Η «Στάνη» του Στυλιανού Κουντουρά.




του Στέφανου Μίλεση

Ο Στυλιανός Κουντουράς έφτασε ξεριζωμένος από τη φλεγόμενη Σμύρνη το 1922 ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους πρόσφυγες. Κατάφερε ωστόσο να ορθοποδήσει χάρις στην επιμονή του και στην αγωνιστικότητά του. 

Ίδρυσε ένα γαλακτοπωλείο με την επωνυμία "Αγνότης" στη Στοά Ριζάρη, στη λεωφόρο Μιαούλη (σημερινή Εθνικής Αντιστάσεως), μαζί με έναν ακόμα συνεταίρο. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση, διότι δεκάδες άλλοι πρόσφυγες έπρατταν το ίδιο. Πολλά ομοειδή καταστήματα είχαν ανοίξει στον Πειραιά από το 1923 και μετά. Όμως ο Κουντουράς επιδόθηκε με θέρμη στην Παρασκευή Σμυρναίικων γλυκών, που σε ταξίδευαν με τη γεύση τους πίσω στη χαμένη πατρίδα. Γρήγορα ο ενθουσιασμός των Σμυρνιών που έμεναν στον Πειραιά για τις αυθεντικές γεύσεις της πόλης τους, πέρασε και στους ντόπιους Πειραιώτες.

Από τον Πειραιά στο Νέο Φάληρο

Στη Στοά Ριζάρη έμεινε από το 1922 έως το 1933 παρά τις δυσκολίες που συνάντησε προερχόμενες από τις τρομερές κοινωνικές αλλαγές, τις καταστροφές, τα κινήματα και άλλες αντιξοότητες που στάθηκαν εμπόδιο κατά της οικονομικής άνθησης. 

Το 1933 ο μπάρμπα-Στέλιος (έτσι ήταν γνωστός), θεώρησε ότι θα ήταν καλύτερη μια μεταστέγαση του γαλακτοπωλείου του στο Νέο Φάληρο, όπου ο κόσμος στεκόταν καλύτερα οικονομικά. Το Νέο Φάληρο αποτελούσε τότε το κέντρο της αστικής κοινωνίας. Ο κόσμος αναζητούσε νέες γεύσεις, εκλεπτυσμένες, διαφορετικές. Στεγάστηκε σε ένα στέκι του Νέου Φαλήρου, γνωστό ως «Τζίτζικα». 

Πώς προήλθε η ονομασία «Στάνη»

Στα τέλη του 1938 κατέληξε επί της Πλατείας Κοραή. Η ευκαιρία δόθηκε καθώς είχε μόλις τελειώσει το νέο κτήριο της Ιωνιδείου σχολής το οποίο προσέφερε χώρους προς ενοικίαση. Τα εγκαίνια του κτηρίου της Ιωνιδείου είχαν πραγματοποιηθεί στις 6 Νοεμβρίου 1938. Το όνομα "Στάνη" προτάθηκε στον Κουντουρά από τον Δήμαρχο Πειραιά και πρόεδρο του Ολυμπιακού Μιχάλη Μανούσκο. Και ο λόγος ήταν απλός. 

Ο Στυλιανός Κουντουράς διατηρούσε πραγματική στάνη στον Μαραθώνα, όπου παρήγαγε το γάλα με το οποίο προμήθευε τη «Στάνη» της Πλατείας Κοραής. Καθώς λοιπόν είχε αυτή την ιδιαιτερότητα, αναζητούσε όνομα το οποίο να προσδιορίζει την αγνότητα των υλικών που χρησιμοποιούσε το γαλακτοπωλείο. Με ενθουσιασμό δέχθηκε την πρόταση του Μανούσκου, προτείνοντάς του μάλιστα να είναι και ο επίσημος ανάδοχος, τελώντας τα εγκαίνιά του νέου καταστήματος. 

 

Δεκαετία 1950 η Πλατεία Κοραή με το κτήριο της Ιωνιδείου (στο ισόγειο του οποίου βρίσκεται η "Στάνη") και αριστερά το κτήριο της Δημοσυντήρητης Επαγγελματικής και Οικοκυρικής Σχολής.


Ο Στυλιανός Κουντουράς αφηγείται:

«Είμαι πολύ ευχαριστημένος από την δικαίωση του επαγγελματικού μου μόχθου. Πενήντα έως εξήντα κούρσες έφθαναν στο μαγαζί μου κάθε βράδυ από την Αθήνα, αλλά και από την Γλυφάδα, το Μαρούσι και την Κηφισιά, με κόσμο που αναζητούσε το παγωτό της «Στάνης». Και δεν έτρωγαν μόνο ένα, οι περισσότεροι, αλλά διπλά και τριπλά. Και να ξέρετε, όταν άνοιξα το μαγαζί είχαν βρεθεί πολλοί που με έκλαιγαν…

Γιατί τότε η πλατεία Κοραή δεν παρουσίαζε καμία κίνηση. Κανένας δεν πάταγε κατά την πλευρά μας. Δούλευαν τα κέντρα που βρίσκονταν προς την πλευρά του Δημοτικού Θεάτρου (εννοούσε στην απέναντι πλευρά, που βρισκόταν ο βασικός ανταγωνιστής που ήταν το ζαχαροπλαστείο «Διεθνές»). 

Στην Πλατεία Κοραή τίποτε δεν υπήρχε, ψυχή δεν πατούσε. Όμως, από τότε που άνοιξα, άλλαξαν τα πράγματα. Το μαγαζί μου, που το βάφτισε ο τότε δήμαρχος Μ. Μανούσκος, έγινε αφορμή να μετατοπιστεί η νυκτερινή κίνηση στην Πλατεία Κοραή και να μη φτάνουν τα βράδια του καλοκαιριού οι καρέκλες!»

Στο σημείο αυτό της αφήγησης ο Στέλιος Κουντουράς συγκινείται και θυμάται τον πατέρα του:

«Σαν έκλεισε τα μάτια του στη Σμύρνη, θεός σχωρέστον, πρόλαβε και μούπε τρεις συμβουλές: Να είμαι δίκαιος, να μη θέλω ούτε το κακό του εχθρού μου και πάντα να φροντίζω να έχω σχέσεις με καλύτερούς μου. Τότε, δεν τάχα καλά καταλάβει τα καλά τα λόγια του. Αργότερα, όμως, σαν τ’ ακολούθησα πιστά, είδα πόση σοφία είχε ο γέροντας πατέρας μου». [2]

Τότε ο Στέλιος Κουντουράς για να δικαιολογήσει το γιατί είχε δίκιο ο πατέρας του, εξιστόρησε ένα γεγονός πως όταν είχαν έρθει στην ανάγκη κάποιοι άνθρωποι, που του είχαν κάνει κακό κι εκείνος τους βοήθησε και τους έσωσε, έπεσαν πάνω του και τον φιλούσαν με τα μάτια γεμάτα δάκρια.

 

Η «Στάνη» λειτούργησε για λίγο και ως εστιατόριο

 

Κάτι που είναι ελάχιστα γνωστό είναι το γεγονός πως η »Στάνη» υπήρξε για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα, λίγο πριν από τον πόλεμο και «χορτοφαγικό» εστιατόριο. Την πληροφορία αυτή μας τη μεταφέρει ο λογοτέχνης Χρήστος Λεβάντας ο οποίος σε σχετικό αφιέρωμα στην εφημερίδα "Φωνή του Πειραιώς" γράφει για την περίοδο εκείνη που το κατάστημα λειτουργούσε και ως μαγειρείο. Ο Λεβάντας ήταν πελάτης της "Στάνης" και μέσω αυτής γνώρισε και ανέπτυξε φιλία με τον Στυλιανό Κουντουρά.

Με την έννοια "χορτοφαγικό" εστιατόριο δεν εννοείται ότι απευθυνόταν σε πελάτες που δεν επιθυμούσαν να φάνε κρέας. Αλλά καθώς αυτό ήταν ακριβό, ακόμα και οι εύποροι το κατανάλωναν μια φορά την εβδομάδα. Τότε ο Κουντουράς στην προσπάθειά του να φτιάξει φαγητά οικονομικά, προσιτά σε όλο τον κόσμο, είχε καταρτίσει μενού που δεν περιλάμβανε κρέας.

