Χόβαρτ Πασάς. Ο Άγγλος εφιάλτης του Πειραιά

Ο Χόβαρτ Πασάς που από αντιπλοίαρχος του βρετανικού ναυτικού έγινε υποναύαρχος του Σουλτάνου

του Στέφανου Μίλεση

 

Το 1868 υπήρξε άσχημη χρονιά για τον ελληνισμό. Έσβηνε η κρητική επανάσταση, που είχε ανάψει από το 1866 και είχε δοκιμαστεί από σφαγές, διωγμούς και καταστροφές. Πολλά μέρη της Ελλάδας δέχονταν τη χρονιά εκείνη κύματα Κρητών προσφύγων, κυρίως γυναικών και παιδιών. Ανάμεσά τους φυσικά και η πόλη του Πειραιά. Εκτός από την υποδοχή των προσφύγων οι Δήμοι Πειραιά, Σύρου και Πόρου στήριζαν τον κρητικό αγώνα με εθελοντικά σώματα, όπλα και πυρομαχικά. Για να φτάσουν όμως όλα αυτά στην επαναστατημένη Κρήτη, έπρεπε τολμηροί ναυτικοί που αναχωρούσαν κύρια από τρία προαναφερόμενα λιμάνια, να διασπούν τον ναυτικό αποκλεισμό που πραγματοποιούσαν τα πολυάριθμα πλοία των Τούρκων.

ΕΝΩΣΙΣ, ΚΡΗΤΗ, ΑΡΚΑΔΙ και ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΝ

Την εποχή εκείνη σημειώθηκαν πρωτοφανείς ναυτικές ενέργειες που οφείλονταν κύρια στη ναυτοσύνη των Ελλήνων που αναβίωναν τις μνήμες των ναυμάχων του 1821. Χαρακτηριστικές οι ιστορικές καταγραφές κατορθωμάτων του πλοίου ΕΝΩΣΙΣ που με τα λιγοστά ακόμα πλοία που διέθετε η Ελλάδα (αδελφά πλοία ήταν και τα ΚΡΗΤΗ, ΑΡΚΑΔΙ και ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΝ), διασπούσαν τους αποκλεισμούς κάτω από τη μύτη πολυάριθμων τουρκικών κανονιοφόρων. Μόνο του το ΕΝΩΣΙΣ είχε καταφέρει να διασπάσει τον αποκλεισμό 25 φορές! Και η Τουρκία είχε διασυρθεί στη θάλασσα αφού τα 43 πολεμικά της πλοία, που ενεργούσαν στον κρητικό αποκλεισμό δεν μπορούσαν να συλλάβουν, βυθίσουν ή ανακόψουν τα μικρά ελληνικά πλοιάρια.

Το τροχήλατο ατμόπλοιο ΕΝΩΣΙΣ


Ο Άγγλος τυχοδιώκτης Χόβαρτ

Την δύσκολη θέση στη θάλασσα που είχε υποστεί η Τουρκία εκμεταλλεύτηκε ένας Άγγλος αξιωματικός του ναυτικού, που τότε είχε βρεθεί τυχαία στην Κωνσταντινούπολη. Επρόκειτο για τον Αντιπλοίαρχο του βρετανικού ναυτικού Χόβαρτ (σύμφωνα με την ελληνική απόδοση της εποχής. Το πλήρες όνομά του ήταν Augustus Charles Hobart-Hampden) που πείθοντας την υψηλή πύλη για την ανάγκη πρόσληψής του, ανέλαβε την διεύθυνση του τουρκικού στόλου. Σε μια νύχτα ο Αντιπλοίαρχος είχε προαχθεί σε Υποναύαρχο! Η τίμηση στο πρόσωπό του ήταν τέτοια, που αργότερα του αποδόθηκε και ο τίτλος του «Πασά» και έγινε γνωστός ο Χόβαρτ Πασάς! 


Καθώς ήταν δευτερότοκος γιος εύπορης αγγλικής οικογένειας, βρισκόταν εκτός πατρικής κληρονομιάς και διαδοχής, που σύμφωνα με τα αγγλικά ήθη, περιέρχονταν στον πρωτότοκο υιό. Αποδεχόμενος ο Χόβαρτ τη θέση του ως δευτερότοκου, αναζήτησε διέξοδο στο βρετανικό ναυτικό. Τυχοδιωκτική φύση όπως ήταν, δεν του αρκούσε η απλή σταδιοδρομία. Αναζήτησε την τύχη του εμπλεκόμενος στον αμερικανικό εμφύλιο μέχρι που τελείωσε. Το 1867 ήταν που κατέλαβε τη θέση του «ναυτικού ακόλουθου» του Σουλτάνου και το 1869 έλαβε τον τίτλο του Πασά για τις υπηρεσίες του.  

Με διέγραψαν από τον αγγλικό μητρώο ναυτικού!

Αργότερα ο ίδιος ο Χόβαρτ θα γράψει στα απομνημονεύματά του «τούτο εξερέθισε τους λόρδους του αγγλικού ναυαρχείου οι οποίοι αφού με καθύβρισαν ως δόλιο και τυχοδιώκτη με διέγραψαν του μητρώου του αγγλικού ναυτικού». Η αλήθεια ήταν πως ο Χόβαρτ αποπέμφθηκε από τις τάξεις του βρετανικού ναυτικού το 1874 ύστερα από διπλωματικές παραστάσεις της Ελλάδας.


Θα πιάσουμε τα ελληνικά πλοία στα λιμάνια που αναχωρούν

Ο Χόβαρτ αφού επέλεξε μια φρεγάτα για ναυαρχίδα του, κατέπλευσε στη Σούδα που στάθμευαν κι άλλα τουρκικά πλοία. Αμέσως πληροφορήθηκε από τους Τούρκους αξιωματικούς για τον τρόπο που δρούσαν τα ελληνικά πλοία. Του περιέγραφαν απίστευτους τρόπους με τους οποίους διασπούσαν τον αποκλεισμό, σα να περιέγραφαν παράδοξα θαύματα στα οποία είχαν σταθεί μάρτυρες. Του είπαν επίσης πως οι Δήμαρχοι της Σύρου, του Πειραιά, του Πόρου και άλλων ελληνικών πόλεων, πανηγύριζαν με σημαιοστολισμούς και φιλαρμονικές επιτρέποντας μαζικές συγκεντρώσεις κόσμου σε κάθε αναχώρηση πλοίου προς διάσπαση του αποκλεισμού. Αφού άκουσε όσα του είπαν, κατάλαβε πως για να σταματήσουν οι αποκλεισμοί, θα έπρεπε τα πλοία του εχθρού να χτυπηθούν στα λιμάνια αναχώρησης που ήταν συγκεκριμένα και όχι στην άφιξή τους στην Κρήτη, που γινόταν σε άγνωστο τόπο και χρόνο.

Η ναυμαχία της Σύρου

Με τη ναυαρχίδα του και με τη συνοδεία άλλων πολεμικών ο Χόβαρτ αναχώρησε για τη Σύρο, όπου έμεινε έξω από το λιμάνι της. Πραγματικά στις 2 Δεκεμβρίου εμφανίστηκε ελληνικό πλοίο που επέστρεφε από τις κρητικές ακτές. Ο Χόβαρτ του έκανε νόημα να σταματήσει αλλά ο κυβερνήτης του πλοίου αγνόησε το σήμα του. Ύστερα αποφάσισε να το κανονιοβολήσει, αλλά το μικρό ελληνικό πλοίο απάντησε στην πρόκληση παρά το γεγονός ότι έναντι αυτού στεκόταν μια ολόκληρη πολεμική μοίρα. 


