Το "Πολυθέαμα" του Διονυσίου Διονυσιάδη στο Πασαλιμάνι

Σχέδιο εφημερίδας "Χρονογράφος" του 13 Σεπτεμβρίου 1904 που αναπαριστά το Λιμένα Ζέας (Πασαλιμάνι). Στο σημαιοστολισμένο όρμο διεξάγονται λεμβοδρομίες με πλήθη κόσμου να έχουν συγκεντρωθεί για να τις παρακολουθήσουν. Συχνό θέαμα στον όρμο της Μουνυχίας αποτελούσαν οι λεγόμενες "Ενετικές Εορτές". Σε κάθε περίπτωση το καφενείο και το θέατρο Διονυσιάδου δεσπόζουν. Ο όρμος της Ζέας για τις ανάγκες του σχεδίου έχει "μετατοπιστεί" πίσω από το θέατρο, ενώ στο βάθος δεσπόζει το Ρωσικό Νοσοκομείο με τη ναυτική σημαία της Ρωσίας να κυματίζει στην κορυφή του. Αριστερά του καφενείου του Διονυσιάδου, στη μάντρα διακρίνεται το θερινό θέατρο (Πολυθέαμα)  

 

του Στέφανου Μίλεση

Ο Διονύσιος Διονυσιάδης καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη και μάλιστα συγκεκριμένη συνοικία της πόλης για την οποία ήταν υπερήφανος. Τη συνοικία των ιστορικών Ταυταύλων, μια ελληνικότατη περιοχή στην καρδιά της τουρκικής πρωτεύουσας.

Ο Διονυσιάδης έφτασε στην Ελλάδα πολλά χρόνια πριν αρχίσουν οι διώξεις και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Στον Πειραιά κατέβηκε ύστερα από προτροπή του φίλου του Κωνσταντίνου Πεπεμούντα, που ήταν Πειραιώτης. Είχε ακούσει τον Διονυσιάδη να αναζητά χώρο σε κεντρικό και πολυσύχναστο σημείο για να ανοίξει ένα "πολυθέαμα", ένα χώρο δηλαδή που θα ήταν κάτι περισσότερο από μια θεατρική σκηνή. Ο Πεπεμούντας προθυμοποιήθηκε να λειτουργούσε ως μεσολαβητής προς έναν άλλο γνωστό του τον Σταμάτη Παπαλεονάρδο που διέθετε έναν τέτοιο κατάλληλο χώρο.

Ο Δ. Διονυσιάδης πραγματικά έφτασε στον Πειραιά και στηριζόμενος στη μεσολάβηση του Πεπεμούντα, πήγαν μαζί να συναντήσουν τον Σταμάτη Παπαλεονάρδο που ήταν ο ιδιοκτήτης ενός γωνιακού χώρου στο Πασαλιμάνι, στο χώρο που πολλά χρόνια αργότερα θα λειτουργούσε το καφενείο ΣΠΛΕΝΤΙΤ και ο ομώνυμος κινηματογράφος. 

Ο Διονυσιάδης αφού εξέτασε τόσο τη θέση όσο και το χώρο που ενοικιαζόταν συμφώνησε ότι ταίριαζαν απόλυτα στις αναζητήσεις του και προχώρησε το 1884 στην ενοικίασή του. Ο Διονυσιάδης βρήκε τον χώρο πρόσφορο καθώς ο λιμένας της Μουνυχίας (σημ. Ζέας) την εποχή εκείνη αποτελούσε ήδη το κέντρο αναψυχής και περιπάτου των Πειραιωτών, αφήνοντας πίσω του τα παλιά κέντρα περιπάτου όπως τους Κήπους της Τερψιθέας και τον Τινάνειο Κήπο. Τα λαϊκά θεάματα που αναπτύσσονταν την ίδια εποχή στο Πασαλιμάνι ήταν ανάρπαστα με παλιάτσους, ταχυδακτυλουργούς, σκετς με εκπαιδευμένα σκυλιά και φωτιές καθώς και ξένες αρτίστριες αγνώστου ποιότητας που έλκυαν όμως πλήθη ανδρών.

