Η Εν Πειραιεί Γαλαξειδιωτική παροικία

Γαλαξειδιώτικο βαπόρι βρίσκεται αραγμένο στο λιμάνι του Πειραιά. Αριστερά διακρίνεται η εκκλησία του Αγίου Νικολάου Πειραιώς ενώ στο φόντο στο μεγαλύτερο μέρος του δεσπόζει η Υδραϊκή Συνοικία.

 

του Στέφανου Μίλεση


Μια ζωντανή, με δυνατή προσωπικότητα παροικία στον Πειραιά, ήταν και συνεχίζει να είναι των Γαλαξειδιωτών. Ο Πειραιάς, το μεγαλύτερο βιομηχανικό, ναυτικό και εμπορικό κέντρο της Ελλάδας, διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην οικονομία της χώρας παρέχοντας ευκαιρίες ανάπτυξης σε ανθρώπους που επέλεξαν να εγκατασταθούν σε αυτόν. 

Οι Γαλαξειδιώτες άνθρωποι γαλουχημένοι από την θάλασσα και τις ναυτικές παραδόσεις, με ανοιχτούς ορίζοντες από τους πολυταξιδευμένους προγόνους τους εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά, σε μια εποχή που το πανί άρχισε να πεθαίνει νικημένο από τον θανάσιμο αντίπαλό του τον ατμό. Γαλαξιδιώτικες σκούνες, μπρατσέρες, μπρίκια και γολέτες μπαινόβγαιναν παλαιότερα στο λιμάνι του Πειραιά ερχόμενα από τη Μαύρη Θάλασσα και την Ιταλία. Πότε η “Ευαγγελίστρια” του Καπετάν Πετρατζά, πότε ο “Δούναβις” των Λεβανταίων, η “Αλτάνα” του Παπαπέτρου, η “Κατίνα” του Μητρόπουλου, ο “Ιωάννης” του Βιζεΐκη, το “Ευτυχία” του Κωστέλλου, το “Αμφιτρίτη” του Μπεριστιάνου, το βαπόρι “Πατρίς” του Μπομπογιάννη, τα μπάρκα του Κουτσοπέταλου έπιαναν στις πειραϊκές προβλήτες για να φορτώσουν εμπορεύματα και να ξεφορτώσουν νέα από τη πατρογονική γη στους λιγοστούς ακόμη εν Πειραιεί συμπατριώτες τους. Μαζί με τα πετροβάρελα της Μαύρης Θάλασσας, την ξυλεία από την Τεργέστη, τον Γαλαξειδιώτικο ασβέστη και τα κρεμμύδια από τα Βάτικα τα πληρώματα έφερναν μαζί τους μαντάτα για τον Άη Νικόλα της πατρίδας. Το Γαλαξίδι το 1878 όταν ακόμα ο Πειραιάς πάλευε να ξεπεράσει το λιμάνι της Σύρου, μετρούσε ήδη 435 ιστιοφόρα, αλλά η Γαλαξειδιώτικη παρουσία συνεχιζόταν ακόμα και την εποχή των “Μοναχοβάπορων”...


Οι Γαλαξιδιώτες άνθρωποι ευγενικοί, με σεβασμό και ήθος, φορείς ναυτικού πολιτισμού, από οικογένειες πλοιοκτητών ή καπεταναίων οι περισσότεροι, καταπιάνονταν με τη ναυτιλία δίνοντας ζωή στη μικρή πολιτεία τους που αριθμούσε κάποτε 7 χιλιάδες ψυχές. Όταν όμως ο ατμός νίκησε στις αρχές του 20ου αιώνα, η μικρή πολιτεία μεταμορφώθηκε στο “σκελετόβραχο” της Εύας Βλάμη... Τότε οι άνθρωποί της βρέθηκαν στον Πειραιά. Κι εδώ όμως ουδέποτε ένιωσαν ξεκομμένοι από τη γενέθλια γη τους.

Κι όσο τα χρόνια περνούσαν άδειαζε το Γαλαξείδι και γέμιζε ο Πειραιάς. Οι επτά χιλιάδες κάτοικοι της αλλοτινής ναυτοπολιτείας έγιναν οι έξι χιλιάδες της Γαλαξειδιώτικης παροικίας του Πειραιά και πίσω στο γενέθλιο τόπο απέμειναν λιγότεροι από χίλιοι φύλακες του παρελθόντος. Οι Γαλαξειδιώτες εγκαταστάθηκαν σε όλο τον Πειραιά μη έχοντας ανάγκη να συγκεντρωθούν όλοι μαζί σε ένα σημείο. Κοσμογυρισμένοι οι περισσότεροι, με πλατιά αντίληψη και κοινωνικότητα, θαλασσοδαρμένοι και πολύπειροι ένιωσαν ασφαλείς σε όποιο σημείο της πόλης κι αν στάθηκαν. Δεν είχαν καιρό για ανασφάλειες και καθ' υπόδειξη μετοικήσεις. Διότι όπως είναι γνωστό “Το Γαλαξείδι είναι μικρό, μα έχει πολλά καράβια / έχει κορίτσια όμορφα και ναύτες παλληκάρια”


Με τα εμβάσματά τους οι Γαλαξειδιώτες ναυτικοί αλλά και οι ξενιτεμένοι στήριξαν τις φαμίλιες τους αλλά και την τοπική οικονομία σε δύσκολες περιόδους. Οι Γαλαξειδιώτες του Πειραιά προπολεμικά κατέβαιναν από τον Άγιο Βασίλειο στην Πλατεία Καραΐσκάκη. Εκεί βρισκόταν το ναυτικό πρακτορείο που Π. Δαμουλάκη για να αγοράσουν εισιτήρια της Κρητικής Ατμοπλοΐας, που είχε αναλάβει τις δεκαετίες του '20 και του '30 να συνδέει κάθε Τρίτη ατμοπλοϊκώς τον Πειραιά με το Γαλαξίδι. Για πολλά χρόνια στην Ελλάδα όλες οι διαδρομές λόγω έλλειψης οδικού δικτύου διεκπεραιώνονταν από θαλάσσης. Δημιουργικοί στη νέα τους πόλη οι Γαλαξειδιώτες ουδέποτε λησμόνησαν το ιστορικό τους παρελθόν. Από τον ιατρό Κωνσταντίνο Σάθα με το “Χρονικό Ανέκδοτο του Γαλαξειδίου” (1866) μέχρι τον ζωγράφο Σπύρο Βασιλείου, όλοι τους διέσωσαν μέρος της ναυτικής του παράδοσης. 


Δεν μπορούσε όμως να γίνει αναφορά στους Γαλαξειδιώτες του Πειραιά και να μη κατέχει σημαντική θέση η Εύα Βλάμη το πατρικό σπίτι της οποίας βρισκόταν επί της οδού Βασιλέως Γεωργίου 19 στο κέντρο του Πειραιά, ενώ αργότερα μετακόμισε στην ακτή Μουτσοπούλου, στο Πασαλιμάνι. Στον Πειραιά υπήρξε μαθήτρια στο Γυμνάσιο στου Παπακώστα, ενώ παρακολούθησε μαθήματα μουσικής στο Ωδείο του Πειραϊκού Συνδέσμου. Η Εύα Βλάμη εγκατέλειψε τον Πειραιά το 1940, όπως και χιλιάδες άλλοι Πειραιώτες και μετά το τέλος του πολέμου δεν επέστρεψε στην πόλη. Ο πατέρας της Νικόλαος Βλάμης ήταν Γαλαξειδιώτης Ναυτικός που μεταλαμπάδευσε στην κόρη του Εύα όλη την αγάπη για το Γαλαξείδι. Η Εύα Βλάμη πρωτεργάτρια των Γαλαξειδιωτών Πειραιά διοργάνωνε την δεκαετία του 1960 μαζί με τον Φυσιολατρικό Όμιλο “Ζήνων” εκθέσεις έργων, βιβλίων και φωτογραφίας του Γαλαξειδίου (Πρόεδρος τότε του Συνδέσμου Γαλαξειδιωτών Πειραιώς ήταν ο Ι. Μητρόπουλος). Στις εκθέσεις αυτές λάμβανε μέρος και η Γαλαξειδιώτισσα ζωγράφος Ευθυμία Βλασσοπούλου-Σάθα ανιψιά του ιστοριοδίφη Κ. Σάθα.


Γαλαξείδι και Πειραιάς δημιούργησαν ήδη από τα προπολεμικά χρόνια έναν άρρηκτο ναυτικό δεσμό. Ενδεικτικό της αγάπης αυτής αποτέλεσε και το γεγονός της μετονομασίας ενός δρόμου του Γαλαξειδίου, σε οδό Πειραιώς. Συγκεκριμένα το 1937 η Κοινότητα Γαλαξειδίου, επί προεδρίας Σ. Αρβανίτη, αποφάσισε τη μετονομασία της κεντρικής οδού, από το κτήριο του Γυμνασίου μέχρι την οικία του Θεόδωρου Καμένου σε οδό Πειραιώς. Την ίδια ακριβώς χρονιά, στις 22 Ιουνίου σε ανταπόδοση ο Δήμαρχος Πειραιά Σωτήριος Στρατήγης ονόμασε μια οδό σε “οδό Γαλαξειδίου” στον Καραβά (αριθμ. Απόφασης Δ.Σ. 566).


