Η ΣΧΟΛΗ ΚΛΩΣΤΙΚΗΣ ΥΦΑΝΤΙΚΗΣ ΠΛΕΚΤΙΚΗΣ (ΣΚΥΠ)

 

του Στέφανου Μίλεση

 

Η κλωστοϋφαντουργική βιομηχανία υπήρξε στην Ελλάδα ένας από τους σημαντικότερους τομείς της βιομηχανίας. Κατά την προπολεμική εποχή αποτελούσε το 80 τοις εκατό των εγχώριων βιομηχανιών από απόψεως εγκατεστημένων κεφαλαίων. Η αναζήτηση και εύρεση εξειδικευμένου τεχνικού προσωπικού, αποτελούσε ένα διαρκές αίτημα των ιδιοκτητών αυτού του βιομηχανικού κλάδου. 

Η ιδέα ιδρύσεως Σχολής Κλωστικής, Υφαντικής και Πλεκτικής, είχε κάνει ήδη την εμφάνισή της από το 1917 όταν επί κυβερνήσεως Ελευθερίου Βενιζέλου με υπουργό εθνικής οικονομίας τον Σπυρίδη, είχε προταθεί η ίδρυση τέτοιας σχολής, ως τμήμα στη Σιβιτανίδειο, όμως η πρόταση δεν πραγματοποιήθηκε παρότι αντιμετωπίστηκε θετικά. Η ίδια πρόταση επανερχόταν στο προσκήνιο αλλά συνήθως το νέο τεχνικό δυναμικό που εισερχόταν στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργικής βιομηχανίας, εκπαιδευόταν από «εσωτερικές» διαδικασίες των ίδιων των βιομηχανικών μονάδων. 


Όταν το 1943 την προεδρία της Πανελλήνιου Ενώσεως των Βιομηχάνων Κλωστοϋφαντουργών, ανέλαβε ο βιομήχανος Θεόδωρος Μανούσος, επανάφερε στο προσκήνιο την ιδέα του 1917! 

Πραγματικά ο Μανούσος πέτυχε την περίοδο της κατοχής την έγκριση Αναγκαστικού Νόμου (Α.Ν. 740/43), δια του οποίου οι βιομήχανοι θα μπορούσαν να ιδρύσουν σχολή, υποκείμενη στον έλεγχο του κράτους. Η χρηματοδότηση της σχολής προβλεπόταν να επιτευχθεί με την επιβολή υποχρεωτικής εισφοράς στις υπάρχουσες κλωστοϋφαντουργικές βιομηχανίες, αφού την δική τους ζήτηση σε εργάτες θα κάλυπτε τελικά. 

Μακέτα των κτηρίων της Σχολής Πλεκτικής (ΣΚΥΠ) επί της λεωφόρου Πειραιώς

Αποστολή φυσικά της σχολής ήταν η κατάρτιση των κατώτερων τεχνικών στελεχών στους συναφείς κλάδους αυτής της βιομηχανίας, όπως τεχνίτες στις κλωστές, υφαντές, πλέκτες, βαφείς κ.ο.κ. Η Σχολή οργανώθηκε κατά τα πρότυπα της Σιβιτανίδειου με δικά της εργαστήρια για την εκπαίδευση των μαθητών και ήταν ημερήσια. Όμως στην πραγματικότητα η λειτουργία της Σχολής Κλωστικής, Υφαντικής και Πλεκτικής (ΣΚΥΠ) ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 1945. 

Η Διεύθυνση της Σχολής στο ξεκίνημά της, ανατέθηκε στον Παρθενίων Διαμαντίδη, απόφοιτο του ΕΜΠ μηχανολόγων και οργανωτή παρόμοιων επαγγελματικών σχολών στην Ελλάδα. Οι μαθητές της δεν υποβάλλονταν σε καμία δαπάνη, όχι μόνο για τη φοίτησή τους αλλά και για το παρεχόμενο εκπαιδευτικό υλικό και τη χρήση εργαστηρίων. 

Καταχώριση της ΣΚΥΠ στις εφημερίδες του 1955 όταν ακόμα τα κτήρια βρίσκονταν υπό κατασκευή και δεν είχαν ολοκληρωθεί

Όλα τα έξοδα καλύπτονταν από την Πανελλήνια Ένωση Βιομηχάνων Κλωστοϋφαντουργών. Την διοίκηση της σχολής αποτελούσαν τα μεγαλύτερα ονόματα του χώρου και ήταν οι: Θ. Μανούσος (πρόεδρος), Π. Παπάζογλου (γενικός γραμματέας, προερχόμενος από τον κλάδος της εριουργίας), Σ. Στράτος (ταμίας, προερχόμενος από τον κλάδος της βαμβακουργίας), Σ. Σινιόσογλου (έφορος εκ βαμβακουργία), Τ. Καρέλλας (βαμβακουργία), Σ. Τεγόπουλος (βαμβακουργία), Γ. Σφαέλος (βαμβακουργία), Μ. Γαβριήλ (βαμβακουργία), Θ. Λαναράς (εριουργίας), Κ. Καραγιαννόπουλος (μεταξουργίας), Β. Πετσικόπουλος (του σωματείου βιομηχανικής πλεκτικής), Α. Κουτσοκώστας (καθηγητής Πολυτεχνείου), Δ. Σουχλέρης (εκπρόσωπος του υπουργείου παιδείας) και Ε. Ιατρίδης (εκπρόσωπος του υπουργείου οικονομίας). Διευθυντής της τεχνικής εκπαίδευσης ήταν ο Π. Διαμαντίδης που είχε επιλεγεί ως ο πλέον κατάλληλος από το Δ.Σ. της σχολής.

