Η «Στάνη» του Στυλιανού Κουντουρά.




του Στέφανου Μίλεση

Ο Στυλιανός Κουντουράς έφτασε ξεριζωμένος από τη φλεγόμενη Σμύρνη το 1922 ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους πρόσφυγες. Κατάφερε ωστόσο να ορθοποδήσει χάρις στην επιμονή του και στην αγωνιστικότητά του. 

Ίδρυσε ένα γαλακτοπωλείο με την επωνυμία "Αγνότης" στη Στοά Ριζάρη, στη λεωφόρο Μιαούλη (σημερινή Εθνικής Αντιστάσεως), μαζί με έναν ακόμα συνεταίρο. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση, διότι δεκάδες άλλοι πρόσφυγες έπρατταν το ίδιο. Πολλά ομοειδή καταστήματα είχαν ανοίξει στον Πειραιά από το 1923 και μετά. Όμως ο Κουντουράς επιδόθηκε με θέρμη στην Παρασκευή Σμυρναίικων γλυκών, που σε ταξίδευαν με τη γεύση τους πίσω στη χαμένη πατρίδα. Γρήγορα ο ενθουσιασμός των Σμυρνιών που έμεναν στον Πειραιά για τις αυθεντικές γεύσεις της πόλης τους, πέρασε και στους ντόπιους Πειραιώτες.

Από τον Πειραιά στο Νέο Φάληρο

Στη Στοά Ριζάρη έμεινε από το 1922 έως το 1933 παρά τις δυσκολίες που συνάντησε προερχόμενες από τις τρομερές κοινωνικές αλλαγές, τις καταστροφές, τα κινήματα και άλλες αντιξοότητες που στάθηκαν εμπόδιο κατά της οικονομικής άνθησης. 

Το 1933 ο μπάρμπα-Στέλιος (έτσι ήταν γνωστός), θεώρησε ότι θα ήταν καλύτερη μια μεταστέγαση του γαλακτοπωλείου του στο Νέο Φάληρο, όπου ο κόσμος στεκόταν καλύτερα οικονομικά. Το Νέο Φάληρο αποτελούσε τότε το κέντρο της αστικής κοινωνίας. Ο κόσμος αναζητούσε νέες γεύσεις, εκλεπτυσμένες, διαφορετικές. Στεγάστηκε σε ένα στέκι του Νέου Φαλήρου, γνωστό ως «Τζίτζικα». 

Πώς προήλθε η ονομασία «Στάνη»

Στα τέλη του 1938 κατέληξε επί της Πλατείας Κοραή. Η ευκαιρία δόθηκε καθώς είχε μόλις τελειώσει το νέο κτήριο της Ιωνιδείου σχολής το οποίο προσέφερε χώρους προς ενοικίαση. Τα εγκαίνια του κτηρίου της Ιωνιδείου είχαν πραγματοποιηθεί στις 6 Νοεμβρίου 1938. Το όνομα "Στάνη" προτάθηκε στον Κουντουρά από τον Δήμαρχο Πειραιά και πρόεδρο του Ολυμπιακού Μιχάλη Μανούσκο. Και ο λόγος ήταν απλός. 

Ο Στυλιανός Κουντουράς διατηρούσε πραγματική στάνη στον Μαραθώνα, όπου παρήγαγε το γάλα με το οποίο προμήθευε τη «Στάνη» της Πλατείας Κοραής. Καθώς λοιπόν είχε αυτή την ιδιαιτερότητα, αναζητούσε όνομα το οποίο να προσδιορίζει την αγνότητα των υλικών που χρησιμοποιούσε το γαλακτοπωλείο. Με ενθουσιασμό δέχθηκε την πρόταση του Μανούσκου, προτείνοντάς του μάλιστα να είναι και ο επίσημος ανάδοχος, τελώντας τα εγκαίνιά του νέου καταστήματος. 

 

Δεκαετία 1950 η Πλατεία Κοραή με το κτήριο της Ιωνιδείου (στο ισόγειο του οποίου βρίσκεται η "Στάνη") και αριστερά το κτήριο της Δημοσυντήρητης Επαγγελματικής και Οικοκυρικής Σχολής.


