Ήταν ένα μικρό καράβι… που ήταν αταξίδευτο

Η ιστορία του ναυαγίου του πλοίου "Μέδουσα" απαθανατίστηκε σε καμβά ζωγραφικής από τον ζωγράφο Τεοντόρ Ζερικώ (Théodore Gericault).


του Στέφανου Μίλεση

Η ιστορία που ακολουθεί είναι αληθινή, διαδραματίστηκε το 1816 και όταν είδε το φως της δημοσιότητας, συντάραξε έντονα τον πολιτισμένο κόσμο της εποχής εκείνης. 

Δεν ήταν άλλωστε τυχαίο που η συγκεκριμένη ιστορία απαθανατίστηκε σε καμβά ζωγραφικής από τον ζωγράφο Τεοντόρ Ζερικώ (Théodore Gericault). Ακόμα διασώθηκε και στη λαϊκή μνήμη μέσα από τους στίχους ενός φαινομενικά αθώου τραγουδιού, που γενιές και γενιές τραγούδησαν στην παιδική τους ηλικία μέχρι και τη σύγχρονη εποχή. «Ήταν ένα μικρό καράβι/ήταν ένα μικρό καράβι/που ήταν αταξίδευτο/που ήταν αταξίδευτο/οεοέ οε οε». Πόσοι από εμάς άραγε δεν τραγουδήσαμε τους στίχους αυτούς, όταν ακόμα ήμασταν παιδιά, αγνοώντας την ιστορία που έκρυβαν;

Ένα ανέκδοτο ημερολόγιο που ανακαλύφθηκε τυχαία την δεκαετία του 1930, στάθηκε ικανό να αναζωπυρώσει τις μνήμες του ναυαγίου που αφορούσε ένα ιστιοφόρο πλοίο με το όνομα «ΜΕΔΟΥΣΑ» και που οδήγησε τους επιβάτες του, ύστερα από την καταβύθισή του, στον κανιβαλισμό και τους περισσότερους από τους επιζήσαντες στην παραφροσύνη. Το ημερολόγιο αυτό ανακαλύφθηκε τυχαία μετά το θάνατο του κατόχου του, συμβολαιογράφου Πικάρ. Σε αυτό ο συμβολαιογράφος είχε καταγράψει τις δραματικές στιγμές που είχε ζήσει ο ίδιος και η οικογένειά του, μετά το ναυάγιο του πλοίου που ταξίδευαν. 

Το 1816 ο συμβολαιογράφος Πικάρ έλαβε διαταγή από την γαλλική κυβέρνηση να επανδρώσει την κενή θέση ενός συμβολαιογράφου στη Σενεγάλη. Τότε ο Πικάρ αποφάσισε να καταλάβει την προτεινόμενη θέση, παίρνοντας μαζί και την οικογένειά του στη Σενεγάλη. Ο Πικάρ ήταν πολύτεκνος καθώς είχε δύο κόρες 16 και 14 ετών (από τον πρώτο του γάμο), τρία ακόμα παιδιά από τον δεύτερο ενώ είχε πάρει υπό την επίβλεψή του και έναν ανιψιό του που είχε υιοθετήσει μόλις τριών ετών. 

Το πρωί της 17ης Ιουνίου 1816 η οικογένεια Πικάρ επιβιβάστηκε στην Μέδουσα, μαζί με πολλούς άλλους που πήγαιναν στη Σενεγάλη. Οι ευνοϊκοί άνεμοι που οδηγούσαν το σκάφος γρήγορα προς τον προορισμό του, γρήγορα απέκτησαν μια βιαιότητα που έκανε το ξύλινο σκαρί να δοκιμάζει τις αντοχές του. Κατάφεραν ωστόσο να προσεγγίσουν έναν ασφαλή όρμο της Τενερίφης. Εκεί επιβιβάστηκε ένας άνδρας που ισχυρίστηκε ότι ήταν πλοίαρχος και μάλιστα έμπειρος και πρότεινε στον κυβερνήτη της Μέδουσας, Υγκ Ντυρουά ντε Σωμερύ (Hugues Duroy de Chaumereys) να αναλάβει επίσημα σύμβουλός του στην διακυβέρνηση του πλοίου. 

Ισχυριζόταν πως γνώριζε άριστα τα θαλάσσια ρεύματα του Ατλαντικού και τις θαλάσσιες πορείες καλύτερα από τον καθένα. Κατά έναν ανεξήγητο λόγο, ο νόμιμος πλοίαρχος της Μέδουσας, ανταποκρίθηκε στο αίτημα του άγνωστου επιβάτη, παρά τις αντιρρήσεις των υπολοίπων αξιωματικών που διαμαρτύρονταν έντονα στον Πλοίαρχο. Του θύμιζαν ότι ουδέποτε είχε συμβεί στο παρελθόν παρόμοιο γεγονός, δηλαδή ένας άγνωστος επιβάτης να βρεθεί ξαφνικά συμβουλάτορας στην διακυβέρνηση ενός πλοίου. Ο Ντυρουά ντε Σωμερύ όμως επέμεινε στην απόφασή του. Άλλωστε ήταν γνωστό στους περισσότερους ότι στερείτο ναυτικών ικανοτήτων και πείρας. Το πλοίο τελικά αναχώρησε από την Τενερίφη και πάλι κάτω από ισχυρούς ανέμους που διήρκεσαν για ημέρες. 

Ο άγνωστος σύμβουλος του πλοιάρχου όλο εκείνη την περίοδο, παρότρυνε διαρκώς για τη συνέχιση του ταξιδιού και μάλιστα σε πορεία που εκείνος έβγαζε στους χάρτες της γέφυρας. Παρά την προειδοποίηση των αξιωματικών γέφυρας για ένδειξη υφάλων και αβαθή υδάτων στην πορεία ο πλοίαρχος ακολούθησε τη ρότα που είχε υποδείξει ο άγνωστος συμβουλάτοράς του. Ένας ισχυρός κλονισμός ήρθε να επιβεβαιώσει το δίκαιο των αξιωματικών και να αναγκάσει τον πλοίαρχο να αναγνωρίσει την λανθασμένη του επιλογή. Το Μέδουσα είχε προσκρούσει πάνω σε έναν ύφαλο. Η φουσκοθαλασσιά έπαιρνε το πλοίο και το ξαναέριχνε με μεγαλύτερη δύναμη πάνω στον ύφαλο. 

Ο χαμός του πλοίου Μέδουσα ήταν βέβαιος αν δεν λάμβαναν μια απόφαση. Κατά τους έμπειρους ναυτικούς αρκούσε η Μέδουσα να απαλλαγεί από το επιπλέον βάρος της, που ήταν ο οπλισμός της, τα πολλά κανόνια της. Όμως ο πλοίαρχός της θεώρησε ντροπή να απαλλαγεί από τα κανόνια και ύστερα από λίγο χρόνο, το πλοίο άρχισε να βυθίζεται. Τότε έγινε η πρόταση να μεταφερθούν οι επιβάτες στη νήσο Αργκέν, καθώς πίστευαν ότι το πλοίο βρισκόταν κοντά στις ακτές της Δυτικής Αφρικής. Όμως οι βάρκες δεν επαρκούσαν. Τότε ο Διοικητής της Σενεγάλης Σμάλτζ που επίσης ταξίδευε ως επιβάτης, πρότεινε να κατασκευαστεί μια σχεδία μεγάλη ώστε να επιβιβαστούν οι επιβάτες πάνω της μαζί με όσα εφόδια μπορούσαν να κουβαλήσουν. Έτσι συμφωνήθηκε η κατασκευή μιας τεράστιας σχεδίας. 

Σχοινιά, φλόκοι, ιστία, άρχισαν να ξηλώνονται από το κατάστρωμα του πλοίου και να ρίχνονται στη θάλασσα. Εκεί δύο αξιωματικοί που επέβαιναν σε βάρκες είχαν επιφορτιστεί με την κατασκευή της σχεδίας. Άδεια βαρέλια τοποθετήθηκαν περιμετρικά για να αποκτήσει πλευστότητα, ενώ συμφωνήθηκε οι βάρκες του πλοίου να αναλάβουν τη ρυμούλκηση της σχεδίας προς την κατεύθυνση της νήσου. Εκατό σαράντα οκτώ άνθρωποι επιβιβάστηκαν πάνω στη σχεδία, με μόνο φορτίο 25 κιλά παξιμάδια σε ένα σακί. Στις βάρκες που θα αναλάμβαναν τη ρυμούλκηση της σχεδίας αντίθετα, είχαν τοποθετήσει 25 κάσες γεμάτες τρόφιμα. Η λέμβος του πλοιάρχου δέχθηκε 27 άτομα, η δεύτερη βάρκα 45, η τρίτη 25, άλλη 34 και η μικρότερη 10 άτομα. Πάνω στην ημιβυθισμένη Μέδουσα παρέμειναν δεκαεπτά επιβάτες που αντιτάχθηκαν σε αυτό το «τρελό» κατά τη γνώμη τους σχέδιο. 

Γρήγορα μόλις απομακρύνθηκε από το Μέδουσα η σχεδία με τις βάρκες που τη ρυμουλκούσαν, οι κωπηλάτες συνειδητοποίησαν ότι ήταν απολύτως αδύνατο να κωπηλατούν έλκοντας πίσω τους ένα τέτοιο τεράστιο βάρος. Γρήγορα ξέμειναν από δυνάμεις. Αποφάσισαν να κόψουν τα σχοινιά που έσερναν πίσω τους τη σχεδία και να εγκαταλείψουν στην τύχη τους τους επιβαίνοντες σε αυτήν. Οι λέμβοι κατάφορτες τροφίμων απομακρύνθηκαν αναζητώντας την δική τους σωτηρία. Μάταια οι επιβάτες της σχεδίας φώναζαν να μην τους εγκαταλείψουν, ζητώντας βοήθεια καθώς έβλεπαν τη μοίρα τους. Γρήγορα η σχεδία έμεινε ακυβέρνητη στο έλεος των κυμάτων με τα θαλάσσια ρεύματα να την παρασέρνουν μακριά και από τις βάρκες και από τα λείψανα της Μέδουσας. Σχοινιά, πανιά, ξύλα άρχισαν σιγά – σιγά να διαλύονται. 

