Βασίλης Λούλης (1901 – 1972): Ο λογοτέχνης ναυτικός από την Κύμη

 

Χαρακτικό φιλοτεχνημένο από την Βάσω Κατράκη, ένα από τα έργα που διακοσμεί τις σελίδες του βιβλίου "Λυσίκομος Εκάβη" του Βασίλη Λούλη


του Στέφανου Μίλεση


Ο Βασίλης Λούλης γεννήθηκε το 1901 στην Κύμη Ευβοίας περιοχή που την εποχή εκείνη γεννούσε ναυτικούς και πλοιοκτήτες. Άλλωστε δεν υπήρχαν και πολλοί διέξοδοι για να μπορέσει κάποιος να εξασφαλίσει τα μέσα της επιβίωσής του παρά μονάχα η θάλασσα. Και οι περισσότεροι Κουμιώτες αυτό τον δρόμο είχαν αποφασίσει να πάρουν.


Ο Κουμιώτης γαβριάς της Αθήνας

Μικρό παιδί ακόμα έφυγε από τη γενέθλια γη του για να κατέβει στην Αθήνα. Χιλιάδες τα παιδιά από όλη την Ελλάδα, οικογενειών φτωχών, πολυτέκνων ή παιδιά ορφανά αναζητούσαν την τύχη τους στα μεγάλα αστικά κέντρα περιπλανώμενα... 

Οι φτωχοδιαβόλοι της ζωής όπως συχνά τους αποκαλούσαν, έκαναν ό,τι δουλειά τους τους λάχαινε. Ο μικρός Βασίλης έπιασε να κάνει τον υπηρέτη σε ένα σπίτι κι έτσι γλύτωσε την πείνα και το κρύο του δρόμου. Πήγε στη νυχτερινή σχολή απόρων παίδων του Φιλολογικού Συλλόγου “Παρνασσός” να μάθει τα βασικά, αλλά μέχρι να την τελειώσει είδε κι έπαθε καθώς έπρεπε να εξασφαλίσει την καθημερινότητά του. Έπιασε δουλειά σε κατάστημα κι ύστερα σε κάποιο γραφείο παραγγελιοδόχος να κάνει δηλαδή τα θελήματα και τις άλλες εξωτερικές εργασίες. 

Μα ο νους του ήταν διαρκώς στη θάλασσα. Τόχε σκοπό να μπαρκάρει και με τα χρήματα που θα κέρδιζε θα αποκτούσε το δικό του σκαρί. Πολλοί την εποχή εκείνη καπετάνευαν στα μοναχοβάπορά τους, γιατί όχι άραγε κι εκείνος; Με την εργασία όπως όλοι του έλεγαν θα τα κατάφερνε...

Ως Γιάννης Αρμένης

Εικοσιένα χρονών μπαρκάρισε με το πρώτο του φορτηγό πλοίο. Ύστερα ακολούθησε, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο. Μοναδική παρένθεση στη σκληρή θαλασσινή ζωή του ήταν η θητεία του στο πολεμικό ναυτικό την περίοδο 1921 – 1924. Τότε ξεκίνησε να γράφει με το ψευδώνυμο Γιάννης Αρμένης.


Μα όσα κείμενα έγραφε τα έσχιζε ή τα πετούσε στη θάλασσα. Το ίδιο έκανε και όταν αμέσως μετά επέστρεψε στα εμπορικά. “Είχα τη γνώμη ότι ήταν μεγάλη αναίδεια με τα λίγα γράμματα που είχα μάθει να θέλω να παραστήσω τον συγγραφέα...” είχε σημειώσει ο ίδιος στο αυτοβιογραφικό του σημείωμα.


Το όνειρο που έγινε εφιάλτης

Ο Λούλης ποτέ δεν κατάφερε να φτάσει το όνειρό του... Με τα χέρια του και την δούλεψή του το μόνο που κατάφερνε ήταν ένα μηνιάτικο κι αυτό πληρωμένο με καθυστέρηση. Μαζί με την δική του επιβίωση έπρεπε να σκεφτεί και την μητέρα του πίσω στην Κύμη. 