Το 1885 ο θίασος που θα αναλάμβανε το ανέβασμα νέας παράστασης την ακυρώνει τελευταία στιγμή με οικονομικά αιτήματα. Οι διάφοροι θίασοι που ανέβαζαν παραστάσεις δεν τις ολοκλήρωναν καθώς δεν υπήρχε ανταπόκριση του κόσμου. Τότε οι ηθοποιοί αντιμετώπιζαν πρόβλημα επιβίωσης. Κεντρικό σύνθημα του συγκεκριμένου θιάσου που απεργεί είναι το "Υποστηρίξατε την απεργία των βιοπαλαιστών ηθοποιών"! Αίτημά του η καταβολή εκ των προτέρων των δεδουλευμένων όλης της θερινής περιόδου ανεξάρτητα από την προσέλευση του κόσμου. Ίσως αυτή η απεργία που πραγματοποιείται στο καφωδείο του Διονυσιάδου στο Πασαλιμάνι να είναι και η πρώτη απεργία ηθοποιών στην Ελλάδα. 



  

Το 1894 στη μάνδρα που υπήρχε δίπλα από το καφενείο, ο Διονυσιάδης τη μετέτρεψε σε θερινό θέατρο όπου το ονόμασε  "Πολυθέαμα". 

Ο κόσμος γρήγορα άρχισε να κατακλύζει τόσο το θερινό "Πολυθέαμα" όσο και το καφενείο εντός του οποίου πάντα ο Διονυσιάδης φρόντιζε να παρουσιάζει διάφορα μικρά θεάματα εντός του περιορισμένου χώρου της αιθούσης. 

Ουσιαστικά το καφωδείο του Διονυσιάδη με το "Πολυθέαμα" λειτούργησαν με επιτυχία για περισσότερα από 50 χρόνια. Βεβαίως ως "Πολυθέαμα" λειτούργησε μέχρι το 1898 αλλά ο ίδιος χώρος συνέχισε να λειτουργεί ως "θέατρο Διονυσιάδου". Η επιτυχία της επιχείρησης δεν οφειλόταν μόνο στη θέση και στην διαρρύθμιση ή στο πρόγραμμά του, αλλά στην παράξενη ιδιοσυγκρασία του ιδιοκτήτη του. 

Εντός του καφενείου του Διονυσιάδου παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στον Πειραιά και το τεχνολογικό θαύμα του κινηματογράφου. Η ανωτέρω καταχώρηση είναι του 1907. 

Ο Διονύσιος Διονυσιάδης ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε τα αστεία και τις φάρσες, γνωστός χαρτοπαίκτης και πάντα ανήσυχος χαρακτήρας. Όσοι έκαναν παρέα μαζί του, όπως ο φίλος του Δ. Συνοδινός, τον περιέγραφαν περισσότερο ως τυχοδιώκτη. Τρομερά πολυμήχανος που αναζητούσε πάντα το ξεχωριστό, αυτό που θα τον έκανε πρωτοπόρο μακριά από κάθε είδους ανταγωνισμό. Και στο λαϊκό θέαμα που φρόντιζε να παρουσιάζει ήταν πραγματικά ασυναγώνιστος. 

Όταν το 1884 θα εμφανιστεί το θερινό θέατρο Τσόχα στην Καστέλλα θα αρχίσει ένας ανταγωνισμός άνευ προηγουμένου στα θεατρικά δρώμενα του Πειραιά. 

Το 1899 το θέατρο Διονυσιάδου ανεβάζει την κωμωδία του Λάσκαρη "Μαλιά Κουβάρια" και την ίδια περίοδο το θέατρο Τσόχα ανεβάζει τον Σταύρο Πλυτζανόπουλο στο έργο "Η Θεία του Καρόλου". Καθώς ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος και το κοινό είναι μοιρασμένο ανάμεσα στις δύο παραστάσεις, το θέατρο Τσόχα θα ανεβάσει εμβόλιμα την πρώτη παράσταση κινηματογράφου στον Πειραιά! Ήταν ο κινηματογράφος των αδελφών Ψυχούλη. 




