Ο λοιμός που μεταδόθηκε από τον Πειραιά στην Αθήνα το 430 π.Χ.

Ανακατασκευασμένη εμφάνιση της εντεκάχρονης Μύρτιδας από την Αθήνα, η οποία υπήρξε θύμα του λοιμού. Η ανάπλαση του προσώπου της επιτεύχθηκε με βάση τα οστά της που βρέθηκαν στον ομαδικό τάφο του Κεραμεικού. Εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. 

 

Το καλοκαίρι του δεύτερου έτους του Πελοποννησιακού πολέμου (430 π.Χ.) μεταδόθηκε στην Αθήνα διαμέσου του Πειραιά, μεγάλη επιδημία που προκάλεσε πολυάριθμα θύματα. Ήταν τόσο καταστροφική που θεωρήθηκε ότι συνετέλεσε στην απώλεια ισχύος της Αθήνας έναντι της Σπάρτης. Την επιδημία αυτή περιέγραψε αριστοτεχνικά ο Θουκυδίδης (έναρξη περιγραφής από γ’ 48-1) καθώς από αυτήν νόσησε και ο ίδιος.

Κατέγραψε τα συμπτώματά της με λεπτομέρεια, ώστε να την αναγνώριζαν μελλοντικά όσοι θα πάθαιναν τα ίδια. Βεβαίως αν και δεν καταγράφηκαν οι αριθμοί των νεκρών σε Αθήνα και Πειραιά εξαιτίας της νόσου, η αναφορά περί υψηλής θνησιμότητας, αρκεί για να καταδείξει την επικινδυνότητά της. Αριθμοί αναφέρονται ωστόσο στο εκστρατευτικό σώμα των Αθηναίων στην Ποτίδαια, όπου από 4000 άνδρες που αποτελείτο πέθαναν εξαιτίας του λοιμού οι 1050 καταδεικνύει ότι η θνησιμότητα έφτασε το ποσοστό του 26%.

Στην Αθήνα η επιδημία έφτασε την εποχή που οι Πελοποννήσιοι πολιορκούσαν με τα δύο τρίτα της συνολικής τους δύναμης την Αθήνα υπό την αρχηγία του Αρχίδαμου. Συνεπώς ο κόσμος βρισκόταν συγκεντρωμένος μέσα στα τείχη, σε κατάσταση πολιορκίας, γεγονός που ευνόησε την ανάπτυξη της νόσου. Καταγράφηκε από τον Θουκυδίδη ότι η αρρώστια είχε και παλαιότερα παρουσιαστεί και σ άλλα μέρη, όπως στην Λήμνο αλλά πουθενά η επιδημία δεν είχε υπάρξει τόσο θανατηφόρα. Οι ιατροί, που για πρώτη φορά αντιμετώπιζαν την αρρώστια και δεν την ήξεραν, δεν μπορούσαν να βοηθήσουν και μάλιστα πέθαιναν οι περισσότεροι επειδή έρχονταν σ επαφή με τους αρρώστους. Οι άνθρωποι κατέφυγαν στους ναούς και ζήτησαν τη θεϊκή επέμβαση για να σωθούν όμως τόσο οι παρακλήσεις στους Θεούς όσο και η προσφυγή στα μαντεία δεν ωφέλησαν σε τίποτε και στο τέλος οι πιστοί τα παράτησαν και αυτά.

Ο λοιμός εμφανίστηκε αρχικά στην Αιθιοπία, πέρασε στην Αίγυπτο και στην Λιβύη και μέσω αυτών των περιοχών έφτασε με κάποιο εμπορικό πλοίο στον Πειραιά. Όταν πρωτοεμφανίστηκε στον Πειραιά, διαδόθηκε ότι οι Πελοποννήσιοι είχαν δηλητηριάσει τα πηγάδια. Σύντομα ο λοιμός έφτασε στην Αθήνα διαμέσου των Μακρών Τειχών. Ο Θουκυδίδης κατέγραψε το γεγονός ότι τη χρονιά εκείνη πολύ λίγες άλλες αρρώστιες εμφανίστηκαν και όσοι υπέφεραν από κάτι άλλο προγενέστερα, πάθαιναν όλοι τον λοιμό στα σίγουρα. Βέβαια και όσοι ήταν υγιείς κολλούσαν. 


