ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΕΘΙΜΑ ΠΟΛΗΣ. ΤΑ ΠΛΩΤΑ ΚΟΠΑΔΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

 


του Στέφανου Μίλεση

Αν για τους άλλους χριστιανικούς λαούς το Πάσχα έχει μόνο θρησκευτική σημασία, για μας τους Έλληνες από αιώνες τώρα, η εορτή αυτή έχει και συμβολισμό Εθνικό. Η ευχή Καλή Ανάσταση τόσο κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, όσο και μεταγενέστερα, κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, δε σήμαινε μονάχα την Ανάσταση του Κυρίου, αλλά και απελευθέρωση των υπόδουλων Ελλήνων. Οι Έλληνες με την ευχή “Καλή Ανάσταση” μπορούσαν μπροστά στα μάτια των κατακτητών να φωνάξουν δυνατά ο ένας στον άλλον εννοώντας κάτι διαφορετικό από εκείνο που αντιλαμβάνονταν οι δυνάστες. Επίσης το Πάσχα πέρα από το θρησκευτικό του χαρακτήρα ταυτίστηκε με πλήθος εθίμων όπως κόκκινα αυγά, κουλούρια λαμπριάτικα, λευκές καταστόλιστες λαμπάδες, ασβέστωμα των κορμών δένδρων των μανδρών και των πεζοδρομίων, προετοιμασία του σπιτιού για την έλευση της Μεγάλης Εβδομάδας.

 

Μεγάλη Εβδομάδα

Η Μεγάλη Εβδομάδα για όλο τον Ελληνορθόδοξο κόσμο είναι η ιερότερη εβδομάδα του έτους. Διότι ο ελληνικός λαός δεν βλέπει απλά την Μεγάλη Εβδομάδα ως μια τυπική επέτειο, αλλά τη νιώθει ως μια επανάληψη του θείου μαρτυρίου. Η Μεγάλη Εβδομάδα συνεπώς δεν αποτελεί ανάμνηση που επαναλαμβάνεται αλλά βίωμα.


Πάσχα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας

Οι κάτοικοι της Αθήνας και των άλλων πόλεων στα χρόνια της τουρκοκρατίας πήγαιναν σε μικρά εκκλησάκια. Ειδικώς οι εκκλησίες των Αθηνών ήταν όλες μικροσκοπικές διότι μεγάλα οικήματα έπρεπε να είναι μόνο τα Τζαμιά. Άλλωστε όλες οι μεγάλες βυζαντινές εκκλησίες είχαν μετατραπεί σε τζαμιά. Οι Τούρκοι δεν ενδιαφέρονταν να μετατρέψουν σε τζαμιά κάτι που ήταν ταπεινό ή ασήμαντο και έτσι οι Έλληνες έφτιαχναν τις εκκλησίες τους μικροσκοπικές. Οι κάτοικοι της Αθήνας ασκούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα στα μικρά εκκλησάκια της Πλάκας.


Καμπάνες

Στην Αθήνα της Τουρκοκρατίας οι ραγιάδες όφειλαν να ασκούν τη λατρεία τους αθόρυβα. Έτσι τόσο στις γιορτές όσο και στις κυριακάτικες λειτουργίες οι πιστοί γνώριζαν την ώρα προσέλευσης και πήγαιναν χωρίς να έχει προηγηθεί κωδωνοκρουσία. Ο Δημήτριος Καμπούρογλου μας πληροφορεί ότι διάφορες γυναίκες των ενοριών οι λεγόμενες κλησσάρισες πήγαιναν και κτυπούσαν τις εξώπορτες των σπιτιών τρεις φορές με ένα ξύλινο σκερπάνι και φώναζαν «κοπιάστε στην εκκλησία».

Το Σάββατο του Λαζάρου και η Κυριακή των Βαΐων

Τα παλαιότερα χρόνια στις γειτονιές της πόλης τα μικρά παιδιά σχημάτιζαν διάφορες παρέες στους δρόμους και τραγουδούσαν το Σάββατο του Λαζάρου “Πες μας Λάζαρε τι είδες εις τον Άδη που επήγες. Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους!”.

Την Κυριακή των Βαΐων όλοι μας διατηρούμε από τα παιδικά μας χρόνια την ανάμνηση των μεγάλων καλαθιών γεμάτο από βάγια σε ανάμνηση της θριαμβευτικής εισόδου του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα. Ο ιερέας μοιράζει σε καθέναν από ένα κλωνάρι. Οι πιστοί το μεταφέρουν στο σπίτι τους όπου θα μείνει για έναν ολόκληρο χρόνο. Το κλωνάρι αυτό θεωρείτο ευλογημένο και συνεπώς καθάριζε το σπίτι από κάθε λογής κακή παρουσία. Για αυτό και έθεταν το κλωνάρι της βάγιας στα εικονίσματα του σπιτιού.

Όμως όταν έρθει το βράδυ της Κυριακής των Βαΐων τότε όλα μονομιάς αρχίζουν και αλλάζουν. Το βράδυ εκείνο η εκκλησία ντύνεται στα μαύρα. Πένθιμες κορδέλες κρεμιούνται από τα καντήλια και στους κίονες και βαρύ πένθος σκεπάζει όλο το χώρο. Η Μεγάλη εβδομάδα ήταν τότε γραφικότατη καθώς περνούσε στις εκκλησίες με προσευχή και νηστεία με αποκορύφωμα φυσικά την Μεγάλη Παρασκευή που δεν έτρωγαν καθόλου ή μόλις που έβαζαν στο στόμα τους λίγες μπουκιές παξιμάδι. Οι ηλικιωμένοι όλη την Μεγάλη Εβδομάδα έτρωγαν λίγο μόνο μετά την δύση του ηλίου.


Μεγάλη Δευτέρα

Τα πρώτα χρόνια της Πειραϊκής πολιτείας, από το 1835 δηλαδή και μετά, επειδή οι περισσότεροι κάτοικοι προέρχονταν από νησιά, εκεί δεν είχαν το έθιμο της σούβλας, έθιμο που κατά κύριο λόγο ήταν της ηπειρωτικής Ελλάδας. Οι περισσότεροι νησιώτες είχαν το συνήθεια της «στάμνας». Φούρνιζαν (στάμνιζαν) το κατσικάκι μέσα σε μια πήλινη στάμνα, κομμένη κατά μήκος. Τελικά όμως το έθιμο της σούβλας επικράτησε και στους νησιώτες. Και τότε άρχισαν να εμφανίζονται στον Πειραιά τα λεγόμενα “πλωτά κοπάδια”. Επρόκειτο για τσοπάνηδες από διάφορες περιοχές της χώρας που φόρτωναν τα κοπάδια τους καΐκια για να τα μεταφέρουν στο λιμάνι του Πειραιά προς πώληση.

Τα πλωτά κοπάδια καταφτάνουν στον Πειραιά


Καθώς η συνήθεια του σουβλίσματος επικρατούσε σε κάθε σπίτι, όλη τη εβδομάδα πριν από το Σάββατο του Λαζάρου -και ακόμα πιο πριν μεταγενέστερα- το λιμάνι γέμιζε από κοπάδια αρνιών που τα έφερναν με τα καΐκια από τα διάφορα νησιά αλλά και από τα ηπειρωτικά μεσόγεια της Αττικής. Πλημμύριζαν οι δρόμοι του πειραϊκού λιμανιού με χιλιάδες αρνιά, κατσίκια, πρόβατα που άναρχα έτρεχαν δώθε κείθε πανικόβλητα στους δρόμου. Πραγματική εξωφρενική εικόνα τα ζωντανά να περιφέρονται στην πολιτεία για να τηρηθεί το έθιμο του Πάσχα. Διότι τότε το αρνί έπρεπε να σφαχτεί από τον νοικοκύρη. Έτσι τα κοπάδια περιφέρονταν με τους τσοπάνηδες μέσα στα στενά σοκάκια του Πειραιά όπου οι αγοραστές το έπαιρναν ζωντανό. Για αυτό και όταν οι τσοπάνηδες τα περιφέρανε στους δρόμους φώναζαν «αρνιά για σφάξιμο». Μέχρι την Μεγάλη Δευτέρα όλοι οι νοικοκυραίοι όφειλαν να έχουν προμηθευτεί το αρνί η σφαγή του οποίου θα γινόταν την Μεγάλη Πέμπτη από τους σφαγείς αν δεν μπορούσε ο ίδιος ο αγοραστής να το σφάξει. Έτσι λοιπόν μέχρι την Μεγάλη Δευτέρα οι πωλητές φώναζαν “αρνιά για σφάξιμο” ενώ την Μεγάλη Πέμπτη όπως θα δούμε στη συνέχεια τη θέση των πωλητών καταλάμβαναν οι σφαγείς που φώναζαν “ποιος έχει αρνιά για σφάξιμο”.