Στις εφημερίδα της 13ης Αυγούστου 1900 (ΣΚΡΙΠ) διαβάζουμε ότι εντός του καφενείου Διονυσιάδου την προηγούμενη ημέρα είχαν προκληθεί επεισόδια μεταξύ Ρώσων ναυτών που βρίσκονταν εντός αυτού. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι μετέφεραν τους Ρώσους ναύτες με λέμβους στο Πασαλιμάνι και αυτοί βρέθηκαν στου Διονυσιάδου, επιβεβαιώνει το κεντρικό του χαρακτήρα αλλά και τη φήμη που διαθέτει ακόμα και στους ξένους επισκέπτες. Μετά από προσπάθεια κατάφεραν να τους χωρίσουν δέκα Έλληνες στρατιώτες που μεσολάβησαν. Τους Ρώσους τραυματίες τους μετέφεραν από το Πασαλιμάνι με λέμβους στο Νέο Φάληρο όπου ναυλοχούσε η ρωσική ναυαρχίδα "Αλέξανδρος Β΄".

Το θερινό "Πολυθέαμα" άρχιζε τις παραστάσεις του τον Μάιο και τελείωνε κατά τα τέλη του Σεπτεμβρίου. Κατά το 1900 το θέατρο Διονυσιάδου ενοικιάσθηκε από το ζεύγος Ταβουλάρη (Διονύσιο και Σοφία), γνωστοί θεατρικοί επιχειρηματίες της εποχής. 


Το καφενείο του Διονυσιάδη παράλληλα εξελίχθηκε σε τόπο συγκέντρωσης των λογοτεχνών του Πειραιά. Εκεί σύχναζαν οι Λάμπρος Πορφύρας, Άριστος Καμπάνης, Παύλος Νιρβάνας κι αργότερα ο Σπύρος Μελάς. Κάποιος εξ αυτών που γνώριζε καλά ένα θέμα φρόντιζε να εισάγει σε αυτό και τους υπόλοιπους της παρέας, όπως ο Αγαθοκλής Κωνσταντινίδης που έφερε σε επαφή πολλούς Πειραιώτες με τη ρωσική λογοτεχνία. {1}

Στου Διονυσιάδου επίσης καθιερώθηκε και όποιος λογοτέχνης περνούσε μπροστά από τα τραπέζια των άλλων που τύγχανε να κάθονται εκεί να ακούγεται το παράγγελμα "Κύριοι συνάδελφοι, κάποιος περνάει μπροστά μας, παρουσιάστε άρμ!...". 

Για τη λογοτεχνική συντροφιά στου Διονυσιάδου έχει εξάλλου αναφερθεί και ο Παύλος Νιρβάνας κατονομάζοντας μάλιστα αναλυτικά τους θαμώνες του που ήταν οι Άγγελος Κοσμής, Γεράσιμος Βώκος, Αλέξανδρος Βραχνός, Γεώργιος Ζουφρές, Σπύρος Μελάς, Άριστος Καμπάνης, Λάμπρος Πορφύρας και πολλοί άλλοι. 


Το θέατρο Διονυσιάδου ανέλαβε το 1912 ο επιχειρηματίας Νικόλαος Μανουσάκης που το διατήρησε μέχρι το 1922. Ο Διονυσιάδης πέθανε τον Μάρτιο του 1924 και στην κηδεία του έγινε πραγματική κοσμοσυρροή. Μαζί του έσβησε φυσικά και το "Πολυθέαμα" ένα κομμάτι του παλαιού και αλησμόνητου Πειραιά. Τη θέση του κατέλαβε αμέσως το καφενείο Σπλέντιτ και δίπλα του ο ομότιτλος κινηματογράφος που με τη σειρά τους έγραψαν ένα άλλο σημαντικό κεφάλαιο στη σύγχρονη ιστορία της πόλης. 


{1}: Εφημερίδα «Βήμα» φ. 29.11.1947

Διαβάστε επίσης:

Το θέατρο Τσόχα στην Καστέλλα


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"