Της τύχης τα γραμμένα... αναμνήσεις δεκαετίας '80

 



του Στέφανου Μίλεση


Τα μαθητικά χρόνια αντιπροσωπεύουν συνήθως τη ρομαντική περίοδο της ζωής κάθε ανθρώπου. Η αθωότητα της πρώτης συνάντησης, η αγωνία να εισπράξουμε στα βιαστικά κανένα φιλί, τα σχέδια για το μέλλον και η ενατένιση του τοπίου από τον Φάρο ή το λόφο της Καστέλλας αποτελούσαν κάποιες ρομαντικές εικόνες της δικής μου γενιάς. Τότε που ο έρωτας μεταφραζόταν σε επιστολές ή ραβασάκια στα θρανία, με την αγωνία της απάντησης να μοιάζει με βαθμολόγηση πολυσέλιδου συγγράμματος σε εξετάσεις.

Οι δεσμοί της εποχής μου, τέλη δεκαετίας '70, αρχές '80, διαρκούσαν συνήθως λίγο, αλλά ανεξαρτήτου διάρκειας περιείχαν ενόρκους υποσχέσεις για αγάπες που υποτίθεται θα διαρκούσαν για πάντα, δηλαδή για καμιά βδομάδα....

Στεναγμοί, δάκρυα, λουλοδοπέταλα και καρδούλες σφραγίζονταν σε ένα φακελάκι, ροζ χρώματος αν αποτελούσαν δημιουργήματα μαθήτριας, μέσω των οποίων εξασφαλιζόταν η συνάντηση της ημέρας. Καθώς ακόμα τα κινητά τηλέφωνα υπήρχαν μόνο στα έργα επιστημονικής φαντασίας άντε και στα αμερικανικά αυτοκίνητα στον κινηματογράφο τύπου Ντάλας, Δυναστεία κ.ο.κ., το ραντεβού έπρεπε να κανονιστεί οπωσδήποτε πριν το σχόλασμα “το βράδυ στις επτά στο γνωστό σημείο”. 

Διότι επτά η ώρα το 1978 δεν ήταν απόγευμα αλλά βράδυ, ενώ το φερόμενο “γνωστό σημείο” για τους Φρεαττυδιώτες ήταν κανονισμένο να βρίσκεται είτε στην άκρη του φάρου, είτε στο περιστύλιο του ναυτικού μουσείου στη Ζέα.

Πρώτα στην επιλογή φυσικά τα κανόνια της επανάστασης, ενώ όταν συνέβαινε να είναι κατειλημμένα, με βαριά καρδιά πηγαίναμε στα αντιαεροπορικά. Για τους τορπιλοσωλήνες ούτε συζήτηση. Ήταν εκτεθειμένοι από όλες τις πλευρές ορατοί ακόμα και από τους οδοιπόρους της πάνω πλευράς. Σκέψου να περνούσε καμιά περίπολο γονέων και να σε έβλεπε. Δεν σε έσωζε για να κρυφτείς ούτε ο πυργίσκος του ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗ. 



Εάν δεν είχες καταφέρει να κλείσεις ραντεβού πριν το σχόλασμα τότε πραγματικά την είχε πατήσει. Έπρεπε να καλέσεις στο σταθερό τηλέφωνο του σπιτιού της, με τρεμάμενο στην κυριολεξία χέρι, με την ελπίδα να μην απαντήσει ο πατέρας ή ακόμα χειρότερα η μάνα της. “Η Γεωργία δεν είναι εδώ ποιος την ζητεί;”. 

Αυτή η ερώτηση ευγενείας ήταν φυσικά παγίδα... Ακολουθούσε ανάκριση τρίτου βαθμού με ερωτήσεις που έμεναν συνήθως αναπάντητες όπως “τι σκοπεύεις να κάνεις μετά το σχολείο”, “είσαι καλός μαθητής;”, “τι δουλειά κάνει ο πατέρας σου”, “πού μένεις”; 

Αν έκανες το λάθος να απαντήσεις τότε οι ερωτήσεις πύκνωναν και ο φάκελος είχε γρήγορα σχηματιστεί εμπεριέχοντας κάθε στοιχείο περί του ατόμου σου. Τότε ήσουν σεσημασμένος και έμπαινες στους υπόπτους για ό,τι πάθαινε στο εξής η Γεωργία. Η προσαγωγή στο οικείο γραφείο του Διευθυντή ήταν απλώς θέμα χρόνου...

