Οι μποναμάδες της Πρωτοχρονιάς

Πραγματικός θησαυρός απλωμένος πάνω στην τάβλα της καρότσας



Του Στέφανου Μίλεση

Η ημέρα της πρωτοχρονιάς ήταν για τους Έλληνες τα παλαιότερα χρόνια, η ημέρα των δώρων προς τα παιδιά. Ο δικός μας Άγιος Βασίλειος (ο Μέγας Βασίλειος), ο αυθεντικός, από την Καισάρεια εορτάζεται την πρώτη του έτους κατά συνέπεια τα δώρα του Αγίου Βασιλείου ήταν τα πρωτοχρονιάτικα. Ο Μέγας Βασίλειος υπήρξε φορέας υλικών και ψυχικών δώρων έχοντας ιδρύσει μέχρι και πτωχοκομείο (Βασιλειάς). Έτσι λοιπόν οι πατέρες της Εκκλησίας μας όρισαν ως ημέρα των δώρων την 1η Ιανουαρίου. Τότε κατά τις ελληνικές συνήθειες γινόταν η ανταλλαγή δώρων, πολύ πριν "επιβληθεί" ή αν θέλετε "υιοθετηθεί" ο κάλπικος άγιος των αναψυκτικών που όρισε ότι η ανταλλαγή δώρων έπρεπε να γίνει την ημέρα των Χριστουγέννων. Με αγωνία λοιπόν περίμεναν τα παιδιά την έλευση της πρωτοχρονιάς για να πάρουν τα δώρα τους. Αποτελούσε ένα βασικό στοιχείο του εορτασμού. Τότε που δεν υπήρχαν τα μεγάφωνα να παίζουν κατά μήκος των δρόμων της πόλης χριστουγεννιάτικους ύμνους, κυριαρχούσε ο ήχος της ροκάνας και της φυσαρμόνικας. Ακόμα και τα τραμ εκείνες τις μέρες χτυπούσαν αδιάκοπα το καμπανάκι τους για να περάσουν στην ακτή του πειραϊκού λιμένα, ανάμεσα στα πλήθη του κόσμου που κατέβαιναν στην αγορά. Στα παιδιά αρκούσε η αγορά και μόνο ενός μπαλονιού για να τα κάνει χαρούμενα. Στη Βασιλέως Γεωργίου Α’, ήταν έθιμο την περίοδο των εορτών, να εμφανίζονται μικρέμποροι που τοποθετούσαν από το πρωί καρότσια που πωλούσαν τους περιζήτητους μποναμάδες.

Τα παιδιά της Παπαστράτειου Σχολής κατασκευάζουν ξύλινα καράβια για τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα


Σήμερα και μόνο το άκουσμα του όρου «μποναμάς», προκαλεί περιέργεια καθώς έχει ως έθιμο χαθεί. Στους σημερινούς τεράστιους γιγαντολαβύρινθους παιχνιδιών, ποιος έχει ανάγκη από ξύλινους μποναμάδες; Τότε ολάκερη ανθρωποθάλασσα κατέκλυζε την λεωφόρο Γεωργίου Α’ μέχρι κάτω στο λιμάνι όπως και στο οικόπεδο της πρώην Σχολής Ευελπίδων, έναντι του Δημοτικού Ταχυδρομείου (σημερινή Δημ. Πινακοθήκη) όπου εκατοντάδες έμποροι μποναμάδων το είχαν συνήθειο να απλώνουν εκεί τα παιχνίδια της πρωτοχρονιάς. Πραγματικός θησαυρός απλωμένος πάνω στην τάβλα της καρότσας. Ξύλινα αεροπλανάκια, στρατιωτάκια, χριστουγεννιάτικα στολίδια, ροκάνες, σβούρες και πολλά άλλα καλούδια φτιαγμένα με πραγματικό μεράκι δημιουργίες όλα από την κατεργασία του ξύλου. 