Τα συμπτώματα που παρουσιάζονταν ήταν δυνατοί πονοκέφαλοι αρχικά, υψηλός πυρετός, φλόγωση ματιών που κοκκίνιζαν. Το στόμα βρωμούσε και μετά η ασθένεια κατέβαινε από το κεφάλι προς τα κάτω στο σώμα. Αρχικά στο στήθος προκαλώντας δυνατό βήχα. Όταν κατέβαινε στην καρδιά, προκαλούσε μεγάλη αναταραχή και πολύ οδυνηρούς εμετούς και κενώσεις. Μετά, τους περισσότερους τους έπιανε λόξιγκας που προκαλούσε δυνατούς σπασμούς. Σ άλλους σταματούσε γρήγορα, σ άλλους κρατούσε πολύ. Το σώμα, εξωτερικά, ήταν κοκκινωπό γεμάτο φουσκαλίδες κι εξανθήματα. Όμως, ο εσωτερικός πυρετός ήταν τόσο μεγάλος, ώστε οι άρρωστοι δεν μπορούσαν να υποφέρουν ούτε τα πιο λεπτά ρούχα ούτε σεντόνια ούτε άλλο τι και ήθελαν να μένουν γυμνοί. Ένιωθαν μεγάλη ανακούφιση αν μπορούσαν να μπουν σε δροσερό νερό. Και πολλοί, που δεν είχαν κανένα να τους προσέχει, έπεφταν στις στέρνες τυραννισμένοι από ακατάπαυτη δίψα που όσο κι αν έπιναν δεν μπορούσαν να την σβήσουν. Δεν μπορούσαν να βρουν καμιά ανάπαυση και τους βασάνιζε η αϋπνία. 

Όσο η αρρώστια ήταν στην οξεία φάση της, το σώμα άντεχε καταπληκτικά και δεν αδυνάτιζε. Έτσι, οι περισσότεροι πέθαιναν ή την εβδόμη ή την ενάτη μέρα από τον ψηλό πυρετό, ενώ είχαν ακόμα δυνάμεις. Αν περνούσαν αυτό το στάδιο, τότε η αρρώστια κατέβαινε στην κοιλιά όπου προκαλούσε έλκος και ακατάσχετη διάρροια και, τότε, οι περισσότεροι πέθαιναν από εξάντληση. Η αρρώστια διαπερνούσε όλο το σώμα. Αρχίζοντας απ το κεφάλι, κατέβαινε σ ολόκληρο το σώμα κι αν κανείς άντεχε, περνούσε στα άκρα όπου φανερώνονταν τα σημάδια της. Πρόσβαλλε τα γεννητικά όργανα και τα χέρια και τα πόδια. Πολλοί σώθηκαν, άλλοι έμειναν παράλυτοι στα άκρα τους. Άλλοι έχασαν το φως τους και άλλοι πάθαιναν αμνησία. Όταν έγιναν καλά, δεν ήξεραν ποιοι ήταν οι ίδιοι και δεν αναγνώριζαν τους συγγενείς τους και τους φίλους τους.

Τότε ήταν που εμφανίστηκε από την Κω ο ιατρός Ιπποκράτης, ο οποίος παρατήρησε ότι οι σιδηρουργοί ήταν οι μόνοι που δεν είχαν μεγάλες απώλειες από την μεταδοτική ασθένεια. Έτσι συνέστησε την απολύμανση «δια της φωτιάς» προς αντιμετώπισή της.


Όπως κατέγραψε ο Θουκυδίδης η αρρώστια αυτή δεν έχει καμιά σχέση με τις συνηθισμένες, καθώς τα όρνια και τ άλλα τετράποδα ζώα, όσα τρώγανε ανθρώπινο κρέας, αν έτρωγαν τα άταφα σώματα, αλλά ακόμα κι όταν τα άγγιζαν ψοφούσαν.. Όσο διαρκούσε η επιδημία αυτή, δεν παρουσιάστηκε καμιά απ τις συνηθισμένες αρρώστιες, κι αν παρουσιαζόταν κατέληγε τελικώς σε λοιμό. Μπορεί κανείς να πει ότι κανένα αποτελεσματικό φάρμακο δεν βρέθηκε, γιατί εκείνο που ωφελούσε τον ένα ασθενή έβλαπτε τον άλλο. Καμιά κράση, ισχυρή ή αδύνατη, δεν μπορούσε ν αντισταθεί στην αρρώστια που τους σάρωνε όλους, ακόμα κι εκείνους τους οποίους νοσήλευαν με κάθε φροντίδα. 

Το χειρότερο απ όλα δεν ήταν μόνο η κατάθλιψη εκείνων που αρρώσταιναν κι απελπίζονταν αμέσως, αφήνοντας τον εαυτό τους αντί ν αντιδράσουν, αλλά και το ότι, νοσηλεύοντας ο ένας τον άλλο, κολλούσαν την αρρώστια και πέθαιναν σαν τα πρόβατα. Αυτό προκάλεσε την μεγαλύτερη καταστροφή και τούτο επειδή ή αποφεύγαν, από φόβο, να περιποιηθούν τους αρρώστους και αυτοί πέθαιναν έρημοι —κι έτσι άδειασαν πολλά σπίτια γιατί δεν ήταν κανείς να τους κοιτάξει— ή τότε επικοινωνούσαν με τους αρρώστους, κολλούσαν την λοιμική και πέθαιναν. 

Τούτο συνέβαινε κυρίως σε όσους, από καλοσύνη και φιλότιμο πήγαιναν, αψηφώντας τον εαυτό τους, σε αρρώστους φίλους τους. Αλλού πάλι, και αυτοί οι συγγενείς, τσακισμένοι από την συμφορά, παρατούσαν και τα μοιρολόγια ακόμα. Τον μεγαλύτερο οίκτο για τους αρρώστους και τους ετοιμοθάνατους ένιωθαν όσοι είχαν πάθει την αρρώστια και είχαν σωθεί. Ήξεραν τί σημαίνει η αρρώστια, ενώ οι ίδιοι δεν είχαν πια φόβο. 