Στο μαγειρείο της "Στάνης" καθημερινά παρασκευάζονταν όσπρια ή λαδερά φαγητά όπως και πατάτες γιαχνί, σπανακόριζο, γεμιστά με ρύζι και άλλα. Έτσι οι Πειραιώτες πήγαιναν στη «Στάνη» όχι μόνο για αγνό γάλα, γιαούρτια ή ρυζόγαλα αλλά και για φθηνά φαγητά, αφού εξέλιπε από αυτά το κρέας που τα καθιστούσε απλησίαστα στον κόσμο. Αυτή ήταν ακόμα μια εμπορική κίνηση που καταδείκνυε την επιχειρηματική ευφυΐα του Στυλιανού Κουντουρά. Με τον τρόπο αυτό ανταγωνίστηκε τα μαγειριά της οδού Αγίου Σπυρίδωνα (Γιαχνί σοκάκι), που σερβίριζαν μόνο λαδερά και ειδικά πατάτες γιαχνί για να τρώνε όλοι φθηνά. Σύμφωνα με τον Λεβάντα η λειτουργία της "Στάνης" και ως εστιατόριο διήρκεσε μικρό χρονικό διάστημα καθώς ακολούθησε η κατοχή. [1]

Τα καλοκαίρια η «Στάνη» γινόταν επίσης ανάρπαστη για τα παγωμένα γιαούρτια κυπέλλου, αλλά και τα παγωτά καϊμάκι, τα οποία της εξασφάλιζαν πελατεία ακόμα και από την Αθήνα.


Διαφήμιση της Στάνης το 1956 στην εφημερίδα "Φωνή του Πειραιώς"

Η «Στάνη» κατά την διάρκεια της κατοχής

 Ήρθε όμως ο πόλεμος και η κατοχή και ο Στυλιανός Κουντουράς ως πρόσφυγας που ήταν πονούσε και ένιωθε τι σημαίνει πείνα, καθώς και ο ίδιος την είχε βιώσει. Αντίθετα με πολλούς άλλους που κατά την διάρκεια της κατοχής πλούτισαν από την «μαύρη αγορά», εκείνος δεν σκέφτηκε ποτέ να κρατήσει προμήθειες του Μαραθώνα για να τις διαθέσει αντί υπέρογκων ποσών. 

Ό,τι κουβαλούσε καθημερινά από το μαντρί του στον Μαραθώνα το πήγαινε στο μαγαζί του. Αμέσως έξω από αυτό σχηματιζόταν ουρά για αγορά γάλακτος, γιαουρτιών και αβγών στην τιμή της διατίμησης της Αγορανομίας. Ποτέ δεν δημιουργήθηκε το παραμικρό επεισόδιο από τις αρχές ή από τον κόσμο για προϊόντα που είχε και δεν διέθετε ή που απόκρυπτε όπως άλλοι έπρατταν.




Θυμάται ο ίδιος τα χρόνια εκείνα: "Ποτέ δεν μου έκαναν φασαρία κι ας ήτανε μέρες τόσο άγριες και το γάλα ή το γιαούρτι ήταν περιζήτητο".

Την άλλη ημέρα ξανάμπαιναν στην ουρά από τη νύχτα για να τους μοιράσει ο Κουντουράς δίκαια το γάλα.

Ο Χρήστος Λεβάντας προσθέτει ένα επεισόδιο που συνέβη κατά την διάρκεια των επίσης ταραγμένων χρόνων που ακολούθησαν. Αυτό το επεισόδιο το διηγείται ο γνωστός λογοτέχνης:

"Ένα πρωινό του 1947 τον ξύπνησα στο σπίτι και του είπα πως τον ζητούσε η Αγορανομία. Ένας αστυφύλακας πήγε για δεύτερη φορά στο μαγαζί και διεμήνυσε πως ζητάει να μιλήσει με τον ιδιοκτήτη ο διοικητής. Ανήσυχος τότε ο μπάρμπα-Στέλιος πετάχτηκε από το κρεβάτι του, ντύθηκε και γραμμή τράβηξε στην Αγορανομία. Τον υποδέχθηκε ένας αστυνόμος.

-Κάθισε , μπάρμπα-Στέλιο. Θα πάρεις καφέ;

Ο Κουντουράς που περίμενε άλλη υποδοχή, που δεν ήξερε γιατί τον ζητούσαν, σάστισε.

-Ας πάρω έναν καφέ, είπε

Στο μεταξύ περίμενε να ακούσει γιατί τον ζητούσαν, με αγωνία. Τι να συμβαίνει έλεγε με το μυαλό του. Αλλά λέξη ο αστυνόμος. Κάποτε έφτασε ο διοικητής της Αγορανομίας Πειραιά, αστυνομικός διευθυντής Μπαϊλάκης και τον κάλεσε να πάει στο γραφείο του. Ο Μπαρμπα-Στέλιος μπήκε μέσα με κομμένα τα γόνατα. Αλλά νέα έκπληξη τον περίμενε.

-Θα πάρεις καφέ, μπάρμπα-Στέλιο; του είπε φιλικά ο Μπαϊλάκης.

Τάχασε πάλι ο Κουντουράς και δε βάσταξε:

-Αμάν, κύριε Διοικητά, πείτε μου τι με θέλετε, γιατί η ψυχή μου ανέβηκε ως τον ουρανό.

Έσπασε στα γέλια ο Μπαϊλάκης. Και αφού τον καθησύχασε του είπε το "μυστικό":

-Να μωρέ μπάρμπα-Στέλιο, οι γαλατάδες της Αθήνας ζητήσανε αύξηση. Η τηλεφώνησαν από το υπουργείο, από την διεύθυνση της Αγορανομίας, να σε καλέσουμε και να σε ρωτήσουμε, αν είναι δίκαιη η αύξηση που ζητάνε κι αν πρέπει να εγκριθεί.

Μόνο που δεν λιποθύμησε ο μπάρμπα-Στέλιος από τη συγκίνησή του. Ποτέ δεν περίμενε πως ολόκληρο υπουργείο θα περίμενε με εμπιστοσύνη την δική του γνώμη για να πάρει απόφαση!

Ο μπάρμπα-Στέλιος έκανε τους υπολογισμούς του κόστους κι αποφάνθηκε:

-Δίκιο είχαν οι Αθηναίοι γαλατάδες. Όχι όμως όσο ζητούσαν, αλλά τόσο που έβγαινε το άθροισμα. Και έκανε κίνηση κι έδειξε ο μπάρμπα-Στέλιος το πραγματικό ποσό της αύξησης.

Έτσι εκδόθηκε η αγορανομική διάταξη με το ποσό και τη σύμφωνη γνώμη του μπάρμπα-Στέλιου". [3]

Ο Στυλιανός Κουντουράς πέθανε το καλοκαίρι του 1957 και πλήθος κόσμου παρευρέθηκε στην κηδεία του. Κάθε χρόνο η σύζυγός του Αργυρώ τελούσε μνημόσυνο στον Άγιο Κωνσταντίνο όπου πλήθος κόσμου, ευεργετημένων της κατοχής, πήγαιναν για να τιμήσουν τη μνήμη του. [4]

Η λειτουργία της «Στάνης» συνεχίστηκε μετά τον θάνατό του από τους απογόνους του, φυσικά μόνο ως γαλακτοπωλείο-ζαχαροπλαστείο. Είναι από τα λίγα μαγαζιά στον Πειραιά όπου συνεχίζει μέχρι και τις μέρες μας τη λειτουργία του από τα προπολεμικά χρόνια. 


