Αυτός ο χειμώνας του 1940 θα είναι διαφορετικός γράφει η Λιλίκα Νάκου. Δεν είναι φυσικά ότι τα σπίτια της πόλης μας έχουν τα τζάκια τους σβηστά (αποτελούσε κι αυτό ένα μέτρο αντιαεροπορικής αμύνης), τα φωτίζει άλλωστε η ελπίδα και η ζεστασιά της αγάπης. Ο νους όλων είναι στραμμένος πρώτα σε αυτούς που έξω στα βουνά, υπερασπίζουνε την Πατρίδα κι έπειτα η έννοια πηγαίνει στις οικογένειές τους. Ο καθένας, έστω κι αν δεν έχει στενό φίλο ή συγγενή έξω στο Μέτωπο, κάτι θέλει να θυσιάσει από τον εαυτό του για τον Άγνωστο στρατιώτη, που πολεμά για όλους εκείνους που βρίσκονται πίσω του και την τιμή τους. Στα σπίτια, τα έρημα από τους ανθρώπους που λείπουν, έρημα και από το γλέντι και τη χαρά των άλλων γιορτών, μπήκε μια άλλη αόρατη Δύναμη η Πίστη!
Οι συμπολεμιστές του έτρεχαν προσπερνώντας τον με προτεταμένη τη ξιφολόγχη τους. Ο τυφλός στρατιώτης συμμετέχει κι αυτός στην επίθεση. Τους ακολουθεί κατά πόδας έχοντας ως μόνο οδηγό την ίδια την πολεμική ιαχή τους. Τότε μια σφαίρα πολυβόλου τον ρίχνει κάτω. Τον είχε πετύχει στο μηρό. Μένει για ώρα στο παγωμένο χιόνι, μέχρι που κάποιοι από το λόχο του που τον είχαν δει να πέφτει επιστρέφουν για να τον παραλάβουν. Ο τυφλός και πληγωμένος στρατιώτης ρωτά τον επικεφαλής «τι ώρα είναι;», «τρεις και μισή το απόγευμα» του επιβεβαιώνει ένας Ανθυπολοχαγός. Ώστε λοιπόν δεν ήταν νύχτα!
Τον παραλαμβάνουν και τον μεταφέρουν σε ένα πρόχειρο νοσοκομείο του μετώπου. Ένας στρατιωτικός ιατρός σκύβει πάνω του να τον εξετάσει και ακούει τον τραυματία που μονολογεί «Δεν με μέλλει που έχασα το φως μου. Για την πατρίδα όλα πρέπει να τα δίνουμε… Όλα». Η ιστορία καταγράφηκε από τον πολεμικό τύπο της εποχής για έναν Πειραιώτη στρατιώτη του μετώπου χωρίς δυστυχώς να καταγραφεί το πλήρες ονοματεπώνυμό του παρά μόνο τα αρχικά Π.Α. καθώς απαγορευόταν κάθε τι που θα μπορούσε να παράσχει πληροφορίες στον εχθρό.
Το Φουαγιέ φαίνεται να καλύπτει άμεσες ανάγκες των αρχών αφού αμέσως μετά την κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς θα μετατραπεί σε χώρο συγκέντρωσης συσκευών ραδιοφώνου για σφράγισμα. Όσο ο καιρός περνούσε και ο πόλεμος συνεχιζόταν, δημοσιεύθηκαν και τα πρώτα ενοικιαστήρια με παράξενα κομφόρ!
"Ενοικιάζεται δωμάτιο εις οικία διαθέτουσαν καταφύγια" ή "ο τάδε τεχνικός αναλαμβάνει την διαρρύθμιση καταφυγίων με συμφέροντας όρους".
Αλλά και τα καταστήματα αναπτύσσουν πρωτόγνωρη εφευρετικότητα στα είδη πολέμου "ύφασμα αεραμύνης μόνο εις το κατάστημα υφασμάτων και ειδών επιπλώσεων".
Από τον ιταλικό βομβαρδισμό της Πηγάδας σκοτώθηκε κόσμος ενώ καταστράφηκαν και σπίτια μεταξύ των οποίων και αυτό του Δημάρχου Πειραιά Μιχάλη Μανούσκου.
Δήμαρχος Πειραιά κατά την κήρυξη πολέμου την 28η Οκτωβρίου 1940 ήταν ο Μιχάλης Μανούσκος. |
Τα αντιαεροπορικά του Προφήτη Ηλία έριξαν το ιταλικό αεροπλάνο που "κατά τύχη" χτύπησε το σπίτι του Δημάρχου. Οι Ιταλοί που αποτελούσαν το πλήρωμα του αεροπλάνου έπεσαν με αλεξίπτωτα στη θάλασσα, λίγο έξω από το λιμάνι του Πειραιά. Τους ψάρεψαν τρεμάμενους από τα χειμωνιάτικα νερά του Σαρωνικού και ειδοποίησαν τον Δήμαρχο.
"Βρε σεις, το σπίτι το δικό μου βάλατε στο μάτι;"
τους είπε έντονα και τους κέρασε στη συνέχεια τσιγάρα ενώ εκείνοι κοιτούσαν απορημένοι. Τι είναι αυτοί οι Έλληνες....
Διαβάστε επίσης:
Αρθρογραφία του πολέμου και της κατοχής στον Πειραιά (1940-1944)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου