Το Λούνα Παρκ του Νέου Φαλήρου (Το Άλσος της διασκέδασης)

 


του Στέφανου Μίλεση

 

Μεταξύ του μεγάλου ξενοδοχείου του Νέου Φαλήρου (Του Σταθμού ή αλλιώς Grand Hotel) και του εστιατορίου του Τσελεμεντέ εγκαταστάθηκε το μόνιμο Λούνα Παρκ του Νέου Φαλήρου. Εγκαινιάσθηκε τον Ιούλιο του 1912 εν μέσω πραγματικής κοσμοσυρροής. Επρόκειτο για μεγάλη έκταση που έμεινε περισσότερο γνωστό ως "Άλσος διασκέδασης". Λειτουργούσε από τις πέντε το απόγευμα έως τις δωδεκάμισι που αναχωρούσε το τελευταίο δρομολόγιο σιδηροδρόμου. Καθώς ήταν όλο ηλεκτροφωτισμένο προσέδιδε μια ιδιαίτερη ομορφιά της βραδινές κυρίως ώρες. Υπήρχε δυνατότητα έκδοσης σιδηροδρομικού εισιτηρίου Αθήνα – Νέο Φάληρο ή Πειραιάς – Νέο Φάληρο μετ΄ επιστροφής (Aller et tour) αξίας μιας δεκάρας που συμπεριλάμβανε είσοδο στο Λούνα Παρκ. Διαφορετικά έπρεπε μόνο για την είσοδο στο Λούνα Παρκ ο επισκέπτης να καταβάλει εισιτήριο πενήντα λεπτών. Για τα παιδιά η τιμή ήταν 30 λεπτά. Συνεπώς το Λούνα Παρκ του Νέου Φαλήρου απευθυνόταν στους επισκέπτες που εξέδιδαν εισιτήρια με τον σιδηρόδρομο. 

Τα διάφορα περίπτερα από τα οποία αποτελείτο το Λούνα Παρκ καλούνταν attractions (ατραξιόν), με πιο πολυσύχναστη τη Roulette humane (ανθρώπινη ρουλέτα) η οποία έμοιαζε με τη σύγχρονη «μπαλαρίνα». Εν μέσω ενός ξύλινου κυκλικού δαπέδου, υπήρχε ένας επίσης ξύλινος δίσκος στον οποίο κάθονταν περίπου τριάντα άτομα. Με ένα σφύριγμα ο δίσκος αυτός άρχιζε να περιστρέφεται με την δύναμη του ηλεκτρισμού, στην αρχή σιγά, έπειτα πολύ γρήγορα μέχρι που τελικώς οι στροφές του γίνονταν ιλιγγιώδεις. Αυτοί που βρίσκονταν στο κέντρο του δίσκου στην αρχή γελούσαν και φώναζαν μετά από λίγο όμως φώναζαν δαιμονισμένα και σφιχταγκαλιάζονταν ο ένας με τον άλλο, σε μια προσπάθεια να συγκρατηθούν, πράγμα που ήταν αδύνατον. Μόλις η ταχύτητα περιστροφής έφτανε στο μέγιστο άρχιζαν δυο-δυο, τρεις-τρεις να αποσπώνται αλληλοδιαδοχικώς και να εκσφενδονίζονται προς τον εξωτερικό κυκλικό δίσκο ο οποίος στην εσωτερική του πλευρά ήταν επενδυμένος από μαλακό δερμάτινο περιτείχισμα. Οι μετέχοντες που είχαν αποσπαστεί λόγω της μεγάλης ταχύτητας από το κέντρο, πήγαιναν και έπεφταν πάνω στο δερμάτινο περιτείχισμα όπου στροβιλίζονταν ανεξέλεγκτα μέχρι ο δίσκος να σταματήσει. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που στο τέλος είχαν καταφέρει να μείνουν στην αρχική τους θέση. Σε αυτό το παιχνίδια απέφευγαν να μετέχουν γυναίκες καθώς οι τελικές στάσεις όσων είχαν φύγει από τη θέση τους ήταν ακατάλληλες… Όμως για τους υπόλοιπους παρέμενε το δημοφιλέστερο παιχνίδι του Λούνα Παρκ.

Η ατραξιόν "Ρόδα της Ευτυχίας" στο Λούνα Παρκ Νέου Φαλήρου

Μια άλλη ατραξιόν ήταν της λεγόμενης «τρικυμίας». Δύο επιμήκεις εξέδρες, μόλις οι μετέχοντες έμπαιναν σε αυτές, άρχιζαν να κλυδωνίζονται πάνω κάτω, δεξιά αριστερά, με άτακτες κινήσεις, με τέτοιο τρόπο ώστε οι άνθρωποι να χτυπάνε μεταξύ τους και να συγκρούονται με τους διπλανούς τους.  Ύστερα από λίγη μόνο ώρα, έβγαιναν από τις εξέδρες σα μεθυσμένοι, έχοντας ναυτία σα να είχαν ταξιδέψει στα μανιασμένα κύματα για ώρα.

Ακολουθούσαν διάφορα κινέζικα παιχνίδια, ενώ υπήρχαν και τα κλασσικά όπως σκοποβολή στην οποία δύο όμορφα κορίτσια με μια πεντάρα, γέμιζαν ένα πιστόλι, τυφέκιο ή περίστροφο προσφέρονταν για άσκηση βολής.

Το κιόσκι της Σκοποβολής του Λούνα Παρκ με τους στόχους όμως να είναι τοποθετημένοι προς τη θάλασσα. 

Ουρές γίνονταν προκειμένου ο κόσμος να μετάσχει πιο ήπιων ατραξιόν, όπως για παράδειγμα στο λεγόμενο «αυτοκίνητα και μηχανές» (αντίστοιχο του γύρω-γύρω όλοι)  στο οποίο δύο αυτοκίνητα και δέκα μηχανές, το ένα πίσω από το άλλο, προσαρμοσμένα επί κυκλικής σιδηροδρομικής γραμμής στριφογυρίζουν με αναβάτες παντός φύλου και ηλικίας.

Σε μια άλλη ατραξιόν ο κόσμος κόλλαγε το πρόσωπό του σε ένα μηχανισμό που είχε δέκα τρύπες στη σειρά που με τη βοήθεια μηχανικών κατόπτρων εμφανιζόταν το κεφάλι τους σφηνωμένο σε σώμα γαϊδάρου, ταύρου, ελέφαντα κ.ο.κ.

Αναμνηστική φωτογραφία παρέας ύστερα από επίσκεψη στο Λούνα Παρκ (1913)

Ανάρπαστο ήταν το «θέατρο της Τανάγρας» όπου οι θεατές κοιτούσαν μέσα από ένα φακό όπου έβλεπαν μια γυναίκα και έναν άνδρα να χορεύουν.

Λίγο πιο κάτω υπήρχαν τρία, τέσσερα, μικρά αερόστατα δεμένα με σχοινιά στο έδαφος τα οποία δέχονταν στα καλάθια τους που κρέμονταν από κάτω, επιβάτες προς ανύψωση ώστε να λάβει ο κόσμος εκ του ασφαλούς μια ιδέα της αεροπορίας. Με την ανύψωση ο κόσμος έβλεπε το Νέο Φάληρο από κάποιο ύψος που αντιστοιχούσε με την ταράτσα του ξενοδοχείου «ΑΚΤΑΙΟΝ».

Μοναδική φωτογραφία που απεικονίζει στιγμή από την σκηνή της Ταραντέλας του Νέου Φαλήρου, που βρισκόταν δίπλα από το Λούνα Παρκ.  Πάνω στην σκηνή επικρατούν οι κυρίες, ενώ κάτω επικρατούν άνδρες, που άπαντες  φέρουν στο κεφάλι ψαθάκια. Αυτό οφείλεται στο γεγονός πως οι παραστάσεις ξεκινούσαν από νωρίς το απόγευμα όπου ο καλοκαιρινός ήλιος έκαιγε δυνατά. Στην βάση της σκηνής διαβάζουμε πως προσφέρεται ΓΡΑΝΙΤΑ


Στο κέντρο των εγκαταστάσεων του Λούνα Παρκ υπήρχε μια τσιγγάνικη ορχήστρα απαρτιζόμενη στο μεγαλύτερο μέρος της από βιολιά όπου έπαιζαν άλλοτε χαρούμενους ρυθμούς κι άλλοτε τραγούδια πάθους και έρωτα. Υπήρχε ακόμα κιόσκι με γλυκά -ένα είδος μικρού ζαχαροπλαστείου- κι άλλο με μπύρα ή καφέ. Σε αυτό ολόγυρα υπήρχαν καρφωμένες στο έδαφος δεκάδες ομπρέλες κάτω από τις οποίες βρίσκονταν τραπέζια και καρέκλες για να κάθονται οι θαμώνες στη σκιά να απολαμβάνουν τη μπύρα ή τον καφέ τους.

Το Λούνα Παρκ του Νέου Φαλήρου γρήγορα έγινε ανάρπαστο συγκεντρώνοντας πολύ κόσμο που όμως έβρισκε την τιμή σε κάθε ατραξιόν ιδιαιτέρως ακριβή. Η μέση τιμή για τη συμμετοχή ενός ατόμου στοίχιζε περίπου τρεις δραχμές. Οι εφημερίδες ωστόσο μέσω άρθρων σημείωναν ότι το Λούνα Παρκ του Νέου Φαλήρου δεν ήταν όπως στο εξωτερικό, όπου έκαναν περιοδείες σε διαφορετικές πόλεις καθώς το συγκεκριμένο ήταν μόνιμο. Επομένως θα το επισκέπτονταν οι ίδιοι πελάτες. Κι αν για την πρώτη φορά δέχθηκαν να ξοδέψουν τρεις δραχμές συνολικά, για να καλύψουν την περιέργειά τους, τις επόμενες φορές δεν θα ήταν διατεθειμένοι να ξοδέψουν καθώς η περιέργειά τους θα είχε ήδη ικανοποιηθεί. 


Διαβάστε επίσης:

   

Στην Φαληρική Ταραντέλλα (Από το Μετς στο Φάληρο)


Το Εν Πειραιεί "σχοινοπλοκείον" του Κλημέντιου (1837)

1842 Ο όρμος της Μουνιχίας (R. Gillotin)


του Στέφανου Μίλεση

Μια από τις πρώτες επιχειρήσεις που εγκαταστάθηκαν και λειτούργησαν στον Πειραιά τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής του ως Δήμος, ήταν το σχοινάδικο (σχοινοπλοκείον η επίσημη ονομασία), του Κλημέντιου ή αλλιώς του Κλεμάν. Επρόκειτο για μια μονάδα που ανήκε στο λεγόμενο σύστημα δευτερογενούς παραγωγής (βιοτεχνίες και μανιφακτούρες) που μαζί με τις πρώτες λιγοστές βιομηχανικές μονάδες της εποχής θα βοηθήσουν τη χώρα να εισέλθει δυναμικά στη μοντέρνα εποχή. 

Ο Γάλλος υπήκοος Κλεμάν, είχε ανακαλύψει μια τοποθεσία που έκρινε ως κατάλληλη για την εγκατάσταση της επιχείρησής του. Απαιτείτο όμως η έκδοση αδείας για αυτό και υπέβαλε το σχετικό αίτημα στη Γραμματεία επί των Εσωτερικών, η οποία με τη σειρά της το απέστειλε στην Διοίκηση Αττικής που ως τελικό αποδέκτη είχε τον Δήμο Πειραιώς. Δήμαρχος τότε ήταν ο Κυριάκος Σερφιώτης που μαζί με τον Κλεμάν διενήργησαν αυτοψία στον τόπο που ο υποψήφιος επιχειρηματίας είχε προτείνει ως κατάλληλο για το σχοινοπλοκείο του. Ο Δήμαρχος απέστειλε στην Διοίκηση Αττικής την παρακάτω απάντηση:

"Αριθ. Πρωτ.: 102

Προς την Διοίκηση Αττικής

Πειραιεύς 16 Φεβρουαρίου 1837

Εις απάντηση της υπ΄ αριθμ. 481/386 διαταγής σας, σάς αναφέρουμε ότι μεταβάντες μετά του κυρίου Κλημεντίου εις την θέσιν την οποίαν είχεν εκλέξει δια εξετάσεως, επληροφορήθημεν ότι υπάρχει ιδιοκτησία. Οδήγησα λοιπόν αυτόν και έκλεξεν θέσιν εκτός του σχεδίου της πόλεως, εν μέρος του λατομείου προς το δεξιόν μέρος του Πειραιώς συγκείμενον εκ γαλλικών μέτρων τετρακοσίων το μήκος και 30 το πλάτος.

Ο Δήμαρχος

Κ. Σερφιώτης"

 Σύμφωνα με αυτήν ο Δήμαρχος προσέφερε άλλη τοποθεσία ως κατάλληλη στον Κλεμάν καθώς η προηγούμενη ανήκε ήδη σε ιδιοκτήτη. Το Σχοινοπλοκείο άρχισε τη λειτουργία του στις 30 Απριλίου 1837 η οποία κρίθηκε ως ιδιαιτέρως σημαντική για την εθνική μας οικονομία. Ο Κλεμάν θα αναλάμβανε την κατασκευή σχοινιών διαφόρων μεγεθών όπως και καραβόπανων, εξαρτημάτων ιδιαιτέρως σημαντικών στη λειτουργία ενός λιμανιού, όπως του Πειραιά, σε εποχή μάλιστα ιστιοφορίας.

Η ελληνική κυβέρνηση για την εγκατάσταση του σχοινοπλοκείου του Κλεμάν στον Πειραιά είχε απαλλάξει από δασμούς τα μηχανήματα και τις πρώτες ύλες λειτουργίας, ενώ είχε παραχωρήσει και δάνειο ύψους 8 χιλιάδων δραχμών για την άμεση εκκίνηση λειτουργίας του. Ο Κλεμάν από την πλευρά του θα αναλάμβανε την εκπαίδευση 20 νέων ετησίως στην κατασκευή σχοινιών, που θα του έστελνε η κυβέρνηση και θα χρησιμοποιούσε ελληνικές πρώτες ύλες.

Ωστόσο δύο χρόνια αργότερα (1839), όταν επιτροπή ελέγχου αποτελούμενη από τον Δήμαρχο Πειραιώς, τον Υπολιμενάρχη και τον Τελώνη επισκέφθηκαν το σχοινοπλοκείο του Κλημέντιου για να καταγράψουν αν τηρείται η συμφωνία διαπίστωσαν τα εξής:

- Η επιχείρηση δεν κατασκεύαζε καραβόπανα παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση είχε συμπεριλάβει στο δάνειο την κατασκευή αποθηκών για την αποθήκευση των υφασμάτων.

- Εκπαιδευόμενοι μαθητές στην τέχνη του σχοινιού δεν υπήρχαν, με τον Κλημέντιο να ισχυρίζεται ότι η κυβέρνηση δεν του έστειλε τους 20 μαθητές ανά έτος όπως είχε υποσχεθεί.

- Οι πρώτες ύλες που βρέθηκαν στις αποθήκες προέρχονταν από το εξωτερικό και δεν ήταν εγχώριες όπως η συμφωνία προέβλεπε.