Μικρά παιδιά μαθητές της ΣΚΥΠ το 1948

Από το 1945 που λειτούργησε η σχολή ήταν ημερήσια όπως αναφέραμε όμως το 1948 για πρώτη φορά εισήγαγε και νυκτερινά τμήματα για την μετεκπαίδευση του ήδη εργαζόμενου προσωπικού. Επιπλέον από την 1η Σεπτεμβρίου 1948 άρχισε εντός της σχολής και η λειτουργία μικρού οικοτροφείου δυναμικότητας 10 υποτρόφων που είχαν την δυνατότητα να διαμένουν και να διατρέφονται δωρεάν εντός της Σχολής. Προτεραιότητα σε αυτούς τους υπότροπους μαθητές, είχαν οι προερχόμενοι από την Μακεδονία, ενώ σύντομα η Σχολή απέκτησε την δυνατότητα για στέγαση και σίτιση 80 μαθητών με την προϋπόθεση ότι θα προέρχονταν από την επαρχία. Η φοίτηση στην ημερήσια σχολή ήταν τετραετής διηρημένη σε οκτώ εξάμηνα.

Από το 1945 μέχρι τις 15 Απριλίου του 1948 η ΣΚΥΠ ελλείψει κτηρίου στεγαζόταν σε αίθουσες του Μεγάρου του Πειραϊκού Συνδέσμου. 

Από τις 15 Απριλίου 1948 όμως, λόγω έλλειψης χώρων στον Πειραϊκό Σύνδεσμο, η Σχολή στεγάστηκε με καταβολή ενοικίου στο Μέγαρο των Ελληνικών Ηλεκτρικών Σιδηροδρόμων όπου άλλοτε ήταν εγκατεστημένα τα εκδοτήρια εισιτηρίων του Σταθμού Νέου Φαλήρου (Μέγαρο Βλάγκαλη). Από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1950 στεγάστηκε στα δικά της κτήρια που ανήγειρε σε έκταση ιδιοκτησίας της. 

Η λεζάντα της ΣΚΥΠ την εποχή που στεγαζόταν εντός του Μεγάρου Σταθμού Ηλεκτρικών Σιδηροδρόμων Νέου Φαλήρου

Από 15 Απριλίου 1948 η Σχολή Κλωστικής, Υφαντικής και Πλεκτικής στεγάστηκε εντός του Μεγάρου Βλάγκαλη (Αρχείο ΗΣΑΠ)


Διότι η ΣΚΥΠ από τον Σεπτέμβριο του 1946 είχε αποκτήσει έκταση 28.000 τετραγωνικών πήχεων, με σκοπό να οικοδομήσει τις δικές της κτηριακές εγκαταστάσεις, επί της Λεωφόρου Πειραιώς στο ύψος του Νέου Φαλήρου (έναντι εργοστασίου ΕΛΑΪΣ), μήκους 150 περίπου μέτρων. Και πραγματικά το 1950 οι κτηριακές της εγκαταστάσεις ολοκληρώθηκαν και περιλάμβαναν διδακτήρια θεωρίας, κλωστοϋφαντουργικά εργαστήρια και όλους τους απαραίτητους για την εκπαίδευση χώρους. Η Σχολή είχε προβλεφθεί να λειτουργεί χωρίς να προκαλεί επιβάρυνση εκ μέρους του κρατικού προϋπολογισμού, όπως και η ανέγερση του συγκροτήματος των κτηρίων, για τα οποία λήφθηκε δάνειο εκ μέρους της Πανελλήνιας Ένωσης Βιομηχάνων Κλωστοϋφαντουργίας. Το δίπλωμα που χορηγούσε η ΣΚΥΠ ήταν αναγνωρισμένο ενώ το 1949 η Σχολή ίδρυσε και θερινές κατασκηνώσεις των μαθητών στην Εκάλη.


Μαθητές της ΣΚΥΠ στο Μηχανουργείο


Στο Εκπαιδευτικό προσωπικό της σχολής δίδασκαν πολλοί ξένοι ειδικοί επί θεμάτων κλωστοϋφαντουργίας, όπως ο Βέλγος Βερβιέ καθηγητής της υφαντικής ζωικών υλών και εξευγενισμού, ο Γάλλος Ρουμπέ καθηγητής κλωστικής και φυτικών κλωστικών ειδών, ο Γερμανός Χαίμνιτς καθηγητής πλεκτικής, κ.α. Από τα μαθήματα, εκτός από τα προβλεπόμενα γυμνασιακά διδάσκονταν εξειδικευμένα όπως γενικής μηχανοτεχνίας, ελεύθερου σχεδίου, τεχνολογία φυτικών κλωστοϋφαντουργικών υλών, κλωστική φυτικών και τεχνολογία αυτής, υφαντική, πλεκτική, εξευγενιστική εργασία (φινίρισμα), οικονομική και βιομηχανική γεωγραφία, βιομηχανική νομοθεσία και πολλά άλλα. Παράλληλα γίνονταν διαλέξεις ειδικών, επισκέψεις σε συναφή εργοστάσια, σεμινάρια επαγγελματικής υγιεινής αλλά και αγωγή του πολίτου, και εκμάθηση αγγλικών από ξένες γλώσσες. Τα εργαστήρια ήταν πλεκτικής, μηχανουργικό, υφαντουργικό και βαφικό. Οι πρώτοι απόφοιτοι της σχολής εξήλθαν τον Ιούλιο του 1949 και αμέσως έπιασαν δουλειά στα εργοστάσια με ικανοποιητικές αμοιβές.

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"