Γύρω από καρότσι οι πιτσιρικάδες με γουρλωμένα τα μάτια τους, παρακολουθούσαν μαγεμένοι το χέρι του πατέρα τους, ποιο παιχνίδι θα πιάσει. Γιατί και ο ίδιος ο όρος του "μποναμά", από το χέρι, αντλεί τη γέννησή του. Μποναμάς που στα ιταλικά είναι bona mano, καλό χέρι δηλαδή, μεταφέρθηκε στην ελληνική πραγματικότητα ως το χέρι του γονιού που αγόραζε το μικροπαιχνίδι του καροτσιού. Αυτό θα ήταν και ο δικός τους πρωτοχρονιάτικος μποναμάς. Ήταν το δώρο που λάμβανε κάθε παιδί στις γιορτές. 

 Οι γονείς αγόραζαν ως μποναμά κάτι φτηνό καταφεύγοντας στα υπαίθρια καρότσια της Λεωφόρου Γεωργίου. Προς το τέλος της δεκαετίας του ’30 που οι μποναμάδες είχαν την τιμητική τους, ξυλοπαίχνιδα άρχισαν να κατασκευάζουν και τα παιδιά ορισμένων νυχτερινών και τεχνικών – επαγγελματικών σχολών. Τα ξύλινα χριστουγεννιάτικα καραβάκια που περιέφεραν τότε όλοι οι πιτσιρικάδες από σπίτι σε σπίτι στα κάλαντα, ήταν δημιουργήματα των παιδιών της Παπαστράτειας σχολής, ενώ τα κορίτσια της Επαγγελματικής έφτιαχναν κεντήματα, κεριά, χειροποίητα στεφάνια. Τα ξύλινα καρότσια της Γεωργίου, τα καρότσια των μπουναμάδων ήταν στην ουσία οι πρόγονοι των σημερινών εορταστικών δωροεκθέσεων.

Η εποχή μας σήμερα επέτρεψε το εισαγόμενο πλαστικό να κυριαρχήσει παντού. Τα έθιμα χάθηκαν μαζί τους και η μαγεία του παρελθόντος. Κάποτε οι παλαιοί Πειραιώτες όταν άκουγαν ή έβλεπαν περιφορά εικόνας στους δρόμους της πόλης αποκαλύπτονταν. Έβγαζαν δηλαδή το ναυτικό τους κασκέτο, την τραγιάσκα τους ή το καπέλο τους και με αυτό τον τρόπο απέδιδαν τιμές στον Άγιο που γιόρταζε, στρεφόμενοι προς το σημείο της εκκλησίας, έστω κι αν δεν την έβλεπαν, ακούγοντας και μόνο τις καμπάνες της περιφοράς. Το ίδιο συνέβαινε (και ευτυχώς συμβαίνει μέχρι και σήμερα) και με τα δεκάδες σκάφη του λιμανιού, που κατά τη διάρκεια μιας λιτανείας χαιρετούσαν και χαιρετούν με τη μπουρού τους τον Άγιο.

Το να τηρούμε τα έθιμα δεν είναι θέμα πίστης, είναι θέμα παιδείας, σεβασμού προς τις παραδόσεις που δόθηκαν σε εμάς όχι για να τις καταργήσουμε αλλά για να τις παραδώσουμε στις επόμενες γενιές, στα παιδιά μας, στα εγγόνια μας. 




Κάλαντα παιδιών με το καραβάκι


Όταν το τορπιλοβόλο του Βότση έγινε υδροφόρα του Πειραιώς


του Στέφανου Μίλεση

Στις αρχές της δεκαετίας του '30 είχε καθιερωθεί πλέον ως έθιμο, η ηγεσία του Πολεμικού Ναυτικού να συγκεντρώνεται στην εξέδρα του Νέου Φαλήρου, προκειμένου να επιθεωρεί τον Στόλο που απλωνόταν έξω από τον Φαληρικό όρμο. 

Ανάμεσα στην ηγεσία καλούνταν ως προσκεκλημένοι και ήρωες των Βαλκανικών πολέμων του 1912 - 13, που βρίσκονταν ακόμη εν ζωή. Έτσι, μέσω τέτοιων προσκλήσεων απέκτησε ο Νικόλαος Βότσης τη συνήθεια να κατεβαίνει στη δύση της ζωής του στο Νέο Φάληρο και από την φαληρική εξέδρα να αγναντεύει το πέλαγος.