Πηγές:

Εφημερίδες ημερήσιου τύπου και ειδικότερα οι:

[1] Εφημερίδα "Φωνή του Πειραιώς", φ. 14 Ιουνίου 1957, σελ. 1

[2] Εφημερίδα "Φωνή του Πειραιώς", φ. 18 Οκτωβρίου 1954, σελ. 1

[3] Εφημερίδα "Φωνή του Πειραιώς", φ. 18 Οκτωβρίου 1954, σελ. 4

[4] Εφημερίδα "Φωνή του Πειραιώς", φ. 14 Ιουνίου 1957, σελ. 1

Το κανόνι της Φρεγάδας. Μια συνεισφορά του Πειραιά στον αγώνα των Κρητών

 



του Στέφανου Μίλεση

Χάρη στο ημερολόγιο του Κρητικού Κώστα Γενεράλη, διασώθηκε ένα επεισόδιο του κρητικού αγώνα, που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά σε εφημερίδα του Πειραιά το 1897. Έκτοτε επαναλήφθηκε η δημοσίευση, σε διαφορετικές εκδοχές, σε πολλές άλλες πειραϊκές εφημερίδες. Από όλες τις εκδοχές επέλεξα ως πληρέστερη εκείνη που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς» του 1959.[1]

Οι επαναστατημένοι Κρητικοί είχαν καταφέρει να απελευθερώσουν το μεγαλύτερο μέρος του νησιού και να περιορίσουν του Τούρκους εντός των οχυρωμένων θέσεων, του λεγόμενους «κουλέδες». Επρόκειτο ουσιαστικά για απόρθητα φρούρια της εποχής. Οι Κρητικοί με τον ελαφρύ οπλισμό που διέθεταν, αδυνατούσαν να προσβάλουν τις οχυρωμένες θέσεις τους. Χρειάζονταν ένα ισχυρό κανόνι που θα πρόσβαλε τα τείχη και θα τα γκρέμιζε. Και ένα τέτοιο κανόνι, κατάλληλο για τους Κρητικούς, υπήρχε στον Πειραιά!

Το 1897 πολλοί άνδρες που ανήκαν στο στρατό και στο ναυτικό θεωρούσαν τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης απαράδεκτη. Δεν ανέχονταν η Ελλάδα να μην αναμιγνύεται ενεργά στην κρητική υπόθεση, όταν στο νησί όλοι πολεμούσαν. Αποτέλεσμα αυτής της στάσης ήταν πολλοί άνδρες να εγκαταλείπουν το στράτευμα και να κατατάσσονται εθελοντές στον κρητικό αγώνα.

Στον προλιμένα του Πειραιά από το 1892 βρισκόταν αραγμένη η ατμοκίνητη φρεγάτα ΕΛΛΑΣ, που λόγω ηλικίας θεωρείτο πλέον σκαρί ξεπερασμένο. Χρησιμοποιούταν ως έδρα της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, αφού το κτήριο της σχολής δεν είχε ακόμα αναγερθεί. Όσοι αντίκρυζαν το ξύλινο αλλά επιβλητικό σκαρί της εντυπωσιάζονταν [2]. 



Την αποκαλούσαν με σεβασμό απλά ως «Φρεγάδα». Σε αυτήν υπηρετούσαν υπαξιωματικοί και ναύτες που ήταν ένθερμοι πατριώτες και που ανήκαν στην κατηγορία εκείνη που είχαν λάβει την απόφαση να πολεμήσουν εθελοντές στην Κρήτη ή να συνδράμουν με όποιο μέσο μπορούσαν τον αγώνα.  Αυτοί σκέφτηκαν ότι ήταν αμαρτία τόσα κανόνια και βαρύς οπλισμός της «φρεγάδας» να βρίσκονται ανενεργά και παρατημένα στο κατάστρωμά της, όταν στην Κρήτη εναγωνίως αναζητούσαν ένα μόνο κανόνι. 

Μετά από πολλούς δισταγμούς αποφάσισαν τελικά να αποστείλουν ένα από κανόνια της φρεγάτας στην Κρήτη. Τη νύχτα της 22ας προς την 23 Αυγούστου 1897 [3] ένα κανόνι φορτώθηκε κρυφά σε μια λέμβο. Αυτή θα συναντούσε μια άλλη λέμβο, που με τη σειρά της θα το μετέφερε στο «Μίνα». Το ατμόπλοιο "Μίνα" είχε κανονιστεί να παραλάβει εθελοντές από τον Πειραιά και να τους μεταφέρει στην Κρήτη. Των εθελοντών αυτών που ως προς τον αριθμό τους έφταναν τους διακόσιους, ενώ ως προς την καταγωγή τους στο μεγαλύτερο μέρος τους ήταν Λάκωνες, ηγείτο ο επίσης Μανιάτης Γεώργιος Πετροπουλάκης. Ένας από τους άνδρες της δύναμης ήταν και ο Κώστας Γενεράλης από τον οποίο διασώθηκε η περιγραφόμενη ιστορία. 

Πραγματικά μετά τις δέκα το βράδυ η λέμβος με το κανόνι πλησίασε την ακτή Ξαβερίου. Στο ύψος του Βασιλικού περιπτέρου από θαλάσσης, μια δεύτερη λέμβος τους προσέγγισε. Σε αυτήν επέβαιναν έξι από τους εθελοντές που θα επιβιβάζονταν στο «Μίνα» για την Κρήτη. Ανάμεσά τους ήταν ο ανθυπολοχαγός Γραβάνης και ο ανθυπίατρος Μεταξάς, δύο γνωστοί για τις θέσεις τους αξιωματικοί, καθώς συγκαταλέγονταν ανάμεσα σε εκείνους που εγκατέλειπαν το στράτευμα για να πολεμήσουν. 

Η Κρήτη Ανάγλυφος. Φιλοτεχνήθηκε το 1937 και διακοσμεί τον εσωτερικό χώρο της Αδελφότητας Κρητών "Η ΟΜΟΝΟΙΑ".


Το κανόνι επιβιβάστηκε στην δεύτερη βάρκα με τους έξι εθελοντές. Στη συνέχεια περίμεναν μέσα στη βάρκα να φανεί το ατμόπλοιο «Μίνα». Το μικρό σκαρί φάνηκε στον ορίζοντα, όμως αντί να εισέλθει μέσα στο εμπορικό λιμάνι, άγνωστο για ποιο λόγο, τράβηξε ρότα για το λιμάνι Ζέας (Πασαλιμάνι). Οι έξι εθελοντές πανικοβλήθηκαν διότι πίστεψαν ότι το σχέδιο είχε προδοθεί ή ότι η επιχείρηση θα αναβαλλόταν. Παρόλα αυτά επιδόθηκαν στο κουπί για να καλύψουν την τεράστια απόσταση για μια απλή βάρκα κατάφορτη μάλιστα με ένα κανόνι. Η προσπάθειά τους ανταμείφθηκε διότι και το «Μίνα» πρόλαβαν και το κανόνι φόρτωσαν σε αυτήν. Το «Κανόνι της Φρεγάδας» πραγματικά προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στην Κρήτη. Το παράξενο της ιστορίας όμως ήταν, ότι όταν τερματίσθηκε ο κρητικός αγώνας -συνεπεία της αναγνώρισης της ελευθερίας της Κρήτης- το κανόνι επιστράφηκε πίσω στον Πειραιά! Φορτώθηκε και πάλι στο ΕΛΛΑΣ, ενώ ο άνδρες του πληρώματός της που είχαν προβεί στην ενέργεια αρπαγής του, αφού πρώτα ταλαιπωρήθηκαν από το Ναυτοδικείο Πειραιώς, τελικώς αθωώθηκαν και επέστρεψαν στην υπηρεσία τους, όπως συνέβη και με όλους εκείνους που εγκατέλειψαν το στράτευμα για χάρη του κρητικού αγώνα.   



[1] Εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς», Ιωάννης Σκορδίλης, Το κανόνι της Φρεγάδας, φ. 2 Νοεμβρίου 1959.

[2] Επρόκειτο για το πρώην «Αμαλία» που μετά την εκθρόνιση του βασιλικού ζεύγους Όθωνα και Αμαλίας, μετονομάστηκε σε «Ελλάς».

