Κωστής Μουρίκης: Ο ιδρυτής πόλης στο Σουδάν που πέθανε ως οδοκαθαριστής στον Πειραιά

Η πόλη Κόστι του Σουδάν σε αεροφωτογραφία του 1936
(Πηγή: Library of Congress

 

του Στέφανου Μίλεση

Στον Πειραιά πέθανε το 1934* ασκώντας το επάγγελμα του οδοκαθαριστή ένας 70χρονος άνδρας με το όνομα Κωστής Μουρίκης. Πέντε περίπου χρόνια εκλιπαρούσε τους δημάρχους του Πειραιά να τον προσλάβουν. Πρώτα τον Δήμαρχο Πειραιά Μιχαήλ Ρινόπουλο (1933 - 1934) και ύστερα από τον αυτόν τον διάδοχό του Σωτήριο Στρατήγη (1934 - 1938), να του εξασφαλίσει μια ασήμαντη θέση στον Δήμο Πειραιά για το καθημερινό πιάτο φαγητού του, αλλά κύρια το κατοστάρι της ρετσίνας του. 

Κι όμως ο άνθρωπος αυτός, ο οποίος αν και διηγείτο διαρκώς της ιστορίες του, δεν λαμβανόταν υπόψη στα σοβαρά από όσους τον άκουγαν. Είχαν πιστέψει ότι επρόκειτο για έναν ακόμα παραμυθά, από εκείνους που σύχναζαν στην παραλία του εμπορικού λιμανιού του Πειραιά. Κι αυτό διότι συνήθιζαν τότε να συχνάζουν στα διάφορα καφενεία άνθρωποι που υπήρξαν κάποτε ναυτικοί και είχαν να διηγηθούν ατέλειωτες ιστορίες των ταξιδιών τους. Κι όμως ο άνθρωπος αυτός, ο Κωστής Μουρίκης, ό,τι έλεγε ήταν πραγματικότητα!

Επρόκειτο για τον ιδρυτή μιας από τις μεγαλύτερες εμπορικές πόλεις στην Αφρική. Στην ακμή της εμπορικής του δόξας, τον αποκαλούσαν «μεγάλο δαίμονα» (του εμπορίου) καθώς υπήρξε ένας από τους πολλούς Έλληνες που στα τέλη του 19ου αιώνα, βρήκαν την ευκαιρία που τους προσέφερε η αφρικανική ήπειρος. Δεν ήταν μόνο οι Έλληνες της Αιγύπτου, που θριάμβευσαν κάποτε εμπορικά στη χώρα των Φαραώ. Σπουδαία ελληνική κοινότητα είχε ιδρυθεί επίσης από Έλληνες και στο γειτονικό Σουδάν, η πρωτεύουσα του οποίου είναι το Χαρτούμ.

Η δεύτερη σημαντική πόλη στο Σουδάν, η οποία ιδρύθηκε πολύ αργότερα από το Χαρτούμ, ήταν το σπουδαίο εμπορικό κέντρο Κόστι (Kosti), που υπήρξε εξ ολοκλήρου δημιούργημα του Έλληνα «δαίμονα» Κωστή Μουρίκη, εκείνον  δηλαδή με τον οποίο οι υπάλληλοι στον Δήμο Πειραιά περιγελούσαν καθώς τον θεωρούσαν μέγα ψεύτη. 