Ο Βότσης ήταν μετά τον Παύλο Κουντουριώτη, ο πιο ξακουστός ήρωας του Βαλκανικού Πολέμου, τιμώντας κι αυτός την ιδιαίτερη πατρίδα του την Ύδρα. Το κατόρθωμά του είναι λίγο πολύ γνωστό. Στις 18 Οκτωβρίου 1912 στις δέκα τη νύχτα, ως υποπλοίαρχος Κυβερνήτης του Τορπιλοβόλου 11, πλέοντας με σβηστά τα φώτα πορείας, αφού πέρασε τα αβαθή του Αξιού, εισήλθε κρυφά στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Επρόκειτο για πράξη αυτοκτονίας, καθώς το λιμάνι φυλασσόταν από τα κανόνια του Καραμπουρνού και από νάρκες. Αψηφώντας τον κίνδυνο που ήταν τεράστιος, πέρασε πάνω από τα ναρκοθετημένα νερά και εξαπολύοντας τρεις τορπίλες, πέτυχε να βυθίσει το τουρκικό θωρηκτό "Φετίχ Μπουλέντ" (Φετχί Μπουλέν). Έκτοτε το όνομά του περιβλήθηκε με το μανδύα του θρύλου.   




Κάθε φορά που κατέβαινε στο Φάληρο σε κάποιο από τα κοσμοπολίτικα σαλόνια των ξενοδοχείων, οι θαμώνες σηκώνονταν από τα τραπέζια προς ένδειξη σεβασμού, ενώ τα γκαρσόνια έτρεχαν αμέσως να τον σερβίρουν. Τόσο μεγάλη ήταν η φήμη γύρω από το όνομά του παρά τα χρόνια που στο μεταξύ είχαν περάσει. 

Όμως ο Βότσης ήταν από τη φύση του σεμνός και δεν ήθελε τέτοιες τιμές, αποτραβιόταν σε μια γωνία ώστε να μην πολυφαίνεται. Ένας κοντινός του φίλος ο πειραιολάτρης Σπύρος Μελάς, θέλοντας να τιμήσει τον Βότση τον αποκάλεσε κάποτε Πιπίνο (Υδραίος πυρπολητής) προκαλώντας ταραχή στον Βότση.

- "Τι περισσότερο έκανε ο Πιπίνος από εσένα;" ρώτησε ο Μελάς τον Βότση. "Και ο Πιπίνος εισήλθε στο λιμάνι της Χίου κι έβαλε φωτιά στην τουρκική ναυαρχίδα".

Τότε ο Βότσης απάντησε:

- "Ο Πιπίνος πήγε στη Χίο με ένα σαπιοκάραβο, να κάψει μια ναυαρχίδα με μόνο όπλο του τον ηρωισμό του και με μόνο μέσο διαφυγής μια "σκαμπαβία" (βάρκα). Εγώ πήγα στη Θεσσαλονίκη με ένα μικρό αλλά σύγχρονο πολεμικό πλοίο, οπλισμένο με το τρομερό όπλο της τορπίλας. Επιπλέον είχα μηχανή που μου έδινε ταχύτητα μιλίων για να φύγω". 

Αυτός ήταν ο Βότσης που ακόμη και στον φίλο του τον Σπύρο Μελά, δεν επέτρεπε τέτοια σύγκριση. Ο Βότσης επίσης ουδέποτε ξέχασε τους δύο ανθρώπους που τον βοήθησαν να πετύχει το ανδραγάθημά του. Τους καπεταναίους καϊκτσήδες Μιχάλη Κουφό και τον καπετάν Νικόλαο Βλαχόπουλο . Αυτοί του είχαν δείξει τα κατατόπια της εισόδου στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. 

Ο καπετάν Μιχάλης από το Λιτόχωρο δούλευε πάνω στο μικρό τρεχαντήρι του, την "Παρασκευούλα", όταν είδε μέσα στο σκοτάδι ένα μικρό πλοίο να τον πλησιάζει. Ήταν το τορπιλοβόλο 11 από την γέφυρα του οποίου ο Βότσης ζήτησε τη βοήθεια του έμπειρου καϊκτσή. Ο Καπετάν Μιχάλης αμέσως ανταποκρίθηκε στο αίτημα του Έλληνα Κυβερνήτη και τον ακολούθησε. Επιβιβαζόμενος στο μικρό τορπιλοβόλο, ζήτησε από τον Βότση να κάνουν μια στάση στο Λιτόχωρο για να πάρουν μαζί τους και τον Καπετάν Νικόλαο Βλαχόπουλο, που γνώριζε όλα τα "μονοπάτια" του λιμανιού. Έτσι κι έγινε. Έπιασαν στην ακρογιαλιά του Αγίου Θεόδωρου και χωρίς πολλά λόγια επιβιβάστηκε κι εκείνος. Και αφού χάρη στη βοήθεια των δύο έμπειρων καϊκτσήδων εισήλθαν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, αντίκρισαν μπροστά τους τη μαύρη φιγούρα του τουρκικού θωρηκτού.

