπεσε σαν κεραυνός στο ελληνικό θέατρο. Ο Πειραιώτης Δημήτρης Ροντήρης διέκοψε τις παραστάσεις που εκείνη την εποχή έδινε στη Λάρισα το ίδιο έπραξε και ο Κώστας Μουσούρης που μαζί με την Έλλη Λαμπέτη έδινε παραστάσεις στη Θεσσαλονίκη. Πλήθη κόσμου συγκεντρώνονταν έξω από το σπίτι του Βεάκη ενώ ο Φιλοποίμην Φίνος άφησε χωρίς να τον καταλάβει κανείς ένα ντοσιέ με χρήματα για τις δύσκολες στιγμές στην οικογένεια του Βεάκη. 

 

Ο Βεάκης την εποχή εκείνη βρισκόταν σε επαφή μαζί του καθώς είχαν ανοίξει μια συνεργασία για την κινηματογραφική ταινία «Η Αγνή του Λιμανιού». Ο Βεάκης έφυγε πολύ πικραμένος. Είχε συνταξιοδοτηθεί από το 1947 αλλά συνέχιζε να παίζει στο θέατρο καθώς δεν έβγαινε οικονομικά. Σε όλη τη σταδιοδρομία του παράλληλα με το θέατρο έγραφε θεατρικά έργα, μετέφρασε έργα του Ντοστογιέφσκι και έγραφε ποιήματα. 

Ένας από τους λόγους της οικονομικής του δυσπραγίας και των δυσκολίων που είχε περάσει ήταν ότι είχε εκδηλώσει τις αριστερές του πεποιθήσεις. Κατά την διάρκεια της κατοχής άλλωστε είχε υπάρξει μέλος του ΕΑΜ ΕΛΑΣ. Στα Δεκεμβριανά του 1944 διώχθηκε και αναγκάστηκε να ακολουθήσει τον ΕΑΜ δίνοντας παραστάσεις στα βουνά, ενώ ήταν και μέλος του Ελληνο-Σοβιετικού Συνδέσμου. Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας είχε δεχθεί διώξεις και ταλαιπωρίες που τον επιβάρυναν στην υγεία. Όταν πέθανε όλη η ρευστή περιουσία του ήταν 20 δραχμές που βρέθηκαν στη τσέπη του παντελονιού του. 

Ο θάνατος τον πέτυχε στο μπαλκόνι του σπιτιού του στην Κυψέλη όπου καθόταν το απόγευμα της 29ης Ιουνίου του 1951 απολαμβάνοντας την καλοκαιρινή δροσιά. Ένιωσε αδιαθεσία και πήγε στο νοσοκομείο όπου εξέπνευσε σε ηλικία μόλις 66 ετών έχοντας συμπληρώσει μέχρι τότε 50 χρόνια θέατρο. 

 

- Εφημερίδα "ΕΜΠΡΟΣ", Αιμίλιος Βεάκης ο μοναδικός, Αρτέμης Μάτσας, φ. 12 Ιουλίου 1975, σελ. 2

- Περιοδικό "ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΑ", Οι εξέχοντες Έλληνες από την καλή κι απ΄ την ανάποδη. Αιμίλιος Βεάκης, Γ. Δημάκος, 1933.

- Εφημερίδα "Η ΒΡΑΔΥΝΗ", Εις μνήμην του ποιητού των ΣΚΙΩΝ. Τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Λάμπρου Πορφύρα, Π. Τζουνάκος, φ. 23 Μαΐου 1938. 

- Στον Λάμπρο Πορφύρα, του Αιμίλιου Βεάκη, "ΠΕΙΡΑΪΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ", Τεύχος 67, Απρίλιος - Μάιος- Ιούνιος 2011.

 Διαβάστε επίσης:

Αιμίλιος Βεάκης: Στον Πειραιά στην ιδιαίτερη πατρίδα μου

Η ταινία "Αστέρω". Μια "πειραιώτικη" παραγωγή (1929) 

 Έρως και Κύματα". Η πρώτη μεγάλου μήκους ελληνική κινηματογραφική παραγωγή (Γαζιάδης, Βεάκης)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"