Το πλοίο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΝ που έδρασε την ίδια εποχή


Ο Χόβαρτ τότε έμαθε πως το μικρό αυτό ελληνικό πλοίο ήταν το θρυλικό ΕΝΩΣΙΣ που τόσα είχε ακούσει για αυτό από τους Τούρκους αξιωματικούς του. Ο πλοίαρχός του ο ατρόμητος Νικόλαος Σουρμελής, στα δικά του απομνημονεύματα έγραψε για το ίδιο περιστατικό, πως εξέλαβε τα πολεμικά πλοία που τον απείλησαν έξω από την Σύρο, ως προερχόμενα από τη γαλλική μοίρα της Ανατολής. Δεν είχε την παραμικρή υπόνοια ότι οι Τούρκοι θα τον απειλούσαν έξω από ελληνικό λιμάνι. Μόνο όταν έφτασε στα τέσσερα μίλια οι βαρδιάνοι του αντελήφθησαν ότι επρόκειτο για τουρκικό στόλο. Μετά τις πρώτες βολές των Τούρκων, ο Σουρμελής αναγνώρισε ότι του έκλεινε τον δρόμο το τουρκικό ΙΤΖΕΔΔΙΝ (πολεμικό τροχοφόρο) το οποίο λίγο καιρό πριν είχε καταστρέψει το ελληνικό πλοίο ΑΡΚΑΔΙ στις ακτές της Κρήτης. Οι βολές της ΕΝΩΣΕΩΣ έπληξαν το ΙΤΖΕΔΔΙΝ στον αριστερό του τροχό και το κατέστησαν ανίκανο για ελιγμούς, ενώ μια βολή ακόμα το βρήκε στη γέφυρα. Το τουρκικό πολεμικό είχε  ουσιαστικά ηττηθεί. 

Το ΑΡΚΑΔΙ χτυπημένο από το ΙΤΖΕΔΔΙΝ

Τότε ο Χόβαρτ με το τρομερό πολεμικό πλοίο που επέβαινε, το ΧΟΥΔΑΒΕΝΔΙΚΙΑΡ πλησίασε να κανονιοβολήσει το ΕΝΩΣΙΣ. Πριν όμως πράξει το οτιδήποτε μια βολή από το ελληνικό «ξύρισε» τη γέφυρα από πλώρη έως πρύμνης, φονεύοντας τους άνδρες του καταστρώματος και καταστρέφοντας τη γέφυρα επί της οποίας στεκόταν ο Χόβαρτ. Το ΕΝΩΣΙΣ προκαλώντας σύγχυση εισήλθε στο λιμάνι της Σύρου όπου πλεύρισε πίσω από έναν αυστριακό ατμοδρόμωνα νομίζοντας πως το ΙΤΖΕΔΔΙΝ θα τον ακολουθούσε μέσα στο λιμάνι.

Δώστε του τηνε  κύριε Νομάρχα και σου τηνέ κάνουμε χρυσή!

Η πρώτη επαφή του Χόβαρτ με τους Έλληνες ναυτικούς υπήρξε τραυματική για τον εγωισμό του. Είχε σωθεί από τύχη! Γεμάτος οργή ζήτησε από τον Νομάρχη της Σύρου τον Δρακόπουλο, να του παραδώσει το «πειρατικό πλοίο», αλλιώς θα το κανονιοβολούσε μέσα στο λιμάνι. Φυσικά ο Δρακόπουλος αρνήθηκε και ο Χόβαρτ τότε αφού το σκέφτηκε ξανά, προχώρησε σε αποκλεισμό του λιμανιού της Σύρου. Το επεισόδιο αυτό αποτέλεσε αιτία ελληνο-τουρκικού πολέμου. Στην Σύρο η κοινότητα των Ψαριανών που έδρευε στο νησί είχε αρχίσει να μετατρέπει μικρά καΐκια σε πυρπολικά σκάφη. Κάποιοι όμως από την επίσης μεγάλη χιώτικη κοινότητα που είχαν τις έδρες των επιχειρήσεών τους στη Σύρο τρομοκρατήθηκαν και έσπευσαν στο νομάρχη για να τον πείσουν να παραδώσει το ΕΝΩΣΙΣ. Τότε ήταν που του είπαν την περίφημη φράση που την εποχή εκείνη μεταδόθηκε σε όλη την Ελλάδα και αποτέλεσε το μοναδικό φαιδρό επεισόδιο εκείνης της ιστορίας. «Δώστε του τηνε  κύριε Νομάρχα και σου τηνέ κάνουμε χρυσή!».

Συνεδρίαση της εθνικής συνέλευσης των Κρητών με τη συμμετοχή εθελοντών που έχουν καταφτάσει με πλοία στο νησί

Μέμνησο Χόβαρτ

Φυσικά το ΕΝΩΣΙΣ έμεινε στο λιμάνι της Σύρου αποκλεισμένο για 40 ημέρες, όσο διήρκεσε ο αποκλεισμός του Χόβαρτ. Στο μεταξύ η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να «αποκρούσει τη βία δια της βίας!». Στάλθηκε από τον Πειραιά η ξύλινη φρεγάτα ΕΛΛΑΣ για να αντιμετωπίσει τα πανίσχυρα τουρκικά θωρηκτά. Η σύγκρουση αποφεύχθηκε με την Ελλάδα να υπογράφει ταπεινωτικό πρωτόκολλο συμβιβασμού και τον Ζαΐμη να εξαργυρώνει την υποχωρητικότητα που επέδειξε με υψηλή αντιδημοτικότητα και λαϊκή δυσαρέσκεια. Το επεισόδιο της Σύρου ωστόσο κατέδειξε την ανάγκη η Ελλάδα να διαθέτει ισχυρό στόλο για να μην αναγκάζεται σε τέτοιου είδους υποχωρήσεις. Φορέας της αντίληψης για ισχυρό στόλο κατέστη ο γηραιός ψαριανός πυρπολητής Νικόδημος καθώς κινητοποιήθηκε για τη συγκρότηση επιτροπής για τη σύσταση ταμείου ενίσχυσης στόλου. Έμβλημα της επιτροπής ήταν το «Μέμνησο Χόβαρτ».

Τα οχυρωματικά έργα των πειραϊκών ακτών

Ύστερα από το επεισόδιο αυτό το όνομα του Άγγλου «Πασά», κατέστη συνώνυμο του «μπαμπούλα» για τα λιμάνια του Πειραιά, Σύρου και Πόρου, καθώς είχε υποσχεθεί δημόσια πως θα κάποια στιγμή θα τα καταστρέψει. Ο Χόβαρτ και κατά την περίοδο 1876 – 1880 απειλούσε να κάψει τα ελληνικά παράλια και ειδικά τον Πειραιά, που είχε ταυτίσει με την δράση των ελληνικών πλοίων. Και οι Πειραιώτες φυσικά προετοιμάζονταν φτιάχνοντας οχυρωματικά έργα σε όλο το μήκος των πειραϊκών ακτών μεταξύ άλλων και στην Φρεαττύδα. Νησιώτες από την Χίο, την Ύδρα, τις Σπέτσες, τον Πόρο και άλλα νησιά που είχαν τις οικογένειές τους ή άλλους συγγενείς στον Πειραιά, κατέφθαναν να βοηθήσουν την οχύρωση του Πειραιά. Ανέβαιναν στο ύψωμα του Προφήτη Ηλία για να δουν αν έρχεται ο στόλος του Χόβαρτ. 