Κοπάδια στους δρόμους της πόλης με τους άνδρες κάθε σπιτιού να έχουν επωμιστεί με το έργο της επιλογής του κατάλληλου αρνιού...

Μεγάλη Πέμπτη

Το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης ο Σταυρωμένος που βγαίνει κάνει τον λαό να αισθάνεται τόσο έντονα ώστε τα παλαιότερα χρόνια οι πιστοί δάκρυζαν και οι άνθρωποι γονάτιζαν με πραγματική ευλάβεια. Ειδικά οι γυναίκες τις στιγμές εκείνες νιώθουν σαν τις Μυροφόρες που κλαίνε σπαραχτικά για το δικό τους παιδί.

Την Μεγάλη Πέμπτη όμως Έπρεπε το αρνί της Λαμπρής να σφαχτεί στο σπίτι του νοικοκύρη. Το έθιμο αυτό αμέσως “γέννησε” το επάγγελμα του πλανόδιου σφαγέα όπου οποίος διάβαινε τους δρόμους της πόλης ειδικά την Μεγάλη Πέμπτη κρατώντας στα χέρια τους τα σύνεργα της σφαγής φωνάζοντας δυνατά κάθε τόσο “ποιος έχει αρνιά για σφάξιμο;”.

Οι σφαγείς γνώριζαν από την πείρα τους πού όφειλαν να πάνε και κατευθύνονταν μέχρι και τις πιο απόμερες συνοικίες της πόλης. Όσοι νοικοκυραίοι δεν διέθεταν μονοκατοικίες με αυλές, διότι μη ξεχνάμε πως πολλές οικογένειες τότε έμεναν σε καμαράκια γύρω από μια κεντρική αυλή στην οποία ο χώρος δεν επαρκούσε, αναζητούσαν κενούς χώρους σε οικόπεδα της συνοικίας κι αν αυτά δεν υπήρχαν τότε κατέφευγαν υπό τύπο εκδρομής σε έρημους λόφους και κάμπους έξω από την πόλη. Από εκεί γεννήθηκε και το έθιμο της πασχαλινής εξόδου από την πόλη που με τα χρόνια όμως έλαβε διαφορετικό χαρακτήρα από τον αρχικό. Διότι σήμερα οι εξοδούχοι θεωρούνται προνομιούχοι οικονομικά αφού έχουν την δυνατότητα να μεταβούν κάπου για τον εορτασμό του Πάσχα, ενώ τότε εξοδούχοι ήταν όσοι δεν διέθεταν ούτε ένα μέτρο γης για να σουβλίσουν το αρνί τους και αναγκάζονταν να μεταβούν έξω από τα όρια της πόλης.

Όλη η οικογένεια και οι φίλοι γύρω από το αρνί την δεκαετία του 1950

Μεγάλη Παρασκευή

Είναι η ημέρα της Αποκαθήλωσης μετά την οποία άρχιζε ο στολισμός του Επιταφίου. Οι νέες της περιοχής άρχισαν τότε μέσα στο κέντρο της εκκλησίας το στόλισμα του Επιταφίου. Κάθε γυναίκα έφερνε μπουκέτα από λουλούδια αλλά διάφορα μυρωδικά. Τα κρίνα, τα τριαντάφυλλα αλλά και κάθε λογής χρωματιστά λουλούδια άσπρα και κόκκινα συνήθως δέσποζαν. Όση ώρα διαρκούσε το στόλισμα όλοι έψαλλαν το "Ζωή εν τάφω", το "Άξιον εστί" και "Αι γενεαί πάσαι". Δίπλα σε αυτούς τους ύμνους της εκκλησίας μας υπήρχαν παλαιότερα και θρήνοι λαϊκοί όπως το γνωστό και ως “Μοιρολόγι της Παναγίας” που έλεγε: 

“Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα, σήμερα αποχωρίζεται υιός απ' τη μητέρα. Σήμερα βάλανε βουλή οι άνομοι Εβραίοι, για να σταυρώσουν τον Χριστό των πάντων βασιλέα...”.

Την Μεγάλη Παρασκευή το πένθος είναι τόσο μεγάλο που τα πρόσωπα όλων ήταν σκυθρωπά, οι εργασίες σταματούσαν και ακόμη και τα μικρά παιδιά ένιωθαν τη σοβαρότητα των στιγμών και οι γονείς τους δεν επέτρεπαν οποιοδήποτε παιχνίδι στην γειτονιά. Όπως συμβαίνει με έναν νεκρό συγγενή μας έτσι και τότε όλοι θα πάνε να προσκυνήσουν το φέρετρο που στην περίπτωση αυτή είναι ο Επιτάφιος, φέροντας ο καθένας ένα μπουκέτο λουλούδια από τον ανθισμένο κήπο του σπιτιού τους. Όλη την Μεγάλη Παρασκευή οι καμπάνες των εκκλησιών ηχούν πένθιμα. Το ίδιο βράδυ θα σπεύσουν όλοι να συνοδεύσουν το μεγάλο νεκρό προς τον τάφο.



Ημέρα του Επιταφίου πριν από την έξοδο του οποίου όμως, όφειλαν όλοι οι πιστοί να τον έχουν προσκυνήσει. Οι μανάδες έφερναν τα μικρά τους παιδιά και τα οδηγούσαν περάσουν κάτω από τον Επιτάφιο για να λάβουν κι αυτά κάτι από τη Χάρη του. Αργά το βράδυ της ίδιας ημέρας δεσπόζει η λιτανεία του Επιταφίου με το πέρασμά του σε όλους τους δρόμους της συνοικίας. Από τις αναμμένες λαμπάδες που κρατάει το πλήθος των πιστών σχηματίζεται μια φωτεινή ούρα μέσα στο σκοτάδι της πόλης. Το θέαμα του πύρινου αυτού ανθρώπινου ποταμιού που σιγά σιγά κυλάει ανάμεσα στα σοκάκια επαναφέρει στη μνήμη κάθε ανθρώπου κάτι από τα παιδικά του χρόνια, κάτι από το δικό του παρελθόν. 



Στα παράθυρα και στα μπαλκόνια των σπιτιών μπροστά από τα οποία διέρχεται ο Επιτάφιος υπάρχουν αναμμένα κεριά και καίνε λιβανιστήρια. Μπροστά στις αυλόπορτες οι νοικοκυρές είχαν από νωρίς θέσει στα καρβουνάκια το μοσχολίβανο και μοσχοβολάει ο τόπος. 




Σε πολλές συνοικίες σήμερα συνηθίζεται οι Επιτάφιοι των εκκλησιών να συναντιούνται και τότε το θέαμα είναι μοναδικό. Όμως τα παλαιότερα χρόνια η συνάντηση Επιτάφιων ήταν αιτία σύγκρουσης. Γιατί συνέβαινε αυτό το ακατανόητο φαινόμενο; Διότι απλούστατα ο λαός πίστευε πως ένας είναι ο νεκρός, ο μεγάλος, ο αληθινός αυτός που βρισκόταν στον δικό του Επιτάφιο. Ό άλλος Επιτάφιος της άλλης Ενορίας ήταν ξένος. Οι λαϊκές αυτές αντιλήψεις λατρείας ξενίζουν σήμερα όμως αποτελούν τρανή απόδειξη πως ο λαός συμμετείχε ενεργά στο θείο δράμα. Όταν ο Επιτάφιος επιστρέφει στην εκκλησία τον κρατούνε σηκωμένο ψηλά και όλος ο κόσμος τότε περνάει από κάτω για να μπει μέσα.


Μεγάλο Σάββατο (Ανάσταση)

Το Μέγα Σάββατο ήταν για τους κατοίκους των πόλεων η ημέρα της ελεημοσύνης. Δεν έπρεπε κανένας άνθρωπος να μείνει χωρίς κουλούρια και κόκκινα αυγά. Οι εκκλησίες και τα μοναστήρια της Αττικής διένειμαν αλεύρι, αυγά και κεριά ενώ οι εύποροι βοηθούσαν τους πτωχούς στέλνοντάς τους διάφορα τρόφιμα.