Εργάζεται στα πλοία μέσα στα αμπάρια σκεπτόμενος τους ανοιχτούς θαλασσινούς ορίζοντες, φτυαρίζει κάρβουνο ως θερμαστής βλέποντας με τα μάτια της φαντασίας του τους αστερισμούς του στερεώματος που είχε μάθει να διαβάζει. Μα τα υπέμενε όλα για εκείνο το όνειρο που είχε και ονοματεπώνυμο την “Λυσίκομο Εκάβη” του, το όνομα που θα έδινε στο καΐκι που θα αποκτούσε. Μα όταν κάποια στιγμή κατάλαβε πως με την δούλεψη και τον ιδρώτα δεν πάει κανείς πουθενά ήταν πλέον αργά.

Και τότε, όπως συμβαίνει τακτικά το όνειρο ενός ανθρώπου, τα βαπόρια έγιναν ο εφιάλτης του, έγιναν βρόγχος που τούκοβαν την ανάσα. Το πήρε απόφαση πως ιδιοκτήτης καϊκιού ποτέ του δεν θα κατάφερνε να γίνει. Ούτε καν λοστρόμος που τόσο το ποθούσε, αφού εκείνος μεταξύ πολλών, ήταν ο μόνος που είχε τα προσόντα... Ακόμα και για γίνει ναύτης παιδεύτηκε, τον ναυτολογούσαν τζόβενο για να του δίνουν τα μισά! “...και κείνοι οι ναύτες, οι πατριώτες... ήταν να κλαις και να γελάς μαζί τους, με τη μαγκιοροσύνη τους. Από τους έξη μόνο οι δύο αξίζανε για ναύτες, οι άλλοι τέσσερις μόνο λόγια πολλά και πολλές βλαστήμιες... κι ήταν όλοι τους συγγενολόι. Ο ένας ανηψιός του καπετάνιου, ο άλλος βαφτισιμιός της καπετάνισσας, ο τρίτος ξάδελφος του γραμματικού, ο τέταρτος συμπέθερος του καμαρότου. Μέσα σε κείνο το βαπόρι έμαθα ένα σωρό είδη και βαθμούς συγγενείας που πρώτα ούτε τα υποψιαζόμουν καθόλου”.




Ρωμαίικη ναυτιλία!... Να σας πω εγώ για δαύτην...

Κι όταν ζητούσε να ναυτολογηθεί ναύτης του απαντούσαν “αν καταλαβαίνεις πως αδικείσαι, δε σε κρατάω με το ζόρι, να σου δώσω και το φυλλάδιό σου και το δίπλωμά σου και να πας στο καλό...”. 

Τότε που οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας ήταν ανύπαρκτες για να δεις προκοπή ως κατώτερο έπρεπε να ναυτολογηθείς σε πλοίο της πατρίδα σου, νάχεις στήριξη από συγγενείς και συντοπίτες. Κι ήταν ακόμα χειρότερο όταν η εταιρεία ή ο καπετάνιος γνώριζε την οικονομική σου κατάσταση ή καλύτερα την κατάντια σου. Τότε σε πατούσαν όπου πονούσες. Και ο ίδιος ήταν γνωστό πως δεν είχε στον ήλιο μοίρα...και είχε μάνα κι αδελφές πίσω του. 

Ελληνική ναυτιλία λέμε, ελληνικά φορτηγά βαπόρια μα δεν είναι. Πρώτα-πρώτα και πάνω απ΄ όλα, είναι χιώτικα, αντριώτικα, οινουσώτικα, κεφαλονίτικα, θιακά, κασώτικα κι ύστερα είναι και ... ελληνικά-όταν δεν είναι παναμέζικα ή ό,τι διάολο άλλο...”.