Η πόλη «Κόστι» ιδρύθηκε επίσημα λίγο μετά το 1899 από τον μετέπειτα υπάλληλο του Δήμου Πειραιά, Κωστή Μουρίκη και για αυτό το λόγο έλαβε και το μικρό του όνομα! Οι επίσημες αρχές του Σουδάν μέχρι σήμερα δέχονται επίσημα την ελληνική προέλευση της ονομασίας της πόλης αυτής που κάποτε υπήρξε ένα σπουδαίο εμπορικό σταυροδρόμι στον Λευκό Νείλο. Όμως ως σημείο εμπορικών συναλλαγών είχε επιλεγεί χρόνια πριν από την επίσημη ίδρυσή της. Βρισκόταν σε ένα καίριο σταυροδρόμι για τους οδοιπόρους εμπόρους ή προσκυνητές που από την Δυτική Αφρική κατευθύνονταν στην Μέκκα. Όλα τα καραβάνια περνούσαν από το σημείο. Όσα πήγαιναν στο Χαρτούμ από το Ελ Φάσερ, από το Κορντοφάν, από το Νταρφούρ, από την Αβησσυνία και από το Κογκό. Ο Μουρίκης παρατήρησε στην πρώτη ολιγοήμερη παραμονή του ότι τουλάχιστον δέκα καραβάνια την ημέρα διέρχονταν από το σημείο. Τότε αποφάσισε ότι δεν είχε λόγο να συνεχίσει την αναζήτησή του. Έστησε ένα υπόστεγο σε εκείνο το σημείο. Κι έτσι ξεκίνησε…

Ελληνική οικογένεια στο Σουδάν το 1898
(Πηγή: Royal Collection Trust)

Πέντε ημέρες παρατηρούσε την έλευση των καραβανιών. Και την έκτη ημέρα έριξε το πρώτο θεμέλιο λίθο για το υπόστεγό του, που συνάμα ήταν και ο πρώτος θεμέλιος λίθος για μια νέα πόλη που έμελλε να λάβει το όνομά του. Ξεκίνησε εμπορευόμενος αρχικά μόνο νερό και… σκιά! Τα καραβάνια είχαν την ανάγκη να σταθμεύουν συγκεντρωμένα. Να μην διασκορπίζονται εδώ κι εκεί. Χρειάζονταν ανοικτό χώρο, καθαρισμένο, να υπάρχουν εστίες φωτιάς, για να κρατάνε τα άγρια ζώα μακριά. Το κυριότερο όμως ήταν ότι χρειάζονταν νερό καθαρό. Για να τα έκαναν όλα αυτά, καθώς έφταναν εξαντλημένα, έπρεπε να σπαταλούν δύναμη και χρόνο, εργασία μιας ημέρας για να διαμορφώσουν το περιβάλλον.

Ο Μουρίκης τα προσέφερε έτοιμα όλα αυτά. Νερό, χώρο, στέγαση, φωτιά και ασφάλεια. Σταδιακά άρχισαν οι άνδρες των καραβανιών να του ζητάνε τη μια σαπούνι, την άλλη κάποιο φάρμακο, ένα ιώδιο. Άλλοτε πάλι έρχονταν με σχισμένα παπούτσια ή χρειάζονταν παγούρια, μαχαίρια ή και καθρέπτες. Διάφορα εμπορεύματα σταδιακά συσσωρεύονται για να καλύπτουν τις παρουσιαζόμενες ανάγκες. Τελικώς το απλό υπόστεγο του νερού και της σκιάς, μετασχηματίστηκε σε «εμπορικό πρατήριο» στο οποίο ο διαβάτης μπορούσε να προμηθευτεί τα πάντα. Από φαγητά, νερά, κάλτσες, κρέατα, πατάτες μέχρι έπιπλα, καθρέπτες και χρυσαφικά.

Ήταν δύσκολη η πορεία μέχρι εκεί όπου έδρευε το πρατήριο-υπόστεγο του Μουρίκη. Αλλά και η διατήρησή του ήταν παράτολμη πράξη. Έπρεπε να είναι κάποιος πραγματικά ριψοκίνδυνος άνθρωπος για να διασχίζει άγνωστες χώρες, ζούγκλες, παρθένες ανεξερεύνητες περιοχές. Να επιδίδεται στη συνέχεια στην εξυπηρέτηση ανθρώπων που κανείς δεν γνώριζε πώς θα αντιδρούσαν και τι πρέσβευαν. Να προστατεύει το εμπόρευμά του, τη ζωή του, να κοιμάται και να ξυπνά έχοντας το όπλο του αγκαλιά. Όταν ο Κωστής Μουρίκης άνοιξε το εμπορικό του πρατήριο, ίσχυε το σύστημα των ανταλλαγών. Με λίγα μέτρα υφάσματος, με κουτιά αλάτι μπορούσε να βρεθεί κάτοχος πολύτιμου ελεφαντόδοντος, δερμάτων ακόμα και χρυσού. 