Το βάρβαρο έθιμο των πυροβολισμών δεν είχε εισαχθεί ακόμη. Εισήχθη δια πρώτη φορά το επόμενο έτος από την έξωση του Όθωνα δηλαδή το 1863. Έλαβε δε αμέσως τέτοιες διαστάσεις ώστε σε κάθε εορτασμό της Αναστάσεως καθιερώθηκε δυστυχώς να θρηνούνται πολλά θύματα. Από το απόγευμα του Μ. Σαββάτου και όσο πλησίαζε το μεσονύκτιο τόσο πύκνωναν στις πλατείες, στους δρόμους και στις αλάνες, τα βαρελότα, τα τρίγωνα, οι τρακατρούκες και οτιδήποτε άλλο μπορούσε να κάνει εκραγεί. Οι επίδοξοι αυτό «μπουρλοτιέρηδες» είχαν καθιερώσει ως κανόνα απαράβατο του εθιμικού δικαίου να προκαλούν εκρήξεις που δονούσαν τη μικρή πολιτεία. Το εθιμικό τους δίκαιο ήταν ισχυρότερο και επικρατούσε κάθε άλλης δημοτικής ή αστυνομικής διάταξης. Ο Πειραιάς τότε εκτός της Άνοιξης, μύριζε και μπαρούτι! Και καθώς πρόκειται για πολιτεία θαλασσινή δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από την εορτή το υγρό στοιχείο. Η θάλασσα του Πειραιά εκτός που από όλες είναι πιο βαθιά, όπως λέει και το σχετικό τραγούδι, υπήρξε και η πιο «εκρηκτική» καθώς σε αυτή, αδιάκοπα οι ψαράδες έριχναν δυναμίτες με σκοπό να σηκώσουν τους ψηλότερους πίδακες, σε έναν ακήρυχτο διαγωνισμό που είχαν αναμεταξύ τους. Οι ψαράδες του Πασαλιμανιού, σε όλη την δεκαετία του 1930, συναγωνίζονταν για τον ψηλότερο πίδακα, μέχρι που σημειώθηκαν τόσα δυστυχήματα με νεκρούς και ακρωτηριασμένους που όσο μεγάλωνε η λίστα των σκοτωμένων ψαράδων, τόσο το «έθιμο» εξασθενούσε. Και μέχρι να επαλειφθεί τελείως, είχε αφήσει πολλά θύματα πίσω του. Συνηθιζόταν επίσης τη στιγμή της Ανάστασης ο κόσμος να τσουγκρίζει τα κόκκινα αυγά της Λαμπρής που είχε φέρει μαζί του από το σπίτι. Με το Χριστός Ανέστη, όλοι είχαν έτοιμα τα αυγά και μετά τους ασπασμούς τα τσούγκριζαν ο ένας με τον άλλον. Εκείνος του οποίου το αυγό θα παρέμενε ακέραιο μετά το τσούγκρισμα θεωρείτο ο πλέον τυχερός από απόψεως υγείας.

Μετά την Ανάσταση υπάρχει το έθιμο της μεταφοράς του αναστάσιμου φωτός στο σπίτι των πιστών. Η μεταφορά γίνεται από τους πιστούς με στοργή αλλά και κάποια αγωνία μήπως και σβήσει προτού φτάσει στο σπίτι. Η θριαμβευτική είσοδος του αγίου φωτός στο σπίτι γίνεται με το γνωστό σταύρωμα της θύρας του σπιτιού. Σχηματίζεται δηλαδή με το άγιο φως της ανάστασης ένας σταυρός, στο κατώφλι και πάνω από την θύρα με τον καπνό του αναμμένου κεριού, ψάλλοντας συγχρόνως το Χριστός Ανέστη. Ο καπνισμένος σταυρός αποτελεί απόδειξη στους επισκέπτες του σπιτιού πως ο σπιτονοικοκύρης κατάφερε να φέρει το Άγιο Φώς στο σπίτι του σώο και αβλαβές. Το Άγιο Φως στη συνέχεια τοποθετείται στο κέντρο ή στο εικονοστάσιο του σπιτιού και όλα τα άλλα φώτα θα σβήσουν για να απομείνει μονάχα το ακοίμητο αυτό φως.

Στις πόλεις και ειδικά στην Αθήνα από τις αρχές του 20ου αιώνα είχε δημιουργηθεί ένα ακόμα αναστάσιμο έθιμο που αφορούσε στην κυκλοφορία των εφημερίδων τα μεσάνυχτα. Αμέσως μετά την Ανάσταση και ενώ ο κόσμος κατευθυνόταν στα σπίτια του ακούγονταν από τους ανήλικους διανομείς τους γνωστούς εφημεριδοπώλες, η παρατεταμένη φωνή τους “Εφημερίδεεες” διότι επικράτησε οι εφημερίδες της επόμενης ημέρας (του Πάσχα δηλαδή) να κυκλοφορούν ακριβώς μετά το Χριστός Ανέστη. Αυτό επικράτησε για χρόνια μέχρι που μεταπολεμικά ίσχυσε η εργατική νομοθεσία που απαγόρευε εργασία το Πάσχα και έτσι τη συγκεκριμένη ημέρα δεν εκδίδονται πλέον εφημερίδες.

Κυριακή του Πάσχα

Από την Κυριακή του Πάσχα και μετά για σαράντα ημέρες όταν οι πιστοί συναντιούνται μεταξύ τους εύχονται Χριστός Ανέστη και η τυπική απάντηση είναι Αληθώς Ανέστη ή Αληθώς ο Κύριος. Τα έθιμα της ημέρας αυτής περιλαμβάνουν φυσικά τα κουλούρια, τα τσουρέκια, τα κόκκινα αυγά, τις μεγάλες κουλούρες με τον Σταυρό στη μέση και ένα κόκκινο αυγό πάνω στο κέντρο του Σταυρού. Όπως τα Χριστούγεννα είχαμε τα Χριστόψωμα έτσι το Πάσχα έχουμε τις Λαμπριάτικες Κουλούρες.

Τιμητική θέση βεβαίως την Κυριακή του Πάσχα καταλαμβάνει ο περίφημος οβελίας που αποτελεί ένα ξεχωριστό σφάγιο για κάθε οικογένεια γύρω από το οποίο θα συγκεντρωθούν τα μέλη και οι συγγενείς.


Σούβλισμα αρνιών στο 34ο Σύνταγμα Πεζικού το 1923


Όσο για την Κυριακή του Πάσχα από το πρωί όλος ο Πειραιάς ήταν σα να είχε πάρει φωτιά! Για τους περισσότερους Έλληνες, το Πάσχα ήταν η εορτή των εορτών! Τα σπίτια που όπως ήδη αναφέραμε ήταν μονοκατοικίες, που διέθεταν μάντρες, αυλές κήπους έστω και μια μικρή πίσω αυλή. Εκεί λοιπόν άναβαν την φωτιά, άλλοι απευθείας στο χώμα, άλλοι σε μισά βαρέλια και δίπλα έστρωναν το τραπέζι με το λευκό τραπεζομάντηλο και ξεκινούσε το γλέντι. Όταν το σπίτι ήταν δίπατο ή τρίπατο ή είχε πολλά δωμάτια που έβλεπαν σε μια κοινή αυλή, τότε όλοι μαζί συγκεντρώνονταν σ΄ αυτήν και το γλέντι ήταν ομαδικό. Εάν το σπίτι δεν διέθετε αυλή, οι νοικοκυραίοι έσκαβαν ένα λάκκο μπροστά από την πόρτα, στον δρόμο που ήταν τότε χωματόδρομος και εκεί έψηναν το αρνί. Οι Πειραιώτες δεν αρκούνταν στο δικό τους γλέντι αλλά έκοβαν βόλτες και στους διπλανούς για να πάρουν έναν μεζέ, να πιούν κι ένα κρασάκι παραδίπλα, να μάθουν και τα νέα των γειτόνων.


Το κάψιμο του Ιούδα

Με φανατισμό διατηρούσαν και οι κάτοικοι των πόλεων το έθιμο της καύσης του ομοιώματος του Ιούδα. Σε μεγάλες συγκεντρώσεις περιέφεραν το ομοίωμα του Ιούδα κρεμασμένο επί αγχόνης. Αφού συνεχιζόταν επί ώρα η διαπόμπευση στο τέλος έκαιγαν το ομοίωμα. Θεωρείτο πως με αυτό τον τρόπο οι χριστιανοί έδειχναν τα αισθήματά τους έναντι εκείνων που σταύρωσαν τον Κύριο. Με την πάροδο των ετών η απλή καύση αντικαταστάθηκε με παραγέμιση του ομοιώματος με εκρηκτικά τα οποία δυστυχώς συνετέλεσαν να υπάρξουν πολλά θύματα. Να σημειωθεί πως το έθιμο αυτό οδήγησε κάποτε τους Αθηναίους σε επεισόδια που έμειναν γνωστά ως Πασιφικά (1847) από το επώνυμο κάποιου Πασίφικου που ήταν Ιουδαίος στην καταγωγή και που το σπίτι του βρισκόταν στην Πλατεία του Ψυρρή. Επρόκειτο για έναν παράξενο άνθρωπο που είχε πολλές υπηκοότητες και που τις χρησιμοποιούσε κατά το δοκούν. 