Ο Στυλιανός Κουντουράς αφηγείται:

«Είμαι πολύ ευχαριστημένος από την δικαίωση του επαγγελματικού μου μόχθου. Πενήντα έως εξήντα κούρσες έφθαναν στο μαγαζί μου κάθε βράδυ από την Αθήνα, αλλά και από την Γλυφάδα, το Μαρούσι και την Κηφισιά, με κόσμο που αναζητούσε το παγωτό της «Στάνης». Και δεν έτρωγαν μόνο ένα, οι περισσότεροι, αλλά διπλά και τριπλά. Και να ξέρετε, όταν άνοιξα το μαγαζί είχαν βρεθεί πολλοί που με έκλαιγαν…

Γιατί τότε η πλατεία Κοραή δεν παρουσίαζε καμία κίνηση. Κανένας δεν πάταγε κατά την πλευρά μας. Δούλευαν τα κέντρα που βρίσκονταν προς την πλευρά του Δημοτικού Θεάτρου (εννοούσε στην απέναντι πλευρά, που βρισκόταν ο βασικός ανταγωνιστής που ήταν το ζαχαροπλαστείο «Διεθνές»). 

Στην Πλατεία Κοραή τίποτε δεν υπήρχε, ψυχή δεν πατούσε. Όμως, από τότε που άνοιξα, άλλαξαν τα πράγματα. Το μαγαζί μου, που το βάφτισε ο τότε δήμαρχος Μ. Μανούσκος, έγινε αφορμή να μετατοπιστεί η νυκτερινή κίνηση στην Πλατεία Κοραή και να μη φτάνουν τα βράδια του καλοκαιριού οι καρέκλες!»

Στο σημείο αυτό της αφήγησης ο Στέλιος Κουντουράς συγκινείται και θυμάται τον πατέρα του:

«Σαν έκλεισε τα μάτια του στη Σμύρνη, θεός σχωρέστον, πρόλαβε και μούπε τρεις συμβουλές: Να είμαι δίκαιος, να μη θέλω ούτε το κακό του εχθρού μου και πάντα να φροντίζω να έχω σχέσεις με καλύτερούς μου. Τότε, δεν τάχα καλά καταλάβει τα καλά τα λόγια του. Αργότερα, όμως, σαν τ’ ακολούθησα πιστά, είδα πόση σοφία είχε ο γέροντας πατέρας μου». [2]

Τότε ο Στέλιος Κουντουράς για να δικαιολογήσει το γιατί είχε δίκιο ο πατέρας του, εξιστόρησε ένα γεγονός πως όταν είχαν έρθει στην ανάγκη κάποιοι άνθρωποι, που του είχαν κάνει κακό κι εκείνος τους βοήθησε και τους έσωσε, έπεσαν πάνω του και τον φιλούσαν με τα μάτια γεμάτα δάκρια.

 

Η «Στάνη» λειτούργησε για λίγο και ως εστιατόριο

 

Κάτι που είναι ελάχιστα γνωστό είναι το γεγονός πως η »Στάνη» υπήρξε για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα, λίγο πριν από τον πόλεμο και «χορτοφαγικό» εστιατόριο. Την πληροφορία αυτή μας τη μεταφέρει ο λογοτέχνης Χρήστος Λεβάντας ο οποίος σε σχετικό αφιέρωμα στην εφημερίδα "Φωνή του Πειραιώς" γράφει για την περίοδο εκείνη που το κατάστημα λειτουργούσε και ως μαγειρείο. Ο Λεβάντας ήταν πελάτης της "Στάνης" και μέσω αυτής γνώρισε και ανέπτυξε φιλία με τον Στυλιανό Κουντουρά.

Με την έννοια "χορτοφαγικό" εστιατόριο δεν εννοείται ότι απευθυνόταν σε πελάτες που δεν επιθυμούσαν να φάνε κρέας. Αλλά καθώς αυτό ήταν ακριβό, ακόμα και οι εύποροι το κατανάλωναν μια φορά την εβδομάδα. Τότε ο Κουντουράς στην προσπάθειά του να φτιάξει φαγητά οικονομικά, προσιτά σε όλο τον κόσμο, είχε καταρτίσει μενού που δεν περιλάμβανε κρέας.