Ανάμεσά τους και οι μαθητές του Γυμνασίου Αρρένων Πειραιώς (μετέπειτα Ιωνιδείου) στους οποίους συγκαταλεγόταν και ο λογοτέχνης Θεόδωρος Βελλιανίτης που κατέγραψε στις αναμνήσεις του τις παροτρύνσεις των καθηγητών τους που φώναζαν «Αφήστε τα βιβλία σας και πιάστε τ΄ άρματά σας». Και ο Βελλιανίτης ενθυμούμενος τα μαθητικά συναισθήματα τα κατέγραψε στο ημερολόγιό του «Ανατριχίλα μας κατέλαβεν όλους εις την ενθουσιώδη ταύτην κραυγήν. Εις μερικών τα μάτια έλαμπον δάκρυα. Ζήτω η πατρίς εκραυγάσαμεν. Αυτοστιγμεί τα βιβλία μας εκουρελιάσαμεν και από τας αποθήκας του γυμνασίου ελάβομεν τα όπλα μας (εννοεί εργαλεία σκαψίματος). Μετ΄ ολίγον μας επήραν υπό την οδηγίαν ενός λοχίου και των καθηγητών μας. Εκεί δε επί της αποτόμου ακτής, κρατούντες σκαπάνας, πτύα και κοφίνους, μετεβλήθημεν εις εργάτας και κατεσκευάσαμεν το πρόχωμα, εφ΄ ού έμελλον να στηθώσι τα πυροβόλα, άτινα θα απέκρουον τον στόλον του Χόβαρτ. Ενθυμούμαι ότι ειργάσθην πυρετωδώς. Μετέφερον χώμα ή έσκπτον δι όλης της ημέρας. Προς την εσπέραν δεν ηδυνάμην να σύρω πλέον τας πόδας μου, ούτε να κινηθώ. Υπό την οδηγίαν του νυν διευθυντού του νομισματικού μουσείου κ. Σβορώνου, με μετέφερον ημιθανή εις τον οίκον μου. Από του οχυρώματος του Κοραή (για κάθε οχύρωμα κατά την συνήθεια της εποχής έδιναν και ένα όνομα), έφυγον ολίγιστοι συμμαθηταί μας και μετέβησαν επαναστάται εις τα βουνά της Θεσσαλίας. Τους ενθυμούμαι με τα αγένεια ακόμα πρόσωπά των, μελαγχολικά, συγκινημένα με διακεκομμένην φωνήν και με αναβλύζοντα δάκρυα. Έφερον τας κάππας των εις τον ώμο και τον επαναστατικόν σκούφον με το ελληνικόν εθνόσημον εις την κεφαλήν. Με πόσους απ΄ αυτούς αντηλλάξαμεν τον τελευταίον ασπασμόν. Πόσοι άφηκαν τα κόκκαλά των εκεί και εκοιμήθηκαν τον ύπνον των ηρώων, χωρίς ουδείς να τους αναφέρη πλέον. Ελησμονήθησαν οι ενθουσιώδεις ιερολοχίται".

Ο Χόβαρτ παρέμεινε στην οθωμανική υπηρεσία και το 1881 διορίστηκε Μουσίρ, (στρατάρχης). Υπήρξε ο πρώτος Χριστιανός που κατείχε αυτό το υψηλό αξίωμα. Πέθανε στο Μιλάνο στις 19 Ιουνίου 1886 και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου τάφηκε στο Αγγλικό Νεκροταφείο. Μέχρι τότε όμως οι πληθυσμοί των παράλιων περιοχών της Ελλάδας όταν άκουγαν το όνομά του θέτονταν σε πολεμική έγερση.


Γιάννης Πρινέας. Ο βοτανολόγος, χημικός και συγγραφέας που έγινε ηθοποιός

1923 - Ο Γιάννης Πρινέας στον Βοτανικό Κήπο του Καΐρου. 


του Στέφανου Μίλεση

Ο Γιάννης Πρινέας γεννήθηκε το 1882 στα Μητάτα των Κυθήρων. Από μικρός αγάπησε δύο πράγματα στα οποία αφιερώθηκε με ζήλο. Τα βιβλία και τα φυτά! Έτσι άρχισε να συλλέγει βιβλία και να μελετάει βοτανολογία καταγράφοντας τα άνθη και τα φυτά της Ελλάδας. 

Ξόδεψε τεράστια ποσά στη συλλογή σπάνιων εκδόσεων και όπου ταξίδευε περνούσε πολλές ώρες μέσα σε παλαιοβιβλιοπωλεία για να βρει σπάνια βιβλία αλλά και σε βοτανικούς κήπους για να παρατηρεί τις ταξινομήσεις των φυτών. Ακόμα καλύτερα ήταν όταν οι δύο αγαπημένες ενασχολήσεις συνδυάζονταν μεταξύ τους και αυτό συνέβαινε όταν έβρισκε κάποιο σπάνιο βιβλίο της βοτανολογίας!  

Από τα Κύθηρα στον Πειραιά 

Σε ηλικία 12 ετών από το Τσιρίγο οι γονείς του τον έφεραν στον Πειραιά όπου εγκαταστάθηκαν μόνιμα. Κι αυτό καθώς ο πατέρας του ήταν εργολάβος οικοδομών και στον Πειραιά είχε αναλάβει την κατασκευή κατοικιών. Ο πατέρας του λόγω του ότι κέρδιζε σημαντικά ποσά από τις οικοδομές επιχείρησε να τον στρέψει προς αυτή την κατεύθυνση, την οποία όμως ο Πρινέας δεν ήθελε ούτε να ακούει. Τον έλκυαν τα βιβλία, τα φυτά και από τότε που έφτασε στον Πειραιά προστέθηκε και η λογοτεχνία! 

Την εποχή εκείνη ο Πειραιάς αποτελούσε ένα μεγάλο φυτώριο καλλιτεχνών και λογοτεχνών. Ο Πρινέας άρχισε να γράφει ποιήματα, να διαβάζει λογοτεχνικά βιβλία και να κάνει παρέα με συνομήλικούς του που είχαν τα ίδια ενδιαφέροντα. Θέλησε κάποτε να γίνει ιερέας και να επιστρέψει στο νησί του στα Κύθηρα. Συνετέλεσε σε αυτό η ωραία φωνή του και η ευχέρειά του να ψάλλει. 

Στην βιομηχανική Σχολή του Ρουσόπουλου

Μετά το πέρας των γυμνασιακών σπουδών, γράφτηκε στην Βιομηχανική Ακαδημία του Ρουσόπουλου, γνωστή σχολή της εποχής με καλή φήμη, με ειδίκευση στις χημικές συνθέσεις προκειμένου να εργαστεί σε φαρμακείο. Την εποχή εκείνη οι Φαρμακοποιοί παρασκεύαζαν τα φάρμακα μόνοι στα εργαστήριά τους και για το σκοπό αυτό απασχολούσαν ειδικότητες σχετικές με τη χημεία. Έτσι και ο Πρινέας μετά τη σχολή του Ρουσόπουλου προσελήφθηκε σε κάποιο φαρμακείο του Πειραιά για την πρακτική του άσκηση. 