Το άρθρο είναι αφιερωμένο στον αείμνηστο Γαλαξειδιώτη του Πειραιά πλοίαρχο Δημήτριο (Τζίμη) Στεφόπουλο. Από παιδί ακόμα στάθηκε μέντοράς μου στον κόσμο των συλλογών και του πολιτισμού.


(Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Απανταχού Γαλαξειδιωτών "ΤΟ ΓΑΛΑΞΕΙΔΙ", φ. Νοεμβρίου Δεκεμβρίου 2023, αριθ. Φύλλου 796)

Διαβάστε επίσης:


Μικρές πειραϊκές ιστορίες αποτυπωμένες σε φωτογραφίες (Δ' μέρος)





Το ιστορικό λιτάνευσης της εικόνας του Αγίου Σπυρίδωνα στον Πειραιά

 

Η τοξωτή είσοδος και το καθολικό της Μονής του Αγίου Σπυρίδωνος Πειραιώς. Αποτυπώθηκε από τον Χριστιανό Χάνσεν το 1834 και αποτελεί τη μοναδική μαρτυρία του εσωτερικού προαυλίου του Μοναστηριού (από το βιβλίο Στ. Μίλεσης "Ο Πειραιάς στην Επανάσταση του '21, Έκδοση Δημοτική Ραδιοφωνία Πειραιά "ΚΑΝΑΛΙ ΕΝΑ", 2021)


Του Στέφανου Μίλεση

Όλοι γνωρίζουμε ότι ο Άγιος Σπυρίδωνας είναι ο πολιούχος Άγιος του Πειραιά και η ημερομηνία της 12ης Δεκεμβρίου καταγράφεται ως ένα σπουδαίο γεγονός κάθε χρόνο για την πόλη. 

Ωστόσο η λιτάνευση της εικόνας του Αγίου Σπυρίδωνα δεν πραγματοποιείται απλά και μόνο επειδή ο Άγιος είναι ο πολιούχος της πόλης. Διότι ως έθιμο η λιτάνευση της εικόνας του Αγίου επικρατούσε πριν ακόμα από την ανακήρυξη σε Δήμο το 1835, όταν στην έρημη παραλία δέσποζε το μοναστήρι του Αγίου. 

Εικονογράφηση της Μονής του Αγίου Σπυρίδωνα (Καστρομονάστηρο) όπως την φαντάστηκε ο Σπύρος Καρδαμάκης.   


Πώς άραγε ξεκίνησε το έθιμο αυτό, που σήμερα δεν υφίσταται; Πώς άραγε η χάρη του Αγίου του Πειραιά είχε φτάσει μέχρι εκεί, προκαλώντας πραγματικό συνωστισμό; Χωρικοί εμφανίζονταν σε όλη την Αττική να έχουν τάμα την κάθοδο στο παραλιακό μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα και τη συμμετοχή τους στην ολονύκτια λειτουργία που λάμβανε χώρα τη παραμονή της εορτής του. 

Το τάμα αυτό, για τους κατοίκους των Μεσογείων, ήταν τόσο ισχυρό όμοια σήμερα με την επίσκεψη στη Τήνο και το προσκύνημα της Παναγίας. Καθιερώθηκε, από την εποχή ακόμα πριν την ελληνική επανάσταση, που το Μοναστήρι αποτελούσε ένα πραγματικό ερημητήριο, καθώς δέσποζε πάνω σε μια έρημη πολιτεία. Οι πειρατές που κυριαρχούσαν τότε στις θάλασσες, αποτελούσαν πραγματική μάστιγα κι αυτό διότι καθώς αποβιβάζονταν στις έρημες πειραϊκές ακτές, απέφευγαν την Αθήνα -εκεί υπήρχε Οθωμανική φρουρά- και λεηλατούσαν τις αφύλακτες εκτάσεις των Μεσογείων. 

Και επειδή οι πειρατικές αυτές ληστρικές επιδρομές ξεκινούσαν με την αποβίβασή τους στις έρημες πειραϊκές ακτές, κοντά στο Καστρομοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα, οι χωρικοί των Μεσογείων παρακαλούσαν τον φύλακα Άγιο της έρημης παραλίας, να αποτρέπει τέτοιες αποβάσεις, τάζοντας επισκέψεις στο Μοναστήρι και τάματα προς τους Σπυριδωνίτες μοναχούς του. 


Η προστασία των πειραϊκών ακτών εκ μέρους του Αγίου, είχε τόσο μεγάλη σημασία για την περιοχή των Μεσογείων, ώστε την παραμονή της εορτής του, πλήθος χωρικών σχημάτιζαν καραβάνια που αναχωρούσαν από όλη την Αττική και στρατοπέδευαν με σκοπό την διανυκτέρευση έξω από το Μοναστήρι. Αποτροπή των πειρατών σήμαινε διαφύλαξη της καλλιέργειας και των κτηνών, γεμάτες αποθήκες και ασφαλή διαβίωση καθώς οι πειρατές που μάστιζαν τις θάλασσες δεν περιορίζονταν μόνο στην αρπαγή αλλά και στους φόνους και στις λεηλασίες. 

Λεπτομέρεια από έργο του Hullmandel που απεικονίζει το Μοναστήρι του Αγ. Σπυρίδωνα πριν την καταστροφή του


Οι αρπαγές ειδικά νεαρών κοριτσιών ήταν τότε ένα σύνηθες φαινόμενο. Οι Οθωμανοί προστάτευαν μόνο την Αθήνα, αδιαφορώντας παντελώς για τις καταστροφικές συνέπειες τέτοιων επιδρομών στα Μεσόγεια της Αττικής. Ένα πρωινό δεκάδες πειρατικά πλοία εμφανίστηκαν στον Σαρωνικό. Μέχρι το μεσημέρι παρά τις προσευχές και τις επικλήσεις αυτά προσέγγιζαν απειλητικά την έρημη ακτή. Τότε οι Μοναχοί σχεδόν απόγευμα βγήκαν έξω από το Μοναστήρι με την εικόνα του Αγίου και την περιφέρανε έξω από τα τείχη του Μοναστηριού. 


Η νύχτα κάλυψε με το σκοτάδι της την Αττική γη κι όταν ξημέρωσε ο στόλος της καταστροφής είχε εξαφανιστεί από τον ορίζοντα. Έτσι κάθε φορά που το άκουσμα και η απειλή των πειρατών σκίαζε την Αττική, οι χωρικοί δεν περιορίζονταν μόνο στις προσευχές αλλά έκαναν και τη λιτάνευση της εικόνας του Αγίου γύρω από το Μοναστήρι, για να το προστατεύει, όπως και όλη την ακτή την διάπλατα ανοικτή να την κάνει δυσπρόσιτη και δύσβατη σε Αλγερινούς, Τυνήσιους και Μαροκινούς καταστροφείς. 

Λιτανεία Αγίου Σπυρίδωνος 1936

Περιφορά Αγίου Σπυρίδωνα 1925

Η λιτανεία γύρω από το Μοναστήρι αποτελούσε την έσχατη λύση επίκληση, το κρυφό θα λέγαμε όπλο, βοήθειας του Αγίου. Έτσι με τον τρόπο αυτό, το Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνος Πειραιώς αποτέλεσε μοναδικό τόπο και τρόπο προσκυνήματος. Οι χωρικοί άλλες φορές, κατέβαιναν να εκπληρώσουν το τάμα στον Άγιο παίρνοντας μαζί τους και τις κόρες τους προκειμένου να λάβουν κι αυτές την προστασία του Αγίου, που θα τις έσωζε από την αρπαγή και τη πώλησή τους στα παζάρια της Ανατολής. 

Δίπλα στην μάστιγα των πειρατών, οι πιστοί σταδιακά προσέθεσαν στις προσευχές τους προς τον Άγιο και άλλα αιτήματα όπως προστασία από αρρώστιες και θανατικά και ζητούσαν την ευεργετική μεσολάβησή του. Το έθιμο αυτό διατηρήθηκε για πολλά χρόνια, ακόμη και όταν ο Πειραιάς επανασυστάθηκε ως πόλη από το 1835 και μετά. 

Μέχρι και τις αρχές του εικοστού αιώνα οι εφημερίδες κατέγραφαν χωρικούς που συνέχιζαν να κατεβαίνουν από τα Μεσόγεια προς τον Πειραιά προκειμένου να εκπληρώσουν το τάμα της ολονύκτιας λειτουργίας που γινόταν από τους ιερείς του Ναού. Εκτός από τους χωρικούς των Μεσογείων θεωρείτο βαριά και ασυγχώρητη ασέβεια η μη συμμετοχή στον εορτασμό του Αγίου Σπυρίδωνα, των νεαρών γυναικών του Πειραιά, που όπως είπαμε είχε να κάνει με τις αρπαγές τις σκοτεινές εποχές των πειρατών. 


Τα χρόνια περνούσαν το γενεσιουργό αίτιο των εθίμων, η πειρατεία, εξαφανίστηκε καθώς οι εποχές άλλαξαν, πειρατές δεν υπήρχαν, τα κορίτσια πλέον δεν αρπάζονταν και το έθιμο καθόδου χωρικών από το Μεσόγεια με τις κόρες τους συνεχίστηκε χωρίς όμως οι συμμετέχοντες να γνωρίζουν την προϊστορία. Κατέβαιναν στον Πειραιά γιατί έτσι απαιτούσε η παράδοση να πράξουν, αγνοώντας την αιτία που η παράδοση αυτή γεννήθηκε! 

Κατέβαιναν για να εκπληρώσουν τάματα για διάφορα συμβάντα στον Άγιο όχι μόνο στην εορτή του στις 12 Δεκέμβρη αλλά όποτε μπορούσαν. Αυτό μεταξύ άλλων πράττει και ο ίδιος ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης όταν κατεβαίνει με τα πόδια την Πειραιώς το Πάσχα του 1888 για να εκπληρώσει με αυτό τον τρόπο το δικό του τάμα προς τον Άγιο Σπυρίδωνα Πειραιώς. Μέχρι τα προπολεμικά χρόνια, πέραν της ολονυκτίας γινόταν περιφορά της εικόνας γύρω από την νέα εκκλησία, αφού πρώτα είχε προηγηθεί λειτουργία στην οποία χοροστατούσε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών καθώς ο Πειραιάς δεν είχε δική του ακόμα Μητρόπολη. 

Τη δεκαετία του ’30 πολλοί ακόμα κατέβαιναν από διάφορα μέρη της Αττικής, στη λιτάνευση της εικόνας, αγνοώντας το γιατί, σε έναν εορτασμό που η ιστορία δεν θέλησε να διασωθεί στο θυμικό ενός λαού. Σήμερα οι κάτοικοι των Μεσογείων σταμάτησαν να κατεβαίνουν στον Πειραιά αφού τόσο η ιστορία της διάσωσής τους από τους πειρατές όσο και η παράδοση προσκυνήματος του Αγίου χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου.

Πηγές: 

- Ο Πειραιάς στην Επανάσταση του '21. Τα πεπραγμένα των Ελλήνων στον Φαληρέα κατά την περίοδο 1826 - 1827, (Στέφανος Μίλεσης, Έκδοση ΔΗΡΑΠ "ΚΑΝΑΛΙ ΕΝΑ", 2021).

- Τα θαύματα της πίστεως στον Πειραιά όπως καταγράφηκαν και αποτυπώθηκαν από τον ημερήσιο τύπο και τα έντυπα, (Στέφανος Μίλεσης, Εκδόσεις Αρχονταρίκι) 


Διαβάστε επίσης:


Άγιος Σπυρίδωνας Πειραιώς. Ιστορικό μιας καταστροφής και μιας ανέγερσης


Το φροντιστήριο - διαφθορείο της οδού Κανθάρου στον Πειραιά (1935)

 




του Στέφανου Μίλεση


Δέκα χρόνια πριν σε άρθρο μου με τίτλο “Βούρλα,Τρούμπα και χαμοζωή” είχα κάνει μικρή αναφορά στην περίπτωση του φροντιστηρίου – διαφθορείου της οδού Κανθάρου 49, καθώς αποτελούσε μια μικρή μόνο πτυχή της κοινωνικής σήψης που επικρατούσε τότε στην πόλη.

Συγκεκριμένα τον Σεπτέμβριο του 1935 είχε έλθει στο φως της δημοσιότητας η περίπτωση ενός φροντιστηρίου γυμνασιακών σπουδών, που αντί όμως να διδάσκει μαθηματικά ή αρχαία, εισήγαγε τις μαθήτριες στον κόσμο του πληρωμένου έρωτα. Αποστολή του εν λόγω φροντιστηρίου ήταν φυσικά η προαγωγή ανηλίκων κοριτσιών στην πορνεία με σκοπό την αποκόμιση σημαντικών χρηματικών ποσών.

Το φροντιστήριο έφερε στην πρόσοψή του μια πινακίδα που ανέγραφε: “Φροντιστήριον γυμνασιακών μαθημάτων και νυκτερινή σχολή εργαζομένων προς εκμάθηνσιν της Γαλλικής 150 δραχμ. Μηνιαίως”.



Ως Διευθυντής του φροντιστηρίου εμφανιζόταν ο Ηρακλής Κατωγάς, 55 ετών, καθηγητής Γαλλικής και μαθηματικών. Είχε ως άμεση βοηθό στο έργο του τη σύζυγό του Δέσποινα, ετών 45. Το ζεύγος είχε και ένα γιο 14 ετών, τον Γιάννη, ο οποίος είχε συλληφθεί 15 ημέρες πριν στα βράχια της Πειραϊκής να συνευρίσκεται με ηλικιωμένο άνδρα αντί χρημάτων. Υποτίθεται πως το φροντιστήριο έδρευε στο ισόγειο ενός διώροφου κτηρίου ενώ στον πρώτο όροφο θα ήταν το σπίτι των ιδιοκτητών.


Ηρακλής Κατωγάς, Καθηγητής Μαθηματικών, γαλλικής γλώσσας και διαφθορέας ανηλίκων κοριτσιών

Η ιστορία είχε συγκλονίσει τότε την συνοικία Βρυώνη στον Πειραιά, διότι ο κόσμος είχε την εντύπωση πως η διαφθορά είχε γεωγραφικό προσδιορισμό, αποτελούσε δηλαδή σύμπτωμα άλλων περιοχών της πόλης και όχι του αστικού Πειραιά.

Η σημερινή Λεωφόρος Ηρώων Πολυτεχνείου (Λ. Σωκράτους τότε και Βασ. Κωνσταντίνου αργότερα) αποτελούσε το σύνορο που χώριζε την Τρούμπα και το λιμάνι με τις συνοικίες που συνέχιζαν ύστερα από αυτό, με τον αστικό Πειραιά που περιλάμβανε την Καστέλλα, το Πασαλιμάνι, το κέντρο της πόλης και την Φρεαττύδα. Η ύπαρξη όμως του συγκεκριμένου φροντιστηρίου-διαφθορείου προκάλεσε αναταραχή στις οικογένειες που έβλεπαν την πορνεία να απλώνεται και σε περιοχές που μέχρι τότε θεωρούσαν ασφαλείς.



Η “δράση” του φροντιστηρίου άργησε να προκαλέσει την επέμβαση των ανδρών του Τμήματος Ηθών και οι βασικοί λόγοι ήταν δύο.

Ο πρώτος λόγος ήταν πως πολλές από τις μαθήτριες του φροντιστηρίου μόλις αντιλαμβάνονταν την κατάσταση, απλά εγκατέλειπαν γρήγορα το φροντιστήριο προφασιζόμενες άλλους λόγους. Αυτές κρατούσαν το στόμα τους ερμητικά κλειστό φοβούμενες τις συνέπειες τόσο από τους ανθρώπους του φροντιστηρίου που τις είχαν απειλήσει, αλλά και από ντροπή προς τους γονείς τους. Αυτές όμως σύντομα αναπληρώνονταν από άλλες που έσπευδαν να εγγραφούν ανύποπτα.


Η Δέσποινα Κατωγά που ως γυναίκα είχε αναλάβει την προσέγγιση με τις ανήλικες μαθήτριες

Ο δεύτερος λόγος ήταν πως ακόμα και όταν κάποιες μαθήτριες είχαν το σθένος να αποκαλύψουν στους γονείς τους τα όσα είχαν πάθει ή τις προτάσεις που είχαν δεχθεί κλήθηκαν να σιωπήσουν. Διότι όταν οι γονείς πληροφορούνταν από τα παιδιά τους τι συνέβαινε, τα παρότρυναν να μη μιλήσουν για να προστατέψουν τη φήμη τους και να προστατέψουν τα ίδια από τον διασυρμό. Έτσι είτε επειδή υπήρχαν γονείς που δεν γνώριζαν, είτε γονείς που γνώριζαν αλλά δεν μιλούσαν, το κύκλωμα συνέχιζε να λειτουργεί για καιρό.


Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσαν κάποιοι γείτονες που έβλεπαν να διάφορα παράξενα να συμβαίνουν. Για παράδειγμα έβλεπαν άνδρες αλλά και γυναίκες διαφόρων ηλικιών και κοινωνικής τάξεως να παραλαμβάνουν ανήλικα κορίτσια από την πόρτα του φροντιστηρίου και να αποχωρούν προς άγνωστη κατεύθυνση. Στην αρχή πίστεψαν πως ήταν οι γονείς των κοριτσιών κι έτσι δεν προχώρησαν σε επίσημη καταγγελία! Μέχρι που κάποιοι υποψιασμένοι επισήμαναν όσα παράξενα έβλεπαν στη γειτονιά τους σε περαστικούς αστυφύλακες που τότε περιπολούσαν στους τομείς ευθύνης τους. Έτσι σταδιακά άρχισε να δημιουργείται μια φήμη που ξεπερνούσε τα στενά όρια της γειτονιάς. Από πλευράς αστυνομίας η υπόθεση ανατέθηκε στο Τμήμα Ηθών το οποίο συγκρότησε πενταμελής ομάδα παρακολούθησης στην οποία ανατέθηκε η παρακολούθηση του φροντιστηρίου.



Την ημέρα που η ομάδα διενήργησε επέμβαση στο φροντιστήριο ανακάλυψε σε ένα δωμάτιο κοπέλα 17 ετών ολόγυμνη σε ερωτική περίπτυξη με άνδρα. Όμως δεν ήταν μαθήτρια του φροντιστηρίου αλλά μια υπάλληλος που είχε προσλάβει η γυναίκα του ζεύγους η Δέσποινα Κατωγά. Η Έλλη Π. έτσι ονομαζόταν η υπάλληλος, παραπλανημένη από το ζεύγος των προαγωγών Κατωγά και θαμπωμένη από την υπόσχεση πολλών χρημάτων άρχισε να δέχεται άνδρες. Στη συνέχεια με ηθικό εκβιασμό αναγκάστηκε να διημερεύει εντός του φροντιστηρίου δεχόμενη άνδρες ενώ τα χρήματα τα μοιραζόταν με το ζευγάρι προαγωγών. Σε άλλο δωμάτιο βρέθηκε η Ηλέκτρα Π. με άλλον άνδρα. Όλοι οι άνδρες ήταν ηλικιωμένοι καλοστεκούμενοι, ενώ σε χώρο αναμονής περίμεναν τρεις επίσης ηλικιωμένοι άνδρες τη σειρά τους. Ένας εξ αυτών ήταν εφοπλιστής του οποίου το όνομα κρατήθηκε μυστικό.

Ο Ηρακλής Κατωγάς φαίνεται πως είχε γνωριμίες σε όλο τον Πειραιά και μπορούσε να βρίσκει ηλικιωμένους άνδρες που διέθεταν χρήματα για αυτό τον σκοπό. Η διαφθορά των κοριτσιών ξεκινούσε από την ηλικία των 15 ετών με χάδια και υποσχέσεις για μεγάλη ζωή αρχικά για να καταλήξουν στο τέλος στο κρεβάτι ηλικιωμένων αντί του ποσού των δύο χιλιάδων δραχμών. Τα κορίτσια αργότερα κατέθεσαν πως ήταν πολλά τα κορίτσια που διεφθάρησαν και πως η επιχείρηση αυτή λειτουργούσε για περισσότερο από τρία χρόνια!

Την κάλυψη του συγκλονιστικού αυτού ρεπορτάζ είχε αναλάβει ο γνωστός στον Πειραιά δημοσιογράφος-λογοτέχνης Ν. Μαράκης. Να σημειωθεί πως το φροντιστήριο-διαφθορείο λειτουργούσε στο πίσω ακριβώς μέρος του Δευτέρου Γυμνασίου αρρένων Πειραιά. Σήμερα στη θέση του κτηρίου βρίσκεται πολυκατοικία.

Το συμβάν της οδού Κανθάρου συντάραξε τον αστικό Πειραιά καθώς οι οικογένειες αντελήφθησαν πως τα παιδιά τους ήταν ευάλωτα σε ένα περιβάλλον που μέχρι τότε το θεωρούσαν ελεγχόμενο και ασφαλές.

Η πορνεία δεν αποτελούσε φαινόμενο περιορισμένο μόνο στα Βούρλα και στα καμπαρέ της Τρούμπας αλλά απλωνόταν σε όλη την πόλη. 

Η πορνεία στον Πειραιά έφερε χρήματα σε μεγάλο αριθμό κυκλωμάτων, προαγωγών και διαφθορέων, ενώ οι γυναίκες υπήρξαν τα θύματα αυτού του ανελέητου εμπορίου σαρκός που δεν είχε τίποτα απολύτως να κάνει με "έρωτα" όπως κάποιοι σήμερα για δικά τους και μόνο συμφέροντα παρουσιάζουν. 

Η πορνεία στον Πειραιά υπήρξε ένα μαύρο κοινωνικό φαινόμενο για το οποίο κάτοικοι, πολιτεία, εκκλησία και κοινωνικές δομές αγωνίστηκαν να ξεριζώσουν. Σε καμία περίπτωση αυτό το μαύρο παρελθόν της πόλης δεν αντιπροσωπεύει τη σπουδαία ιστορία της όπως έχω πολλές φορές επαναλάβει και στο παρελθόν. Όσοι σκιαγραφούν την διαφθορά του παρελθόντος με τρόπο κινηματογραφικό, θεατρικό ή μουσικό, εντελώς εξιδανικευμένο δημιουργούν λανθασμένες εντυπώσεις για λόγους συμφέροντος των ίδιων και του κέρδους που επιδιώκουν από την επαναφορά του. Η πορνεία δεν αποτελεί "τσολιαδάκια" τουριστικά τα οποία θα αγοράσουν οι τουρίστες ως σουβενίρ από τον Πειραιά.   


Διαβάστε επίσης:



Βούρλα Πειραιά- ιερόδουλες και "κατάσκοποι"







Βούρλα, Τρούμπα και Χαμοζωή

Βασίλης Λούλης (1901 – 1972): Ο λογοτέχνης ναυτικός από την Κύμη

 

Χαρακτικό φιλοτεχνημένο από την Βάσω Κατράκη, ένα από τα έργα που διακοσμεί τις σελίδες του βιβλίου "Λυσίκομος Εκάβη" του Βασίλη Λούλη


του Στέφανου Μίλεση


Ο Βασίλης Λούλης γεννήθηκε το 1901 στην Κύμη Ευβοίας περιοχή που την εποχή εκείνη γεννούσε ναυτικούς και πλοιοκτήτες. Άλλωστε δεν υπήρχαν και πολλοί διέξοδοι για να μπορέσει κάποιος να εξασφαλίσει τα μέσα της επιβίωσής του παρά μονάχα η θάλασσα. Και οι περισσότεροι Κουμιώτες αυτό τον δρόμο είχαν αποφασίσει να πάρουν.


Ο Κουμιώτης γαβριάς της Αθήνας

Μικρό παιδί ακόμα έφυγε από τη γενέθλια γη του για να κατέβει στην Αθήνα. Χιλιάδες τα παιδιά από όλη την Ελλάδα, οικογενειών φτωχών, πολυτέκνων ή παιδιά ορφανά αναζητούσαν την τύχη τους στα μεγάλα αστικά κέντρα περιπλανώμενα... 

Οι φτωχοδιαβόλοι της ζωής όπως συχνά τους αποκαλούσαν, έκαναν ό,τι δουλειά τους τους λάχαινε. Ο μικρός Βασίλης έπιασε να κάνει τον υπηρέτη σε ένα σπίτι κι έτσι γλύτωσε την πείνα και το κρύο του δρόμου. Πήγε στη νυχτερινή σχολή απόρων παίδων του Φιλολογικού Συλλόγου “Παρνασσός” να μάθει τα βασικά, αλλά μέχρι να την τελειώσει είδε κι έπαθε καθώς έπρεπε να εξασφαλίσει την καθημερινότητά του. Έπιασε δουλειά σε κατάστημα κι ύστερα σε κάποιο γραφείο παραγγελιοδόχος να κάνει δηλαδή τα θελήματα και τις άλλες εξωτερικές εργασίες. 

Μα ο νους του ήταν διαρκώς στη θάλασσα. Τόχε σκοπό να μπαρκάρει και με τα χρήματα που θα κέρδιζε θα αποκτούσε το δικό του σκαρί. Πολλοί την εποχή εκείνη καπετάνευαν στα μοναχοβάπορά τους, γιατί όχι άραγε κι εκείνος; Με την εργασία όπως όλοι του έλεγαν θα τα κατάφερνε...

Ως Γιάννης Αρμένης

Εικοσιένα χρονών μπαρκάρισε με το πρώτο του φορτηγό πλοίο. Ύστερα ακολούθησε, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο. Μοναδική παρένθεση στη σκληρή θαλασσινή ζωή του ήταν η θητεία του στο πολεμικό ναυτικό την περίοδο 1921 – 1924. Τότε ξεκίνησε να γράφει με το ψευδώνυμο Γιάννης Αρμένης.


Μα όσα κείμενα έγραφε τα έσχιζε ή τα πετούσε στη θάλασσα. Το ίδιο έκανε και όταν αμέσως μετά επέστρεψε στα εμπορικά. “Είχα τη γνώμη ότι ήταν μεγάλη αναίδεια με τα λίγα γράμματα που είχα μάθει να θέλω να παραστήσω τον συγγραφέα...” είχε σημειώσει ο ίδιος στο αυτοβιογραφικό του σημείωμα.


Το όνειρο που έγινε εφιάλτης

Ο Λούλης ποτέ δεν κατάφερε να φτάσει το όνειρό του... Με τα χέρια του και την δούλεψή του το μόνο που κατάφερνε ήταν ένα μηνιάτικο κι αυτό πληρωμένο με καθυστέρηση. Μαζί με την δική του επιβίωση έπρεπε να σκεφτεί και την μητέρα του πίσω στην Κύμη. 

Εργάζεται στα πλοία μέσα στα αμπάρια σκεπτόμενος τους ανοιχτούς θαλασσινούς ορίζοντες, φτυαρίζει κάρβουνο ως θερμαστής βλέποντας με τα μάτια της φαντασίας του τους αστερισμούς του στερεώματος που είχε μάθει να διαβάζει. Μα τα υπέμενε όλα για εκείνο το όνειρο που είχε και ονοματεπώνυμο την “Λυσίκομο Εκάβη” του, το όνομα που θα έδινε στο καΐκι που θα αποκτούσε. Μα όταν κάποια στιγμή κατάλαβε πως με την δούλεψη και τον ιδρώτα δεν πάει κανείς πουθενά ήταν πλέον αργά.

Και τότε, όπως συμβαίνει τακτικά το όνειρο ενός ανθρώπου, τα βαπόρια έγιναν ο εφιάλτης του, έγιναν βρόγχος που τούκοβαν την ανάσα. Το πήρε απόφαση πως ιδιοκτήτης καϊκιού ποτέ του δεν θα κατάφερνε να γίνει. Ούτε καν λοστρόμος που τόσο το ποθούσε, αφού εκείνος μεταξύ πολλών, ήταν ο μόνος που είχε τα προσόντα... Ακόμα και για γίνει ναύτης παιδεύτηκε, τον ναυτολογούσαν τζόβενο για να του δίνουν τα μισά! “...και κείνοι οι ναύτες, οι πατριώτες... ήταν να κλαις και να γελάς μαζί τους, με τη μαγκιοροσύνη τους. Από τους έξη μόνο οι δύο αξίζανε για ναύτες, οι άλλοι τέσσερις μόνο λόγια πολλά και πολλές βλαστήμιες... κι ήταν όλοι τους συγγενολόι. Ο ένας ανηψιός του καπετάνιου, ο άλλος βαφτισιμιός της καπετάνισσας, ο τρίτος ξάδελφος του γραμματικού, ο τέταρτος συμπέθερος του καμαρότου. Μέσα σε κείνο το βαπόρι έμαθα ένα σωρό είδη και βαθμούς συγγενείας που πρώτα ούτε τα υποψιαζόμουν καθόλου”.




Ρωμαίικη ναυτιλία!... Να σας πω εγώ για δαύτην...

Κι όταν ζητούσε να ναυτολογηθεί ναύτης του απαντούσαν “αν καταλαβαίνεις πως αδικείσαι, δε σε κρατάω με το ζόρι, να σου δώσω και το φυλλάδιό σου και το δίπλωμά σου και να πας στο καλό...”. 

Τότε που οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας ήταν ανύπαρκτες για να δεις προκοπή ως κατώτερο έπρεπε να ναυτολογηθείς σε πλοίο της πατρίδα σου, νάχεις στήριξη από συγγενείς και συντοπίτες. Κι ήταν ακόμα χειρότερο όταν η εταιρεία ή ο καπετάνιος γνώριζε την οικονομική σου κατάσταση ή καλύτερα την κατάντια σου. Τότε σε πατούσαν όπου πονούσες. Και ο ίδιος ήταν γνωστό πως δεν είχε στον ήλιο μοίρα...και είχε μάνα κι αδελφές πίσω του. 

Ελληνική ναυτιλία λέμε, ελληνικά φορτηγά βαπόρια μα δεν είναι. Πρώτα-πρώτα και πάνω απ΄ όλα, είναι χιώτικα, αντριώτικα, οινουσώτικα, κεφαλονίτικα, θιακά, κασώτικα κι ύστερα είναι και ... ελληνικά-όταν δεν είναι παναμέζικα ή ό,τι διάολο άλλο...”.


Αντί για λοστρόμος... Θερμαστής

Κι αφού ύστερα από καιρό μπόσης (λοστρόμος) δεν έγινε, έκανε τον θερμαστή. Οι συνθήκες προπολεμικά άθλιες, η θαλάσσια υπηρεσία χρόνος κολασμένος για τα κατώτερα πληρώματα. Οι ναύτες έμεναν όλοι μαζί στην πρώρα του πλοίου, στο χειρότερο δηλαδή σημείο που έτρωγε όλα τα σκαμπανεβάσματα του καιρού. Κοιμόντουσαν σε αιώρες σε έναν χώρο που δεν είχε παράθυρα, μήτε αερισμό ή θέρμανση. Στις τροπικές ζώνες έλιωναν από την ζέστη και στις βόρειες θάλασσες αρρώσταιναν από το κρύο.


Έμεινε σε αυτή την ζωή 21 χρόνια! “Ως και στις πλώρες είκοσι ένα χρόνια, που ζούμε τόσοι πολλοί άνθρωποι σε τόσο λίγο χώρο, που σμίγουν αναγκαστικά τα χνώτα μας κι ο ιδρώτας και τα παραμιλητά στον ύπνο...”. 

Και συχνά αναρωτιόταν για τα ρωμαίικα φορτηγά που δεν έδιναν διόλου σημασία στο κατώτερο. Για την άνεση των αξιωματικών συλλογιέται ο Λούλης, τίποτε δεν μετρά στα βαπόρια για έξοδο. Μήτε οι καμαρότοι, το ποτό, τα τσιγάρα, το συρματένιο δίχτυ που εμποδίζει τις μύγες και τα κουνούπια να περνούν. Μα τα πάντα μετρούν ως έξοδα όταν προορίζονταν για τους ναυτοθερμαστές που ξεθεώνονταν στην δουλειά όλη μέρα και δεν μπορούσαν να κοιμηθούν σαν άνθρωποι. 

(Στο σημείο αυτό γίνεται κατανοητός ο χαρακτηρισμός που αποδόθηκε από τα κατώτερα πληρώματα για τα πλοία “Λίμπερτι” ως “βασιλοβάπορα”, αφού για πρώτη φορά εξασφάλιζαν χώρους ανθρώπινους και σε στο κατώτερο με καμπίνες, κουκέτες, κρύο νερό και θέρμανση, ενώ οι θάλαμοι βρίσκονταν στο κέντρο του πλοίου, ένα κατάστρωμα κάτω από των αξιωματικών).


Η φυματίωση, το απομαχικό και το βουνό

Στο τέλος από εκείνη τη ζωή ο Λούλης αρρώστησε. Λίγο από το κάρβουνο που φτυάριζε για να τροφοδοτεί τους λέβητες των μηχανών, λίγο από τις αντίξοες συνθήκες διαβίωσης έπαθε πνευμονική φυματίωση. 

Το 1939 το απομαχικό του έβγαλε μια πενιχρή σύνταξη 900 δραχμών για να ζήσει μ' αυτήν μέχρι το τέλος της ζωής του. Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν παντρεύτηκε, δεν έκανε οικογένεια. Τα σκληρά χρόνια της κατοχής τον πέτυχαν στην Κύμη. Εντάχθηκε στην αντίσταση να δώσει κι αυτός το μερίδιό του στον αγώνα, ως υπεύθυνος τμήματος του ΕΑΜ. Μα όταν οι Γερμανοί έφυγαν εκείνος πέρασε στην παρανομία κρυμμένος σε σπηλιές επί επτά μήνες, στα βουνά βόρεια της Κύμης. Στη συνέχεια βρέθηκε “με το σχετικό φάκελο στην αστυνομία και τις συνέπειές του...”.

Το 1947 η πίεση από τις “συνέπειες” ήταν μεγάλη, σχεδόν αφόρητη. “Εδώ στην Κύμη το μαχαίρι έφτασε στο κόκκαλο... η ζωή έγινε μαρτύριο. Για να μην τρελαθώ ξανάρχισα στο γράψιμο...”. Έμεινε στην Κύμη αφού να πληρώσει ενοίκιο στην Αθήνα δεν μπορούσε.


Τότε για πρώτη φορά αποφάσισε να μην πετάξει τα γραψίματα. Τα έστειλε σε ένα περιοδικό στο “Ελεύθερα Γράμματα”. Αφορούσε ένα αντιπολεμικό διήγημα με τίτλο “Το φωτεινό τέλος μιας σκοτεινής ζωής” που δημοσιεύθηκε! 

Του ζήτησαν και δεύτερο και τρίτο. Για δύο χρόνια (1947 – '49) δημοσιεύθηκαν στα “Ελεύθερα Γράμματα” αρκετά διηγήματά του.


Η “Λυσίκομος Εκάβη”

Το 1949 έγραψε στην Κύμη το “Λυσίκομος Εκάβη” που δύο χρόνια αργότερα (1951) δημοσιεύθηκε ως βιβλίο από τα “Πειραϊκά Χρονικά” συνοδευόμενο από διακοσμητικές ξυλογραφίες της Βάσως Κατράκη. 



Στην πρώτη του έκδοση μεταφράστηκε στα γαλλικά από τη συγγραφέα Claire Sainte-Soline και παρουσιάστηκε σε επτά συνέχειες στα “Lettres Francaises” με τον τίτλο “Hecube Grasset” με τη φροντίδα του Λουί Αραγκόν. 

Αν και το έργο αυτό εμφανίζεται ως μυθιστόρημα αποτελεί ουσιαστικά την αυτοβιογραφία του ίδιου του συγγραφέα. Καταγράφει έναν νέο που ονειρεύεται από την εργασία του στα καράβια να αγοράσει δικό του καΐκι και να γίνει καπετάνιος. Αλλά πέφτει θύμα εκμετάλλευσης, εξαπάτησης μέχρι και εκβιασμού. Χρησιμοποιούν το πτυχίο του για να διορίσουν άλλους στη θέση του, ενώ τον ίδιο τον ναυτολογούν τζόβενο για να του δίνουν το μισό μισθό του ναύτη!... 

Ο ήρωας του έργου, ο Βαγγέλης Τζελιός δεν είναι παρά ο ίδιος ο Λούλης, ο άνθρωπος της φτώχειας και των βασάνων. Ο τίτλος του έργου δεν είναι άλλος από το όνομα του σκάφους που ο Λούλης ονειρευόταν κάποτε να αποκτήσει, εμπνευσμένος από την Εκάβη, τη βασίλισσα της Τροίας, που έζησε την τραγωδία να βλέπει το άψυχο κορμί του γιου της Έκτορα να το σέρνουν πίσω από το άρμα. 