- "Αυτό είναι;" ρώτησε ο Βότσης
- "Όπως με βλέπεις και σε βλέπω Καπετάνιο" είπε ο Καπετάν Μιχάλης. 

Σε όλο το καράβι ψίθυρος δεν ακουγότανε. Πλησίασαν στα εκατό σαράντα μέτρα. Το "Φετίχ Μπουλέντ" ήταν γυρισμένο προς το Λευκό Πύργο, σε θέση που ευνοούσε τις βολές του ελληνικού τορπιλοβόλου. Η τορπίλη έφυγε. Κάποιος ναύτης είπε πως σταμάτησε στον δρόμο. Τότε ο Βότσης φώναξε στον τιμονιέρη να κάνει όλο αριστερά. Το καράβι γύρισε στο άλλο πλευρό και η δεύτερη τορπίλη έφυγε. Έριξαν και μια τρίτη που υπήρχε πάνω στο κατάστρωμα. Πριν όμως αυτή πέσει στο νερό το θωρηκτό είχε ανατιναχθεί. Αμέσως ο Βότσης έστρεψε το σκάφος και άρχισε την έξοδο από το λιμάνι.

- "Πιο σιγά Καπετάνιο" φώναξε ο Καπετάν Μιχάλης στον Βότση. "Οι τσιμινιέρες σου βγάζουν φωτιές και θα προδοθούμε!". Βγήκαν όπως εισήλθαν με τους προβολείς να ψάχνουν το σκάφος εισβολέα. 


Η πρώρα του ένδοξου Τορπιλοβόλου 11. Από τη δεξιά τορπιλοσωλήνα
 έφυγε η θανάσιμη τορπίλη που έπληξε το τουρκικό θωρηκτό


Όταν όλα έληξαν, οι δύο Καπεταναίοι τιμήθηκαν με μπρούτζινο παράσημο και 500 δραχμές. Μετά πέρασαν στην αφάνεια της ιστορίας. 


Για χρόνια μετά θυμούνται τον Καπετάν Μιχάλη Κουφό να περπατά με σηκωμένες τις άκρες του παντελονιού του, περιφερόμενος σε ό,τι είχε απομείνει από το "Φετίχ Μπουλέντ" στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.



Όσο για το τορπιλοβόλο 11;
Το ηρωικό καράβι αφού προσέφερε τις υπηρεσίες του στους Βαλκανικούς σχεδόν αμέσως μετά παροπλίσθηκε. Το 1918 βρήκε το ηρωικό σκαρί σκουριασμένο, αραγμένο καθώς ήταν στις προβλήτες του Ναυστάθμου. Στο τέλος κρίθηκε ότι έπιανε και χώρο άδικα και πωλήθηκε για παλιοσίδερα. 

Την ίδια χρονιά ένας Πειραιώτης έμπορος το μετέβαλε σε υδροφόρο! Έτσι η μοίρα ήθελε για δεύτερη φορά το σκαρί να επισκέπτεται μετασκευή σε πειραϊκό εργοστάσιο. Την πρώτη μετασκευή την είχε υποστεί στα ναυπηγεία του "Μακ Ντούαλ και Βαρβούρ" το 1905 όταν προστέθηκε δεύτερος λέβητας. Και τη δεύτερη μετασκευή την υπέστη το 1918, για να μετατραπεί σε υδροφόρα στο ναυπηγείο του "Βασιλειάδη" αυτή την φορά. 