Το 1901 έχοντας αποκτήσει ο Πρινέας πείρα από την ενασχόλησή του με τις χημικές συνθέσεις στο φαρμακείο, κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Αρωματοποιία και ποτοποιία» (εκδοτικός οίκος Αναστασίου Φέξη). Ακολούθησε το δίτομο έργο «Ανόργανος και Οργανική χημεία» και αμέσως μετά το «Ιατρική βοτανολογία» που συνέγραψε μαζί με τον ιατρό Σφακιανάκη. Ετοίμασε μια ογκώδη μελέτη για «Τα αρώματα, τα καλλυντικά και τα ψιμύθια των αρχαίων» ενώ παράλληλα είχε ετοιμάσει και μια ακόμα με τίτλο «Χρήσιμα φυτά όλου του κόσμου» για την οποία αναζητούσε χρηματοδότη καθώς η ύλη που είχε συγκεντρώσει υπερέβαινε τους τέσσερις τόμους!

Στον λογοτεχνικό κύκλο της Φρεαττύδας

Τον ελεύθερο χρόνο του οδοιπορούσε στα βουνά της Αττικής ψάχνοντας για σπάνια φυτά και άνθη. Κανόνιζε ταξίδια στο εξωτερικό σε πόλεις που ήταν ονομαστές για τους βοτανικούς τους κήπους. Εξαιτίας της λογοτεχνικής του ενασχόλησης είχε ενταχθεί στον κύκλο του Άριστου Καμπάνη, Λάμπρου Πορφύρα, Παύλου Νιρβάνα, Δημοσθένη Βουτυρά και Σπύρου Μελά. Με τον τελευταίο παρακολουθούσαν και πολλά θεατρικά έργα αποκτώντας ο Πρινέας την πρώτη του επαφή με τον κόσμο του θεάτρου, που είχε να κάνει αρχικά με τη συγγραφή θεατρικών σεναρίων.  

Ένα από τα πρώτα του σενάρια τιτλοφορείτο «Το κράτος του νησιού» ενώ είχε προηγηθεί και μια τραγωδία. Τελικώς το 1905 εκείνο που τον κέρδισε από το θέατρο δεν ήταν το σενάριο αλλά η ίδια η θεατρική σκηνή. Πρωτόπαιξε στο θέατρο του Παντόπουλου και αμέσως καταπιάστηκε με την οπερέτα. Ουδέποτε εγκατέλειψε τη συγγραφή θεατρικών έργων με ένα από τα σπουδαιότερα το «Κόκκινο σπαλέτο» μια συμφωνική που συνέγραψε το 1919 αφιερωμένη στην Αλμπίνα Σούμπερτ, δισέγγονη του Σούμπερτ που γνώρισε στην Κωνσταντινούπολη με την οποία και αρραβωνιάστηκε. 

Η απώλεια της φωνής του

Η όμορφη φωνή του που στην εφηβική του ηλικία τον ώθησε να γίνει ιερέας, στάθηκε αιτία τώρα να γίνει τενόρος. Σε μια περιοδεία του θιάσου όπου ανήκε στην Ρουμανία, αγνόησε το χιόνι και το κρύο. Ωθούμενος από τον ενθουσιασμό του για τα φυτά, βγήκε να μελετήσει τη χλωρίδα. Τότε αρρώστησε βαριά και έχασε τη φωνή του. Στράφηκε στην πρόζα και προσλήφθηκε στο θέατρο Κυβέλης όπου αποκάλυψε το ταλέντο του στην κωμωδία. Κατά το 1919 ξεπέρασε το πρόβλημα φωνής που είχε αποκτήσει στη Ρουμανία και επέστρεψε στην αγαπημένη του οπερέτα.

Οι απάχηδες των Αθηνών ή του Πειραιά;

Το 1920 παρουσίασε το έργο του, τους «Απάχηδες των Αθηνών» που έμεινε αθάνατο καθώς υπολογίστηκε πως παίχθηκε στη σκηνή για περισσότερες από 4.000 φορές! Η οπερέτα «Απάχηδες των Αθηνών» μόνο Αθηνών δεν ήταν… Κι αυτό διότι ένας από τους βασικούς ρόλους του έργου, του «Πρίγκηπα», ήταν εμπνευσμένος από έναν τύπο που ήταν την εποχή εκείνη γνωστός στον Πειραιά. Επρόκειτο για έναν φτωχό άνδρα, που όμως φρόντιζε ιδιαίτερα την εξωτερική του εμφάνιση και γοήτευε τα κορίτσια με τους τρόπους του και τα όμορφα λόγια. Οι Πειραιώτες τον αποκαλούσαν «ξεροκόμματο» καθώς ζούσε από ελεημοσύνες φίλων. Ο «ξεροκόμματος» ενέπνευσε τον Πρινέα να συγγράψει τους «Απάχηδες των Αθηνών».  

Ο Πρινέας συνέθεσε κι άλλες οπερέτες όπως τη «Ριρίκα», τα «Βάσανα του Καρδερίνα», τα «Σπουργίτια της Αθήνας» και πολλές ακόμα. Έγραψε και λιμπρέτα όπως η «Λύδα και ο Κύκνος της», το «Τσιγγάνικο τραγούδι», ο «Μπάρμπας μου το γουρούνι» κ.α. Η "Ρικίκα" θεωρήθηκε η μεγαλύτερη επιτυχία των χρόνων του Μεσοπολέμου και αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το κοινό.




Η ετοιμότητα επί σκηνής

Ο Πρινέας όμως κύρια ήταν ένας επιτυχημένος ηθοποιός που ποτέ δεν τα έχανε στη σκηνή. Στα θέατρα την εποχή εκείνη χρησιμοποιούσαν υποβολείς για να μη χάνουν οι ηθοποιοί τις ατάκες τους. Μια φορά όμως, ο υποβολέας ήταν μεθυσμένος και επαναλάμβανε χωρίς να το καταλάβει την ίδια πρόταση «έπειτα λοιπόν πήγαμε στην Πάτρα»… Ο Πρινέας καθ’ υπόδειξή του έλεγε και ξαναέλεγε την ίδια πρόταση μέχρι που γύρισε στον υποβολέα την ώρα της παράστασης και του είπε «Καλά χριστιανέ μου; Στην Πάτρα θα μείνουμε; Δεν πάμε παραπέρα;». Ο κόσμος ξέσπασε σε χειροκροτήματα και το έργο σώθηκε χάρις στην ετοιμότητα του Πρινέα.

Η γνώμη του για το ελληνικό θέατρο

Ήταν γνωστός επίσης για το ήθος του και την ευγένειά του. Αποκαλούσε όλους τους συναδέλφους του ηθοποιούς «Στρατηγούς»! Κάποιος τον ρώτησε γιατί Στρατηγούς και εκείνος απάντησε. Στο ελληνικό θέατρο, δεν υπάρχουν ούτε δεκανείς, ούτε λοχίες, ούτε λοχαγοί, ούτε καν συνταγματάρχες. Μόνο στρατηγοί. Όλοι πρωταγωνιστές! Δευτεραγωνιστές στο ελληνικό θέατρο δεν υπάρχουν…

Τα θεατρικά σαραντάχρονα του Πρινέα

Τον Δεκέμβριο του 1945 στο θέατρο "Κεντρικόν" ο Πρινέας πραγματοποίησε εκδήλωση κατά την οποία γιόρτασε τα σαραντάχρονα της θεατρικής του ζωής (1905 - 1945). Παράλληλα ανέβασε επί σκηνής το δικό του έργο "Άνδρες, γυναίκες, διαζύγια". 