Αποκορύφωμα όλων των εκρήξεων, ήταν φυσικά το «Κάψιμο του Ιούδα» (Γιούδα) που συνέβαινε στη συνοικία των Κρητών Πειραιώς, δηλαδή στα λεγόμενα Κρητικά, στο σημερινό Προφήτη Ηλία. Έξω από το μικρό ακόμα ναΐσκο, έκαιγαν τον Γιούδα τον Ισκαριώτη. Η αλήθεια βεβαίως ήταν, ότι στο διάβα των ετών, το κάψιμο μετατράπηκε σε ανατίναξη! Κι αυτό καθώς τον παραγέμιζαν με εκρηκτικά και στη συνέχεια τον πυροβολούσαν από απόσταση. Κανείς όμως δεν γνώριζε με πόσα πυρομαχικά τον είχαν «παραγεμίσει», με αποτέλεσμα όταν αυτός έσκαγε, να ήταν πραγματικά επικίνδυνος καθώς η απόσταση που άφηνε το πλήθος του κόσμου δεν ήταν ποτέ αρκετή! Και σα να μην έφτανε μόνο αυτό, αλλά υπήρχαν και οι γονείς που έβαζαν τα παιδιά τους στην πρώτη σειρά για να μη χάσουν το θέαμα της τιμωρίας του «Ιούδα» με αποτέλεσμα δυστυχώς αυτά να τραυματίζονται πιο πολύ και πιο συχνά από τους υπόλοιπους παρευρισκομένους.

Μια άλλη συνοικία που ανταγωνιζόταν τα Κρητικά στο κάψιμο του Ιούδα ήταν η Λεύκα όπου έκαιγαν τον Ιούδα στον περίβολο του ναού της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος.


Διαβάστε επίσης:


Το Πάσχα στον Πειραιά μιας άλλης εποχής.


ΜΠΕΛΛΑ ΣΜΑΡΩ. Η ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΧΟΡΕΥΤΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

 


του Στέφανου Μίλεση


Την περίοδο της κατοχής μεσουράνησε μια γυναίκα που είχε ήδη αναδειχθεί σε επώνυμη χορεύτρια του θεάτρου. Αυτή ήταν η Μπέλλα Σμάρω. Ο Δημήτρης Γατόπουλος στο βιβλίο του «Ιστορία της κατοχής» (Εκδοτικός Οίκος «Μέλισσα»), μας τροφοδοτεί με πολλές πληροφορίες για αυτήν. Η Μπέλλα Σμάρω εμφανίστηκε στην Ελλάδα κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1930 ως πετυχημένη χορεύτρια με διεθνή καλλιτεχνική προϋπηρεσία σε Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία. Ο Μιχάλης Ροδάς, γνώστης της θεατρικής και καλλιτεχνικής κίνησης εκείνης της περιόδου κατέγραψε για την Μπέλλα Σμάρω αμφιβολίες για την καταγωγή της «… την διεκδικούν η Συρία και ο Βόσπορος μα επικρατέστερη μου φαίνεται πως είναι η Κωνσταντινούπολη. Δεν είναι γνωστόν αν είναι απόλυτα ελληνικής καταγωγής…».




Κατά τον Ροδά, η Μπέλλα Σμάρω είχε περισσότερες πιθανότητες να ήταν Αρμένισα και λιγότερο Ελληνίδα της Ανατολής. Αφού εμφανίστηκε ως χορεύτρια σε διάφορα κέντρα της Κωνσταντινούπολης και της Συρίας, βρέθηκε στην Ευρώπη όπου σημείωσε επιτυχίες στα πιο αριστοκρατικά καμπαρέ. Ως προς την εξωτερική της εμφάνιση ήταν μετρίου αναστήματος, μελαχρινή, με εξωτικά μάτια και συναρπαστικό σώμα κι όταν χόρευε μάγευε τους άνδρες. Με τέτοια προσόντα δεν άργησε να σταδιοδρομήσει στο κέντρο «Όασις» Ζαππείου. Ακολούθησαν εμφανίσεις την περίοδο της κατοχής στην Εθνική Λυρική Σκηνή όπου χόρεψε στην «Εύθυμη Χήρα» το Λέχαρ.

Κάθε βράδυ που η Μπέλλα Σμάρω έπαιζε στην σκηνή την «Εύθυμη χήρα», ένας Ιταλός αξιωματικός την περίμενε να τελειώσει για να βγουν μαζί. Επρόκειτο για τον Ιταλό υπολοχαγό Ερνέστο Μαρκέζι που υπηρετούσε στην ιταλική επιμελητεία της Αθήνας. Ο Μαρκέζι έκανε παρέα με τον γιο ιδιοκτήτη μεγάλου ξενοδοχείου της Αθήνας και σύχναζε στο μπαρ του ξενοδοχείου. Εκεί γνώρισε την Μπέλα Σμάρω και την ερωτεύθηκε με πάθος. Η Μπέλα Σμάρω όμως μη αντιλαμβανόμενη τα αισθήματά του, σύντομα τον κατέστησε νευρικό και ζηλότυπο. Τα μεταξύ τους φραστικά επεισόδια ήταν συχνά και έντονα. Ένα βράδυ όπως όλα τα προηγούμενα ο Μαρκέζι εμφανίστηκε και πάλι στο θέατρο για να συναντήσει την Μπέλλα Σμάρω. Όμως όταν αυτή εξήλθε από το καμαρίνι της, του είπε πως είχε κανονίσει να βγει με φίλες της για να παίξουν χαρτιά. Τότε ο Μαρκέζι έβγαλε το περίστροφό του και αφού την πυροβόλησε τρεις φορές στην κοιλιακή χώρα, έστρεψε το περίστροφό του στο κεφάλι του και αυτοκτόνησε!...

Ιταλοί στρατιώτες παρελαύνουν μπροστά από το Μνημείο Αγνώστου Στρατιώτη

Η Μπέλλα Σμάρω μεταφέρθηκε ετοιμοθάνατη στην κλινική Γερουλάνου στην οδό Χαριλάου Τρικούπη. Το περιστατικό της Μπέλλας γρήγορα δημοσιεύθηκε στον κατοχικό τύπο και όλοι οι Έλληνες τότε πληροφορήθηκαν πως η χορεύτρια διατηρούσε σχέσεις με άνδρα των κατοχικών δυνάμεων που υπηρετούσε μάλιστα στην επιμελητεία. Οι εφημερίδες κατέληξαν στο συμπέρασμα πως ο Μαρκέζι αυτοκτόνησε όχι από έρωτα, αλλά επειδή η Μπέλλα τον είχε παρασύρει σε οικονομικές ατασθαλίες με την υπηρεσία του. Οι Ιταλοί από την πλευρά τους ισχυρίζονταν πως ο αξιωματικός τους, ουδέποτε αυτοκτόνησε αλλά παραδόθηκε σε αυτούς και τον μετέφεραν στην Ιταλία υπό κράτηση. Κανείς δεν έμαθε το λόγο και τελικώς επικράτησε να λέγεται πως ο Ιταλός είχε ξοδέψει χρήματα της επιμελητείας δηλαδή χρήματα που είχε υπεξαιρέσει.

Ιταλικές δραχμές 1941


Όλα έδειχναν πως η Μπέλλα Σμάρω θα έχανε τη ζωή της από ακατάσχετη αιμορραγία. Χαροπάλευε για μέρες ενώ κάποια στιγμή κυκλοφόρησε στην Αθήνα η είδηση πως πέθανε! Ο χειρούργος Σμπαρούνης – Τρίκορφος, ένας από τους διαπρεπέστερους ιατρούς της εποχής, ήταν εκείνος που της έσωσε τη ζωή. Ο ιατρός εγκαταστάθηκε στην κυριολεξία στην κλινική Γερουλάνου παρακολουθώντας από κοντά την χορεύτρια. Για να απομακρυνθεί ο κίνδυνος χρειάστηκε να περάσουν οκτώ μήνες! Έγιναν αλλεπάλληλες εγχειρήσεις στην κοιλιά για να καταφέρει η Μπέλλα Σμάρω να επανέλθει στη ζωή.

Όμως όταν η Μπέλλα Σμάρω διέφυγε του κινδύνου η περιπέτεια με τον Ιταλό εραστή είχε θέσει το όνομά της σε κίνδυνο καθώς φαινόταν πως ενώ οι Έλληνες πέθαιναν και στήνονταν στους τοίχους των εκτελεστικών αποσπασμάτων, εκείνη διασκέδαζε με άνδρες των δυνάμεων κατοχής. Μετά την έξοδό της από την κλινική η Μπέλλα έκανε την πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο «ΡΕΞ». Μερικοί πίστεψαν πως ο κόσμος θα την αποδοκίμαζε λόγω της σχέσης που διατηρούσε με τον Ιταλό. Αλλά ο κόσμος γέμισε το θέατρο και τη χειροκρότησε και την υποδέχθηκε θερμά. Ο Ροδάς κατέγραψε ότι ο κόσμος την εποχή εκείνη ήταν ανεκτικός σε σχέσεις «ευκαιρίας» που πολλές γυναίκες έκαναν για να επιβιώσουν. 