Στο μαγειρείο της "Στάνης" καθημερινά παρασκευάζονταν όσπρια ή λαδερά φαγητά όπως και πατάτες γιαχνί, σπανακόριζο, γεμιστά με ρύζι και άλλα. Έτσι οι Πειραιώτες πήγαιναν στη «Στάνη» όχι μόνο για αγνό γάλα, γιαούρτια ή ρυζόγαλα αλλά και για φθηνά φαγητά, αφού εξέλιπε από αυτά το κρέας που τα καθιστούσε απλησίαστα στον κόσμο. Αυτή ήταν ακόμα μια εμπορική κίνηση που καταδείκνυε την επιχειρηματική ευφυΐα του Στυλιανού Κουντουρά. Με τον τρόπο αυτό ανταγωνίστηκε τα μαγειριά της οδού Αγίου Σπυρίδωνα (Γιαχνί σοκάκι), που σερβίριζαν μόνο λαδερά και ειδικά πατάτες γιαχνί για να τρώνε όλοι φθηνά. Σύμφωνα με τον Λεβάντα η λειτουργία της "Στάνης" και ως εστιατόριο διήρκεσε μικρό χρονικό διάστημα καθώς ακολούθησε η κατοχή. [1]

Τα καλοκαίρια η «Στάνη» γινόταν επίσης ανάρπαστη για τα παγωμένα γιαούρτια κυπέλλου, αλλά και τα παγωτά καϊμάκι, τα οποία της εξασφάλιζαν πελατεία ακόμα και από την Αθήνα.


Διαφήμιση της Στάνης το 1956 στην εφημερίδα "Φωνή του Πειραιώς"

Η «Στάνη» κατά την διάρκεια της κατοχής

 Ήρθε όμως ο πόλεμος και η κατοχή και ο Στυλιανός Κουντουράς ως πρόσφυγας που ήταν πονούσε και ένιωθε τι σημαίνει πείνα, καθώς και ο ίδιος την είχε βιώσει. Αντίθετα με πολλούς άλλους που κατά την διάρκεια της κατοχής πλούτισαν από την «μαύρη αγορά», εκείνος δεν σκέφτηκε ποτέ να κρατήσει προμήθειες του Μαραθώνα για να τις διαθέσει αντί υπέρογκων ποσών. 

Ό,τι κουβαλούσε καθημερινά από το μαντρί του στον Μαραθώνα το πήγαινε στο μαγαζί του. Αμέσως έξω από αυτό σχηματιζόταν ουρά για αγορά γάλακτος, γιαουρτιών και αβγών στην τιμή της διατίμησης της Αγορανομίας. Ποτέ δεν δημιουργήθηκε το παραμικρό επεισόδιο από τις αρχές ή από τον κόσμο για προϊόντα που είχε και δεν διέθετε ή που απόκρυπτε όπως άλλοι έπρατταν.




Θυμάται ο ίδιος τα χρόνια εκείνα: "Ποτέ δεν μου έκαναν φασαρία κι ας ήτανε μέρες τόσο άγριες και το γάλα ή το γιαούρτι ήταν περιζήτητο".

Την άλλη ημέρα ξανάμπαιναν στην ουρά από τη νύχτα για να τους μοιράσει ο Κουντουράς δίκαια το γάλα.

Ο Χρήστος Λεβάντας προσθέτει ένα επεισόδιο που συνέβη κατά την διάρκεια των επίσης ταραγμένων χρόνων που ακολούθησαν. Αυτό το επεισόδιο το διηγείται ο γνωστός λογοτέχνης:

"Ένα πρωινό του 1947 τον ξύπνησα στο σπίτι και του είπα πως τον ζητούσε η Αγορανομία. Ένας αστυφύλακας πήγε για δεύτερη φορά στο μαγαζί και διεμήνυσε πως ζητάει να μιλήσει με τον ιδιοκτήτη ο διοικητής. Ανήσυχος τότε ο μπάρμπα-Στέλιος πετάχτηκε από το κρεβάτι του, ντύθηκε και γραμμή τράβηξε στην Αγορανομία. Τον υποδέχθηκε ένας αστυνόμος.