Συμβόλιζε παράλληλα την τραγωδία όλων των ανθρώπων που βλέπουν τον ίδιο τους τον εαυτό να σέρνεται πίσω από τα άρματα του κέρδους, της απανθρωπιάς, της ατιμίας, του χαμένου ονείρου.


Το αυτοβιογραφικό του σημείωμα

Την περίοδο 1955 – '57 τα διηγήματά του Βασίλη Λούλη δημοσιεύονταν στην “Επιθεώρηση Τέχνης”. Είχε μεσολαβήσει το 1952 η δημοσίευση σε συνέχειες της νουβέλας του με τίτλο “Ρούθ” στην εφημερίδα “Δημοκρατική”.

Όπως γράφει και ο ίδιος ο Λούλης στο αυτοβιογραφικό του σημείωμα είχε δουλειά ανέκδοτη που δεν έστειλε για δημοσίευση. Αυτό το πολύτιμο αυτοβιογραφικό του σημείωμα βρέθηκε ανάμεσα στα χειρόγραφα του συγγραφέα, μετά τον θάνατό του. Το είχε συντάξει το 1966 για λογαριασμό του εκδοτικού οίκου “Ελευθερουδάκη” που ζητούσε στοιχεία για τη ζωή και το έργο του για να τον συμπεριλάβει στο εγκυκλοπαιδικό του λεξικό.

Σημαντικό ρόλο στην διάσωση του έργου του συντελεί ο Μορφωτικός και Εκπολιτιστικός Σύλλογος Κύμης που προχώρησε στην επανέκδοση του έργου του “Λυσίκομος Εκάβη” αλλά και στον εκθεσιακό χώρο που διατηρεί στο μουσείο της Κύμης.

Το όνομα του Βασίλη Λούλη έμεινε να φιγουράρει για πάντα δίπλα στα ονόματα των Σαρτρ και Καμί.



Δημήτρης Σταθακόπουλος: Ένας Πειραιώτης με καταγωγή από τα Καλάβρυτα



 του Στέφανου Μίλεση 

Δημήτρης Σταθακόπουλος, Δικηγόρος Πειραιά, Δρ Παντείου Οθωμανολόγος,  συνεργάτης του Εργαστηρίου Τουρκικών & Ευρασιατικών Μελετών του Πα.Πει. μαΐστωρ βυζαντινής μουσικής, πρώην πολίστας του Εθνικού Πειραιά, πρώην ειδικοδυναμίτης, ιστιοπλόος στον Π.Ο.Ι.Α.Θ, σερφίστας, σκιέρ, χορευτής παραδοσιακών χορών, συλλέκτης  αρχείων και δίσκων για το ρεμπέτικο, μουσικός ειδικά στο μπουζούκι και τα παραδοσιακά όργανα, συγγραφέας 27 βιβλίων – ετοιμάζει και άλλα -  πατέρας  διδύμων και διανοούμενος.

Θεωρώ δύσκολο το έργο να παρουσιάσω κάποιον, ειδικά όταν τυγχάνει να τον γνωρίζω από παιδί και όταν το έργο του είναι πολυσχιδές και αναγνωρισμένο. Ο Δημήτρης είναι ο άνθρωπος που κατάφερε να ενοποιήσει μέσα του διαφορετικά πεδία δράσης και να δημιουργήσει ένα αδιαίρετο πεδίο διανόησης.

Είναι γνωστό αυτό που συμβαίνει στις παρουσιάσεις βιβλίων όπου συνήθως μιλάνε άλλοι για το έργο του συγγραφέα, ο οποίος αν και είναι παρών αρκείται στο τέλος σε μια ευχαριστία των ομιλητών και των παρευρισκόμενων. Και είναι πραγματικά δύσκολο για τον ίδιο να μιλάνε άλλοι για εκείνον σα να είναι απών, ενώ βρίσκεται μπροστά και τους ακούει!  Όπως είχε σημειώσει και ο Παύλος Νιρβάνας είναι από τις περιπτώσεις εκείνες που επιτρέπεται να μιλάνε άλλοι για κάποιον σα να έχει πεθάνει, παρότι είναι ζωντανός. Είναι από εκείνα τα παράδοξα που έχουν καθιερωθεί ως άγραφος νόμος στην παρουσίαση ενός βιβλίου.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τους επαίνους, που ενώ θα πρέπει να αποδίδονται όσο ο τιμώμενος είναι στη ζωή, όλοι γνωρίζουμε πως σπανίως συμβαίνει αυτό. 

Και αποτελεί πραγματικό παραλογισμό πως ενώ το κάθε είδους πικρόχολο σχόλιο βαπτισμένο ως “κριτική”, ακόμη κι αν αγγίζει τα όρια της λασπολογίας είναι επιτρεπτό, μολονότι ασκείται από κάποιον που καθόλου δεν γνωρίζει τον κρινόμενο, παρακινούμενο από προσωπικό φθόνο και με κίνητρο να του ανακόψει την πορεία, ο έπαινος που γίνεται από κάποιον που γνωρίζει τον αποδέκτη από τα παιδικά του χρόνια, θεωρείται μη αποδεκτός!

Δεν είναι διόλου τυχαίο λοιπόν που τα “φιλολογικά πορτραίτα” που δημοσιεύουν κατά καιρούς οι συγγραφείς, αφορούν -τις περισσότερες φορές- γνωριμίες με προσωπικότητες που δεν βρίσκονται πια στη ζωή...

Θέλοντας να αποστασιοποιηθώ αυτή την παγιωμένη λανθασμένη τακτική, θα επιχειρήσω να γράψω δύο λόγια για τον φίλο, παλιό συμμαθητή και συνοδοιπόρο στα πολιτιστικά του Πειραιά, Δημήτρη Σταθακόπουλο. Διότι επιτέλους πρέπει σε αυτό τον τόπο (εννοώ τον γενέθλιο τόπο μας, τον Πειραιά) να επαινούμε και να προβάλλουμε τους δικούς μας ανθρώπους. Γνωρίζω πολύ καλά τι σημαίνει να βαδίζεις μόνος σε ένα πεδίο από παντού εχθρικό, απαρτιζόμενο από ανθρώπους που προστατεύουν τα συμφέροντά τους και τη βολή τους, τον μικρόκοσμό τους, την ομάδα τους, ή την κομματική τους παράταξη, κατά κάποιου που δεν ανήκει σε τίποτα από αυτά, ή συνδυασμό, με μοναδικό κίνητρο την αγάπη προς το αντικείμενό του, διότι τυγχάνω και ο ίδιος παθών.

Με τον Δημήτρη γνωριστήκαμε στην α' τάξη του γυμνασίου στο Δεύτερο Γυμνάσιο Αρρένων Πειραιώς στου Βρυώνη. Παιδί δημοτικών υπαλλήλων και εγγόνι χαροκαμένων αγροτών από τα Καλάβρυτα, εξαιτίας του Ολοκαυτώματος της 13ης Δεκεμβρίου του '43. Με καταγωγή από τον πατέρα του Οδυσσέα και την μητέρα του Κατερίνα, από ιστορικές οικογένειες των Καλαβρύτων για τις οποίες έχω γράψει παλαιότερα, με αφορμή τον πατέρα του Δημήτρη, που ήταν/ είναι μοναχοπαίδι.

Στο Δημοτικό Σχολείο της Ραλλείου το 1974

Ο Δημήτρης Σταθακόπουλος είχε τελειώσει το δημοτικό σχολείο της Ραλλείου Παιδαγωγικής και εγώ το 20ο γνωστότερο ως Ταγκόπουλου. Βρεθήκαμε όμως συμμαθητές στο ίδιο γυμνάσιο, σε διαφορετικά τμήματα, λόγω αρχικού γράμματος επιθέτου, ενώ στο λύκειο χωρίσαμε λόγω της περίφημης μεικτοποίησης. Χάριν αυτής οι μαθητές του ιστορικού Δευτέρου Αρρένων Πειραιώς χωριστήκαμε ανισομερώς σε δύο σχολεία, ο Δημήτρης στο 1ο και εγώ στο 6ο Λύκειο, που όμως συνέχιζαν να λειτουργούν στο ίδιο κτήριο αλλά διαφορετικές ώρες. Μισές μέρες της εβδομάδας πρωί και μισές απόγευμα.

Οι καθηγητές στο σχολείο τον είχαν για καλό παιδί, αλλά μάλλον αδιάφορο ως φυσιογνωμία ενώ ως μαθητή μέτριο στους βαθμούς. Στα πάρτι τον θυμάμαι καλό χορευτή, με επιτυχίες στα κορίτσια. Τα καλοκαίρια εξαφανιζόμασταν έτσι κι αλλιώς. Εγώ για Πόρτο Χέλι, Σκύρο ή Βελιγράδι, και εκείνος με την μητέρα του την Κατερίνα πότε για Σπέτσες (του άρεσε η ντίσκο Φιγκαρό στο παλιό λιμάνι, με τον τότε dj Ζανώ), ενίοτε για την Αίγινα και την Ύδρα, αλλά πάντοτε για τα Καλάβρυτα στους παππούδες στον τόπο καταγωγής, όπου δεν έφευγε αν δεν συμπλήρωνε τουλάχιστον ένα μήνα παραμονής.