(Πάνω και κάτω) Αποχώρηση Ιταλών μετά τη συνθηκολόγηση


Στη συνέχεια εμφανίστηκε και στο «Λυρικό» σε μια επιθεώρηση του θεατρικού συγκροτήματος της Σοφίας Βέμπο. Μετά την έξοδο από το νοσοκομείο η Μπέλλα σύναψε σχέσεις με τον Πρόδρομο Νικολαΐδη ένα αμφιλεγόμενο πραγματικά άτομο. Κι αυτό διότι ο αδελφός του, ο Περικλής Νικολαΐδης υπηρετούσε στην γερμανική αντικατασκοπεία, σκοτώνοντας ανεξέλεγκτα αλλά και πλουτίζοντας από στήνοντας καζίνο και χαρτοπαικτικές λέσχες ανά την επικράτεια (συμπεριλαμβανομένου του Νέου Φαλήρου, στα δύο μεγάλα ξενοδοχεία όπου είχαν εγκατασταθεί Γερμανοί). 

Σε κάθε περίπτωση η Μπέλλα διέμενε τότε με τον Πρόδρομο Νικολαΐδη στην οδό Δεριγνί 6, στέκι που το χρησιμοποιούσε ο Περικλής για τις διάφορες εγκληματικές δραστηριότητές του. Το πραγματικό σπίτι της Μπέλλας βρισκόταν στην οδό Πινδάρου στη ρίζα του Λυκαβηττού, που η ίδια όμως φοβόταν να χρησιμοποιήσει ύστερα από την δημοσιοποίηση της περιπέτειάς της με τον Ιταλό. Στο σπίτι της οδού Δεριγνί την ίδια εποχή σύχναζε και η Τάντα Βάλιτς, επίσης γνωστή χορεύτρια της κατοχής, που εμφανιζόταν στα κέντρα του Νικολαΐδη χορεύοντας γυμνή, εφαρμόζοντας στην πράξη τη Νέα Εποχή που ονειρεύονταν να εγκαθιδρύσουν οι Γερμανοί στην κατεχόμενη Ευρώπη.

Όταν ο πόλεμος τελείωσε την θέση των Ιταλών και των Γερμανών στα διάφορα κοσμικά νυκτερινά κέντρα κατέλαβαν οι άνδρες των συμμαχικών δυνάμεων. Η Μπέλλα Σμάρω έκανε δεσμό με έναν Αμερικανό Ταγματάρχη, ο οποίος κάθε βράδυ σκόρπιζε τριαντάφυλλα και γαρύφαλλα στο κέντρο “Όασις” στο οποίο είχε επιστρέψει η χορεύτρια. Ο Αμερικανός Αξιωματικός τελικά τη ζήτησε σε γάμο με την προϋπόθεση όμως ότι θα μετανάστευαν στις ΗΠΑ. Η Μπέλλα δέχθηκε. Ακολούθησε η τελευταία αποχαιρετιστήρια εμφάνισή της στο αθηναϊκό κέντρο «Μαϊάμι». Η Μπέλλα Σμάρω χόρεψε το γνωστό βαλς «του Δουνάβεως» και αμέσως μετά έγινε η γαμήλια τελετή. Αυτή ήταν η τελευταία παρουσία της στην Ελλάδα και η τελευταία αναφορά των ελληνικών εφημερίδων για εμφανίσεις της σε σκηνές. 

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 οι εφημερίδες την ανέσυραν στη μνήμη εκείνων που την είχαν προλάβει την κατοχή, με αφιερώματα σε συνέχειες γύρω από τις περιπέτειές της. Ο μυθικός βίος της συνεχίστηκε αργότερα και στις ΗΠΑ όχι μόνο με τις εμφανίσεις της αλλά και διότι καταπιάστηκε με τις επιχειρήσεις του συζύγου της. Για την καταγραφή της ζωής της δεν αρκεί μια μόνο ιστορία. Χρειάζονται πολλές, όπως οι συνέχειες που κυκλοφορούσαν στις εφημερίδες της δεκαετίας του ’60 με τις περιπέτειές της.


ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΣΚΥΛΙΤΣΗΔΕΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΑΝ ΔΗΜΑΡΧΟΙ ΠΕΙΡΑΙΑ

 

Το μνήμα της οικογένειας Σκυλίτση στο κοιμητήριο "Ανάσταση".


του Στέφανου Μίλεση


Τέσσερις συνολικά Σκυλίτσηδες διετέλεσαν Δήμαρχοι του Πειραιά προερχόμενοι από την ίδια οικογένεια για αυτό και κάποια εποχή μιλούσαν για την Δυναστεία Σκυλίτση. Ο τελευταίος από τους τέσσερις Σκυλίτσηδες, ο Αριστείδης, δεν εκλέχθηκε από τους κατοίκους αλλά διορίστηκε από την Δικτατορία και υπήρξε ο πλέον αμφιλεγόμενος Δήμαρχος στην ιστορία της πόλης. 

Οι Σκυλίτσηδες διετέλεσαν Δήμαρχοι στον Πειραιά συνολικά επί 27 περίπου έτη



Πέτρος Ομηρίδης Σκυλίτσης 

(19.4.1841 - 10.8.1845 και 24.11.1848 - 16.1.1852)

Ο πρώτος των Σκυλίτσηδων που έγινε δήμαρχος στον Πειραιά ήταν ο δεύτερος στη σειρά δήμαρχος από τη σύσταση της πόλης! 

Γεννημένος στην Σμύρνη, γιος του Κωνσταντίνου Σκυλίτση με καταγωγή από την Χίο. Δημάρχευσε σε δύο θητείες συμπληρώνοντας σχεδόν δέκα χρόνια.  

Υπήρξε μέλος της Φιλικής Εταιρείας και συνεργάτης του Αδαμάντιου Κοραή. Ανέλαβε τη Διεύθυνση των Σπετσών και εστάλη ως πληρεξούσιός της στην Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου το 1821. Υπήρξε μέλος της Επιτροπής για τη Ρυμοτομία του Πειραιά και οι Πειραιώτες ευχαριστήθηκαν τόσο πολύ ώστε τον εξέλεξαν Δήμαρχο.  Όταν διατάχθηκε με την απόβαση των Αγγλο-Γαλλικών στρατευμάτων να παραδώσει τα κλειδιά των σχολείων της πόλης για να εγκατασταθούν σε αυτά στρατιώτες, υπέβαλλε την παραίτησή του.  

 Καθώς ήταν ο δεύτερος στη σειρά δήμαρχος της πόλης (μετά τον Υδραίο Κυριάκο Σερφιώτη) είχε μπροστά του να επιτελέσει μεγάλο έργο. Εκπροσώπησε στην εποχή του τη δεύτερη μεγαλύτερη πληθυσμιακή ομάδα του Πειραιά μετά τους Υδραίους που ήταν οι Χίοι. Πέτυχε την ίδρυση του Γυμνασίου Αρρένων Πειραιώς (μετέπειτα Ιωνιδείου), εξωράισε το κοιμητήριο του Αγίου Διονυσίου, έστησε τις προτομές του Απόλλωνος, του Ρήγα Φεραίου και του Θεμιστοκλέους, ανέγειρε τον Άγιο Νικόλαο (των Υδραίων αν και ο ίδιος Χιακής καταγωγής), ενώ άφησε φεύγοντας στο ταμείο του Δήμου περίσσευμα 19.000 δραχμών. 



Αριστείδης Σκυλίτσης ο Πρεσβύτερος

(1.10.1883 - 29.9.1887)

Δημάρχευσε σχεδόν τέσσερα χρόνια και υπήρξε ο παππούς του Αριστείδη Σκυλίτση του νεότερου (της Δικτατορίας) και ανιψιός του Πέτρου Ομηρίδη (δηλαδή του προαναφερόμενου). Γεννήθηκε στην Σμύρνη και έφτασε στον Πειραιά, καθώς τότε η πόλη βρισκόταν σε πρωτόγνωρη βιομηχανική ανάπτυξη, όπου ίδρυσε το πρώτο του εργοστάσιο υαλουργίας. Επί θητείας του περατώθηκε ο ναός του Αγίου Νικολάου, που είχε θεμελιώσει ο θείος του, ενώ συνέλαβε προχώρησε στην υλοποίηση του οράματος του Τρύφωνος Μουτζόπουλου για την δημιουργία ενός λαμπρού Δημοτικού Θεάτρου στην πόλη. Η θεμελίωσή του έγινε από τον ίδιο τον Απρίλιο του 1884 για αυτό και στην πρόσοψή του το Δημοτικό Θέατρο σήμερα φέρει το δικό του όνομα. 

Επίσης διέγνωσε την ανάγκη για ίδρυση μεγαλύτερου κοιμητηρίου στον Πειραιά και αγόρασε εκτάσεις στην Ευγένεια. Σημαντική απόφασή του υπήρξε και η εγκατάσταση της δημοτικής αρχής στο κτήριο του μέχρι τότε Χρηματιστηρίου στο γνωστό Ωρολόγιο. 



