Ποτοποιία Καμπά και Πειραιάς

Το σήμα της εταιρείας "Καμπά" που βρέθηκε στην πορεία να αντιμετωπίζει πρόβλημα με τον Ερυθρό Σταυρό που επίσης χρησιμοποιούσε τον σταυρό ως σήμα του, αναγκάστηκε να το αλλάξει σε τριφύλλι. 

 

του Στέφανου Μίλεση

 

Η πρότυπος ποτοποιία «Καμπάς», πασίγνωστη σε Ελλάδα και εξωτερικό από το κονιάκ, οφειλόταν στο προσωπικό όραμα του ιδρυτή της Ανδρέα Καμπά. 

Ο Καμπάς ήταν από τους ελάχιστους βιομήχανους ποτοποιίας, που τον 19ο αιώνα εδραίωσε την επιχείρησή του εκτός Πειραιά, σε αντίθεση με τους ανταγωνιστές του, που είχαν επιλέξει να βρίσκονται κοντά στο μεγάλο λιμάνι, όπως ο Μεταξάς ή ο Δημοσθένης Πουρής, Κοτσώνης, Πιπινέλης κ.α., για να μπορούν εύκολα να προμηθεύονται πρώτες ύλες αλλά και να εξάγουν τα εμπορεύματά τους.

Όμως ακόμα κι έτσι φαίνεται ότι το όνομα Καμπά, δεν ήταν άγνωστο στον Πειραιά, καθώς φαίνεται πως η οικογένεια κατείχε σημαντικές εκτάσεις στη νεοσύστατη ακόμα πόλη. Ο πατέρας του βιομήχανου Ανδρέα Καμπά, ο Παναγιώτης ή περισσότερο γνωστός ως Παναγής, κατείχε εκτάσεις στην αραιοκατοικημένη Φρεαττύδα που εκτείνονταν βόρεια αυτής, καθώς άγγιζαν τα όρια της τελείως ερημικής πειραϊκής. Φαινόταν πως ο Παναγής Καμπάς επένδυε στην κατοχή γης χρόνια ακόμα πριν ο γιος του Ανδρέας μεγαλώσει και καταπιαστεί με την ίδρυση της επιχειρήσεώς του.

Ο ιδρυτής Ανδρέας Καμπάς


Ο ιδρυτής της ποτοποιίας Ανδρέας Καμπάς γεννήθηκε το 1851 και εκμεταλλευόμενος ένα τέτοιο οικόπεδο του πατέρας του, ίδρυσε σε αυτό την βιοτεχνία ποτοποιίας του το 1869 όταν ο ίδιος ακόμα δεκαοχτώ χρονών. Βρισκόταν στις εκβολές του ποταμού Ιλισού κοντά στη σημερινή οδό Ρηγίλλης. Σε λίγα χρόνια πέτυχε να καταλαμβάνει σημαντικό μερίδιο της αγοράς. Ο Ανδρέας Καμπάς εξαρχής κατάλαβε ότι πρέπει να διαθέτει ιδιόκτητες εκτάσεις γης προς καλλιέργεια αμπελιών, προκειμένου να μην εξαρτάται από ξένους στην προμήθεια της πρώτης ύλης, από την οποία παρασκευαζόταν το κονιάκ. Είχε άλλωστε στην κατοχή του -από τον πατέρα του- τις πλαγιές της Φρεαττύδας πίσω από την Έπαυλη του Σκουλούδη καλλιεργημένους με αμπέλια από τα οποία αντλούσε την πρώτη ύλη της παραγωγής του. Κάθε χρόνο μετά τη σοδειά ακολουθούσε στις πλαγιές του λόφου όπου σήμερα δεσπόζει η εκκλησία του Αγίου Βασιλείου Πειραιώς, μεγάλο πανηγύρι καθώς τα σταφύλια που  συλλέγονταν προοριζόταν για την παραγωγή του ομώνυμου Κονιάκ. Ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος απαθανάτισε μια από αυτές τις στιγμές γράφοντας πάνω στο έργο του "Πανήγυριν της εισοδείας του Κονιάκ του Ανδρέου Καμπά εν Πειραιεί". Το έργο φέρει ημερομηνία 1930, γεγονός που σημαίνει είτε ότι το πανηγύρι της πειραϊκής σοδειάς συνεχίστηκε ως έθιμο και μετά τον θάνατο του Ανδρέα Καμπά (πέθανε το 1924), από τα παιδιά του Άγγελο και Παναγιώτη, είτε ο Θεόφιλος διατηρούσε ανάμνηση προγενέστερη και αποφάσισε να την απαθανατίσει τη χρονιά εκείνη.  