O Πειραιάς το 1845

 

Παρόλα αυτά δεν φαίνεται να λήφθηκαν μέτρα εναντίον του για την αθέτηση της συμφωνίας. Ο Κλεμάν όχι μόνο αιτήθηκε το 1846 νέα οικονομική ενίσχυση αλλά και τη λήψη απόφασης εκ μέρους του Βασιλικού Ναυτικού ώστε η προμήθεια σχοινιών και καραβόπανου να γίνεται αποκλειστικώς από την επιχείρησή του.

Την πρόταση του Κλεμάν στήριξε ο Δήμος Πειραιώς που με αναφορά του προς τη Γραμματεία Εσωτερικών κατέγραφε πως έμποροι πωλούν στον Πειραιά σχοινιά και καραβόπανα που εισάγουν σε τιμές 20 τοις εκατό υψηλότερα από εκείνα του σχοινοπλοκείου. Συνεπώς θα είναι προς συμφέρον του Βασιλικού Ναυτικού η προμήθεια να γίνεται από εγχώριο σχοινοπλοκείον. Η υποστήριξη του Δήμου στην επιχείρηση του Κλεμάν είχε να κάνει επιπρόσθετα με την απασχόληση στην βιοτεχνία του τεσσάρων ορφανών παιδιών του Πειραιώς. Άλλωστε η πρόσληψη παιδιών σε θέσεις εργασίας αποτελούσε τότε μια έκφραση κοινωνικής αλληλεγγύης και φιλανθρωπίας.

Η Γραμματεία των Εσωτερικών συμφώνησε με τον όρο όμως το σχοινοπλοκείον να χορηγεί στους εκπαιδευόμενους μαθητές ικανοποιητική τροφή και ενδυμασία εξόδου και να τους εκπαιδεύει πραγματικώς σε όλες τις πτυχές της τέχνης αυτής και όχι να τους κρατάει στάσιμους σε πόστα όπου εκτελούνται βαριές εργασίες, χωρίς να διδάσκεται η τέχνη. Επιπλέον είναι υποχρεωμένο να προμηθεύει 300 καντάρια σχοινί το έτος το Βασιλικό Ναυτικό.

Το σχοινοπλοκείον του Κλημέντιου συνέχισε τη λειτουργία του μέχρι το 1847, ωστόσο ουδέποτε πέτυχε εκείνο που ο Κλημέντιος αισιοδοξούσε, να γίνει δηλαδή το σχοινοπλοκείο του ο αποκλειστικώς προμηθευτής σχοινιών και καραβόπανου του Βασιλικού ναυτικού.

Το 1847 έτος που το σχοινοπλοκείο του Κλεμάν έκλεισε, άφησε πίσω του χρέος προς το ελληνικό δημόσιο ύψους 11.584 δραχμών στο σύνολο. Ωστόσο είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι την πρώτη μορφή βιομηχανίας (βιοτεχνίας και μανιφακτούρας) ανέπτυξαν στον Πειραιά οι ξένοι όπως ο Γάλλος Κλεμάν, ο Γερμανός Στάπ ή ο Βρετανός J.Green. Πίσω τους ακολουθούν οι Χιώτες έμποροι που θα "δείξουν" στους υπόλοιπους εποίκους του Πειραιά πώς στήνεται μια εμπορική επιχείρηση.     

 

Πηγές:

- Β. Τσοκόπουλος (1984). Πειραιάς 1835-1870. Εισαγωγή στην ιστορία του Ελληνικού Μάντσεστερ, Εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 135, 195, 196, 250.

-  Π. Καμπούρογλου (1883). Ιστορία του Πειραιώς από του 1833 - 1882 έτους. Γενική Κατάστασις, κίνησις εμπορίου, ναυτιλία, βιομηχανία, Εν Αθήναις.

- Α. Μαρμαρινός (1954). Αναδρομές στα περασμένα. Εφημερίδα "Χρονογράφος", φ. 25ης Μαΐου, σελ. 1

Α. Μαρμαρινός (1954). Αναδρομές στα περασμένα. Εφημερίδα "Χρονογράφος", φ. 26ης Μαΐου, σελ. 1

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"