Και έτσι έφτασε μεταφέρει νερό από τον Πόρο, με το οποίο τροφοδοτούσε τους διανομείς στην Ακτή Ξαβερίου, που με τη δική τους σειρά, μοίραζαν τον νερό στις ανηφοριές της Καλλίπολης και στον Άγιο Βασίλειο. Το αλλοτινό ταχύπλοο (στην εποχή του), μεταβλήθηκε σε μια αργοκίνητη φορτηγίδα που εκτελώντας νωχελικά τη διαδρομή Πόρο Πειραιά, μετέφερε νερό στους διψασμένους Πειραιώτες....


Μικρό βιογραφικό του Βότση:

Ο Νικόλαος Βότσης γεννήθηκε στην Ύδρα το 1877 και ήταν ανεψιός του Παύλου Κουντουριώτη. Εξήλθε της Σχολής των Ναυτικών Δοκίμων το 1892 και μετείχε το 1896 του ναυτικού αποκλεισμού της Κρήτης με τον ελληνικό στόλο υπό το Ναύαρχο Ράϊνεκ. Στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912 - 13 ως Υποπλοίαρχος τοποθετήθηκε Κυβερνήτης του τορπιλοβόλου 11 πετυχαίνοντας το κατόρθωμα της Θεσσαλονίκης που τον έκανε γνωστό στο Πανελλήνιο. 




Το 1920 τοποθετήθηκε Κυβερνήτης του Θωρηκτού "Κιλκίς". Τον επόμενο χρόνο διορίσθηκε Ύπατος Αρμοστής στην Κωνσταντινούπολη και το 1922 παραιτήθηκε για λόγους υγείας. Τον Ιούλιο του 1922 τοποθετήθηκε Κυβερνήτης του Θωρηκτού "Λήμνος" και τον Οκτώβριο του 1929 αποστρατεύθηκε προαγόμενος στο βαθμό του Υποναύαρχου. 

Τον Οκτώβριο του 1930 ασθένησε βαρέως και στις 5 Σεπτεμβρίου του 1931 πέθανε εξαιτίας αυτής στο Παρίσι. Με το γαλλικό πλοίο "Καραμανί" έφτασε η σωρός του στον Πειραιά (μέσω Μασσαλίας). Στην παραλία της πόλης εγένετο τεράστια υποδοχή από τους Πειραιώτες ενώ η σωρός του σκεπάστηκε με μια τεράστια σημαία της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Ύδρας, η οποία ήταν του αγώνα του 1821 και φυλασσόταν ως κειμήλιο.   


Άφιξη από τη Μασσαλία στον Πειραιά, της σωρού του Νικολάου Βότση εν μέσω αποδόσεως τιμών

Στη Δραπετσώνα μια φορά. Τα Μετέωρα της Δραπετσώνας



του Στέφανου Μίλεση

Ονομασία που οριοθετούσε μια αλλοτινή συνοικία του Πειραιά (σημερινό Δήμο) που από την εκκλησία του Αγίου Διονυσίου μέχρι το εργοστάσιο των Λιπασμάτων έφτασε να αριθμεί μετά την Μικρασιατική καταστροφή τα 40.000 άτομα! 
Πραγματικά ασύλληπτος σε μέγεθος ο όγκος του πληθυσμού που είχε στοιβαχτεί σε περιορισμένη εδαφική έκταση. Μέγεθος ανάλογο της ανθρώπινης τραγωδίας που βίωσαν οι με αίμα ξεριζωμένοι πρόσφυγες μιας ελληνικής καταστροφής.  




Δεν ήταν τυχαία ότι η ανάπτυξη αυτής της προσφυγούπολης βρήκε πρόσφορο έδαφος στην αριστερή είσοδο του πειραϊκού λιμένα, αφού για πολλά χρόνια ως πλέον απόμακρο και έρημο σημείο της πόλης θεωρείτο το νεκροταφείο του Αγίου Διονυσίου. 

Έξω από το παλιό νεκροταφείο το καταργημένο από την αυγή του 20ου αιώνα, κατά μήκος της Ακτής του Αγίου Διονυσίου, απλωμένες οι εγκαταστάσεις δεκάδων ταρσανάδων όπου επιδέξιοι καραβομαραγκοί κατασκεύαζαν ή επισκεύαζαν τα εκατοντάδες ξύλινα σκαριά που όργωναν τότε τις ελληνικές θάλασσες. 
Το κλειστό κοιμητήριο από τη μια και τα ξεκοιλιασμένα πλοία από την άλλη, με την έντονη μυρωδιά της πίσσας να κυριαρχεί στον αέρα, δημιουργούσαν ένα τοπίο αλλοπρόσαλλο, που οριοθετούσε το τέρμα της οργανωμένης κατοικημένης πολιτείας. 