 

"Πανήγυριν της εισοδείας του Κονιάκ του Ανδρέου Καμπά εν Πειραιεί" του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου (1930)

Έτσι βρέθηκε να κατέχει έρημους βοσκότοπους ως ενοικιαστής αρχικώς και ως ιδιοκτήτης αργότερα, στους οποίους επιδίδεται στην καλλιέργεια αμπελιών. Το 1881 αποτελεί χρονιά ορόσημο καθώς θα αγοράσει εκτάσεις που κοντά στην Μονή Πετράκη, στην Πεντέλη και στην Κάντζα όπου θα ιδρύσει το πρώτο μεγάλο εργοστάσιο παραγωγής μπράντι. Το 1918 θα υπάρξει ακόμα μια χρονιά ορόσημο καθώς θα μετατρέψει την επιχείρησή του σε ανώνυμη εταιρεία. Τα περίφημα μπράντι του, θα κυκλοφορήσουν με ετικέτες που θα αναγράφουν «ίδρυση 1881» αδικώντας ωστόσο την παλαιότερη χρονολογική βάση της επιχείρησης, ενώ πολλές πηγές θα αναφέρουν ως έτος ίδρυσης το 1918, λανθασμένα φυσικά, ορμώμενες από τη μετατροπή της επιχείρησης σε ανώνυμη εταιρεία.

Η ποτοποιία του Ανδρέα Καμπά στην Κάντζα Αττικής


Όμως οι εκτάσεις του Πειραιά με βάση τα ιστορικά στοιχεία φαίνεται να μην αποτελούν ιδιοκτησίες του Ανδρέα Καμπά στα πλαίσια καλλιέργειας των αμπελιών του, αλλά όπως προαναφέρθηκε αποτελούσαν ιδιοκτησίες του πατέρα του Παναγή. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει και ο λογοτέχνης Θεόδωρος Βελλιανίτης που καταγράφει στην αρθρογραφία του ότι οι εκτάσεις Καμπά της Φρεαττύδας ανήκαν στον πατέρα του ιδρυτή της κονιακοποιίας. 

Όρμος της Φρεαττύδας. Στα αριστερά του όρμου απλωνόταν ο έρημος λόφος όπου ο Παναγής Καμπάς διέθετε εκτάσεις τις οποίες εκμεταλλεύθηκε ο υιός του Ανδρέας. 


Σε αυτόν απευθύνθηκε ο πρώην αστυνομικός κλητήρας του Δήμου Πειραιά Βασίλειος Γεωργακάκος, όταν παραιτήθηκε για να γίνει ιερέας, έχοντας αποφασίσει να οικοδομήσει την πρώτη μικρή εκκλησία του Αγίου Βασιλείου. Αλλά και από την οικογένεια Καμπά αγόρασαν γη για να οικοδομήσουν τα σπίτια τους ο Γεώργιος Μαντζαβίνος, ο πρώην πρωθυπουργός Σκουλούδης και άλλοι παραθεριστές από την Αθήνα που επιθυμούσαν να διατηρούν εξοχικές κατοικίες στον μικρό και γραφικό όρμο της Φρεαττύδας για να τις επισκέπτονται τα καλοκαίρια. 

Παρότι ο Παναγής Καμπάς πώλησε γη σε όσους επιθυμούσαν να οικοδομήσουν κατοικίες, στον Γεωργακάκο παραχώρησε την έκταση δωρεάν, καθώς επρόκειτο για ανέγερση ναού. Με έναν όρο όμως! Να αποπερατώσει την εκκλησία μέσα σε έξι μήνες από την υπογραφή του συμφωνητικού του παραχωρητηρίου, το οποίο υπογράφηκε την 1η Μαΐου του 1873. Τελικώς όμως εκ του αποτελέσματος βλέπουμε ότι η προθεσμία του εξαμήνου δεν τηρήθηκε αυστηρώς, καθώς η θεμελίωση του Ιερού Ναού ξεκίνησε στις 10 Ιανουαρίου 1874, ενώ τα επίσημα εγκαίνιά του έγιναν στις 31 Αυγούστου του 1875. 

Δικαίως λοιπόν το όνομα του Παναγή Καμπά πρώτο από όλα χαράχθηκε στη μαρμάρινη πλάκα του ναού που μνημονεύει τους μεγάλους ευεργέτες του. Ο Παναγής Καμπάς λίγα χρόνια αργότερα μετά την δωρεά της γης για την ανοικοδόμηση της εκκλησίας του Αγίου Βασιλείου θα παραχωρήσει και οικόπεδο προκειμένου να ανεγερθεί σε αυτό οικία που θα ανήκει στον ναό. Σε αυτή την οικία θα έμενε ο  πρώτος ιερέας Βασίλειος Γεωργακάκος με την σύζυγό του Αικατερίνη σύμφωνα με το 226 από 6 Ιουλίου 1877 συμβόλαιο συμβολαιογράφου Πειραιώς Σπυρίδωνα Κορδαντωνόπουλου. 