Ο Πρινέας υπήρξε ο εκδότης του σατυρικού εβδομαδιαίου περιοδικού "Καρκαλέτσος Ιλλουστρέ" ενώ έλαβε μέρος στις κινηματογραφικές ταινίες:

Άννα Ροδίτη        (1948),  Όνειρα Κοριτσιών    (1953), Αρπαγή της Περσεφόνης (1956), Ελληνική Ραψωδία  (1932), Μια νύχτα στον Παράδεισο (1951), Ο βαφτιστικός  (1952), Οι απάχηδες των Αθηνών (1930),  Οι απάχηδες των Αθηνών (1950) Πρέπει να τα παντρέψουμε (1953), Ριρίκα  (1951), Τα Τέσσερα Σκαλοπάτια  (1951).

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε αποσυρθεί από την ενεργή καλλιτεχνική δράση και είχε επιδοθεί στην βοτανική. Εμφανιζόταν σποραδικά στο ραδιόφωνο για να μιλήσει για τα θεατρικά δρώμενα μιας άλλης εποχής. 

Ο ηθοποιός, θιασάρχης, επιθεωρησιογράφος, συγγραφέας, χημικός και βοτανολόγος Γιάννης Πρινέας πέθανε στις 18 Νοεμβρίου 1963 από εγκεφαλικό επεισόδιο και κηδεύθηκε στον Ι.Ν. Αγίου Λουκά. 


Διαβάστε επίσης:

Σπύρος Μελάς και Πειραιάς

 

 

 


Η ΣΧΟΛΗ ΚΛΩΣΤΙΚΗΣ ΥΦΑΝΤΙΚΗΣ ΠΛΕΚΤΙΚΗΣ (ΣΚΥΠ)

 

του Στέφανου Μίλεση

 

Η κλωστοϋφαντουργική βιομηχανία υπήρξε στην Ελλάδα ένας από τους σημαντικότερους τομείς της βιομηχανίας. Κατά την προπολεμική εποχή αποτελούσε το 80 τοις εκατό των εγχώριων βιομηχανιών από απόψεως εγκατεστημένων κεφαλαίων. Η αναζήτηση και εύρεση εξειδικευμένου τεχνικού προσωπικού, αποτελούσε ένα διαρκές αίτημα των ιδιοκτητών αυτού του βιομηχανικού κλάδου. 

Η ιδέα ιδρύσεως Σχολής Κλωστικής, Υφαντικής και Πλεκτικής, είχε κάνει ήδη την εμφάνισή της από το 1917 όταν επί κυβερνήσεως Ελευθερίου Βενιζέλου με υπουργό εθνικής οικονομίας τον Σπυρίδη, είχε προταθεί η ίδρυση τέτοιας σχολής, ως τμήμα στη Σιβιτανίδειο, όμως η πρόταση δεν πραγματοποιήθηκε παρότι αντιμετωπίστηκε θετικά. Η ίδια πρόταση επανερχόταν στο προσκήνιο αλλά συνήθως το νέο τεχνικό δυναμικό που εισερχόταν στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργικής βιομηχανίας, εκπαιδευόταν από «εσωτερικές» διαδικασίες των ίδιων των βιομηχανικών μονάδων. 


Όταν το 1943 την προεδρία της Πανελλήνιου Ενώσεως των Βιομηχάνων Κλωστοϋφαντουργών, ανέλαβε ο βιομήχανος Θεόδωρος Μανούσος, επανάφερε στο προσκήνιο την ιδέα του 1917! 

Πραγματικά ο Μανούσος πέτυχε την περίοδο της κατοχής την έγκριση Αναγκαστικού Νόμου (Α.Ν. 740/43), δια του οποίου οι βιομήχανοι θα μπορούσαν να ιδρύσουν σχολή, υποκείμενη στον έλεγχο του κράτους. Η χρηματοδότηση της σχολής προβλεπόταν να επιτευχθεί με την επιβολή υποχρεωτικής εισφοράς στις υπάρχουσες κλωστοϋφαντουργικές βιομηχανίες, αφού την δική τους ζήτηση σε εργάτες θα κάλυπτε τελικά. 

Μακέτα των κτηρίων της Σχολής Πλεκτικής (ΣΚΥΠ) επί της λεωφόρου Πειραιώς

Αποστολή φυσικά της σχολής ήταν η κατάρτιση των κατώτερων τεχνικών στελεχών στους συναφείς κλάδους αυτής της βιομηχανίας, όπως τεχνίτες στις κλωστές, υφαντές, πλέκτες, βαφείς κ.ο.κ. Η Σχολή οργανώθηκε κατά τα πρότυπα της Σιβιτανίδειου με δικά της εργαστήρια για την εκπαίδευση των μαθητών και ήταν ημερήσια. Όμως στην πραγματικότητα η λειτουργία της Σχολής Κλωστικής, Υφαντικής και Πλεκτικής (ΣΚΥΠ) ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 1945. 

Η Διεύθυνση της Σχολής στο ξεκίνημά της, ανατέθηκε στον Παρθενίων Διαμαντίδη, απόφοιτο του ΕΜΠ μηχανολόγων και οργανωτή παρόμοιων επαγγελματικών σχολών στην Ελλάδα. Οι μαθητές της δεν υποβάλλονταν σε καμία δαπάνη, όχι μόνο για τη φοίτησή τους αλλά και για το παρεχόμενο εκπαιδευτικό υλικό και τη χρήση εργαστηρίων. 

Καταχώριση της ΣΚΥΠ στις εφημερίδες του 1955 όταν ακόμα τα κτήρια βρίσκονταν υπό κατασκευή και δεν είχαν ολοκληρωθεί

Όλα τα έξοδα καλύπτονταν από την Πανελλήνια Ένωση Βιομηχάνων Κλωστοϋφαντουργών. Την διοίκηση της σχολής αποτελούσαν τα μεγαλύτερα ονόματα του χώρου και ήταν οι: Θ. Μανούσος (πρόεδρος), Π. Παπάζογλου (γενικός γραμματέας, προερχόμενος από τον κλάδος της εριουργίας), Σ. Στράτος (ταμίας, προερχόμενος από τον κλάδος της βαμβακουργίας), Σ. Σινιόσογλου (έφορος εκ βαμβακουργία), Τ. Καρέλλας (βαμβακουργία), Σ. Τεγόπουλος (βαμβακουργία), Γ. Σφαέλος (βαμβακουργία), Μ. Γαβριήλ (βαμβακουργία), Θ. Λαναράς (εριουργίας), Κ. Καραγιαννόπουλος (μεταξουργίας), Β. Πετσικόπουλος (του σωματείου βιομηχανικής πλεκτικής), Α. Κουτσοκώστας (καθηγητής Πολυτεχνείου), Δ. Σουχλέρης (εκπρόσωπος του υπουργείου παιδείας) και Ε. Ιατρίδης (εκπρόσωπος του υπουργείου οικονομίας). Διευθυντής της τεχνικής εκπαίδευσης ήταν ο Π. Διαμαντίδης που είχε επιλεγεί ως ο πλέον κατάλληλος από το Δ.Σ. της σχολής.