Δημοσθένης Ομηρίδης Σκυλίτσης

(1.10.1907 - 24.3.1914)

Παρέμεινε στον δημαρχιακό θώκο επί έξι χρόνια και πέντε μήνες. Ήταν ο δεύτερος γιος του Αριστείδη Σκυλίτση (του Πρεσβύτερου φυσικά) και θείος του μεταγενέστερου Αριστείδη Σκυλίτση (της Δικτατορίας). Γεννήθηκε το 1855 και ήταν ο πρώτος γεννημένος στον Πειραιά. 

Ήταν πρωτίστως στρατιωτικός με μεγάλη συμμετοχή στους Εθνικούς Αγώνες. Έλαβε μέρος σε νεαρά ηλικία στην κατάληψη της Θεσσαλίας το 1881 και σε μάχες διαμόρφωσης των συνόρων της το 1886. Σε εκείνες της μάχες βρέθηκε μάλιστα σε δυσχερέστατη θέση καθώς η πυροβολαρχία στην οποία υπηρετούσε βρέθηκε περικυκλωμένη και χάρη στην δική του ψυχραιμία κατάφερε να διασώσει τα πυροβόλα της. 

Στον πόλεμο του 1897 παρά το γεγονός ότι ήταν ήδη εκλεγμένος Βουλευτής Αττικοβοιωτίας ζήτησε και έλαβε μέρος στις μάχες ως διοικητής πυροβολαρχίας όπου τραυματίσθηκε βαριά στη Μάχη του Βελεστίνου.  Έφερε τότε τον βαθμό του Λοχαγού του Πυροβολικού όταν βόμβα εξερράγη κοντά του και τον πλήγωσε στα πόδια. Μεταφέρθηκε σε ένα χωριό για ιατρική βοήθεια μεταφερόμενος πάνω σε ένα μουλάρι. 

Το 1906 προβιβάστηκε σε Ταγματάρχη, ενώ του απονεμήθηκε και ο αργυρός σταυρός των Ιπποτών του Τάγματος του Σωτήρος.  Όμως αυτή η τελευταία προαγωγή του είχε να κάνει με την παραίτησή του και του είχε δοθεί τιμής ένεκεν. Διότι τότε ήταν που εκδόθηκε ο νόμος περί απαγόρευσης εκλογής των εν ενεργεία στρατιωτικών σε βουλευτικές ή δημαρχιακές θέσεις. Για αυτό και αποφάσισε να εγκαταλείψει το στράτευμα προαγόμενος σε Ταγματάρχη εν αποστρατεία. Υπήρξε ο πρώτος στρατιωτικός που έγινε δήμαρχος στον Πειραιά. 



Παρέλαβε τον Δήμο με το ταμείο του να παρουσιάζει έλλειμα 578.708 δραχμών αλλά κατάφερε με την απαράμιλλη τιμιότητα που τον χαρακτήριζε ως άνθρωπο να αποφύγει τη χρεοκοπία του Δήμου. Στη θητεία του μεσολάβησαν οι δύο βαλκανικοί πόλεμοι και η πόλη με τις εγκαταστάσεις της βρισκόταν σε επίταξη εξαιτίας του γεγονότος πως λόγω ελλείψεως δρόμων όλες οι μεταφορές προς και από το μέτωπο γίνονταν μέσω πλοίων. Παρόλα αυτά πέτυχε την επέκταση του ηλεκτροφωτισμού, την ηλεκτροκίνηση των Τραμ (τροχιοδρόμων), την ολοκλήρωση οικοδόμησης των ναών Αγίου Βασιλείου και Αγίου Ελευθερίου.  


Λειτούργησε τα Σφαγεία Πειραιώς, πέτυχε τη μεταφορά του κοιμητηρίου στις εκτάσεις που είχε αγοράσει ο πατέρας του Αριστείδης. Ίδρυσε εξωτερικά ιατρεία στο Τζάνειο Νοσοκομείο πείθοντας τον βιομήχανο Ευστάθιο Δηλαβέρη να αναλάβει το κόστος ανεγέρσεως αλλά και τη μεταφορά νερού από το Ρέντη για την τροφοδοσία της πόλης. 



Αριστείδης Σκυλίτσης ο νεότερος 

(6.8.1967 - 18.9.1974)


 Διορίστηκε δήμαρχος Πειραιά από την Δικτατορία των Συνταγματαρχών της 21ης Απριλίου στην ιδιαίτερη πατρίδα του τον Πειραιά. Έμεινε δήμαρχος για επτά χρόνια και έναν μήνα. Ήταν δισέγγονος του Πέτρου Ομηρίδη, εγγονός του Αριστείδη και ανιψιός του Δημοσθένη. Γεννημένος όπως είπαμε στον Πειραιά, τελείωσε στην Ελληνογαλλική Σχολή ΑΓΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ. Σπούδασε στην Μασσαλία και ασχολήθηκε με τις επιχειρήσεις. Διετέλεσε πρόεδρος της Α.Σ.Π.Α. και διευθυντής της δικής του επιχείρησης ΓΚΡΕΚΑ που θεωρήθηκε η μεγαλύτερη στην Ελλάδα διαφημιστική εταιρεία. 

Αναχώρηση παιδιών για τις παιδικές κατασκηνώσεις του Δήμου Πειραιώς. Ο Σκυλίτσης διανέμει διάφορα δώρα στα παιδιά που επιβιβάζονται στα λεωφορεία.

Τα πεπραγμένα του Αριστείδη Σκυλίτση στον Πειραιά είναι γνωστά όχι μόνο εντός πόλεως αλλά και πανελληνίως από την προβολή τους κατά την περίοδο της Χούντας. Ωστόσο ήταν για πολλούς Πειραιώτες έργα αμφιλεγόμενα, δηλαδή έργα προβολής και βιτρίνας όπως σιντριβάνια, ηλεκτρικά ρολόγια, λευκές στολές στους οδοκαθαριστές, λαμπιόνια τα Χριστούγεννα, πασαρέλες μόδας, διαγωνισμοί ομορφιάς και φυσικά το δελφίνι ο Φλίπερ. Όμως κατηγορήθηκε πως άλλαξε τη φυσιογνωμία της πόλης ρίχνοντας παντού τσιμένο, ορθώνοντας κολοσσιαία κτήρια και θάβοντας την ιστορία της πόλης η οποία φαίνεται πως τον ενοχλούσε ιδιαίτερα.    


Διαβάστε επίσης:


Πέτρος Ομηρίδης Σκυλίτσης. Η ζωή του και το έργο του


Δημοσθένης Ομηρίδης Σκυλίτσης. Ο στρατιώτης Δήμαρχος του Πειραιά


Το Λεύκωμα του Αριστείδη Σκυλίτση (1975)

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗΣ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ

Η Βασίλισσα Όλγα στο Ρωσικό Νοσοκομείο το 1904

 

του Στέφανου Μίλεση

Ο τολμηροί πρώτοι έποικοι του Πειραιά που έσπευσαν να εγκατασταθούν σε μια πόλη που υπήρχε μόνο στα πολεοδομικά σχέδια, έπρεπε να αντιμετωπίσουν μόνοι τους την καθημερινότητα. Ωστόσο οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν δεν αποτέλεσαν ανασταλτικό εμπόδιο, αλλά τους όπλισαν με ακόμα μεγαλύτερη τόλμη για τη συνέχεια. Αυτό το καταδεικνύει η ταχεία ανάπτυξη του πειραϊκού πληθυσμού που από τους 1011 κατοίκους το 1835, έφτασε τους 4247 δέκα χρόνια αργότερα (1845), και τους 10936 το 1870! 

Ο Πειραιάς γρήγορα πέρασε από την ιστορική αφάνεια στο προσκήνιο και ταυτίστηκε με την πόλη των ευκαιριών αφού η ανάπτυξη του πληθυσμού του, συνοδοιπορούσε με την ανάπτυξη του εμπορίου, της ναυτιλίας και της βιομηχανίας. Όμως μέχρι την ίδρυση του πρώτου νοσοκομείου (του Τζανείου) ο πληθυσμός για τριάντα περίπου χρόνια, αγωνιζόταν μόνος για την επιβίωση και την ανάπτυξή του, χωρίς την κατάλληλη ιατροφαρμακευτική στήριξη. Ήδη κατά τις πρώτες συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου (τον Ιούνιο 1836) συναντούμε την παρατήρηση πως “...πάσα περίθαλψις άφευκτος μεν εις τους ζώντας, κηδείαι δε εις απαθανόντας ενδεείς πρέπει να γίνωνται...”.

Martinus Christian Wesseltoft Rørbye, 1836


Κάποιοι Βαυαροί ιατροί και φαρμακοποιοί, σε ρόλο “πλανόδιου” επισκέπτονταν τις συνοικίες, ερχόμενοι από την Αθήνα, αλλά αδυνατούσαν να συνδιαλλαγούν με τους παροίκους ένεκα της γλώσσας. Οι μεν κάτοικοι αδυνατούσαν να περιγράψουν τα συμπτώματα της ασθενείας τους, οι δε Βαυαροί αδυνατούσαν να εξηγήσουν τους τρόπους θεραπείας. Η παρακολούθηση της πορείας της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης των Πειραιωτών εκείνη την περίοδο μπορεί να γίνει μόνο μέσω των αποφάσεων των Δημοτικών Συμβουλίων, αφού τα δημοσιεύματα των εφημερίδων ήταν ελάχιστα και ανεπαρκή. Μέσα από αυτά πληροφορούμαστε πως το Δημοτικό Συμβούλιο Πειραιά στις 14 Απριλίου 1836 χορήγησε άδεια ιδρύσεως φαρμακείου στον Ερνέστο Ορλάνδο (υπ΄ αριθ. 171 έγγραφο του Δημάρχου Πειραιά Κυριάκου Σερφιώτη). Ακολουθεί λίγο αργότερα και ο διορισμός του πρώτου ιατρού στον Πειραιά που είναι ο Κλαύδιος Διαγουστίνης


Χριστιανού Χάνσεν Νησιώτης 1836


Οι επίσημοι διορισμοί φαρμακοποιού και ιατρού στον Πειραιά, γίνονται με “κύριο σκοπό με τον ένα και τον άλλον τρόπον να ελκύσωμεν τους ανθρώπους δια να κατοικήσουν εις την πόλιν μας”. Ο Ερνέστο Ορλάνδο είναι ο πρώτος επίσημα διορισμένος φαρμακοποιός στην πόλη. Ωστόσο στην πόλη είχε ήδη εγκατασταθεί καιρό πριν, ο επίσης Βαυαρός Αδόλφος Μανν, ο οποίος εμφανίζεται να έχει αγοράσει έκταση με προνομιακούς όρους στον Πειραιά. Δεν γνωρίζω για ποιο λόγο δεν διορίστηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο ένας φαρμακοποιός που ήδη είχε ήδη εγκατασταθεί στον Πειραιά και προτιμήθηκε κάποιος άλλος!... 


1836 Πειραιάς από λόφο Μουνυχίας


Σε κάθε περίπτωση και οι δύο Βαυαροί φαρμακοποιοί του Πειραιά, χρειάζονταν χρόνο για να μάθουν τη γλώσσα και να ανακουφίσουν τους κατοίκους. Σχετική είναι για τον Ερνέστο Ορλάνδο η παρακάτω παρατήρηση δημοτικού συμβουλίου που αφορά στην διαμαρτυρία κατοίκων πως ο Ερνέστο Ορλάνδο αγνοεί “παντελώς την διάλεκτόν μας δια να συνδιαλεχθή μετά αυτού ο θέλων αγοράται φαρμάκια...”. Όσο για τον έτερο φαρμακοποιό, τον Αδόλφο Μανν, οι υπηρεσίες του αναγνωρίζονται ύστερα από πολλά χρόνια. 

Συγκεκριμένα επί δημαρχίας Ομηρίδου Σκυλίτση το 1841, πραγματοποιείται ψήφισμα με το οποίο απονέμεται ευαρέσκεια και έπαινος για την προφορά του. Το ψήφισμα έχει ως εξής: “Ο Αδόλφος Μανν, φαρμακοποιός, δημότης και κατοικοκτηματίας Πειραιώς, ο οποίος επροστάτευσεν εκάστοτε διαφόρους ασθενείς δημότας και κατοίκους,κ παρέχων εις αυτούς φάρμακα δωρεάν και τα παρόμοια...”.

Το 1839 από τα πρακτικά άλλου δημοτικού συμβουλίου πληροφορούμαστε για τον διορισμό κάποιου με τον επώνυμο Τρόνος ή καλύτερα για την αντικατάστασή του λόγω ακαταλληλότητας!... “Επειδή ο ιατρός Τρόνος δια την γεγηρακυΐαν του δεν δύναται να εξέρχεται προς επίσκεψιν των ασθενών και πολλαί οικογένειαι χάνουσι τους ανθρώπους των προτείνεται εις αντικατάστασίν του ο Μιχαήλ Ι. Σάγκας...”. 

Ludwig Köllnberger, 1837, το Τελωνείο στον Πειραιά

Από αυτή την καταχώρηση πληροφορούμαστε επίσης πως μέχρι το 1839 η ιατρική ασκείτο στον Πειραιά με επισκέψεις κατ΄ οίκον, δηλαδή δεν υπήρχε ακόμα κάποιος ειδικά διαμορφωμένος δημοτικός χώρος περίθαλψης. Όμως ο Μιχαήλ Σάγκας αρνήθηκε και στη θέση του εμφανίστηκε ο Βαυαρός Στάφερ. Ίσως όμως ο διορισμός ενός ακόμη Βαυαρού που δεν γνώριζε τη γλώσσα να μην ήταν αρεστός από τον κόσμο, για αυτό και ο διορισμός του δεν εγκρίθηκε και τελικά τη θέση κατέλαβε ο Γεώργιος Λέλης.

Το 1839 μαζί με τον ιατρό Γεώργιο Λέλη χορηγείται άδεια ίδρυσης φαρμακείου και σε έναν επίσης φαρμακοποιό τον Σταπ, το όνομα του οποίου θα γίνει περισσότερο γνωστό από μια δημόσια βρύση που κατασκευάστηκε με δική του δαπάνη ευρισκόμενη στη συμβολή των οδών Τσαμαδού και Γούναρη, γνωστή ως “βρύση Σταπ”.

Την δεκαετία του 1840 – '50 με τον πληθυσμό της πόλης να αυξάνεται διαρκώς η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη συνεχίζεται να προσφέρεται μέσω διορισμών ιατρών και φαρμακοποιών από τον Δήμο. Γνωστός ιατρός που αρχίζει να εμφανίζεται στο προσκήνιο από το 1848 είναι ο Θεόδωρος Αφεντούλης.

Το 1854 ακολουθεί η γαλλική κατοχή του Πειραιά, υπό τον Ναύαρχο Τινάν, που σημαδεύεται από την επιδημία χολέρας που εξαπλώθηκε και στην Αθήνα λόγω των ανεπαρκών μέτρων υγειονομικής αντιμετώπισής της. Στην χολερική περίοδο του Πειραιά εκτός από τον Αφεντούλη εμφανίζεται στο προσκήνιο και ο ιατρός Α. Γούδας. Τότε ήταν που λειτούργησαν στον Πειραιά δύο ξένα νοσοκομεία το “Γαλλικόν” και το “Αγγλικόν” αλλά είχαν παροδικό χαρακτήρα.


Σταδιακά κι όσο τα χρόνια περνούν πλήθος ονομάτων ιατρών και φαρμακοποιών γίνονται γνωστά όπως:

ο Ερρίκος Ράινχολδ, 

ο Όθων Σονιέρος, 

ο Παύλος Οριγώνης, 

ο Ι. Βραχνός, 

ο Π. Ζητουνάκης, 

ο Στίλπων Χοϊδάς 

ενώ από πλευράς φαρμακοποιών: 

ο Π. Βράτιμος, 

Δ. Καψάκης, 

Δ. Μάντζαρης, 

Α. Ραυτόπουλος, 

Χ. Ριζιώτης κ.α.

Από όλους τους ιατρούς και φαρμακοποιούς του Πειραιά μόνο δύο έφεραν τότε τον τίτλο του καθηγητού Πανεπιστημίου και αυτοί ήταν οι Παύλος Ιωάννου και Θεόδωρος Αφεντούλης

Ο Παύλος Ιωάννου με καταγωγή από την Καστοριά που διορίσθηκε έκτακτος καθηγητής της Χειρουργικής το 1863 και τακτικός το 1877. Ο Θεόδωρος Αφεντούλης με καταγωγή από τη Ζαγορά το 1849 ονομάστηκε υφηγητής και το 1852 έκτακτος καθηγητής της Φαρμακολογίας. 

Θα χρειαζόταν ξεχωριστό κεφάλαιο για να περιγράψουμε τη σπουδαία σταδιοδρομία του Θ. Αφεντούλη που εκτός από την ιατρική ασχολήθηκε και με την διδασκαλία της Βοτανικής και διετέλεσε μεταξύ άλλων και διευθυντής του Τζανείου Νοσοκομείου. Σπουδαιότερο όμως επίτευγμά του στην πόλη ήταν πως αγαπήθηκε διότι εκτός από “φαρμάκια” προσέφερε και εκείνη την ιατρική που μέχρι σήμερα ματαίως οι ασθενείς αναζητούν, δηλαδή την προφορά ψυχής, αγάπης προς τον άνθρωπο και στήριξη μέσω επίδειξης ανθρωπιάς και συμπαράστασης. Για αυτό και ο Θεόδωρος Αφεντούλης χαρακτηρίστηκε ιατροφιλόσοφος και ήταν τόσο πολύ αρεστός στον πειραϊκό πληθυσμό που οι δημοτικές αρχές τον καλούσαν να μιλήσει στα εγκαίνια διαφόρων δημοτικών μνημείων, σε εορτές και άλλες εκδηλώσεις. Το όνομά του σήμερα φέρει η οδός που οδηγεί στο Τζάνειο Νοσοκομείο (πρώην οδός Νοσοκομείου).