Μετά τον θάνατο του ευσεβούς ανδρογύνου η κατοικία χρησιμοποιήθηκε για τη φιλοξενία αστέγων. Συνεπώς ο πατέρας του ιδρυτή της εταιρεία «Καμπά», φρόντισε όχι μόνο για την παραχώρηση γης προς ανέγερση εκκλησίας, αλλά και για την παραχώρηση οικίας στον ιερέα. Όλες αυτές οι εκτάσεις γης βρέθηκαν στην ιδιοκτησία του Παναγή Καμπά από αγορά από τον Οθωμανό Ηλιαμπέη σύμφωνα με οθωμανικό Χοτζέτι του ισλαμικού έτους 1252, παρά τη θέσει «Φρεαττύς».

Ο Παναγής Καμπάς υπήρξε εκτός από θεοσεβούμενος άνθρωπος και πολύτεκνος έχοντας αποκτήσει πολλά παιδιά. Αυτή την αγάπη στην πολυτεκνία κληρονόμησε και ο γιος του Ανδρέας που από τον γάμο του με την Αγλαΐα Βάφα θα αποκτήσει τέσσερα παιδιά, τον Παναγιώτη, τον Άγγελο, την Μαρία και την Φανή. Ο Ανδρέας Καμπάς έλαβε μέρος και στον κρητικό αγώνα ως εθελοντής παρά το γεγονός ότι είχε ήδη αναδειχθεί σε σπουδαίο οικονομικό παράγοντα. Με τη σύζυγό του οικοδόμησαν αρχοντικό στο κτήμα του στην Κάντζα, τη Βίλα Καμπά, φιλοξενώντας όλη την καλή κοινωνία της εποχής του που περιλάμβανε πρίγκηπες, στρατηγούς, πολιτικούς μέχρι και τον Βασιλιά Γεώργιο Α’. Στην ίδια έκταση είχε πριν μεταφέρει το οινοποιείο του, μετατρέποντας τη Κάντζα σε προσωπικό του βασίλειο. 

Το αποστακτήριο του Καμπά


Το κονιάκ του Καμπά θα φτάσει να προμηθεύσει και τον ελληνικό στρατό. Όταν το 1888, ο Ανδρέας Καμπάς, έδωσε σε φίλους του γιατρούς και χημικούς δείγματα του κονιάκ του, αυτοί τον προέτρεψαν να στείλει δείγμα στον Σούτσο που ήταν αρχίατρος του Ελληνικού Στρατού. Ο Σούτσος ενθουσιάστηκε με το προϊόν και έδωσε την πρώτη παραγγελία 2.000 φιαλών για λογαριασμό του Ελληνικού Στρατιωτικού Νοσοκομείου. Έκτοτε ο Ανδρέας Καμπάς αποφάσισε να υιοθετήσει ως σήμα της εταιρείας του τον κόκκινο Σταυρό. Αργότερα όμως θα αντιμετωπίσει προβλήματα με το σήμα της εταιρείας λόγω ομοιότητας με το σήμα του Ερυθρού Σταυρού και θα αναγκαστεί να το αλλάξει σε κόκκινο τριφύλλι. 

Ο Καμπάς θα καταφέρει να εξάγει το κονιάκ παραγωγής του στο εξωτερικό εκτοπίζοντας ακόμα και τα αντίστοιχα γαλλικά μπράντι. Στην Αίγυπτο θα γίνει ανάρπαστο φτάνοντας στην κατανάλωση τα 40 χιλιάδες κιβώτια ετησίως.   

Την δεκαετία του 1890 θα ιδρύσει ένα νέο αποστακτήριο στον Πειραιά, στο τέλος της ακτής Ξαβερίου.  Δεσπόζει με την παρουσία του στην αραιοκατοικημένη ακτή και θα αποτελέσει τοπωνυμική θέση γνωστή ως «αποθήκη Καμπά». 


Εκτός από αυτό θα ιδρύσει και τράπεζα η οποία δυστυχώς έμελλε να είναι εκείνη που στη συνέχεια θα τον καταστρέψει. Στο μεταξύ το 1904 αποφασίζει να επεκταθεί και στην παραγωγή οίνων. Ο Ανδρέας Καμπάς πέθανε το 1924 σε ηλικία 73 ετών κληροδοτώντας την τεράστια περιουσία του στα δύο παιδιά του Άγγελο και Παναγιώτη.

Το αποστακτήριο του Καμπά στην ακτή με το Χατζηκυριάκειο ορφανοτροφείο πίσω του.