Μικρά παιδιά μαθητές της ΣΚΥΠ το 1948

Από το 1945 που λειτούργησε η σχολή ήταν ημερήσια όπως αναφέραμε όμως το 1948 για πρώτη φορά εισήγαγε και νυκτερινά τμήματα για την μετεκπαίδευση του ήδη εργαζόμενου προσωπικού. Επιπλέον από την 1η Σεπτεμβρίου 1948 άρχισε εντός της σχολής και η λειτουργία μικρού οικοτροφείου δυναμικότητας 10 υποτρόφων που είχαν την δυνατότητα να διαμένουν και να διατρέφονται δωρεάν εντός της Σχολής. Προτεραιότητα σε αυτούς τους υπότροπους μαθητές, είχαν οι προερχόμενοι από την Μακεδονία, ενώ σύντομα η Σχολή απέκτησε την δυνατότητα για στέγαση και σίτιση 80 μαθητών με την προϋπόθεση ότι θα προέρχονταν από την επαρχία. Η φοίτηση στην ημερήσια σχολή ήταν τετραετής διηρημένη σε οκτώ εξάμηνα.

Από το 1945 μέχρι τις 15 Απριλίου του 1948 η ΣΚΥΠ ελλείψει κτηρίου στεγαζόταν σε αίθουσες του Μεγάρου του Πειραϊκού Συνδέσμου. 

Από τις 15 Απριλίου 1948 όμως, λόγω έλλειψης χώρων στον Πειραϊκό Σύνδεσμο, η Σχολή στεγάστηκε με καταβολή ενοικίου στο Μέγαρο των Ελληνικών Ηλεκτρικών Σιδηροδρόμων όπου άλλοτε ήταν εγκατεστημένα τα εκδοτήρια εισιτηρίων του Σταθμού Νέου Φαλήρου (Μέγαρο Βλάγκαλη). Από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1950 στεγάστηκε στα δικά της κτήρια που ανήγειρε σε έκταση ιδιοκτησίας της. 

Η λεζάντα της ΣΚΥΠ την εποχή που στεγαζόταν εντός του Μεγάρου Σταθμού Ηλεκτρικών Σιδηροδρόμων Νέου Φαλήρου

Από 15 Απριλίου 1948 η Σχολή Κλωστικής, Υφαντικής και Πλεκτικής στεγάστηκε εντός του Μεγάρου Βλάγκαλη (Αρχείο ΗΣΑΠ)


Διότι η ΣΚΥΠ από τον Σεπτέμβριο του 1946 είχε αποκτήσει έκταση 28.000 τετραγωνικών πήχεων, με σκοπό να οικοδομήσει τις δικές της κτηριακές εγκαταστάσεις, επί της Λεωφόρου Πειραιώς στο ύψος του Νέου Φαλήρου (έναντι εργοστασίου ΕΛΑΪΣ), μήκους 150 περίπου μέτρων. Και πραγματικά το 1950 οι κτηριακές της εγκαταστάσεις ολοκληρώθηκαν και περιλάμβαναν διδακτήρια θεωρίας, κλωστοϋφαντουργικά εργαστήρια και όλους τους απαραίτητους για την εκπαίδευση χώρους. Η Σχολή είχε προβλεφθεί να λειτουργεί χωρίς να προκαλεί επιβάρυνση εκ μέρους του κρατικού προϋπολογισμού, όπως και η ανέγερση του συγκροτήματος των κτηρίων, για τα οποία λήφθηκε δάνειο εκ μέρους της Πανελλήνιας Ένωσης Βιομηχάνων Κλωστοϋφαντουργίας. Το δίπλωμα που χορηγούσε η ΣΚΥΠ ήταν αναγνωρισμένο ενώ το 1949 η Σχολή ίδρυσε και θερινές κατασκηνώσεις των μαθητών στην Εκάλη.


Μαθητές της ΣΚΥΠ στο Μηχανουργείο


Στο Εκπαιδευτικό προσωπικό της σχολής δίδασκαν πολλοί ξένοι ειδικοί επί θεμάτων κλωστοϋφαντουργίας, όπως ο Βέλγος Βερβιέ καθηγητής της υφαντικής ζωικών υλών και εξευγενισμού, ο Γάλλος Ρουμπέ καθηγητής κλωστικής και φυτικών κλωστικών ειδών, ο Γερμανός Χαίμνιτς καθηγητής πλεκτικής, κ.α. Από τα μαθήματα, εκτός από τα προβλεπόμενα γυμνασιακά διδάσκονταν εξειδικευμένα όπως γενικής μηχανοτεχνίας, ελεύθερου σχεδίου, τεχνολογία φυτικών κλωστοϋφαντουργικών υλών, κλωστική φυτικών και τεχνολογία αυτής, υφαντική, πλεκτική, εξευγενιστική εργασία (φινίρισμα), οικονομική και βιομηχανική γεωγραφία, βιομηχανική νομοθεσία και πολλά άλλα. Παράλληλα γίνονταν διαλέξεις ειδικών, επισκέψεις σε συναφή εργοστάσια, σεμινάρια επαγγελματικής υγιεινής αλλά και αγωγή του πολίτου, και εκμάθηση αγγλικών από ξένες γλώσσες. Τα εργαστήρια ήταν πλεκτικής, μηχανουργικό, υφαντουργικό και βαφικό. Οι πρώτοι απόφοιτοι της σχολής εξήλθαν τον Ιούλιο του 1949 και αμέσως έπιασαν δουλειά στα εργοστάσια με ικανοποιητικές αμοιβές.

 


ΑΓΓΕΙΟΠΛΑΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ "ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ" ΣΤΟ ΝΕΟ ΦΑΛΗΡΟ




του Στέφανου Μίλεση

Η κεραμεική αποτελούσε για πολλούς, έναν κλάδο των τεχνών και λιγότερο της βιοτεχνίας. Αν και το παραγόμενο προϊόν της φαίνεται καταρχήν βιομηχανικό, καθώς μπορεί να παραχθεί με αυτοματοποιημένα μηχανήματα, η ώθηση για να αγοραστεί από το κοινό, κρίνεται τελικώς από το πόσο ελκυστική είναι η εμφάνισή του. Αυτό ήταν το μυστικό της επιτυχίας των δύο βασικών συντελεστών πάνω στους οποίους στηρίχθηκε η βιομηχανία του «Κεραμεικού» στο Νέο Φάληρο. Η αγάπη τους για την κεραμική, τους έκανε να την βλέπουν περισσότερο ως τέχνη και λιγότερο ως μαζική παραγωγή, που στοχεύει αποκλειστικά και μόνο στην πώληση και στη είσπραξη κερδών. 

Αν και οι ιδρυτές και μέτοχοι της βιομηχανίας του «Κεραμεικού» στο Νέο Φάληρο ήταν αρχικώς πολλοί, οι δύο που απέμειναν στο τέλος, ήταν αυτοί στους οποίους οφείλεται και η φήμη του εργοστασίου. Οι Αντώνιος Δαρίγος, ως γενικός διευθυντής και Νικόλαος Κανελλόπουλος ως ιδρυτής και βασικός μέτοχος, αναβίωσαν κοντά στην περιοχή των Καμινίων, εκεί όπου στην αρχαιότητα είχε αναπτυχθεί η κεραμεική τέχνη, τη σύγχρονη μορφή της, μέσω του εργοστασίου «Κεραμεικός» που λειτούργησε στο Νέο Φάληρο από το 1909 έως το 1985. 

Οι συνθήκες ψησίματος των κεραμικών στους 1200 βαθμούς προκειμένου να παραχθεί το λεγόμενο "μπισκουΐ", δημιουργούσε συνθήκες στους φούρνους που θύμιζαν το "Γυαλάδικο" στα Λιπάσματα της Δραπετσώνας, επίσης δημιούργημα του Ν. Κανελλόπουλου.