Όμως εκτός από τους ανθρώπους ο Μουρίκης είχε να αντιμετωπίσει και την άγρια φύση, τα έντομα και τις ασθένειες όπως τον κίτρινο πυρετό από τα έλη. Η περιοχή Μπαρχ Ελ Γκαζάλ που ήταν τότε ανεξερεύνητη, με έκταση όσο του Βελγίου, υπήρξε το νεκροταφείο πολλών Ευρωπαίων και ντόπιων που έπεσαν θύματα τέτοιων ασθενειών. Μόνο στην εποχή του Μουρίκη 142 Ευρωπαίοι είχαν χάσει τη ζωή τους από τους οποίους οι 139 ήταν Έλληνες.

Όσο ο καιρός περνούσε δεν αρκούσε το ένα υπόστεγο. Ήταν λίγο. Κατασκεύασε δεύτερο και ύστερα τρίτο. Σιγά-σιγά τα υπόστεγά του κάλυπταν έκταση ενός τετραγωνικού χιλιομέτρου.

Όταν σταδιακά άρχισαν διάφοροι ντόπιοι να εγκαθίστανται ολόγυρά του, άρχισε παράλληλα να γίνεται ο δάσκαλος, ο δικαστής, ο γιατρός τους. Έγινε ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης στο συγκεκριμένο οικισμό, που δειλά-δειλά άρχιζε να ξεπροβάλλει από το πουθενά. Η κυβέρνηση παρείχε στο πρατήριό του φάρμακα, καθαρτικά, απολυμαντικά, επιδέσμους και άλλο υλικό, το οποίο αναλάμβανε να διανείμει στις φυλές.


Εξέδρα που έστησαν οι Έλληνες του Χαρτούμ με βρετανικές, αιγυπτιακές και ελληνικές σημαίες για να καλωσορίσουν τον Δούκα του Connaught
(Πηγή: Durham University Library)


Κάποια στιγμή δεν τα κατάφερνε μόνος του. Χρειάστηκε βοήθεια και σκέφτηκε να την προσφέρει σε Έλληνες. Έγραψε σε γνωστό του στην Ελλάδα «Στείλε μου όσους Έλληνες μπορείς, ίσως και τριάντα…Προσφέρω είκοσι λίρες τον μήνα στον καθένα!»

Έφτασαν στη δούλεψή του μόνο δώδεκα. Μόλις όμως αυτοί πήγαν, τον εγκατέλειψαν μετά τον πρώτο μισθό, καθώς είχαν μάθει την δουλειά. Ο καθένας τους έφτιαξε δικό του υπόστεγο! 

Και δεν ήταν μόνο εκείνοι. Ήρθαν και Αρμένιοι και άλλοι από διάφορες χώρες. Όμως τα οκτώ δέκατα των υπόστεγων τα δούλευαν Έλληνες, με πρώτο από όλους τον Μουρίκη. Η μέχρι τότε περιοχή που στερείτο ονομασίας προσδιορίστηκε με το μικρό του όνομα. Διότι ανεξάρτητα σε ποιο υπόστεγο πήγαιναν τα καραβάνια, έλεγαν ότι θα διανυκτερεύσουν ή ότι κατευθύνονται στον Κόστι. Κι ας μην πήγαιναν σε αυτόν!

Ακολούθησαν κρατικά περίπτερα, όπως αστυνομικό σταθμό με Άγγλο αστυνομικό και ταχυδρομείο. Το Κόστι είχε ιδρυθεί, η τοποθεσία είχε βαπτιστεί έστω και με λάθος τονισμό του ελληνικού ονόματος. Σε τρία μόλις χρόνια μετά την εγκατάσταση του υπόστεγου του Κωστή Μουρίκη τα υπόστεγα είχαν ξεπεράσει τα 150! Ανάμεσά τους κουρείς, εστιάτορες, αρτοποιούς και κάθε λογής επαγγέλματα. Ακολούθησε και ο Άγγελος Καπάτος και άλλοι Έλληνες που ίδρυσαν και το πρώτο ξενοδοχείο στη νέα πόλη. Μετά τον Κωστή Μουρίκη όσοι Έλληνες ακολουθούσαν έφτιαχναν υπόστεγα-πρατήρια. Έλεγαν τότε πως για να μετρήσεις του Έλληνες του Σουδάν, αρκούσε να μετρήσεις τα υπόστεγα. Ακόμα και ο μισέλληνας Άγγλος Λόρδος Κρόμερ ομολόγησε στα απομνημονεύματά του ότι ο εκπολιτισμός του Σουδάν οφειλόταν στους Έλληνες.

Κοστί Σουδάν από Tripadvisor

Ο Κωστής Μουρίκης πλούτισε, απέκτησε μεγάλη περιουσία. Μέγαρα στο Κόστι και στο Χαρτούμ, στο Κάϊρο και στην Αλεξάνδρεια. Τα καραβάνια με τα εμπορεύματά του διέσχιζαν όλη την Αφρική. Η περίοδος όμως αυτή δεν διήρκεσε για πολύ. Οι εμπορικοί δρόμοι άλλαξαν, ενώ ο αγγλικός ανταγωνισμός που δεν επιθυμούσε να συναγωνίζεται με Έλληνες. Ένας Αγγλοκινούμενος εμπορικός πόλεμος που περιλαμβάνει έκδοση απαγορευτικών διαταγών εκ μέρους των τοπικών κυβερνήσεων, που στρέφονται κατά των όσων δεν είναι Άγγλοι. Η αγγλική κυβέρνηση έθεσε ως στόχο να είναι η μόνη και αρμόδια για την διακίνηση του εμπορίου στο Σουδάν. Όσοι ήταν ξένοι έπρεπε να καταστραφούν. Ένας μόνο νόμος ήταν αρκετός. Όλοι οι ιδιοκτήτες γαιών στην Αφρική όφειλαν να περιτοιχίσουν τις εκτάσεις που κατείχαν και να οικοδομήσουν ένα τουλάχιστον δωμάτιο ή αποθήκη ανά στρέμμα! Όμως όλο το Σουδάν το διαχειρίζονταν δεκαπέντε Έλληνες ιδιοκτήτες. Οι Σταματόπουλος, Γρίβας, Καπάτος, Καββαδίας, Λοΐζος, Ζάλλας, Γεωργίου, Αλιφερόπουλος, Μουρίκης και άλλοι μικρότεροι.

Μια έκταση διπλάσια της Γερμανίας! Τι να πρωτοκατασκευάσουν οι άνθρωποι αυτοί. Μονομιάς εξαιτίας αυτού του νόμου σωριάστηκαν οι ιδιοκτησίες σαν τα τραπουλόχαρτα. Ακολούθησε ένας δεύτερος νόμος που υποχρέωνε τους ντόπιους να σταματήσουν το ανταλλακτικό εμπόριο. Άλλωστε η Σουδανική κυβέρνηση είχε μετατρέψει όλα τα αγαθά του Σουδάν σε μονοπωλιακά προϊόντα.