Ο Δημήτρης στην 6η τάξη του Δημοτικού σε παρέλαση με την Ράλλειο την 25η Μαρτίου 1976 μπροστά από το Δημοτικό Θέατρο

Στο Λύκειο δε χάσαμε ο ένας τα ίχνη του άλλου. Η πορεία του Δημήτρη μου ήταν γνωστή και θυμάμαι πως ήδη από εκείνη την εποχή είχε επιδοθεί να καταπιάνεται με πολλαπλές παράλληλες δραστηριότητες επιτυχώς, σε αντίθεση με όσα πίστευαν γι΄ αυτόν οι καθηγητές μας.

Πήγε στο ωδείο του Πειραϊκού Συνδέσμου όπου  έμαθε βυζαντινή μουσική έχοντας καθηγητή τον Γιώργο Μαλαφή, ενώ πάλι στον Πειραϊκό Σύνδεσμο έκανε και παραδοσιακούς χορούς με την Μαρία Αθανασιάδου. Εμένα με είχε κερδίσει τότε το μπάσκετ και πήγαινα στον Πορφύρα, αλλά διαρκώς μάθαινα για τον Δημήτρη που είχε επιλέξει να παίξει πόλο στον Εθνικό, μαζί με αρκετούς συμμαθητές μας. Ο Δημήτρης διέπρεπε στους υγρούς στίβους έχοντας προπονητές τους Μιχάλη Γελιδή, Ανάργυρο Κεχαγιά και Γιάννη Καρολόγο, γνωστές αθλητικές προσωπικότητες του Πειραϊκού υγρού στίβου.


Δύο δικηγόροι στην υδατοσφαίριση! Δεξιά ο δικηγόρος και παίκτης του Ολυμπιακού και της Εθνικής Ελλάδος Γιάννης Παλιός και αριστερά ο δικηγόρος και παίκτης του Εθνικού Δημήτρης Σταθακόπουλος

Όταν ήταν ακόμα πολίστας...

Παιδικό τμήμα Πόλο Εθνικού 1979 - 1980

Είχε την ικανότητα να ολοκληρώνει ταυτόχρονα διαφορετικές ενασχολήσεις όπως να παίζει υδατοσφαίριση, να προχωρεί στα ενδότερα της βυζαντινής μουσικής φτάνοντας να πάρει αργότερα μέχρι και το δίπλωμα του Μαϊστορα. Παρότι πρέπει να σημειωθεί πως ως προς τις μουσικές μας επιλογές ακούγαμε και οι δύο ροκ, ο Δημήτρης μαγεύτηκε από τα ακούσματα του ρεμπέτικου και ειδικά του Μάρκου Βαβακάρη και της τότε διάσημης Οπισθοδρομικής κομπανίας. Στα δεκαοκτώ του πήγε στην οδό Αλιπέδου  και αγόρασε το πρώτο του μπουζούκι από τον Στέλιο Σκεντερίδη, με πρώτο δάσκαλο το γιό του Μάρκου, το Δομένικο Βαβακάρη.  

Ροκάς μεν, αλλά και νεορεμπέτης και νεοπαραδοσιακός, οργανοπαίκτης τρίχορδου μπουζουκιού, με δάσκαλο στη ρεμπετολογία τον Παναγιώτη Κουνάδη και στην παραδοσιακή μουσική τον σαντουριέρη Αριστείδη Μόσχο και τον ουτίστα Νίκο Σαραγούδα.  Συνεργάστηκε με τις πάλαι ποτέ «Δυνάμεις του Αιγαίου».

Έμαθε αγγλικά, τα γαλλικά του σχολείου, ιταλικά και τουρκικά,  σπουδάζοντας στη Νομική Σχολή Αθηνών και στην Γένοβα Ιταλίας, περνώντας και από Αγγλία και άλλες χώρες ως ακαδημαϊκός επισκέπτης και συλλέκτης εμπειριών, με πρωταρχική την Πόλη στην Τουρκία, την οποία επισκεπτόταν ετησίως για πάνω από 30 χρόνια. Ένας άνθρωπος που βιαζόταν να αδράξει από τα μαλλιά την καθημερινότητα δεν θα μπορούσε να μείνει αδρανής στον τομέα δημιουργίας οικογένειας.  

Παντρεύτηκε την επίσης Πειραιώτισσα, αλλά Χιώτισσα στην καταγωγή Π. και απέκτησαν δίδυμα , σήμερα στην ηλικία των 22 ετών, ένα αγόρι (τον Ο.) και ένα κορίτσι (την Μ.Κ.), που αποφοιτούν σε λίγο από τις Σχολές τους. Αν και οι δρόμοι με την πρώην σύζυγο χώρισαν πριν πολλά χρόνια, ο καρπός των παιδιών ευδοκίμησε.

Την περίοδο 1987 – 1989 υπηρέτησε εθελοντικά στις ειδικές δυνάμεις, στο 575 τάγμα Πεζοναυτών, έχοντας μεταξύ άλλων αξιωματικών τους θρύλους, Ευστράτιο Θάλασσα, Πέτρο Αρταβάνη, τον τότε υπολοχαγό  Κ. Φλώρο, σημερινό αρχηγό ΓΕΕΘΑ, τον τότε ανθυπολοχαγό και σήμερα αντιστράτηγο ε.α Νικ. Χιονή. Δεν φρόντισε να “βολευτεί” όπως έκαναν οι περισσότεροι, αλλά ο ίδιος επέλεξε να υπηρετήσει στα δύσκολα. Κανονική θητεία, όχι λούφα και παραλλαγή.



Από το 1990 εργάσθηκε ως δικηγόρος Πειραιά (πλέον στον Άρειο Πάγο), κυρίως ασχολούμενος με εμπορικά - ναυτιλιακά θέματα, καθώς και δημοσίων συμβάσεων.


Έλαβε διδακτορικό δίπλωμα με άριστα από το Πάντειο Πανεπιστήμιο (τμήμα κοινωνιολογίας της ιστορίας), ασχολούμενος κυρίως με την οθωμανική περίοδο, όπου και δίδαξε για αρκετά χρόνια. Είχε μέντορα τον αείμνηστο και πρώτο διδάξαντα Οθωμανολογία στην Ελλάδα, Νεοκλή Σαρρή, τον οποίο ο Δημήτρης ποτέ δεν ξέχασε και 12 χρόνια μετά τον χαμό του δασκάλου του, τον μνημονεύει πάντα. Από το αντικείμενο του Διδακτορικού του ο Δημήτρης έγινε γνωστός σε όσους μέχρι τότε δεν τον γνώριζαν, δηλαδή ως Οθωμανολόγος με έντονη τηλεοπτική παρουσία στα δελτία των ειδήσεων και γενικά τα media.  Έχασε τον πατέρα του Οδυσσέα νωρίς,  αδέλφια δεν έχει, χώρισε νωρίς, στερήθηκε το μεγάλωμα των παιδιών και τις χαρές τους, δεν βρήκε τίποτα έτοιμο, αυτοδημιούργητος 100% και φρόντιζε και φροντίζει τη χήρα μητέρα του.   


Με τον μέντορά του τον Νεοκλή Σαρρή

   


Στο Saint Paul με Π. Κουνάδη και Γ. Νταλάρα

                 
Ο Δ. Σταθακόπουλος με τον Θανάση Πολυκανδριώτη


Ο Δημήτρης πάντρεψε τη νομική επιστήμη (Δίκαιο) με τη μελέτη του ιστορικού παρελθόντος  των Τούρκων (Οθωμανών), δηλ. τον αξιακό τους κώδικα, την κοινωνική τους ψυχολογία, το «γίγνεσθαι» τους,  καταφέρνοντας να προβλέψει πολλές φορές δράσεις τους, που οι περισσότεροι μέχρι τότε μας τις παρουσίαζαν ως απρόβλεπτες ενέργειες!


 Διότι αν μια ενέργεια χαρακτηριστεί ως απρόβλεπτη, τότε απαλλάσσει εκείνον που αιφνιδιάστηκε από μέτρα που όφειλε να είχε λάβει. Αν όμως μια ενέργεια ήταν προβλεπτή και δεν λήφθηκε υπόψη, τότε αυτομάτως μετατρέπει τον αθώο αιφνιδιασμένο, σε ένοχο παράλειψης. Και μόνο αυτή η οπτική θεώρηση ενός γεγονότος στις σχέσεις μας με τους Τούρκους καταλαβαίνουμε πως ενοχοποιεί εμπλεκόμενους που μέχρι σήμερα ηττήθηκαν στο διπλωματικό ή στρατιωτικό πεδίο διότι... τάχα μου δεν γνώριζαν !


Ομιλία στην Κυπριακή Πρεσβεία

Ήταν επίσης ο άνθρωπος που εισήγαγε στην καθημερινότητά μας και καθιέρωσε ως έκφραση τη μέθοδο “α λα Τούρκα...”, μας εξοικείωσε με τις έννοιες προβλεπτό και απρόβλεπτο, ενώ όλες τις προβλέψεις του δημοσιεύθηκαν σε βιβλία του, γεγονός που σημαίνει πως δεν αποτελούν φανταστικά γεγονότα ή ισχυρισμούς του ιδίου, αλλά γεγονότα που προβλέπονται και κυρίως επαληθεύονται. Από εκεί και πέρα για να παρακολουθήσει κάποιος τους διαφορετικούς τομείς δράσης του, θα πρέπει αυτοί να διακριθούν κατά κατηγορίες, διότι κινδυνεύει εύκολα να  χαθεί από το εύρος των επιστημονικών ενασχολήσεών του.