Κατόπιν αυτών είδαμε πως ο δρόμος για την οργανωμένη υποστήριξη ασθενών στον Πειραιά ήταν μακρύς, αφού πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να επιτευχθεί ή ίδρυση του πρώτου νοσοκομείου στην πόλη (του Τζανείου). Σε όλη αυτή την περίοδο που εξετάσαμε, προσπάθειες για λειτουργία υγειονομικών μονάδων είχαν γίνει, αλλά είτε ήταν ειδικού σκοπού, είτε δεν τελεσφόρησαν. Λέγοντας ειδικού σκοπού εννοούμε για παράδειγμα τα λοιμοκαθαρτήρια που τα λιμάνια ήταν υποχρεωμένα να διαθέτουν. Στον Πειραιά το πρώτο λοιμοκαθαρτήριο ιδρύθηκε εκεί που σήμερα είναι το Τελωνείο Πειραιώς. 

Το 1855 όταν άρχισαν να εμφανίζονται σε μεγάλους αριθμούς οι χολεριασμένοι δημιουργήθηκε επιπρόσθετα και ένα προσωρινό λοιμοκαθαρτήριο που έγινε γνωστό ως “Λοιμοκαθαρτήριο Κανθάρου”. Αυτό το συντηρούσε ο Δήμος μέχρι το 1902 αλλά όταν τη λειτουργία του ανέλαβε το Κράτος το μετέφερε αρχικά στον Άγιο Γεώργιο Κερατσινίου και αργότερα στην Ψυττάλεια.

Το τρομερό λοιμοκαθαρτήριο Χολεριασμένων του Κάνθαρου ιδρύθηκε στον Πειραιά την περίοδο της γαλλικής κατοχής του Τινάν και παρέμεινε στην εποπτεία του Δήμου Πειραιά μέχρι το 1902 που το ανέλαβε το κράτος. 

1913 - Επιβίβαση στην λέμβο για αναχώρηση από το λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου

Ήδη από το 1902 ο Δήμος Πειραιά πιεζόμενος και από τη λειτουργία του λιμανιού άρχισε να σκέπτεται σοβαρά πλέον την ανέγερση νοσοκομείου. Μια έκταση στα “Άσπρα Χώματα” ήταν διαθέσιμη και κατά καιρούς κάποιες δωρεές ιδιωτών γίνονταν προς το σκοπό αυτό. Όμως χρειαζόταν να φτάσουμε στο έτος 1864 κατά το οποίο ο Κυθήριος Νικήτας Τζανής άφησε μεγάλο μέρος της περιουσίας του για την ίδρυση νοσοκομείου. Μαζί με το ποσό των 45 χιλιάδων δραχμών ο Τζανής είχε αφήσει και δύο ακίνητα για τη συντήρηση του υπό ίδρυση νοσοκομείου. Το μεν πρώτο ακίνητο μετατράπηκε στο ξενοδοχείο “ΑΝΑΤΟΛΗ”, ενώ το το άλλο στο ξενοδοχείο “ΚΟΝΤΙΝΕΝΤΑΛ”. 

Ο Ν. Τζανής πέθανε στις 14 Οκτωβρίου 1864, η διαθήκη δημοσιεύθηκε στις 16 Οκτωβρίου του ίδιου έτους και η οικοδόμηση του νοσοκομείου περατώθηκε το 1873. Ο πληθυσμός του Πειραιά από το 1835 μέχρι το 1873, επί 38 συνεχόμενα και δύσκολα έτη αντιμετώπισε μόνος του ασθένειες και κακουχίες, χολέρες και φθίσεις σε μια πόλη που φιλοδοξούσε να γίνει το πρώτο λιμάνι της χώρας, αλλά που δεν διέθετε νοσοκομείο!...

Μνημείο στον προαύλιο χώρο του Τζανείου Νοσοκομείου

Η προτομή του Νικήτα Τζαννή δεσπόζει στον κεντρικό διάδρομο της εισόδου του Τζανείου Νοσοκομείου


Στη συνέχεια η πόλη θα αποκτήσει κι άλλες μονάδες ειδικού σκοπού. Το 1881 ιδρύθηκε από τον Όθωνα Σωνιέρο στην οικία Μαυροκορδάτου στη συνοικία Μανίνα το πρώτο ναυτικό νοσοκομείο. Τον Απρίλιο του 1897 θα ιδρυθεί νοσοκομείο ειδικά για τους τραυματίες του ατυχούς πολέμου εκείνου του έτους στην οικία Μελετόπουλου στο Πασαλιμάνι. Το νοσοκομείο αυτό θα λειτουργεί με Αγγλίδες νοσοκόμες και θα λάβει την επωνυμία "Νοσοκομείο Τραυματιών". 

Από τον Απρίλιο του 1897 λειτούργησε στην οικία Μελετόπουλου στο Πασαλιμάνι το "Νοσοκομείο Τραυματιών" στο οποίο περίθαλψη θα προσφέρουν Αγγλίδες νοσοκόμες.

"Μια γωνιά του Νοσοκομείου στον Πειραιά" καταγράφει η αγγλική εφημερίδα DAILY CHRONICLE με την Αγγλίδα νοσοκόμα να διακρίνεται στα αριστερά. 


Όταν ο πόλεμος τελειώσει το “νοσοκομείο τραυματιών” δεν θα έχει ρόλο να επιτελέσει και τότε στο ίδιο μέγαρο από το 1902 θα λειτουργήσει με δαπάνες της Βασίλισσας Όλγας το γνωστό “Ρωσικό Νοσοκομείο”. Θα πρέπει να γίνει γνωστό πως εκτός των χρημάτων της Β. Όλγας, το Ρωσικό νοσοκομείο λάμβανε συχνά δωρεές και από Ρώσους ευγενείς αλλά και το ρωσικό κράτος αφού είχε αναλάβει την περίθαλψη των αξιωματικών και ναυτών του πολεμικού και εμπορικού ναυτικού της Τσαρικής Ρωσίας. 


19 Φεβρουαρίου 1902 - Η ημερομηνία εγκαινίων του Ρωσικού Νοσοκομείου βρίσκεται χαραγμένη στην πρόσοψη του κεντρικού κτηρίου

Κτήριο του πρώην Ρωσικού Νοσοκομείου από το εσωτερικό προαύλιο

Την περίοδο 1917 – 1925 το Ρωσικό, θα εξελιχθεί σε πολιτικό νοσοκομείο Πειραιωτών έχοντας Ρώσους για προσωπικό, αλλά το 1925 θα παραληφθεί οριστικά από το Υπουργείο των Ναυτικών και θα μετατραπεί σε “Ναυτικό Νοσοκομείο” και οι Ρώσοι θα αποχωρήσουν. Κι άλλα ειδικού σκοπού νοσοκομεία εμφανίζονταν κατά περιόδους στον Πειραιά (ανάλογα με τις κοινωνικές καταστάσεις και τα πολεμικά μέτωπα). Ενδεικτικά αναφέρονται τα στρατιωτικά προσωρινά νοσοκομεία στο Νέο Φάληρο (εντός των ξενοδοχείων) ή το Χατζηκυριάκειο στρατιωτικό νοσοκομείο. 

Το εσωτερικό στρατιωτικού νοσοκομείου στον Πειραιά. Πιθανότατα πρόκειται για το Χατζηκυριάκειο ίδρυμα

Νοσοκόμοι στον Πειραιά 

Το τελευταίο άρχισε να λειτουργεί το 1912 και που το 1923 θα μετατραπεί σε προσφυγικό, που λειτουργούσε στον προαύλιο χώρο του ορφανοτροφείου θηλέων σε παραπήγματα. Το προσφυγικό Νοσοκομείο θα διακόψει τη λειτουργία του το 1938. Επίσης πρέπει να καταγραφεί και το ευρισκόμενο στη Νέα Κοκκινιά (Νίκαια) Νοσοκομείο των Αμερικανίδων Κυριών, που ιδρύθηκε μετά την καταστροφή του '22.


Το Νοσοκομείο Αμερικανίδων Κυριών


Το νοσοκομείο αυτό το 1936 μετατράπηκε σε κρατικό από την κυβέρνηση Ι. Μεταξά. Κατά τον πόλεμο του 1940 εγκαταστάθηκε στις καπναποθήκες Σαπόρτα και έμεινε να αποκαλείται ως νοσοκομείο Σαπόρτα. Παράλληλα με την δημοτική και δημόσια περίθαλψη υπήρξε και η ιδιωτική (κλινικές) για την οποία θα αναφερθούμε με άλλο άρθρο.


Διαβάστε επίσης:


Θεόδωρος Αφεντούλης. Ο Φιλόσοφος του Πειραιά






"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"