Και πραγματικά πολλοί Έλληνες πτώχευσαν.  Ένας άλλος Έλληνας κολοσσός του εμπορίου ο Ζερβουδάκης πέθανε στη φυλακή ενώ άλλοι τίναζαν τα μυαλά τους στον αέρα καθώς καταστρέφονταν σε μεγάλη ηλικία. Ο Νούγκοβιτς πέθανε από συγκοπή καθώς δεν άντεξε την καταστροφή του. Ο Γεώργιος Σταματόπουλος από την Πελοπόννησο, που μεταξύ άλλων στάθηκε ο πρωτεργάτης δημιουργίας σιδηροδρομικού δικτύου στο Σουδάν (είχε κατασκευάσει γραμμή 210 χιλιομέτρων μέσα στις εκτάσεις του που υπερέβαιναν τα 400 τετραγωνικά χιλιόμετρα), μόλις που κατάφερε να κάνει μια αρχή στην Αθήνα ως μικροεισοδηματίας. Ο Γρίβας, ο πιο πλούσιος άνθρωπος στην Αφρική του 1930 πέθανε εγκαταλελειμμένος και θάφτηκε δια εράνου. Όσοι βρίσκονται στην πτώση αδυνατούν να παλέψουν. Είναι μεγάλοι στην ηλικία, κουρασμένοι από τα χρόνια του αγώνα για να στήσουν το δημιούργημά τους. Ανάμεσά τους και ο Κωστής Μουρίκης. Κατά την διάρκεια της πτώσης του δέχθηκε απανωτά χτυπήματα και από το εσωτερικό της επιχείρησης. Οι υπάλληλοί του τον έκλεψαν, έμποροι που του χρωστούσαν χρήματα εξαφανίστηκαν ή κήρυξαν πτώχευση, οι Αρμένιοι έκαναν «τραστ» για να ανταπεξέλθουν, ενώ οι Έλληνες έπεφταν μονάχοι.


Τάφος Ελληνίδας στο Χαρτούμ 
(Πηγή: Wikipedia)


Έτσι ο Κωστής Μουρίκης βρέθηκε όπως είχε ξεκινήσει, με ό,τι μπορούσε να μεταφέρει ο ίδιος στις αποβάθρες του Πειραιά. Τι θα μπορούσε όμως να κάνει στην ηλικία και στην κατάσταση που βρισκόταν; Ήταν εξήντα ετών και χωρίς να γνωρίζει συγκεκριμένη τέχνη, αφού με το ανταλλακτικό εμπόριο είχε καταπιαστεί. Έτσι βρέθηκε στην πόρτα του Ωρολογίου, του Δημαρχείου του Πειραιά περιμένοντας μια συνάντηση με τον Δήμαρχο να του εξηγήσει ποιος ήταν και πώς κατέληξε. Έστω μια θέση των εξήντα δραχμών, τόσο ήταν ο κατώτερος μισθός την δεκαετία του τριάντα. Δεν διέθετε ούτε τα κατάλληλα έγγραφα, ούτε καν εκλογικό βιβλιάριο… 

Πειραιάς 1933


Και αφού έμεινε στην πόλη χωρίς κανείς να γνωρίζει για αυτόν, έφτασε το 1934 ο Δήμος να αναζητά ανθρώπους για να επανδρώσουν συνεργεία του Δήμου. Έπιασε να καθαρίζει τους δρόμους της πόλης στην ηλικία των 70 ετών. Δεν εργάστηκε για καιρό. Μια χειμωνιάτικη μέρα τον βρήκαν πεσμένα στο οδόστρωμα. Ο Κωστής Μουρίκης, ο άρχοντας της «Μαύρης Ηπείρου» είχε πεθάνει σαν το σκυλί στον δρόμο…

Η πόλη Κόστι σήμερα σύμφωνα με την απογραφή του 1993 έχει  173.599 κάτοικους. Βρίσκεται στα νότια του Χαρτούμ, στην δυτική όχθη του ποταμού δυτικού Νείλου. Θεωρείτο κάποτε ως ένα από τα σημαντικότερα εμπορικά κέντρα της Αφρικής, χαρακτηριστικό που διατήρησε για περισσότερο από 50 χρόνια (μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950). Και σήμερα όμως παραμένει μια αξιόλογη πόλη.

*: Υπάρχει και η εκδοχή ως προς το έτος θανάτου για το 1939.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"