[3] Κάποιες εκδοχές της ιστορίας την τοποθετούν ίδια ημερομηνία αλλά το 1895.


Το αρχαίο Θέατρο της Ζέας και η χαμένη βυζαντινή εκκλησία.



του Στέφανου Μίλεση

 

Με εξαίρεση το μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα και το ναΐσκο του Αγίου Διονυσίου, δεν καταγράφηκε ιστορικά η ύπαρξη άλλων εκκλησιών στην περιοχή του Πειραιά πριν από την επανίδρυσή του Δήμου το 1835. Ωστόσο η ύπαρξη μια ακόμα εκκλησίας βυζαντινού ρυθμού, αρχαιότερη όλων, καταγράφηκε δύο φορές σε σχέδια που απείχαν μεταξύ τους τριάντα τουλάχιστον χρόνια! Η πρώτη καταγραφή σημειώθηκε το 1850 ενώ η δεύτερη το 1880. Κι όμως η βυζαντινή αυτή εκκλησία δεν υπάρχει πλέον παρά το γεγονός ότι αν διατηρείτο θα ήταν η αρχαιότερη στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά.

Ένα από τα σωζόμενα αρχαία μνημεία του Πειραιά είναι και το μικρό θέατρο της Ζέας δίπλα στο μεταγενέστερα οικοδομημένο αρχαιολογικό μουσείο Πειραιά. Φυσικά το θέατρο της Ζέας δεν ήταν το μοναδικό στην πόλη, διότι γνωρίζουμε από τον Θουκυδίδη ότι ένα ακόμα θέατρο υπήρχε στην δυτική πλευρά του λόφου της Μουνυχίας (Καστέλλας). Μερικά αρχαιολογικά ευρήματα κατέγραψαν την ύπαρξή του κατά το έτος 1880 αλλά δυστυχώς τίποτε άλλο δεν διασώθηκε από αυτό λόγω της ανεξέλεγκτης οικοδομικής δραστηριότητας. Η ύπαρξη δύο θεάτρων σε μια πόλη φανερώνει την ακμή, το μέγεθος και τον πλούτο της.

 


Το θέατρο της Ζέας κατέστη το μοναδικό σωζόμενο αρχαίο θέατρο στον Πειραιά. Το 1880 και 1884 έγινε η συστηματική ανασκαφή του και αποκαλύφθηκε η μορφή του. Από επιγραφικές ενδείξεις, από γράμματα δηλαδή που ήταν χαραγμένα σε λίθους των κατωτέρων βαθμίδων οι αρχαιολόγοι συμπέραιναν ότι επρόκειτο περί θεάτρου του 2ου π.Χ. αιώνα.

Δεκατέσσερις κλίμακες απλώνονταν ακτινοειδώς στις δεκατρείς κερκίδες του θεάτρου ενώ στο μέσο διακόπτονταν από ένα πλατύ διάζωμα. Με τον τρόπο αυτό το ανώτερο τμήμα του θεάτρου διπλασιαζόταν φτάνοντας τις 26 κερκίδες. Τέτοιο διπλασιασμό με τη χρήση μέσου πλατιού διαζώματος συναντούμε στο θέατρο του Διονύσου της Αθήνας αλλά και στο θέατρο της Επιδαύρου. Επρόκειτο συνεπώς για ένα ευρύχωρο θέατρο με ομοιότητα προς το θέατρο Διονύσου της Αθήνας. [2]

Όπως καταγράφει ο ιστορικός του Πειραιά Ιωάννης Μελετόπουλος [1], όταν αποφασίστηκε η ίδρυση της σύγχρονης πόλης του Πειραιά, το 1834 καταρτίστηκε σχέδιο πόλεως από τους Κλεάνθη, Σάουμπερτ και Κλέντσε. Σε αυτό έθεσαν εκτός σχεδιασμού την έκταση που αντιστοιχούσε στο αρχαίο θέατρο της Ζέας, καθώς εξ αρχής ήταν ορατά τα ερείπιά του. Έτσι ενώ τον υπόλοιπο Πειραιά φρόντιζαν να τον τεμαχίζουν σε τετράγωνα που προορίζονταν για οικοδόμηση, το συγκεκριμένο χώρο δεν τον τεμάχισαν, αλλά σημείωσαν για αυτόν την ένδειξη «Αρχαίο Θέατρο».

 


Το 1857 πραγματοποιήθηκε αλληλογραφία μεταξύ του Εφόρου Αρχαιοτήτων Πιττάκη και του Υπουργείου Παιδείας που αφορούσε στην απαλλοτρίωση της έκτασης του αρχαίου θεάτρου. Σε αυτήν διασώθηκε ένα συμβόλαιο (με αριθμό 1717) στο οποίο γίνεται αναφορά στη βυζαντινή εκκλησία και ειδικώς στο "Άγιον Βήμα" της που διασωζόταν ακέραιο [3].

 

Με σταυρό σημειώνεται στο σχέδιο του 1880 η αποτύπωση της χαμένης μοναδικής Βυζαντινής εκκλησίας του Πειραιά στη συμβολή των σημερινών οδών Φιλελλήνων και Πραξιτέλους. (Σχέδιο που εκπονήθηκε από τον Χάγιερ).


Το 1880 στη συμβολή των οδών Πραξιτέλους και Φιλελλήνων  αποκαλύφθηκε μέρος των κερκίδων του αρχαίου θεάτρου και ειδοποιήθηκε άμεσα το υπουργείο Παιδείας. Αυτό φρόντισε να εξασφαλίσει δια αγοράς ολόκληρη την έκταση από τους 12 συνολικά ιδιοκτήτες (κατ'  άλλους 18), που την κατείχαν. Συνάφθηκαν ισάριθμα συμβόλαια αγοραπωλησίας ενώ ο Δήμος Πειραιώς ανέλαβε για την περιτοίχιση της έκτασης καθώς κατανόησε τη σημασία διάσωσης ενός αρχαίου θεάτρου για την πόλη. Τότε καταρτίστηκε και δεύτερο σχεδιάγραμμα στο οποίο επίσης καταγράφεται η βυζαντινή εκκλησία, όπως είχε καταγραφεί και τριάντα έτη προγενέστερα. Η αρχαιολογική εταιρεία αγόρασε τελικώς όλη την έκταση σε δύο χρονιές (το 1882 και το 1883). 

Η Βυζαντινή εκκλησία δεν ήταν μόνη της καθώς αργότερα βρέθηκαν και μερικοί τάφοι βυζαντινής εποχής στην οδό Αλκιβιάδου, μοναδικά ίχνη της βυζαντινής περιόδου στον Πειραιά. 


Η ανέγερση όμως του κτηρίου του παλαιού αρχαιολογικού μουσείου Πειραιά προκάλεσε την εξαφάνισή της. Έτσι χάθηκε η βυζαντινή εκκλησία του Πειραιά, που πιθανότατα θα ήταν η αρχαιότερη όλων.

  

Το αρχαίο Θέατρο της Ζέας την δεκαετία του 1970




[1Εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ», Σάββας Παπαδόπουλος «Πώς κατεστράφη το αρχαίον θέατρον του Πειραιώς», φ. 2 Ιουνίου 1959

[2] Εφημερίδα "ΝΕΟΙ ΣΚΟΠΟΙ", Ι. Παπαδημητρίου Εφόρου Αρχαιοτήτων, "Το αρχαίον θέατρον του Πειραιώς", φ. 20 Μαρτίου 1957, σελ. 1

[3] Στην αλληλογραφία υπήρχε συνημμένο και ένα πωλητήριο του Οθωμανικού έτους 1229 (χριστιανικό έτος 1814) σύμφωνα με το οποίο ο Χουσεΐν Πασάς Σαντατζίκο κάτοικος Αθηνών, ανέφερε ενώπιον μαρτύρων ότι στον τόπο καλουμένον Πειραιεύς είναι κύριος και κάτοχος έξι στρεμμάτων χωραφιού εντός του οποίου υπάρχει μια ερειπωμένη εκκλησία μεθ΄ όλων των παραρτημάτων και παρακολουθημάτων, που επώλησε στον Αθηναίο Γιακουμή Τούντα αντί 150 γροσίων. Σχετικώς με το κτίσμα της εκκλησίας ο Πιττάκης διέκρινε να διαγράφεται ολοκάθαρα το Άγιον Βήμα. Η έκταση πέριξ αυτής, ήταν διάσπαρτη από αρχαία λείψανα απλωμένα σε έξι στρέμματα περίπου. Η έκταση λόγω των αρχαίων λειψάνων ήταν πετρώδης και για αυτό δεν καλλιεργήθηκε ποτέ στο παρελθόν. Για αυτούς τους λόγους και παρακαλεί το υπουργείο Παιδείας να προβεί στην αγορά της καθώς έχει εθνική σημασία και θα πρέπει να υπάρξει διαφύλαξη τόσο των αρχαίων ευρημάτων όσο και της βυζαντινής εκκλησίας. 