Αμέσως μετά, ο πέτρινος σταθμός του Λαρισαϊκού Σιδηρόδρομου με τη σωζόμενη έως σήμερα γέφυρα των στεναγμών, που επίσης έφερε το πομπώδες όνομα γέφυρα του Λαρισαϊκού Σιδηροδρόμου. Η στενή δίοδος που ο δυναμίτης του σιδηροδρόμου είχε ανοίξει ανάμεσα στα γρανιτένια βράχια, για να διέλθει η γραμμή του εξωτερικού (η άλλη γραμμή ήταν η "στενή" του Πελοποννησιακού Σιδηροδρόμου η καλούμενη "μετρική" γιατί είχε πλάτος ενός μέτρου μόνο) αποτέλεσε τα φυσικά όρια ενός άλλου κόσμου. Των προσφύγων!

Ποτέ άλλοτε μια απλή γέφυρα στην Ελλάδα, δεν έφτασε να εκπροσωπεί, να χωρίζει, να οριοθετεί, τόσο διαφορετικούς κόσμους. Από τη μια ο πολιτισμός και από την άλλη η κόλαση των προσφύγων. Δύο κόσμοι παράλληλοι που χωρίζονταν από μια μικρή γέφυρα! 

Με αυτή την κατασκευή ο διαβάτης περνούσε ανάμεσα από τους σχισμένους βράχους του Λαρισαϊκού. Τότε ξαφνιαζόταν όταν έβλεπε ένα τοπία διαφορετικό με τις παράγκες να κρέμονται στην κυριολεξία πάνω στον σχισμένο βράχο φιλοξενώντας πολυπληθείς οικογένειες προσφύγων.

Στους βράχους των Μετεώρων της Δραπετσώνας


Αυτά τα μετέωρα της Δραπετσώνας, αποτελούσαν και το σύμβολο της συνοικίας. Αν ο Πειραιάς είχε το παλαιό Δημαρχείο με το Ρολόι ως σύμβολο, η Δραπετσώνα είχε τους ζωντανούς από σπίτια βράχους, τα δικά της "Μετέωρα". Το "Καστράκι" δεν είχε αναδειχθεί ακόμη.

Αλλά και τα νερά της θάλασσας ήταν αλλιώτικα από εκείνη την πλευρά. Γεμάτο βούρλα και έλη τόσα, που είχαν φτάσει να την προσδώσουν το δεύτερό της όνομα. Βούρλα! 

Ονομασία που παρότι σκιαγραφούσε την παράλια ζώνη της Δραπετσώνας, είχε πάψει προ πολλού να αναφέρεται σε θάλασσα, αλλά σε ανθρώπινα ναυάγια, που πωλούσαν τα κορμιά τους έναντι αμοιβής. Τα περίφημα Βούρλα της Δραπετσώνας που προϋπήρχαν των προσφύγων (από το 1873). Εκεί όπου η ανθρώπινη αξιοπρέπεια πέθαινε με τη βούλα της ίδιας της πολιτείας. Εκεί όπου η πορνεία είχε οργανωθεί με διατάγματα που προέβλεπαν στην είσοδο μέχρι και την ύπαρξη Σταθμού Χωροφυλακής, για την εποπτεία, και εφαρμογή των κείμενων διατάξεων. 




Τα "Βούρλα" το γνωστότερο, αρχαιότερο και ιστορικά καταγεγραμμένο πορνείο στον Πειραιά. Τα "Βούρλα" ήταν ο πατέρας της Τρούμπας και γιος των γαλλικών πορνείων του Ναυάρχου Τινάν στην περίοδο της γαλλικής κατοχής του Πειραιά του 1854.