Αντί για λοστρόμος... Θερμαστής

Κι αφού ύστερα από καιρό μπόσης (λοστρόμος) δεν έγινε, έκανε τον θερμαστή. Οι συνθήκες προπολεμικά άθλιες, η θαλάσσια υπηρεσία χρόνος κολασμένος για τα κατώτερα πληρώματα. Οι ναύτες έμεναν όλοι μαζί στην πρώρα του πλοίου, στο χειρότερο δηλαδή σημείο που έτρωγε όλα τα σκαμπανεβάσματα του καιρού. Κοιμόντουσαν σε αιώρες σε έναν χώρο που δεν είχε παράθυρα, μήτε αερισμό ή θέρμανση. Στις τροπικές ζώνες έλιωναν από την ζέστη και στις βόρειες θάλασσες αρρώσταιναν από το κρύο.


Έμεινε σε αυτή την ζωή 21 χρόνια! “Ως και στις πλώρες είκοσι ένα χρόνια, που ζούμε τόσοι πολλοί άνθρωποι σε τόσο λίγο χώρο, που σμίγουν αναγκαστικά τα χνώτα μας κι ο ιδρώτας και τα παραμιλητά στον ύπνο...”. 

Και συχνά αναρωτιόταν για τα ρωμαίικα φορτηγά που δεν έδιναν διόλου σημασία στο κατώτερο. Για την άνεση των αξιωματικών συλλογιέται ο Λούλης, τίποτε δεν μετρά στα βαπόρια για έξοδο. Μήτε οι καμαρότοι, το ποτό, τα τσιγάρα, το συρματένιο δίχτυ που εμποδίζει τις μύγες και τα κουνούπια να περνούν. Μα τα πάντα μετρούν ως έξοδα όταν προορίζονταν για τους ναυτοθερμαστές που ξεθεώνονταν στην δουλειά όλη μέρα και δεν μπορούσαν να κοιμηθούν σαν άνθρωποι. 

(Στο σημείο αυτό γίνεται κατανοητός ο χαρακτηρισμός που αποδόθηκε από τα κατώτερα πληρώματα για τα πλοία “Λίμπερτι” ως “βασιλοβάπορα”, αφού για πρώτη φορά εξασφάλιζαν χώρους ανθρώπινους και σε στο κατώτερο με καμπίνες, κουκέτες, κρύο νερό και θέρμανση, ενώ οι θάλαμοι βρίσκονταν στο κέντρο του πλοίου, ένα κατάστρωμα κάτω από των αξιωματικών).


Η φυματίωση, το απομαχικό και το βουνό

Στο τέλος από εκείνη τη ζωή ο Λούλης αρρώστησε. Λίγο από το κάρβουνο που φτυάριζε για να τροφοδοτεί τους λέβητες των μηχανών, λίγο από τις αντίξοες συνθήκες διαβίωσης έπαθε πνευμονική φυματίωση. 

Το 1939 το απομαχικό του έβγαλε μια πενιχρή σύνταξη 900 δραχμών για να ζήσει μ' αυτήν μέχρι το τέλος της ζωής του. Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν παντρεύτηκε, δεν έκανε οικογένεια. Τα σκληρά χρόνια της κατοχής τον πέτυχαν στην Κύμη. Εντάχθηκε στην αντίσταση να δώσει κι αυτός το μερίδιό του στον αγώνα, ως υπεύθυνος τμήματος του ΕΑΜ. Μα όταν οι Γερμανοί έφυγαν εκείνος πέρασε στην παρανομία κρυμμένος σε σπηλιές επί επτά μήνες, στα βουνά βόρεια της Κύμης. Στη συνέχεια βρέθηκε “με το σχετικό φάκελο στην αστυνομία και τις συνέπειές του...”.

Το 1947 η πίεση από τις “συνέπειες” ήταν μεγάλη, σχεδόν αφόρητη. “Εδώ στην Κύμη το μαχαίρι έφτασε στο κόκκαλο... η ζωή έγινε μαρτύριο. Για να μην τρελαθώ ξανάρχισα στο γράψιμο...”. Έμεινε στην Κύμη αφού να πληρώσει ενοίκιο στην Αθήνα δεν μπορούσε.


Τότε για πρώτη φορά αποφάσισε να μην πετάξει τα γραψίματα. Τα έστειλε σε ένα περιοδικό στο “Ελεύθερα Γράμματα”. Αφορούσε ένα αντιπολεμικό διήγημα με τίτλο “Το φωτεινό τέλος μιας σκοτεινής ζωής” που δημοσιεύθηκε! 