Η αρρώστια δεν πρόσβαλλε ποτέ τον ίδιο άνθρωπο δεύτερη φορά ή, αν τούτο συνέβαινε, δεν ήταν θανατηφόρα. Οι άλλοι μακάριζαν όσους είχαν σωθεί, και οι ίδιοι απ την μεγάλη τους χαρά, είχαν την μάταιη ελπίδα ότι δεν θα πέθαιναν πια ποτέ από άλλη αρρώστια. Εκείνο που χειροτέρεψε πολύ την κατάσταση ήταν η συγκέντρωση μέσα στην πόλη όλου του πληθυσμού της υπαίθρου. Υπέφεραν περισσότερο οι πρόσφυγες. Μη έχοντας σπίτια, ζούσαν σε πνιγηρές καλύβες μέσα στο καλοκαίρι και πέθαιναν ανάκατα ο ένας απάνω στον άλλο ή σέρνονταν μες στους δρόμους μισοπεθαμένοι, ενώ άλλοι, από την άσβηστη δίψα τους, μαζεύονταν γύρω από τις βρύσες. 

Οι περίβολοι των ναών, όπου είχαν κατασκηνώσει, ήταν γεμάτοι νεκρούς που πέθαιναν εκεί, γιατί καθώς φούντωνε το κακό, οι άνθρωποι, βασανισμένοι απ την αρρώστια, έφταναν σε απόγνωση κι αδιαφορούσαν πια για τα ιερά και τα όσια. Δεν τηρούσαν πια καμιά απ τις τελετές για την ταφή των νεκρών κι ο καθένας έθαβε τους δικούς του όπως μπορούσε. Άλλοι αποθέταν τον δικό τους νεκρό σε ξένη έτοιμη πυρά κι έβαζαν φωτιά στα ξύλα κι άλλοι έριχναν τον νεκρό τους επάνω σε πυρά όπου καιγόταν άλλος νεκρός κι έφευγαν γρήγορα. 

Αλλά η λοιμική προκάλεσε και πολλά άλλα κακά που πρώτη φορά αναφάνηκαν στην πολιτεία, γιατί ο καθένας τολμούσε πιο φανερά, τώρα, να κάνει πράγματα που πριν τα έκανε κρυφά, και τούτο επειδή έβλεπαν πόσο απότομη είναι η μεταβολή της τύχης του ανθρώπου. Πλούσιοι πέθαιναν ξαφνικά και φτωχοί, που δεν είχαν ποτέ τίποτε, τους κληρονομούσαν κι έπαιρναν αμέσως όλη τους την περιουσία. 

Έτσι, οι περισσότεροι, βλέποντας πόσο εφήμερος είναι ο πλούτος και αβέβαιη η ζωή, βιάζονταν να ξοδέψουν τα χρήματά τους και να τα χαρούν. Κανείς δεν ήταν πια πρόθυμος να υποβληθεί σ οποιοδήποτε κόπο για κάτι που άλλοτε μπορούσε να φανεί χρήσιμο, και τούτο επειδή σκεπτόταν ότι ήταν πιθανό να πεθάνει προτού τελειώσει εκείνο για το οποίο θα κοπίαζε. Η ευχαρίστηση της στιγμής και το άμεσο κέρδος κατάντησε να θεωρείται και καλό και χρήσιμο. Ούτε ο φόβος των Θεών ούτε οι νόμοι των ανθρώπων τους συγκρατούσαν. Επειδή έβλεπαν ότι όλοι πέθαιναν, χωρίς διάκριση, δεν είχαν πια την αίσθηση του τί ήταν ευσέβεια και τί δεν ήταν και κανείς δεν πίστευε πως θα γλυτώσει απ την αρρώστια για να δώσει λόγο και να τιμωρηθεί για τις άδικες πράξεις του. 

Όλοι θεωρούσαν ότι η τιμωρία, που κρεμόταν κιόλας πάνω απ το κεφάλι τους, ήταν πολύ βαρύτερη από κάθε άλλην κι έπρεπε, προτού την υποστούν, να χαρούν κάπως τη ζωή. Μέσα στην συμφορά θυμήθηκαν μερικοί, όπως ήταν φυσικό, και άλλες προφητείες, αλλά και τον ακόλουθο χρησμό που, καθώς έλεγαν οι γεροντότεροι, τον έψελναν άλλοτε: «Θά ρθει πόλεμος δωρικός και μαζί του λοιμός». Πολλές φιλονικίες έγιναν τότε, γιατί άλλοι έλεγαν ότι στον χρησμό δεν γινόταν λόγος για λοιμό (αρρώστια) αλλά για λιμό (πείνα), επικράτησε όμως η γνώμη ότι το σωστό ήταν λοιμός, επειδή οι άνθρωποι ερμήνευαν τον χρησμό ανάλογα με τα παθήματά τους.


Διαβάστε επίσης:

Η δεύτερη τριήρης από τον Πειραιά. Ο άθλος του πλοίου της σωτηρίας


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"