Τα πόδια των ανθρώπων έμπλεκαν ανάμεσα στα ξύλα και οι άνθρωποι παγιδεύονταν σφηνωμένοι σε αυτά. Δεν είχαν τρόπο να κυβερνήσουν αυτό το πλωτό φέρετρο και αγωνίζονταν να κρατήσουν ενωμένα τα ξύλα μεταξύ τους. Οι βάρκες αντίθετα καθώς ήταν φορτωμένες με νερό και τρόφιμα μπόρεσαν να φτάσουν στο νησί της σωτηρίας τους. Έτσι έμειναν στο έλεος των κυμάτων έμειναν οι επιβάτες της σχεδίας αλλά και οι δεκαεπτά που είχαν μείνει επί της Μέδουσας. Όσοι σώθηκαν με τις βάρκες διαπίστωσαν ότι αν κωπηλατούσαν ρυμουλκώντας τη σχεδία, για μια ημέρα περίπου θα είχαν σώσει όλους όσους επέβαιναν στη σχεδία. Πάνω στον πανικό τους όμως, τους είχαν εγκαταλείψει αβοήθητους στο πέλαγος. Οι ημέρες για τους επιβάτες της σχεδίας κατέστησαν μαρτυρικές. Τα παξιμάδια είχαν τελειώσει και η υπνηλία στην οποία είχαν περιέλθει οι περισσότεροι γρήγορα αντικαταστάθηκε από μια μανία, όταν προτάθηκε να θυσιάσουν κάποιους για να σωθούν οι πολλοί. Με τη βοήθεια της πείνας και του πανικού η πρόταση βρήκε ανταπόκριση. Μεταξύ εκείνων που σκότωναν πρώτους συγκαταλέγονταν φυσικά οι λιγότερο δυνατοί που ήταν τα παιδιά και οι γυναίκες. Αποφάσισαν επίσης να πετάξουν στη θάλασσα τραυματίες και αρρώστους για να ελαφρύνει η σχεδία. 

Οι ημέρες περνούσαν με ανθρωποθυσίες και σύντομα οι επιζώντες έφτασαν τους εξήντα, τους πενήντα, τους σαράντα, τους εικοσιοκτώ. Την 17η Ιουλίου το πλοίο ΑΡΓΚΟΥΣ διερχόμενο τυχαία από το σημείο, βρήκε τη σχεδία με μόλις 15 ανθρώπους πάνω της! Τους περισυνέλλεξε και τους μετέφερε στη Σενεγάλη. Η σχεδία είχε μείνει στη θάλασσα 13 ημέρες που στάθηκαν ικανές να ωθήσουν τους ανθρώπους της σχεδίας σε ό,τι πιο άρρωστο είχε σκεφτεί ο ανθρώπινος νους.   

Ο πλοίαρχος της Φρεγάτας Μέδουσας, ο Σωμερύ ήταν όντως ανίκανος και είχε επιλεχθεί με μοναδικό κριτήριο την εύνοια του Λουδοβίκου 18ου προς το πρόσωπό του. Η φιλελεύθερη αντιπολίτευση εκμεταλλεύτηκε το γεγονός και πρόσδωσε μεγάλη δημοσιότητα για να καταδείξει τον διορισμό ανίκανων ανθρώπων σε υπεύθυνες θέσεις με μοναδικό προσόν τους τη γνωριμία τους με ανθρώπους της εξουσίας. Ο ζωγράφος Ζερικώ τασσόμενος στο πλευρό των φιλελευθέρων ανέλαβε να φιλοτεχνήσει το δράμα των ναυαγών της σχεδίας προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως «κατηγορητήριο» κατά της κυβέρνησης. Η φιλοτέχνηση στηρίχθηκε στις αφηγήσεις των επιζώντων. Σήμερα το έργο εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου και σοκάρει όσους πλησιάζουν και μαθαίνουν την αληθινή ιστορία του.  

Όσο για το γνωστό παιδικό τραγούδι που όλοι γνωρίσαμε παιδιά ακόμα, στην ελληνική εκδοχή του περιγράφει ναύτες που ναυαγούν στη Μεσόγειο και τραβούν κλήρο για να αποφασίσουν πως όποιος τραβήξει τον μικρότερο θα φαγωθεί πρώτος. Ωστόσο πρόκειται για στίχους που γράφτηκαν ύστερα από το ναυάγιο του Μέδουσα και απλά προσαρμόστηκαν στα ελληνικά δεδομένα «Και τότε ρίξανε τον κλήρο/και τότε ρίξανε τον κλήρο/να δούνε ποιος ποιος ποιος θα φαγωθεί/να δούνε ποιος ποιος ποιος θα φαγωθεί/οεοέ οε οε/Κι ο κλήρος πέφτει στον πιο νέο/κι ο κλήρος πέφτει στον πιο νέοπου ήταν α - α - αταξίδευτοςπου ήταν α - α – αταξίδευτος/οεοέ οε οε…».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"