Αυτή η τράπεζα του Καμπά αποτέλεσε την αιτία καταστροφής της αυτοκρατορίας που είχε δημιουργήσει. Προκλήθηκε μια τεράστια κατάχρηση χρημάτων που οδήγησε τον οικονομικό υπεύθυνο της τράπεζας στην αυτοκτονία. Η κοινή γνώμη της εποχής συγκλονίστηκε καθώς οι αποζημιώσεις στους πελάτες ανέρχονταν σε ποσά εκατομμυρίων. Οι δύο κληρονόμοι αναγκάστηκαν να υποθηκεύσουν στην Εθνική Τράπεζα την περιουσία του πατέρα τους, προκειμένου να εξασφαλίσει τα ποσά αποζημίωσης που απαιτούνταν. Ο ένας από τους δύο κληρονόμους, ο Παναγιώτης Καμπάς, καθώς ο ίδιος είχε σπουδάσει χημικός  για να βοηθήσει τον πατέρα του στην επιστημονική παραγωγή ποτών, αγωνίστηκε να «πάρει» πίσω την περιουσία του πατέρα του, ιδρύοντας το 1927 ένα δεύτερο εργοστάσιο οινοποιίας στην Τρίπολη. Δεν πρόλαβε όμως καθώς το 1932 πέθανε προτού προλάβει να αποπληρώσει την Εθνική Τράπεζα η οποία γίνεται οριστικός κάτοχος όλης της περιουσίας. 

Είναι σίγουρο ότι αν ο Παναγιώτης Καμπάς ζούσε λίγο ακόμα θα είχε καταφέρει να αποπληρώσει την τράπεζα και να γίνει κύριο και πάλι της πατρικής περιουσίας. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι αντί η Εθνική Τράπεζα να σταματήσει τη λειτουργία του οινοποιείου όπως αρχικά σχεδίαζε, βλέποντας την κερδοφορία του, αποφάσισε να συνεχίσει τη λειτουργία. Και η απόφαση αυτή φάνηκε να είναι ορθή καθώς η εταιρεία θα γιγαντωθεί και θα φτάσει στην ακμή της όταν το 1991 θα περιέλθει στον Μπουτάρη. 

1962 Διαφήμιση του Καμπά από την Ζωή Λάσκαρη


Όμως η φίρμα «Καμπάς» εκτός από τις εκτάσεις του προγόνου της Παναγιώτη, επί των οποίων θα οικοδομηθεί ο ναός του Αγίου Βασιλείου και ένα μέρος της συνοικίας της Φρεαττύδας, συνέδεσε το όνομά της και με το αποστακτήριο (Αποθήκη Καμπά) παρά το γεγονός ότι αυτό καταστράφηκε από την μεγάλη έκρηξη του αγγλικού φορτηγού πλοίου ΚΛΑΝ ΦΡΑΪΖΕΡ εξαιτίας του γερμανικού αεροπορικού βομβαρδισμού της 6ης προς 7η Απριλίου 1941. 

Όμως το κατεστραμμένο εργοστάσιο ξαναζωντάνευσε τον Δεκέμβριο του 1960 στη δημιουργική φαντασία του Μ. Καραγάτση ο οποίος έχοντας για χρόνια εργαστεί στον Πειραιά ως ασφαλιστικός υπάλληλος στην επιχείρηση του αδελφού του Νίκου, τον γνώριζε καλά. Στο έργο του "10" το παλιό εργοστάσιο του Καμπά μετατράπηκε σε εργατική πολυκατοικία "Τα βαπόρια εισέπλεγαν βαριεστημένα μέσα σε τούτη την κόλαση, σκίζοντας με προσπάθεια το πηχτό και θολό χλεμπονιάρικο νερό. Πλεύριζαν ή έδεναν οι πρυμάτσες, ξερνούσαν ανόρεχτα επιβάτες και φορτία στη στεριά, βιάζονταν να πάρουν άλλους πασατζέρηδες κι άλλα κάρικα. Να σαλπάρουν μιαν ώρα αρχύτερα στο πέλαγο, το δροσισμένο από πανάλαφρες πνοές".  

 

Αρχές Δεκαετίας '80. Στη θέση του κατεστραμμένου αποστακτηρίου υπήρχε ένα ξέφωτο διαμορφωμένο σε γήπεδο μπάσκετ. Αργότερα στον ίδιο χώρο θα οικοδομηθεί το κλειστό γυμναστήριο "Π. Σαλπέας".


Καθώς μπροστά από το κατεστραμμένο κτήριο του Καμπά της Ακτής Ξαβερίου απλωνόταν μια αλάνα όπου έμαθαν να παίζουν ποδόσφαιρο τα περισσότερα Πειραιωτόπουλα της μεταπολεμικής γενιάς, συνδέθηκε άμεσα με τις αναμνήσεις πολλών παιδιών δημιουργώντας το όνομα «ΚΑΜΠΑ» άμεση σύνδεση με μνήμες ξένοιαστου εφηβικού παρελθόντος.  



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"