Οι δεσμοί στην εποχή μου συνήθως τελείωναν με κάποιο γράμμα που σύμφωνα με τις αρχές της λυκειακής μας εκπαίδευσης περί συγγραφής εκθέσεων, ήταν γραμμένο με πρόλογο (λόγια παρηγορητικά για την αγάπη που κάποτε είχαμε), κυρίως θέμα (εδώ άρχιζε η καταγραφή των προβλημάτων) και επίλογο στον οποίο δεχόσουν το τελειωτικό χτύπημα. Αν ζούσες και μετά τον επίλογο τότε φρόντιζε ο καλύτερός σου φίλος να σε αποτελειώσει, που συνήθως αποτελούσε τον επόμενο δεσμό εκείνης που μόλις σε είχε χωρίσει. Αφενός ήταν πρόχειρος, αφετέρου αποτελούσε την καλύτερη χαριστική βολή μετά την εκτέλεση του επιλόγου, στην περίπτωση που συνέχιζες να αναπνέεις.

Το μόνο που απέμενε ύστερα από αυτό ήταν να γράψεις κάτι με νόημα σε ένα από τα δεκάδες λευκώματα που κυκλοφορούσαν στις σχολικές αίθουσες στα διαλείμματα. Αν και κανόνας των λευκωμάτων ήταν να γράψει ο καθένας ότι πίστευε ή αισθανόταν για την ιδιοκτήτριά του, συνήθως στόχευε στο να γράψει κάτι συγκαλυμμένο για εκείνη που μόλις τον είχε παρατήσει. Έτσι τα λευκώματα στο τέλος έμοιαζαν με μπουκάλια μηνυμάτων ναυαγών που περιφέρονταν στη θάλασσα.. Έγραφες κάτι και οι πιθανότητες να το διαβάσει εκείνη στην οποία στόχευες ήταν απειροελάχιστες. Άσε που ο συνδυασμός να γράψεις απευθυνόμενος στην ιδιοκτήτρια αλλά με στόχευση άλλη, δημιουργούσαν μια κατάσταση τραγελαφική. Αφού το δικό μας πνεύμα ήταν λοιπόν ανίκανο να πετύχει αυτό τον συνδυασμό καταφεύγαμε στον δανεισμό πνεύματος όποιου ποιητή είχαμε πρόχειρο.

Ο θρήνος, ο ρομαντισμός, η απελπισία, ο ανικανοποίητος πόθος προσπαθούσαν να βρουν έκφραση σε λίγους στίχους; Αρκεί οι στίχοι να μην ήταν όπως εκείνοι που κάποτε επέλεξα στα γρήγορα και ατυχώς που έλεγαν “απόψε στο παλάτι του ψυχομαχάει ο χρόνος / τρακόσιων τόσων ημερών γέρος, οκνός, βαρύς...”. 

Εντάξει πώς να το κάνουμε... οι εμφανιζόμενοι ως αριστεροί στην εποχή μας είχαν πάντα στίχους πρόχειρους για την περίσταση. Ίσως η θλίψη του απεργού εργάτη να είχε κοινά με τη θλίψη του παρατημένου εφήβου. Εμείς όμως οι υπόλοιποι από ποίηση ακόμα το παλεύαμε και οι στίχοι του Πολέμη, δεν ξέρω πώς, μου σφηνώθηκαν στο κεφάλι και από εκεί πέρασαν στο ημερολόγιο. Όχι κάποιο τυχαίο ημερολόγιο όμως... αλλά κάποιας από το σχολείο μας που το είχε τελειώσει πολλά χρόνια πριν... 

Μαθητής της τρίτης τάξης Γυμνασίου εγώ τότε, έγραφα σε ημερολόγιο μαθήτριας της ...εντεκάτης τάξης Γυμνασίου. Το “γέρος, οκνός, βαρύς” έσκασε όντως βαριά στις σελίδες του ημερολογίου. Από εκείνη την εποχή η “συμμαθήτρια” της ανωτέρας όχι μόνο δεν μου μίλησε ποτέ ξανά, αλλά έγινε και φανατική εναντίον του τόσο που οι εξτρεμιστές, οι φονταμενταλιστές και οι λοιπές απελευθερωτικές δυνάμεις να φαίνονται ως αθώα λυκόπουλα μπροστά της. Τα χρόνια πέρασαν, τα λευκώματα χάθηκαν, όπως και τα ραβασάκια, τα γράμματα, τα φιλμ, ο μαυροπίνακας με την κιμωλία, τα ξύλινα θρανία, οι ποδιές οι περίπολοι γονέων. 

Ίσως γιατί όπως έγραψα κάποτε έσκασε ο “χρόνος... γέρος, οκνός, βαρύς”.


"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"