Τα τελευταία κάλαντα της παιδικής μου ηλικίας

 

"Αφιερωμένο στον καλύτερο μου φίλο, όπως τον φύλαξα κλεισμένο για πάντα νέο στο σεντούκι του παιδικών μου αναμνήσεων"

του Στέφανου Μίλεση

Κάθε χρόνο μόλις πλησιάζουν οι γιορτές του Δωδεκαημέρου με τις παραδόσεις, τα ήθη, τα έθιμα, τους μύθους, αλλά και τις προσωπικές μου αναμνήσεις με πιάνει μια νοσταλγία. Βλέπω τον εαυτό μου, παιδί ακόμα, να γυρίζει στους δρόμους παρέα με τον αχώριστό του φίλο. 

Με τα καμπανέλια στα χέρια γυρίζαμε μέσα στις γειτονιές του Πειραιά να πούμε τα κάλαντα των Χριστουγέννων ή της Πρωτοχρονιάς, για να λάβουμε ως φιλοδώρημα κάποιες δραχμές ή και δεκάρες ακόμα. Συναντιόμασταν στο σπίτι μου για να λάβουμε πρώτα τις απαραίτητες οδηγίες από την μάνα μου. Πηγαίναμε βλέπετε μόνο σε φίλους της οικογένειας και συγγενείς και ποτέ δεν τολμήσαμε να χτυπήσουμε πόρτα σπιτιού που δεν γνωρίζαμε.

«Να τα πούμε;» ρωτούσαμε μόλις μας άνοιγε κάποιος θείος ή συγγενής που έτσι κι αλλιώς μας περίμενε.

«Να τα πείτε», μας απαντούσε με προσποιητή έκπληξη που μας έβλεπε, αφού είμαι σίγουρος πως η μάνα μου είχε ήδη επικοινωνήσει μαζί του για να τον ειδοποιήσει για την επίσκεψή μας.

Και αφού του τα ψάλαμε κατά το έθιμο στο τέλος κλείναμε πάντοτε με την ευχή «και του χρόνου». Ύστερα καθόμασταν στα σκαλιά κάποιας μονοκατοικίας και μοιράζαμε στα ίσα την είσπραξη. Βεβαίως τα ψιλά της είσπραξης ήταν μηδαμινά, αφού οι πενταροδεκάρες μοιράζονταν στα ίσα. Μια σου και μια μου… 

Λίγο μας ενδιέφερε όμως τότε το «κέρδος». Αγαπούσαμε περισσότερο την ίδια την διαδικασία. Το ατελείωτο περπάτημα για να φτάσουμε από το σπίτι της μιας θείας, στο σπίτι της επόμενης, τα καλωσορίσματα, τα φιλοδωρήματα, τα κεράσματα. Και έτσι το πρωινό περνούσε ανάμεσα σε θείους, θείες και ξαδέλφους, τους περισσότερους από τους οποίους βλέπαμε μονάχα εκείνη τη συγκεκριμένη περίοδο του έτους. Μόλις ο κύκλος των επισκέψεων έκλεινε, ευχόμασταν το απαραίτητο «και του χρόνου» ανάμεσά μας.



Αυτή την ευχή δεν θυμάμαι ποια χρονιά ήταν η τελευταία που την απεύθυνα στον παιδικό μου φίλο. Δεν θυμάμαι αν τότε που ευχόμουν στα σκαλοπάτια μιας μονοκατοικίας, συνειδητοποιούσα ότι τα χρόνια είχαν περάσει, πως είχα μεγαλώσει, και πως ήταν η τελευταία φορά στη ζωή μου που θα χτυπούσα κάποια εξώπορτα ρωτώντας «να τα πούμε;».

Ο παιδικός μου φίλος, με τον οποίο κάθε χρόνο τα λέγαμε, έφυγε για πάντα... οι φίλοι της γειτονιάς χάθηκαν και οι συγγενείς απομακρύνθηκαν ή αλίμονο πέθαναν! Άραγε πώς θα ένιωθα εκείνη την τελευταία χρονιά της παιδικής μου θύμησης, αν είχα τη γνώση του μέλλοντος που η εξέλιξη μοιραία έφερε; Θα μπορούσε άραγε η παιδική μου ψυχή τότε, να σηκώσει μονομιάς αυτό το βάρος των προβλημάτων που μου επιφύλασσε το αύριο; Αν με κάποιο μαγικό τρόπο μπορούσα να δω τη συνέχεια του αγώνα της ζωής, να αφουγκραστώ τα προβλήματά της, να γευτώ τις επερχόμενες πίκρες της, θα ήμουν άραγε σε θέση να αλλάξω την πορεία μου; 

Με ένα χάσμα μισού αιώνα να χάσκει ανάμεσα στο σήμερα και στις παιδικές αναμνήσεις των καλάντων, τέτοια περίοδο αντικρίζω τα παιδιά, δύο – δύο ή περισσότερα να σχηματίζουν ομάδες και να εξορμούν για τα δικά τους κάλαντα. Γνωρίζω ότι ύστερα από χρόνια θα αναπολούν κι αυτά το σήμερα, με την ίδια θέρμη που αναπολώ κι εγώ το δικό μου χθες. 



Κάθε φορά που ακούω τα κάλαντα, δεν φέρνω μονάχα στο νου τα παιδικά μου χρόνια, αλλά θυμάμαι όλους εκείνους που αποτελούσαν τότε τον παιδικό μου κόσμο. Τους φίλους, τους συγγενείς, τους γονείς μου, τη γειτονιά μου, τη συνοικία μου, την πόλη μου. Τα πάντα άλλαξαν και ελάχιστα πλέον πρόσωπα και πράγματα έχουν απομείνει να μου θυμίζουν το παρελθόν. Ανάμεσά τους και τα κάλαντα των εορτών που συνεχίζουν μέχρι σήμερα ίδια να εύχονται στους ανθρώπους όλα εκείνα που τους λείπουν. Ακόμα θυμάμαι την τελευταία ευχή στον αγαπημένο μου φίλο εκείνη την πρωτοχρονιά του… ποια χρονιά ήταν άραγε; Σταθήκαμε και οι δύο σχεδόν σε θέση προσοχής έξω από την τελευταία θύρα, του τελευταίου σπιτιού που θα λέγαμε τα κάλαντα εκείνη την ημέρα, που ήταν -χωρίς να το γνωρίζουμε- τα τελευταία κάλαντα της παιδικής μας ηλικίας.

«…εδώ που τραγουδήσαμε, πέτρα να μη ραγίσει, κι ο νοικοκύρης του σπιτιού, χρόνους πολλούς να ζήσει… Και του χρόνου!".

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"