Το ιδιωτικό Σχολείο Στοιχειώδους Εκπαίδευσης Αρχιμανδρίτη Κύριλλου Γεωργιάδου

 



του Στέφανου Μίλεση

Η ιδιωτική εκπαίδευση στον Πειραιά στα τέλη του 19ου  και αρχές του εικοστού αιώνα αποτελεί ένα τεράστιο κεφάλαιο που χρήζει ειδικής έρευνας. Η άνθηση της ιδιωτικής μέσης εκπαίδευσης την περίοδο εκείνη -διήρκεσε μέχρι και τα μέσα του 2ου αιώνα- είχε να κάνει κύρια με τη μεγάλη τεκνοποιία που εμφάνιζαν οι οικογένειες παρά τα οικονομικά και άλλα κοινωνικά προβλήματα που υπήρχαν. Η προσπάθεια καταπολέμησης του αναλφαβητισμού αποτελούσε μια ακόμα αιτία για την οποία η σχετική νομοθεσία κατέβαλε ιδιαίτερη μέριμνα.

Ένα από τα ιδιωτικά σχολεία του Πειραιά, που σχετικά παραμένει άγνωστο στις μέρες μας, ήταν και το Σχολείο Στοιχειώδους Εκπαίδευσης του Αρχιμανδρίτου Κύριλλου Γεωργιάδου που εκτελούσε καθήκοντα Αρχιερατικού Επιτρόπου (ο Πειραιάς ακόμα δεν διέθετε δική του Μητρόπολη). Η λειτουργία του σχολείου άρχισε περί τα τέλη του 19ου αιώνα έχοντας έδρα τον Πειραιά σε οίκημα ευρισκόμενο στη συμβολή των οδών Αρτέμιδος (νυν Χαριλάου Τρικούπη) και Φίλωνος.

Παρά το γεγονός ότι το εν λόγω σχολείο δεν ήταν από εκείνα που η επωνυμία τους αποτελεί σήμερα σημείο αναφοράς στην ιστορία της ιδιωτικής εκπαίδευσης (συγκρινόμενο με άλλες επωνυμίες), πολλοί και επώνυμοι Πειραιώτες υπήρξαν απόφοιτοί του. Ενδεικτικά αναφέρονται οι Δημήτρης Καμπέρος (Τρελοκαμπέρος) μετέπειτα πρώτος στρατιωτικός αεροπόρος στην Ελλάδα, ο Σ. Σαχτούρης απόγονος της γνωστής ναυτικής οικογένειας που είχε εγκατασταθεί στον Πειραιά από τα μέσα του 19ου αιώνα (σε αυτήν οφείλεται και η ονοματοθεσία της ομώνυμης οδού), ο Μάτσας μετέπειτα εφοπλιστής και πολλοί άλλοι.

Στις τάξεις των διδασκόντων συναντούμε την Ασπασία Τσιτσίνη και τον Καθηγητή Γαλλικής γλώσσας Μεζεβύρη ο οποίος είχε εγγράψει στο σχολείο που δίδασκε τον γιο του, τον μετέπειτα Ναύαρχο Μεζεβύρη που έφτασε μέχρι και Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού.

Το 1901 ο διευθυντής του σχολείου Κύριλλος Γεωργιάδης θα διοριστεί προσωρινός ηγούμενος της Ιεράς Μονής Πεντέλης. 

Όμως το 1908 ο Κύριλλος Γεωργιάδης θα διοριστεί στις Η.Π.Α. σε ελληνική εκκλησία στο Σικάγο από όπου θα προσφέρει τις υπηρεσίες του στην ελληνική ομογένεια της πόλης. Πριν όμως από την εκεί τοποθέτησή του, είχε προηγηθεί στην Ελλάδα από την Ιερά Σύνοδο απόφαση προσωρινής καθαίρεσης λόγω περιστατικού που δεν έγινε ποτέ γνωστό. Ο Αρχιμανδρίτης σε αναθεώρηση της απόφασης πέτυχε την επάνοδό του στο αξίωμα και την μετάθεσή του στις Η.Π.Α. από όπου δεν επέστρεψε ποτέ.  

Στη φωτογραφία της ανάρτησης τα παιδιά του σχολείου σε ομαδική φωτογράφιση του 1895 μπροστά από την Έπαυλη Σκουλούδη στη Φρεαττύδα. 

(Πηγές: 

- "Πειραϊκό ιστορικό αρχείο" Ιωάννου Μελετόπουλου

- Δημοσιεύματα ημερήσιων εφημερίδων)


Σχολή Εμποροπλοιάρχων «ΤΡΙΑΙΝΑ» (1919). Μια από τις αρχαιότερες ιδιωτικές σχολές που λειτούργησαν στον Πειραιά.

Δεκαετία 1920. Τα διδακτήρια της Σχολής Εμποροπλοιάρχων ΤΡΙΑΙΝΑ



του Στέφανου Μίλεση

Μια από τις αρχαιότερες ιδιωτικές σχολές Εμποροπλοιάρχων λειτούργησε στον Πειραιά, στην οδό Κολοκοτρώνη 39.

Υπήρχε μια αυλή στο βάθος της οποίας μπροστά από ένα κτήριο δέσποζε μια πινακίδα που ανέγραφε «Ναυτική Σχολή Τρίαινα. Εγκεκριμένη». 

Η σχολή αυτή ιδρύθηκε από τους Δ. Ραζικώτσικα υποπλοιάρχο Π.Ν. και Νικόλαο Λεκκό, καθηγητή Μαθηματικών, τον Φεβρουάριο του 1919. Έδρα της αρχικά ήταν η Αθήνα όπου λειτούργησε με την απλή επωνυμία «Σχολή Εμποροπλοιάρχων» χωρίς άλλο προσδιορισμό. Η εξήγηση οφείλεται μάλλον στο γεγονός ότι ήταν μοναδική ιδιωτική σχολή αυτού του τύπου. Το 1919 δεν λειτουργούσαν άλλες ιδιωτικές σχολές Εμποροπλοιάρχων, ωστόσο αν και μοναδική δεν υπήρξε η πρώτη. Είχε λειτουργήσει πριν από αυτήν, αλλά για μικρό χρονικό διάστημα, μια άλλη ιδιωτική Σχολή Εμποροπλοιάρχων με την επωνυμία «Ιθάκη» του Σταθάτου, η οποία όμως διέκοψε τις εργασίες της.

Τον Δεκέμβριο του 1922 η Σχολή Εμποροπλοιάρχων αποφάσισε να μεταφέρει την έδρα της στον Πειραιά, καθώς την περίοδο εκείνη λειτουργούσε ναυτικό φροντιστήριο για την προετοιμασία υποψηφίων για τις εξετάσεις Εμποροπλοιάρχων του Δημητρίου Μπεράτη, επίσης αξιωματικού του Πολεμικού Ναυτικού. Ύστερα από συνεννόηση αποφασίστηκε  η συγχώνευση της σχολής Εμποροπλοιάρχων με το ναυτικό φροντιστήριο και οι δύο σχολές λειτούργησαν πλέον κάτω από την επωνυμία «Τρίαινα» καθώς οι συνέταιροι ήταν πλέον τρεις στον αριθμό. Αποφασίστηκε οριστική έδρα της Σχολής να είναι ο Πειραιάς.

Ο Δ. Μπεράτης, αξιωματικός Π.Ν. που διατηρούσε ναυτικό φροντιστήριο στον Πειραιά. Το φροντιστήριό του συγχωνεύθηκε με τη Σχολή Εμποροπλοιάρχων των Ραζικώτσικα και Λεκκού και έτσι δημιουργήθηκε η "ΤΡΙΑΙΝΑ"

Στην αρχή καθώς ο αριθμός των φοιτούντων ήταν περιορισμένος, οι καθηγητές της σχολής ελλείψει άλλου χώρου, δίδασκαν εντός αίθουσας της Πανελλήνιας Ένωσης Πλοιάρχων, έναντι μικρού μισθώματος για τη χρήση της. Καθώς τον Αύγουστο του 1924 η Σχολή απέκτησε το νόμιμο δικαίωμα να παρέχει πτυχία Εμποροπλοιάρχων σε όσους πετύχαιναν στις προβλεπόμενες εξετάσεις, ο αριθμός των σπουδαστών μεγάλωσε. Τότε κατέστη ανάγκη η ανεύρεση ιδιόκτητου οικήματος.

Η σχολή στις αρχές του 1926 μετακόμισε οριστικά σε κτήριο ιδιοκτησίας της επί της οδού Κολοκοτρώνη 39. Απέκτησε πλέον χαρακτήρα Σχολής Αξιωματικών Ε.Ν. καθώς αποτελείτο από τα εξής τμήματα:

Α) Τμήμα Εκπαιδεύσεως για πτυχίο πλοιάρχου α’ τάξεως

Β) πτυχία για αξιωματικούς καταστρώματος και πλοιάρχους ιστιοφόρων

Γ) πτυχία για κυβερνήτες ιστιοφόρων και Ναυκλήρων ατμόπλοιων.

Το 1927 η Διεύθυνση Εμπορικής Ναυτιλίας καθόρισε τα γραμματικά προσόντα για τους υποψήφιους Εμποροπλοιάρχους, σύμφωνα με τα οποία απαιτείτο απολυτήριο Σχολαρχείου. Όμως την εποχή εκείνη ο νόμος προέβλεπε ότι όσοι τελείωναν σχολαρχείο, μπορούσαν να ναυτολογηθούν σε πλοία και να αποκτήσουν αντίστοιχα διπλώματα, συμπληρώνοντας καθορισμένη ναυτική υπηρεσία. Οι σχολές δηλαδή δεν αποτελούσαν απαραίτητη προϋπόθεση. Δεδομένου λοιπόν ότι με τον τρόπο αυτό οι υποψήφιοι πλοίαρχοι με τη ναυτολόγηση έγραφαν υπηρεσία λαμβάνοντας και χρήματα, προτιμούσαν τα καράβια από τα θρανία. Έτσι αποφασίστηκε ο χρόνος φοίτησης στη σχολή να είναι μόνο τέσσερις μήνες, με πεντάωρο καθημερινή παρακολούθηση, από τις 16.00 έως 21.00 εξαιρουμένων Κυριακών και αργιών.

Τελειώνοντας την τετράμηνη σχολή μπορούσε κάποιος με τη μισή ναυτική υπηρεσία από ότι ένας όμοιός του που είχε επιλέξει τη ναυτολόγηση, να αποκτήσει το δικαίωμα συμμετοχής στις εξετάσεις για την απόκτηση διπλώματος.

Το Διοικητικό Συμβούλιο της Σχολής αποτελείτο από τους ιδρυτές της, μεταξύ των οποίων κάθε έτος εκλεγόταν Διευθυντής, ταμίας και γραμματέας. Με τον τρόπο αυτό, οι τρεις συνιδρυτές ασκούσαν καθήκοντα διευθυντή διαδοχικά ο ένας ύστερα από τον άλλο. Το 1924 είχε αποφασιστεί να προστεθεί στο συμβούλιο ένας ακόμα, ο Αντιπλοίαρχος Θ. Φάρος ο οποίος όμως ύστερα από μικρό χρονικό διάστημα απεβίωσε. Τιμής ένεκεν η εικόνα του αναρτήθηκε σε μια από τις αίθουσες της σχολής.

Ο Αντιπλοίαρχος Θ. Φάρος υπήρξε για μικρό χρονικό διάστημα μέλος του Δ.Σ. της Σχολής


Οι μαθητές της σχολής διδάσκονταν 14 μαθήματα από 9 καθηγητές, που ήταν οι εξής:

Ναυτικών Εκθέσεων: Χ. Παπαθεοδώρου, Λιμενάρχης Β’.

Μαθηματικών: Ν. Λεκκός, Καθηγητής Σχολής Δοκίμων Π.Ν.

Ναυτιλίας, υπολογισμών και Ραδιοναυτιλίας: Δ. Ραζικώτσικος, (στο μεταξύ είχε προαχθεί στο βαθμό του Αντιπλοιάρχου Π.Ν.)

Ναυτικής Κοσμογραφίας: Αθ. Παπαθανασίου

Ναυτικού Δικαίου: Θ. Γρηγοράκης, Επιλιμενάρχης Πειραιώς.

Ναυτικής τέχνης και ναυτικών όρων: Ι. Κοριαλός, Πλοίαρχος Ε.Ν.

Ναυπηγίας και ναυτικών μηχανών: Α. Φιλίππου

Ναυτικής Υγιεινής: Κ. Φιλαδελφεύς, αρχίατρος Π.Ν.

Πηδαλιουχίας και σημάτων: Ε. Σπυριδωνίδης, αρχικελευστής Π.Ν., διπλωματούχος πλοίαρχος Ε.Ν.

Το κτήριο της Σχολής «Τρίαινα» διέθετε τρία ευρύχωρα διδακτήρια όπου γίνονταν τα μαθήματα.

Διέθετε επίσης και βιβλιοθήκη, ενώ οι καθηγητές της είχαν συγγράψει σχετικά συγγράμματα και βιβλία για τα μαθήματα που ο καθένας εξ αυτών δίδασκε. Σήμερα τα βιβλία με τη σήμανση «Τρίαινα» θεωρούνται σπάνια. Η Σχολή διέθετε τα απαραίτητα επιστημονικά όργανα όπως εξάντες, χρονόμετρα, ουρανόσφαιρες, χάρτες, βαρόμετρα, σχεδιαγράμματα κ.α. απαραίτητα για τη ναυτική τέχνη. Η «Τρίαινα» από το 1919 (στην αρχική της μορφή) μέχρι και την δεκαετία του 1950 είχε απονείμει πτυχία πλοιάρχου σε περισσότερους από 500 σπουδαστές, αριθμό που αντιστοιχούσε στο ένα τέταρτο των διπλωματούχων πλοιάρχων που υπηρετούσαν στο ελληνικό εμπορικό ναυτικό.


(Πηγές:

-      Τ. Γ. Κοκκίνης «Τρίαινα. Η Σχολή Εμποροπλοιάρχων», περιοδικό «Ναυτική Ελλάς» τ. 1953

-      Δημοσιεύματα Ημερήσιου Τύπου)

Το πειραϊκό παζάρι της οδού Αλιπέδου, που γεννήθηκε από τη φωτιά του 1929.



του Στέφανου Μίλεση

 

Μετά την Μικρασιατική καταστροφή του 1922 η Πλατεία Καραϊσκάκη είχε μεταβληθεί σε έναν συνοικισμό από παραπήγματα, που σκοπό είχαν να στεγάσουν πρόχειρα τους καταταλαιπωρημένους πρόσφυγες. Κατασκευασμένα με πρόχειρα υλικά, τσίγκους, λαμαρίνες και ξύλα από τα καφάσια της κοντινής δημοτικής αγοράς στέγασαν τον πρώτο καιρό της ταλαιπωρημένες οικογένειες των προσφύγων. Το ίδιο είχε συμβεί άλλωστε και με τις περισσότερες πλατείες και τις υπόλοιπες ελεύθερες εκτάσεις στον Πειραιά. 

Όμως η σπουδαία θέση της Πλατείας Καραϊσκάκη, την καθιστούσε ξεχωριστή καθώς βρισκόταν στην καρδιά του εμπορικού λιμένα, απέναντι ακριβώς από τη Δημοτική αγορά της πόλης και δίπλα στα Λεμονάδικα. 

Καΐκια ξεφορτώνουν στα "Λεμονάδικα".

Γρήγορα αυτή η θέση της την κατέστησε από κέντρο προσωρινής στέγασης, σε κέντρο μικρεμπορίου. Εκατοντάδες μικρά παραπήγματα ξεκίνησαν να λειτουργούν ως άτυπες εμπορικές επιχειρήσεις πουλώντας μανουάλια, κορνίζες, πίνακες ζωγραφικής, βάζα, οικιακά είδη αλλά και εργαλεία, ναργιλέδες, καντήλια και εικόνες, σίδερα, μουσικά όργανα και οτιδήποτε μπορούσε να φανταστεί κανείς, κουβαλημένα όλα στα χέρια από τους ίδιους τους πρόσφυγες κατά την μαρτυρική τους έξοδο για τη σωτηρία ή περισυλλεγμένα ως άχρηστα από τις αστικές οικογένειες των καλών συνοικιών της πόλης. 

Μικροί στενοί διάδρομοι επέτρεπαν το πέρασμα στους ενδιαφερομένους. Κάποιες απ’  αυτές τις παράγκες αντί εμπορευμάτων είχαν απλωμένα τραπεζάκια και προσέφεραν χαλβά, ούζο, παστουρμά κι άλλα καλούδια φερμένα από τον ελληνισμό της Ανατολής. Δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους και οι μπαγλαμάδες, τα μπουζούκια και η Πλατεία Καραϊσκάκη εκτός από ιδιόμορφη αγορά, μεταβλήθηκε σε κέντρο όπου σύχναζαν οι ρεμπέτες και οι βιρτουόζοι της λαϊκής μας μουσικής. Όλη η περιοχή γύρω από την Πλατεία Καραϊσκάκη συγκέντρωσε καφενεία, βαρελάδικα, μπακαλοταβέρνες και στέκια από εκείνα που έγραψαν την δική τους ιστορία στην πόλη.

Το παζάρι της Πλατείας Καραϊσκάκη πριν από την εκκαθάρισή της.

Η αντίδραση των Εμπόρων

Φυσικά ο εμπορικός κόσμος του Πειραιά αντέδρασε, καθώς είτε στην δημοτική αγορά διαγώνια απέναντι, είτε σε οποιοδήποτε εμπορικό κατάστημα καταβάλλονταν φόροι, δημοτικά τέλη, πληρώνονταν νοίκια και μισθοί σε αντίθεση με το ελεύθερο παζάρι της Πλατείας Καραϊσκάκη που ήταν μια ελεύθερη από εμπορικούς περιορισμούς αγορά, που ο κάθε πρόσφυγας πωλούσε οτιδήποτε, προκειμένου βεβαίως να επιβιώσει. Μπροστά από κάθε παράγκα υπήρχαν απλωμένα στο πεζοδρόμιο τα προς πώληση αντικείμενα. Οι νόμιμοι έμποροι ουδέποτε σταμάτησαν τα υπομνήματα και τις διαμαρτυρίες. Απαιτούσαν να σταματήσει ο αθέμιτος ανταγωνισμός ή τουλάχιστον να μη γίνεται στη «βιτρίνα» της πόλης, στην Πλατεία Καραϊσκάκη.

Κάτω από αυτή την πίεση και τις διαμαρτυρίες, οι «έμποροι» της Πλατείας Καραϊσκάκη οργανώθηκαν και το 1928 σύστησαν σωματείο που έφερε την ονομασία της πλατείας όπου δραστηριοποιούνταν, δηλαδή Σωματείο Επαγγελματιών «Καραϊσκάκης».


Ο εμπρησμός του 1929

Μέχρι που στις 4 Ιανουαρίου του 1929 στο κέντρο ακριβώς αυτών των προσφυγικών καταστημάτων της Πλατείας ξέσπασε πυρκαγιά και αποτέφρωσε τα πάντα. Μάλιστα η φωτιά κατέστρεψε και το άγαλμα του Καραϊσκάκη, όχι αυτό που δεσπόζει σήμερα, αλλά ένα προγενέστερο, καθώς υπέστη ολοκληρωτική παραμόρφωση από τη θερμοκρασία. Περισσότερα από τριακόσια τέτοια αυτοσχέδια μικρομάγαζα είχαν καταστραφεί, ενώ σαράντα οικογένειες βρέθηκαν και πάλι στον δρόμο καθώς διέμεναν μέσα στα αυτοσχέδια καταστήματά τους. Κατά την διάρκεια της φωτιάς, είχε σημειωθεί εκτός των άλλων και μια μεγάλη έκρηξη προερχόμενη από βαρέλια, που ήταν γεμάτα από οινόπνευμα και περίμεναν τον εκτελωνισμό τους από το Τελωνείο. Από τις πρώτες έρευνες εξήλθε το συμπέρασμα ότι η φωτιά ξεκίνησε από λάμπα ασετιλίνης σε αυτοσχέδιο παντοπωλείο ευρισκόμενο ακριβώς δίπλα στο άγαλμα του Καραϊσκάκη. Ο ιδιοκτήτης συνελήφθη, καθώς οι φήμες που ήθελαν η πυρκαγιά να είναι αποτέλεσμα εμπρησμού ήταν έντονες. Κι αυτό όχι μόνο εξαιτίας των αντιδράσεων των εμπόρων, αλλά και διότι το Δημοτικό Συμβούλιο Πειραιά λίγες μέρες πριν την πυρκαγιά είχε λάβει απόφαση να εκκενωθεί η πλατεία από κάθε είδους εμπορική δραστηριότητα, με σκοπό την απόδοσή της στους δημότες της πόλης, όπως δηλαδή ήταν προ της έλευσης των προσφύγων. Η ίδια απόφαση προέβλεπε την κατεδάφιση των παραπηγμάτων. Είχε μάλιστα επιδοθεί στους ιδιοκτήτες προθεσμία μέχρι το τέλος του Ιανουαρίου του 1929, για την εκκένωση των παραπηγμάτων και την μεταφορά των εμπορευμάτων.


Η οργάνωση της Πλατείας με υπόστεγα

Από την επομένη κιόλας μέρα, οι ιδιοκτήτες των παραπηγμάτων περιφέρονταν απελπισμένοι ερευνώντας μήπως μπορούν να διασώσουν ό,τι δεν καταστράφηκε. Γρήγορα η Πλατεία Καραϊσκάκη αποκαταστάθηκε με τον Δήμο αυτή τη φορά να κατασκευάζει τρία μεγάλα υπόστεγα κάτω από τα οποία υπήρχαν θέσεις προς ενοικίαση για τους υποψήφιους εμπόρους αυτού του είδους. Τα ενοίκια ήταν υψηλά και λίγοι «επαγγελματίες» της Πλατείας της προγενέστερης κατάστασης, μπορούσαν να καταβάλλουν στον Δήμο το αντίτιμο.

Η δεύτερη φωτιά του 1938 

Τα περισσότερα στέγαστρα καταλήφθηκαν από αναγνωρισμένους επαγγελματίες. Παρόλα αυτά δεν πέρασαν πολλά χρόνια όταν μια νέα φωτιά εκδηλώθηκε στην ίδια πλατεία, κάτω από τις ίδιες συνθήκες! Αυτή τη φορά το 1938 με τα υπόστεγα της πλατείας να σωριάζονται ερείπια και τους ανθρώπους του παζαριού να καταστρέφονται για μια φορά ακόμα. 

Ό,τι απέμεινε από τα υπόστεγα του Δήμου στην Πλατεία Καραϊσκάκη, μετά την εκδήλωση της δεύτερης πυρκαγιάς.



Οριστική απαγόρευση εμπορικών συναλλαγών 

Δεν πέρασε ούτε εξάμηνο από τη φωτιά, όταν Δήμαρχος Πειραιά ανέλαβε ο Μιχάλης Μανούσκος (διορίσθηκε Δήμαρχος το 1938 από τον Ιωάννη Μεταξά) ο οποίος απαγόρευσε την διεξαγωγή κάθε είδους μικρεμπορίου νόμιμου ή παράνομου πάνω στην Πλατεία. Φυσικά στα χρόνια του Μεταξά ουδείς μπορούσε να φέρει αντίρρηση ή να προβάλλει ενστάσεις. 

Η διαμόρφωση της Πλατείας Καραϊσκάκη το 1939 μετά από τις δύο πυρκαγιές και την απαγόρευση διενέργειας εμπορικών συναλλαγών σε αυτήν από τον Δήμο Πειραιώς

Μετακόμιση στην οδό Αλιπέδου

Το πήραν απόφαση λοιπόν οι πραματευτάδες της Πλατείας ότι δεν θα την ξαναδούν και απομακρύνθηκαν οριστικά. Στρώνοντας λινάτσες στον δρόμο ή πάνω σε καρότσια άρχισαν να εμπορεύονται στην οδό Αλιπέδου δίπλα στις γραμμές του τραίνου. Για να μην έχουν λοιπόν μπλεξίματα ούτε με τον Δήμαρχο, ούτε με τους εμπόρους της αγοράς αλλά ούτε και με το καθεστώς του Μεταξά, βρέθηκαν να πωλούν την πραμάτεια τους σε δρόμο αθέατο σε πολλούς και αδιάφορο στους περισσότερους. Η Αλιπέδου είχε επίσης καταστραφεί από μια άλλη πυρκαγιά το 1928! 



Την μετακόμισή τους ακολούθησε και μέρος του κόσμου που ήταν εγκαταστημένο άλλοτε κοντά στην Πλατεία Καραϊσκάκη. Ουζομάγαζα και οργανοποιεία, υπόγεια στέκια και αποθήκες γρήγορα βρέθηκαν αντάμα με τους ανθρώπους του παζαριού. Ανάμεσά τους και η θρυλική Κατίγκω με την παράγκα της που παρείχε άλλου είδους εξυπηρετήσεις. Και δεν ήταν η μόνη…  



Η απαγόρευση των Γερμανών

Η κατοχή βρήκε την Πλατεία Καραϊσκάκη κενή όπως και την Αλιπέδου. Η γερμανική αρχή απαγόρευσε κάθε συγκέντρωση κόσμου. Πολλοί από τους εμπόρους της Αλιπέδου μετακινήθηκαν στη Λεωφόρο Βασιλέως Γεωργίου Α' όπου υπήρχε μια ανοχή. 

Η μόνη δραστηριότητα που απέμεινε στην Αλιπέδου, ήταν η συγκέντρωση των αναπήρων του πολέμου του Αλβανικού Μετώπου στην κοντινή πλατεία Ιπποδαμείας. Συγκεντρώνονταν τις Κυριακές σε μια σιωπηλή διαμαρτυρία στηριζόμενοι πάνω στα δεκανίκια τους ή τυφλοί καθώς ήταν πολλοί εξ αυτών, καθοδηγούμενοι από μέλη των οικογενειών τους. Στο ίδιο σημείο πραγματοποιούνταν διανομές συσσιτίων. 

Πολεμιστές της Αλβανίας στην Πλατεία Ιπποδαμείας σε μια από τις Κυριακάτικες συγκεντρώσεις τους κατά την διάρκεια της κατοχής.

Το 1944 ο βομβαρδισμός του Πειραιά από τους συμμάχους σχεδόν εξαφάνισε την οδό Αλιπέδου, όμως σύντομα το μικρεμπόριο άρχισε να γεννιέται μέσα από τα ερείπια.

Η οδός Αλιπέδου κατεστραμμένη από τον βομβαρδισμό της 11ης Ιανουαρίου 1944

 Η ίδρυση δεύτερου κατά σειρά σωματείου

Τα δύσκολα χρόνια πέρασαν και η μεταπολεμική περίοδος που ακολούθησε δεν ήταν επίσης εύκολη. Η Αλιπέδου απέκτησε και πάλι την προπολεμική μορφή της. Από Δευτέρα έως Παρασκευή ήταν ένας δρόμος, όπως οι περισσότεροι του Πειραιά. Τα πρωινά της Κυριακής όμως η Αλιπέδου μεταμορφωνόταν σε ένα υπαίθριο παζάρι. Το 1945 οι έμποροι της Αλιπέδου, συνέστησαν το Σωματείο Επαγγελματιών – Βιοτεχνών – Παλαιοπωλών «Η Ανάληψη». Ως προς το καταστατικό του έμοιαζε με το πρώτο σωματείο που είχαν συστήσει, το «Καραϊσκάκης» του 1928. Όμως και αυτό το δεύτερο σωματείο του σταμάτησε να λειτουργεί το 1968 όταν η Δικτατορία απαγόρευσε με νόμο την έκθεση προϊόντων έξω από τα καταστήματα. 



Το 1980 το σωματείο «Η Ανάληψη» λειτούργησε ξανά, αρχικά για συνδικαλιστικούς σκοπούς, σύντομα όμως οι δραστηριότητές του απλώθηκαν σε όλους τους τομείς ενδιαφέροντος. Η σύστασή του, η λειτουργία του και οι σκοποί του κατοχυρώνονταν αυτή τη φορά με νόμο (Ν. 1080) και ήταν αρμόδιο για την εξασφάλιση των κατάλληλων αδειών στα μέλη του. Παράλληλα έχει και κοινωνικούς σκοπούς καθώς υποστηρίζει οικονομικά με διανομή ειδικών κονδυλίων σε ειδικές περιπτώσεις. Τα έσοδά του προέρχονται από τις τακτικές συνδρομές μελών αλλά και τις προαιρετικές εισφορές τους κάθε Κυριακή.

 Οι ιστορικές ρίζες του πειραϊκού παζαριού 

Η Αγορά της Αλιπέδου, ουδέποτε αποποιήθηκε τις ρίζες της. Είναι μπολιασμένη από τους ανθρώπους που ζούσαν στο περιθώριο της κοινωνίας, τους φτωχούς, τους καταφρονημένους. Αυτό το χρωματόσωμα μεταφέρθηκε το 1938 από την Πλατεία Καραϊσκάκη. 


Οι πάγκοι που σήμερα πωλούν τρανζίστορ από την Κίνα κάποτε πωλούσαν ναργιλέδες από την Αττάλεια. Και τα κλουβιά που σήμερα εκθέτουν ωδικά πτηνά, έκλειναν κάποτε μέσα τους σπουργίτια που κάποιοι πλήρωναν για να τους χαρίσουν την ελευθερία τους, αυτό το θείο δώρο που ένιωθαν ότι ήταν στερημένο από τους ίδιους. Η Αλιπέδου δεν έμοιαζε ποτέ με το Μοναστηράκι, ούτε πρέπει να συγκρίνεται με αυτό. Η Αλιπέδου στη γέννησή της δεν ενδιαφερόταν για ακριβά ρολόγια τοίχου, για κούκους ή για περίτεχνες κορνίζες. Στην Αλιπέδου οι έμποροι δεν ήταν αντικέρ, αλλά πρόσφυγες και οι επισκέπτες δεν ήταν συλλέκτες αλλά άνθρωποι της φτώχιας που αναζητούσαν να αγοράσουν εκεί αυτό που δεν μπορούσαν λόγω τιμής ούτε να κοιτάξουν αλλού. Άλλο πώς διαμορφώθηκε αργότερα με τα διάφορα παλαιοπωλεία που στήθηκαν σε κοντινή απόσταση. Η Αλιπέδου γεννήθηκε μέσα από τις φωτιές της Πλατείας Καραϊσκάκη και τους παραγκούχους της. Η Αλιπέδου είναι το παζάρι του Πειραιά.


"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"