Δ. Σταθακόπουλος και ο συντάκτης του άρθρου στη γνωστή εκπομπή

 

Ως Νομικός:

Υπήρξε για δύο θητείες εκλεγμένο μέλος του Δ.Σ του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά και μέλος της Ελληνικής αντιπροσωπείας στην Ένωση Ευρωπαϊκών Δικηγορικών Συλλόγων (CCBE - Βρυξέλλες) στο διάστημα 2008-2013. Υπήρξε μέλος νομοπαρασκευαστικών επιτροπών, καθώς και του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δ.Σ.Π. Είναι Διαμεσολαβητής εκπαιδευθείς στο Κέντρο Διαμεσολάβησης Πειραιά.

Από το Νοέμβριο του 2013 είναι μέλος του Δ.Σ της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων η οποία μετασχηματίστηκε σε Ενιαία Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων. Σήμερα βρίσκεται σε αναστολή δικηγορίας λόγω της Θεσμικής θέσεώς του στην Ε.Α.ΔΗ.ΣΥ.


Ως Οθωμανολόγος:

Είναι άμισθος συνεργάτης του Εργαστηρίου Τουρκικών και Ευρασιατικών μελετών του Πανεπιστημίου Πειραιά (ΠΑ.ΠΕΙ.) ασχολούμενος με τη σύγχρονη Τουρκία. Διδάσκει "τουρκική κοινωνία και νοοτροπία"  σε αξιωματικούς μας,  με εισήγηση να αυξηθούν οι ώρες διδασκαλίας του, ενώ έχει τιμηθεί ως απόγονος αγωνιστών του '21 από τον ΑΓΕΕΘΑ κ. Κ. Φλώρο. 

 Ως Μαΐστωρ:

Σπούδασε όπως προανέφερα Βυζαντινή μουσική και παραδοσιακούς χορούς στον Πειραϊκό Σύνδεσμο και είναι αριστούχος διπλωματούχος μαϊστωρ – μουσικολόγος με έμφαση στην παραδοσιακή μουσική, με πάμπολλες συναυλίες και μουσικές παραγωγές CD - Ήταν υπεύθυνος των Πολιτιστικών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά, του περιοδικού Δικηγορική Επικαιρότητα και μαέστρος της Χορωδίας των Δικηγόρων Πειραιά με βραβεία και παραγωγή CD. Έχει το μετάλλιο της Αγίας Τριάδος Σταυροδρομίου Κων/πόλεως, ως μουσικολόγος, για το έργο του "η συμβολή των Ρωμιών στην Οθωμανική μουσική και πολιτισμό", που δωρίσθηκε στον Οικουμενικό Πατριάρχη το 2009 και στον νυν Αρχιεπίσκοπο Αμερικής, το 2011.

Με τον Πατριάρχη στην Πόλη το 2009

Με τον ταμπουρά του Μακρυγιάννη

 Ως αθλητής του Εθνικού Πειραιώς:

Υπήρξε αθλητής της υδατοσφαίρισης στον Εθνικό Πειραιά και πρώην αντιπρόεδρος Δ.Σ του (ερασιτέχνη) ΕΘΝΙΚΟΥ ΟΦΠΦ, καθώς και αθλητής ιστιοπλοΐας στον Π.Ο.Ι.Α.Θ.

Με τους βετεράνους του Εθνικού σε επετειακό αγώνα το 2015

Ως συγγραφέας:

Συγγραφέας 27 βιβλίων (εκδόσεων Seaburn Νέα Υόρκη Η.Π.Α - των εκδόσεων 24grammata, και του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά), ενώ ετοιμάζει και άλλα, καθώς και συγγραφέας πολλών πονημάτων, ενώ έχει συντάξει περίπου 500 άρθρα ποικίλης θεματολογίας με έντονη κοινωνική παρεμβατική παρουσία στα επιστημονικά και πολιτιστικά δρώμενα και καθημερινά τα τελευταία 6 χρόνια στα ΜΜΕ. Ίσως είναι ο πλέον καλεσμένος σε καθημερινή βάση Πειραιώτης στα ΜΜΕ.



 

Με τον Χρήστο Κυριαζή στο ART CAFE στην Καστέλλα το 1993

Με τον Δομένικο Βαμβακάρη, γιο του Μάρκου

Ο Δημήτρης Σταθακόπουλος πρέπει να επαναλάβω πως είναι απόγονος αγωνιστών και φιλικών του 1821, από τα Καλάβρυτα  και από τους δύο γονείς του.  

Με τη νομική και λαογραφική συνδρομή του, βοήθησε το Σύλλογο «Αρχιπέλαγος», να ενταχθεί η νησιωτική βράκα στην Προεδρική Φρουρά (μέχρι πρότινος την θεωρούσαν αραβικό ένδυμα, κάτι που καταρρίφθηκε, αφού ήταν Ελληνιστικό και βυζαντινό ένδυμα - αναξυρίς). 

Οι Καλαβρυτινοί πρόγονοι του Δ. Σταθακόπουλου

Ομοίως, το μπουζούκι και ο ζεϊμπέκικος στην άυλη πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδος στην Unesco, με τον αδελφικό του φίλο μαέστρο Θανάση Πολυκαδριώτη και βοήθησε στην νομική τεκμηρίωση για τα διπλώματα παραδοσιακών οργάνων από τα Ωδεία με την έγκριση του Υπ. Πολ. ενώ επιμελήθηκε μέσω ειδικών τεχνιτών, όπως ο Νικ. Φρονιμόπουλος και ο Γ. Καρανδρέας,  την αναπαλαίωση του ταμπουρά του Μακρυγιάννη (εθνολογικό μουσείο), του Φώτου Τζαβέλλα (ανήκει στον απόγονο Κ. Τζαβέλλα) και του λαούτου του Πλαπούτα (ανήκει στον απόγονο Κ. Πλαπούτα).

Πέρα όμως από όλα αυτά είναι ένας άνθρωπος που μπορείς να εμπιστεύεσαι, αυθεντικός, ειλικρινής και το κυριότερο ανεξάρτητος. Δεν ανήκει σε κλίκες, ομάδες, συνδυασμούς, κόμματα...  

Είναι  φίλαθλος και όχι οπαδός, Πολίτης και όχι υπήκοος (υπό + ακούω), προοδευτικός, αλλά όχι εθνομηδενιστής, πατριώτης αλλά όχι εθνικιστής, από τους λίγους που τιμούν τη γενέθλια πόλη του τον Πειραιά αλλά και τον μαρτυρικό τόπο καταγωγής του, τα Καλάβρυτα, με έντονο το στοιχείο του αυτοσαρκασμού, χωρίς έπαρση, της προσφοράς και όχι της αρπαγής, της μονιμότητας και όχι του καιροσκοπισμού. Ζει για τις ιδέες του και όχι από τις ιδέες του. Αρχή του η Αριστοτελική μεσότητα και όχι η μετριότητα. Μα πάνω απ’ όλα είναι δάσκαλος που διδάσκει με το ήθος και όχι μόνο με το «χαρτί και καλαμάρι» .


Ο Δημήτρης δεν κρύφθηκε ποτέ. Ξέρουμε ποιος είναι και τι πρεσβεύει στον Πειραιά, στα Καλάβρυτα και στην Ελλάδα όλη. Όχι δεν το κάνουμε προεκλογικό αφιέρωμα. Ένας απλός καθημερινός άνθρωπος επιστήμονας είναι όπως εκατομμύρια άλλοι. Εξάλλου δεν ήθελε, ούτε θέλει, ούτε του ζητήθηκε να πολιτευτεί  ποτέ. Και πως θα το έκανε άραγε χωρίς κομματικές και οικονομικές πλάτες;

Παρότι είναι δημόσια 100% εκτεθειμένος, δεν έχει κάποια προστασία, αν και συχνά απειλείται για τις ιδέες  και τα λεγόμενά του.

Κάνει πόθεν έσχες και σίγουρα δεν πλούτισε. Με τεράστιο αγώνα έζησε και ζει αξιοπρεπώς, τίποτα δεν του ήταν εύκολο και πέρασε ταλαιπωρίες, όπως οι περισσότεροι. Και όμως είναι ακόμα εδώ, όπως η γενιά του σχολείου μας των Πειραιωτών.

Όνειρό του η έκδοση των υπολοίπων  βιβλίων του. Η μεταλαμπάδευση της γνώσης και εμπειρίας του στις νέες γενιές. Να δει τον Πειραιά συνδεδεμένο με την παράδοσή του και όχι αποκομμένο από αυτή ή απλά επίνειο της Αθήνας. Με τη νυν σύντροφό του, κάποια μακρινή στιγμή, να  τελεύσει το βίο στα πατρογονικά του εδάφη, όπου και οι πρόγονοί του, που βρίσκονται εκεί από το  έτος 1517, κάτοικοι του ίδιου χωριού, αδιάκοπα.

 

Διαβάστε επίσης:

Οδυσσέας Δ. Σταθακόπουλος: Ο απόγονος αγωνιστή του ’21 που εργάστηκε στον Δήμο Πειραιά

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"