Δίπλα από τη λεωφόρο Πειραιώς εγκαταστάθηκε το εργοστάσιο της Ανωνύμου Αγγειοπλαστικής Εταιρείας «Κεραμεικός» που αποτέλεσε παράλληλα και ένα μεγάλο σχολείο πηλοπλαστών και διακοσμητών ζωγράφων. Ένα πραγματικό φυτώριο καλλιτεχνών που φιλοτεχνούσε πραγματικά αριστουργήματα, δίπλα στους 325 εργάτες και εργάτριες που απασχολούσε συνολικά το εργοστάσιο.

Το εργοστάσιο ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ το 1934


 Το εργοστάσιο «Κεραμεικός» στο Νέο Φάληρο είχε ιδρυθεί το 1909 σε μια έκταση δεκάδων χιλιάδων τετραγωνικών πήχεων με πολλούς αρχικά μετόχους ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονταν και μέλη της βασιλικής οικογένειας όπως ο βασιλιάς Αλέξανδρος. Σήμα του εργοστασίου ήταν ο ταύρος που ως παρέπεμπε στο αρχαίο αθηναϊκό νεκροταφείο του Κεραμεικού. Το 1910 η νομική μορφή θα αλλάξει και έκτοτε θα λειτουργήσει με αυτήν. 



Υπό την διεύθυνση του Αντώνιου Δαρίγου (ή και Δαρρήγου) και το βιομηχανικό δαιμόνιο του Νικόλαου Κανελλόπουλου δημιουργήθηκε ένα εργοστάσιο που αναβίωσε την αρχαία τέχνη της κεραμικής. Το όνομα του Νικόλαου Κανελλόπουλου βεβαίως είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τα γνωστά «Λιπάσματα» της Δραπετσώνας, όπως για συντομία ο κόσμος αποκαλούσε, την Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων, που ήταν δικό του δημιούργημα. Αποτελούσε ένα όραμα του ιδρυτή της του Νικόλαου Κανελλόπουλου που το είχε συλλάβει για πρώτη φορά στη Ζυρίχη της Ελβετίας όταν φοιτούσε στο εκεί πολυτεχνείο για να γίνει χημικός.

Νικόλαος Κανελλόπουλος

 


Ο Νικόλαος Κανελλόπουλος θα υπάρξει συμφοιτητής στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης με τον Λεόντιο Οικονομίδη, τον Αλέξανδρο Ζαχαρίου, και τον Λύσανδρο Χαρίλαο. Οι φοιτητές αυτοί του ελβετικού πολυτεχνείου θα σχηματίσουν μια ομάδα που θα γίνει γνωστή ως ο περίφημος «Κύκλος της Ζυρίχης» που θα αποτελέσει τον βασικό πυρήνα της ελληνικής βιομηχανίας, ενώ αμέσως μετά ο ίδιος κύκλος θα πρωτοστατήσει και στη σύσταση του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων. 

Ο Αντώνιος Δαρίγος σε φωτογράφιση του 1948. Αν και δεν υπήρξε από τους ιδρυτές του Κεραμεικού, ούτε καν στα πρώτα του στελέχη, η παρουσία του ωστόσο αποτέλεσε ορόσημο στην πετυχημένη διεύθυνση της μονάδας.


Ο συνδυασμός των ονομάτων του «κύκλου της Ζυρίχης» θα «γεννήσει» τα μεγαλύτερα εργοστάσια στην Ελλάδα. Παράδειγμα το 1892 όταν ο Νικόλαος Κανελλόπουλος μαζί με τον Λύσανδρο Χαρίλαο θα ιδρύσουν ένα χημικό εργοστάσιο στην Ελευσίνα. Το 1902 και πάλι ο Ν. Κανελλόπουλος μαζί με τον Αλέξανδρο Ζαχαρίου ίδρυσαν τη γνωστή εταιρεία Τσιμέντων ΤΙΤΑΝ επίσης στην Ελευσίνα. Η κατασκευή του εργοστασίου ΤΙΤΑΝ θα πραγματοποιηθεί με τη βοήθεια της εταιρείας ΤΕΚΤΩΝ του Αλέξανδρου Ζαχαρίου (από τον Κύκλο της Ζυρίχης και πάλι). 


Ο Νικόλαος Κανελλόπουλος δεν αρκέστηκε σε αυτά, αλλά κατά το 1909 μαζί με άλλους ίδρυσε την ανώνυμη αγγειοπλαστική εταιρεία με την επωνυμία «Κεραμεικός» στο Νέο Φάληρο. Για αυτό το λόγο και ο δρόμος του Νέου Φαλήρου έλαβε το όνομά του, όπως συνέβη και στην Δραπετσώνα με τη λεωφόρο Κανελλοπούλου που οδηγούσε στα Λιπάσματα. 

Στο Νέο Φάληρο η οδός στην οποία υπήρχε η είσοδος του εργοστασίου ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ ονομάστηκε "Κανελλόπουλου" όπως το ίδιο συνέβη και στην Δραπετσώνα με τον δρόμο που οδηγούσε στα ΛΙΠΑΣΜΑΤΑ


Για την ίδρυση του «Κεραμεικού» απαιτήθηκε το αστρονομικό, για την εποχή, ποσό, των τριών εκατομμυρίων χρυσών δραχμών. Εγκαταστάθηκαν κατά τα πρώτα χρόνια λειτουργίας στο Νέο Φάληρο 20 οικογένειες Γερμανών τεχνιτών, στους οποίους παρασχέθηκε δωρεάν κατοικία. Αυτοί είχαν ως αποστολή την εκπαίδευση του νεοπροσλαμβανόμενου εργατικού δυναμικού. 


Η έλευση του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου όμως το 1914 στάθηκε αιτία να αποχωρήσει το μεγαλύτερο μέρος του εξειδικευμένου προσωπικού αλλά και η προμήθεια των πρώτων υλών να γίνει προβληματική. Το εργοστάσιο κάτω από αυτές τις συνθήκες αναγκάστηκε να διακόψει επ’  αόριστο τη λειτουργία του. Το τέλος του Α’ Π.Π. σήμανε την επανέναρξη της λειτουργίας του εργοστασίου. Την δεκαετία του 1930 η ημερήσια παραγωγή του «Κεραμεικού» ανερχόταν στα 25.000 τεμάχια που αφορούσαν στην κατασκευή σερβίτσιων φαγητού και καφέ αλλά και ειδών λουτρού. 

Εκτός αυτών ο «Κεραμεικός» παρήγαγε πυρίμαχα προϊόντα κάθε είδους, αλλά και ανθοδοχεία, πλάκες, πιάτα και σερβίτσια. Η ίδια η εταιρεία για να ήταν σίγουρη για τη σταθερή παραγωγή νέων καλλιτεχνών κεραμικής, είχε δημιουργήσει σχολείο για τη μόρφωση και την εκπαίδευση 120 νέων ζωγράφων-διακοσμητών. Από τα προϊόντα του εργοστασίου, όσα κρίνονταν ως ιδιαίτερης αισθητικής εξάγονταν στο εξωτερικό. 

Ο ετήσιος κύκλος εργασιών του «Κεραμεικού» έφτανε τα 30 εκατομμύρια δραχμές.  Στο εργοστάσιο εισάγονταν οι ακατέργαστες πρώτες ύλες, οι οποίες διερχόμενες μέσα από τα διάφορα τμήματά του, κατέληγαν σε πιάτα, φλυτζάνια και σχετικά αντικείμενα, που ήταν πραγματικά έργα τέχνης. 