Του ζήτησαν και δεύτερο και τρίτο. Για δύο χρόνια (1947 – '49) δημοσιεύθηκαν στα “Ελεύθερα Γράμματα” αρκετά διηγήματά του.


Η “Λυσίκομος Εκάβη”

Το 1949 έγραψε στην Κύμη το “Λυσίκομος Εκάβη” που δύο χρόνια αργότερα (1951) δημοσιεύθηκε ως βιβλίο από τα “Πειραϊκά Χρονικά” συνοδευόμενο από διακοσμητικές ξυλογραφίες της Βάσως Κατράκη. 



Στην πρώτη του έκδοση μεταφράστηκε στα γαλλικά από τη συγγραφέα Claire Sainte-Soline και παρουσιάστηκε σε επτά συνέχειες στα “Lettres Francaises” με τον τίτλο “Hecube Grasset” με τη φροντίδα του Λουί Αραγκόν. 

Αν και το έργο αυτό εμφανίζεται ως μυθιστόρημα αποτελεί ουσιαστικά την αυτοβιογραφία του ίδιου του συγγραφέα. Καταγράφει έναν νέο που ονειρεύεται από την εργασία του στα καράβια να αγοράσει δικό του καΐκι και να γίνει καπετάνιος. Αλλά πέφτει θύμα εκμετάλλευσης, εξαπάτησης μέχρι και εκβιασμού. Χρησιμοποιούν το πτυχίο του για να διορίσουν άλλους στη θέση του, ενώ τον ίδιο τον ναυτολογούν τζόβενο για να του δίνουν το μισό μισθό του ναύτη!... 

Ο ήρωας του έργου, ο Βαγγέλης Τζελιός δεν είναι παρά ο ίδιος ο Λούλης, ο άνθρωπος της φτώχειας και των βασάνων. Ο τίτλος του έργου δεν είναι άλλος από το όνομα του σκάφους που ο Λούλης ονειρευόταν κάποτε να αποκτήσει, εμπνευσμένος από την Εκάβη, τη βασίλισσα της Τροίας, που έζησε την τραγωδία να βλέπει το άψυχο κορμί του γιου της Έκτορα να το σέρνουν πίσω από το άρμα. 

Συμβόλιζε παράλληλα την τραγωδία όλων των ανθρώπων που βλέπουν τον ίδιο τους τον εαυτό να σέρνεται πίσω από τα άρματα του κέρδους, της απανθρωπιάς, της ατιμίας, του χαμένου ονείρου.


Το αυτοβιογραφικό του σημείωμα

Την περίοδο 1955 – '57 τα διηγήματά του Βασίλη Λούλη δημοσιεύονταν στην “Επιθεώρηση Τέχνης”. Είχε μεσολαβήσει το 1952 η δημοσίευση σε συνέχειες της νουβέλας του με τίτλο “Ρούθ” στην εφημερίδα “Δημοκρατική”.

Όπως γράφει και ο ίδιος ο Λούλης στο αυτοβιογραφικό του σημείωμα είχε δουλειά ανέκδοτη που δεν έστειλε για δημοσίευση. Αυτό το πολύτιμο αυτοβιογραφικό του σημείωμα βρέθηκε ανάμεσα στα χειρόγραφα του συγγραφέα, μετά τον θάνατό του. Το είχε συντάξει το 1966 για λογαριασμό του εκδοτικού οίκου “Ελευθερουδάκη” που ζητούσε στοιχεία για τη ζωή και το έργο του για να τον συμπεριλάβει στο εγκυκλοπαιδικό του λεξικό.

Σημαντικό ρόλο στην διάσωση του έργου του συντελεί ο Μορφωτικός και Εκπολιτιστικός Σύλλογος Κύμης που προχώρησε στην επανέκδοση του έργου του “Λυσίκομος Εκάβη” αλλά και στον εκθεσιακό χώρο που διατηρεί στο μουσείο της Κύμης.

Το όνομα του Βασίλη Λούλη έμεινε να φιγουράρει για πάντα δίπλα στα ονόματα των Σαρτρ και Καμί.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"