-Κάθισε , μπάρμπα-Στέλιο. Θα πάρεις καφέ;

Ο Κουντουράς που περίμενε άλλη υποδοχή, που δεν ήξερε γιατί τον ζητούσαν, σάστισε.

-Ας πάρω έναν καφέ, είπε

Στο μεταξύ περίμενε να ακούσει γιατί τον ζητούσαν, με αγωνία. Τι να συμβαίνει έλεγε με το μυαλό του. Αλλά λέξη ο αστυνόμος. Κάποτε έφτασε ο διοικητής της Αγορανομίας Πειραιά, αστυνομικός διευθυντής Μπαϊλάκης και τον κάλεσε να πάει στο γραφείο του. Ο Μπαρμπα-Στέλιος μπήκε μέσα με κομμένα τα γόνατα. Αλλά νέα έκπληξη τον περίμενε.

-Θα πάρεις καφέ, μπάρμπα-Στέλιο; του είπε φιλικά ο Μπαϊλάκης.

Τάχασε πάλι ο Κουντουράς και δε βάσταξε:

-Αμάν, κύριε Διοικητά, πείτε μου τι με θέλετε, γιατί η ψυχή μου ανέβηκε ως τον ουρανό.

Έσπασε στα γέλια ο Μπαϊλάκης. Και αφού τον καθησύχασε του είπε το "μυστικό":

-Να μωρέ μπάρμπα-Στέλιο, οι γαλατάδες της Αθήνας ζητήσανε αύξηση. Η τηλεφώνησαν από το υπουργείο, από την διεύθυνση της Αγορανομίας, να σε καλέσουμε και να σε ρωτήσουμε, αν είναι δίκαιη η αύξηση που ζητάνε κι αν πρέπει να εγκριθεί.

Μόνο που δεν λιποθύμησε ο μπάρμπα-Στέλιος από τη συγκίνησή του. Ποτέ δεν περίμενε πως ολόκληρο υπουργείο θα περίμενε με εμπιστοσύνη την δική του γνώμη για να πάρει απόφαση!

Ο μπάρμπα-Στέλιος έκανε τους υπολογισμούς του κόστους κι αποφάνθηκε:

-Δίκιο είχαν οι Αθηναίοι γαλατάδες. Όχι όμως όσο ζητούσαν, αλλά τόσο που έβγαινε το άθροισμα. Και έκανε κίνηση κι έδειξε ο μπάρμπα-Στέλιος το πραγματικό ποσό της αύξησης.

Έτσι εκδόθηκε η αγορανομική διάταξη με το ποσό και τη σύμφωνη γνώμη του μπάρμπα-Στέλιου". [3]

Ο Στυλιανός Κουντουράς πέθανε το καλοκαίρι του 1957 και πλήθος κόσμου παρευρέθηκε στην κηδεία του. Κάθε χρόνο η σύζυγός του Αργυρώ τελούσε μνημόσυνο στον Άγιο Κωνσταντίνο όπου πλήθος κόσμου, ευεργετημένων της κατοχής, πήγαιναν για να τιμήσουν τη μνήμη του. [4]

Η λειτουργία της «Στάνης» συνεχίστηκε μετά τον θάνατό του από τους απογόνους του, φυσικά μόνο ως γαλακτοπωλείο-ζαχαροπλαστείο. Είναι από τα λίγα μαγαζιά στον Πειραιά όπου συνεχίζει μέχρι και τις μέρες μας τη λειτουργία του από τα προπολεμικά χρόνια. 


Πηγές:

Εφημερίδες ημερήσιου τύπου και ειδικότερα οι:

[1] Εφημερίδα "Φωνή του Πειραιώς", φ. 14 Ιουνίου 1957, σελ. 1

[2] Εφημερίδα "Φωνή του Πειραιώς", φ. 18 Οκτωβρίου 1954, σελ. 1

[3] Εφημερίδα "Φωνή του Πειραιώς", φ. 18 Οκτωβρίου 1954, σελ. 4

[4] Εφημερίδα "Φωνή του Πειραιώς", φ. 14 Ιουνίου 1957, σελ. 1

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"