Έτσι ο ακατέργαστος πηλός του πρώτο σταδίου, περνούσε από τους τόρνους, όπου παράγονταν τα διάφορα καλούπια και τα προϊόντα λάμβαναν την πρώτη τους μορφή. Έμεναν για 12 ώρες στις διάφορες προθήκες για να στεγνώσουν (να περιέλθουν σε ξηρά κατάσταση). Στη συνέχεια περνούσαν από τεράστιους κλιβάνους-φούρνους, όπου ψήνονταν για 20 με 22 ώρες στους 1200 βαθμούς, όπου μετατρέπονταν κατά την ορολογία του εργοστασίου σε «μπισκουΐ». Ακολουθούσε το βερνίκωμα, με την κατάδυση (εμβάπτιση) των «μπισκουΐ» μέσα στο βερνίκι. Ξανά πάλι στους κλίβανους όπου το βερνίκι με το ψήσιμο αποκτούσε την απαιτούμενη γυαλάδα. Ακολουθούσε η διαδικασία της συγκόλλησης από ειδικούς τεχνίτες, των «χεριών» των φλυτζανιών. Τελευταίο τμήμα ήταν η διακόσμηση, όπου ειδικευμένοι εργάτες, αναλάμβαναν τη φιλοτέχνηση (ζωγραφική) των σερβίτσιων, με γραμμές, άνθη και άλλες παραστάσεις. 

Το τμήμα διακόσμησης σε φωτογράφιση το 1934. Αποτελούσε το τελευταίο μέρος πριν την ολοκλήρωση της διαδικασίας. Εκατοντάδες προσφυγοπούλες εκπαιδεύτηκαν στη φιλοτέχνηση των προϊόντων του Κεραμεικού.

Στον «Κεραμεικό» λειτουργούσε ξεχωριστά ειδικό τμήμα για την κατασκευή βάζων (ανθοδοχείων) τα οποία γίνονταν όλα χειροκίνητα, μέσω ειδικών τροχών περιστροφής. Ο «Κεραμεικός» εκτός από όλα αυτά, παρήγαγε και χρώματα στο χημείο που διέθετε, ώστε να υπάρχει σχετική αυτονομία στην παραγωγή και να μειωθεί η εξάρτηση από εξωγενείς παράγοντες. Ο έλεγχος ήταν διαρκής σε όλα τα στάδια της παραγωγής για την απομάκρυνση των ελαττωματικών μερών, ενώ στο τέλος υπήρχε ειδική αίθουσα στην οποία γινόταν το «χρύσωμα» των σερβίτσιων πολυτελείας και η συσκευασία των προϊόντων. Τα χώματα που χρησιμοποιούνταν στον «Κεραμεικό» για την πρώτη ύλη ήταν κατά κύριο λόγο ελληνικά. Όσα πιάτα παρήχθησαν στον «Κεραμεικό», προέρχονταν από ελληνικά χώματα, κατασκευασμένα εξ ολοκλήρου στην Ελλάδα και φιλοτεχνημένα από Έλληνες καλλιτέχνες. 


Όμως πέρα από τον τρόπο και την διαδικασία παραγωγής των προϊόντων, το εργοστάσιο αποτελούσε πραγματικό υπόδειγμα συμπεριφοράς και καθαριότητας για το εργατικό προσωπικό καθώς ήδη από την αρχή της λειτουργίας του, είχαν προβλεφθεί λουτρά, λευκές ποδιές και αποδυτήρια εργατών και εργατριών. Οι εργάτες που προσλαμβάνονταν εκπαιδεύονταν εντός του εργοστασίου, αναλόγως του τμήματος που θα στελέχωναν, ενώ όσοι αναλάμβαναν τον τομέα της διακόσμησης, όπως προαναφέραμε, φοιτούσαν σε σχολείο ζωγραφικής-διακόσμησης όπου η εκπαίδευση στον χρωστήρα γινόταν από απόφοιτο του Πολυτεχνείου. 


Το 1921 έγινε ολική αντικατάσταση των μηχανημάτων του «Κεραμεικού» με σύγχρονα, ενώ επικεφαλής των τμημάτων τέθηκαν Ιταλοί πεπειραμένοι τεχνίτες. Η καταστροφή του ’22 και η έλευση προσφύγων στην Ελλάδα, αποτέλεσαν μια νέα μεγάλη δεξαμενή άντλησης φθηνών εργατικών χεριών που ώθησαν την παραγωγή στον «Κεραμεικό», όπως συνέβη άλλωστε και με όλα τα εργοστάσια στην Ελλάδα. Οι 150 προσφυγοπούλες από την Κιουτάχεια που στελέχωσαν το τμήμα διακόσμησης του εργοστασίου, παρήγαγαν ένα νέο σχέδιο βάζων, τα λεγόμενα βάζα Κιουτάχειας. 



Το 1930 η διεύθυνση του εργοστασίου ίδρυσε ομάδα ποδοσφαίρου η οποία αποτελείτο από εργάτες. Η ομάδα ύστερα από πετυχημένη πορεία πέτυχε την άνοδό της στην α’ κατηγορία Πειραιώς όπου βρέθηκε αντιμέτωπη με Ολυμπιακό, Εθνικό, Προοδευτική κ.α. Σταδιακά ιδρύθηκαν ομάδες και σε άλλα αθλήματα όπως στο μπάσκετ, βόλεϊ, επιτραπέζια αντισφαίριση κ.α. 

Η ύπαρξη του εργοστασίου «Κεραμεικός» στο Νέο Φάληρο, αποτέλεσε ένα λαμπρό σημείο αναφοράς στην βιομηχανική και βιοτεχνική ιστορία, όχι μόνο της περιοχής, αλλά όλης της Ελλάδας. Κυριότερος τομέας προσφοράς υπήρξε η εκλαΐκευση του αρχαίου ελληνικού ρυθμού που εισήχθη με τη μορφή σχεδίων σε κάθε ελληνικό σπίτι. Μάλιστα τα κομμάτια που παράγονταν ήταν συγκεκριμένα στον αριθμό και έφεραν αρίθμηση στο πίσω μέρος τους, καθώς και το όνομα του καλλιτέχνη που τα φιλοτέχνησε. 




Το 1975 έγινε μεγάλη προσπάθεια εκσυγχρονισμού με την ευκαιρία απόκτησης της πλειοψηφίας των μετοχών από τον Ιούλιο Νέζερ. Ο μεγάλος σεισμός όμως του 1981 θα προκαλέσει σοβαρές ζημιές στον «Κεραμεικό». Η μεγαλύτερη ζημιά θα προέλθει από τη «μόδα» στη χρήση πλαστικών ειδών. Η επιχείρηση μπόρεσε να λειτουργήσει μέχρι το 1985 έτος που έκλεισε οριστικά. Δυστυχώς τα κτήρια της εταιρείας κατεδαφίστηκαν και το μόνο που έμεινε σήμερα για να μας θυμίζει την παρουσία της, είναι η πύλη του εργοστασίου που είναι επενδυμένη με πλακίδια που το ίδιο εργοστάσιο παρήγαγε. Ένα μεγάλο μέρος της έκτασης περιήλθε στην διπλανή ΕΛΑΪΣ.


Διαβάστε επίσης:


Στην έρημη πολιτεία των «Λιπασμάτων» και στο «Γυαλάδικο»


"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"