Ένα τεράστιο πορνείο στην καρδιά μιας υπερμεγέθους σε πληθυσμό προσφυγικής πολιτείας, που αδιαφορούσε για την ηθική των οικογενειών που η ζωή τους ξεκινούσε εκεί ακριβώς που τελείωναν τα όρια της πορνείας. Και οι δυστυχισμένες προσφυγοπούλες που εργάζονταν αδιάκοπα στα εργοστάσια της περιοχής περνούσαν μπροστά από τα "Βούρλα" για να εργασθούν αντί μιας δραχμής την ώρα. Και μια δωδεκάωρη βάρδια σκληρής εργασίας σε εργοστάσιο, ισοδυναμούσε με μια μόνο επίσκεψη ενός άνδρα στα "Βούρλα". Ήθελε σιδερένια θέληση για τα κορίτσια του συνοικισμού να μην εισέλθουν την πύλη ενός κόσμου άλλου. Επιπλέον τα "Βούρλα" αποτελούσαν και το σημείο συγκέντρωσης όλων των κοινωνικών αποβρασμάτων, μέθυσων και χασισοπότηδων.  



Τα Βούρλα που δεν έκλεισαν ούτε με την εφαρμογή της περίφημης "αυστηράς ηθικής" της περιόδου του Ιωάννη Μεταξά, τα "Βούρλα" που χρειάστηκε να μετατραπούν από τους Γερμανούς κατακτητές σε φυλακές που θα διατηρηθούν για πολλά χρόνια αργότερα για εκείνους των οποίων οι απόψεις ξέφευγαν από τα όρια που ο νόμος προσδιόριζε. 

Παντού το τοπίο γεμάτο τον πρώτο καιρό (1922-23) από σκηνές και αργότερα από πρόχειρες κατασκευές φτιαγμένες με ό,τι έβρισκε ο καθένας, ακόμη και με υλικά που η θάλασσα ξέβραζε στην ελώδη παραλία. 

Η περίπτωση της Δραπετσώνας ήταν διαφορετική από άλλων προσφυγικών περιοχών, καθώς δεν υπήρξε καμιά επίβλεψη από το κράτος ή το Δήμο Πειραιώς, ούτε φυσικά υπήρχε προγενέστερο σχέδιο δόμησης. Έτσι δημιουργήθηκε ένας σωρός από παράγκες που φιλοξενούσαν κατ΄ άλλους 50 χιλιάδες κόσμο. Μάταια εδώ κάποιος θα έψαχνε να βρει κάποιο σημείο κοινωνικής μέριμνας ή κρατικής παρέμβασης. Τα παραπήγματα ξεκινούσαν από τον περίβολο του ναού του Αγίου Διονυσίου. Μέρος του περιβόλου που αποτελούσε το παλαιό νεκροταφείο κατεστράφη και κατελήφθη από πρόσφυγες. 

Μια ακόμη εκκλησία που δεν ήταν προσφυγική και που προϋπήρχε ήταν στον λόφο κοντά στον μικρό όρμο της Δραπετσώνας ένα μικρό εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονος. Ήταν τρισυπόστατο καθώς γιόρταζε και της ημέρα της Αγίας Βαρβάρας και του Αγίου Φανουρίου. Αυτό είχε κτιστεί το 1903 από έναν ιερέα του Αγίου Σπυρίδωνα Πειραιώς τον Παναγιώτη Κοντέα. Πάνω από αυτήν την μικρή εκκλησία υπήρχαν ακόμη λατομεία σε ενέργεια. Παραλιακά υπήρχε επίσης ένα πυροβολείο του Ναυστάθμου που καλείτο "πυροβολείο Δραπιτζόνας" και όλη η περιοχή εκεί έφερε το τοπωνύμιο "Ντάπια". Είχε λάβει την ονομασία αυτή από τρία παλιά κανόνια (καιρό επανάστασης) που ήταν εγκατεστημένα ακριβώς στην ίδια θέση.      

Μετά την Μικρασιατική καταστροφή κάθε ελεύθερος χώρος καλύφθηκε από ξυλόσπιτα, καμωμένα αυθημερόν με μονωτικό υλικό ξηραμένο πηλό και σκεπή από σανίδια. Άλλα ασβεστωμένα, άλλα πάλι με παράξενα για την Ελλάδα χρώματα κόκκινα, πράσινα, μπλε. Τέτοια σπίτια κάλυψαν ξαφνικά όλο τον ορίζοντα της αλλοτινής έρημης περιοχής, τόσο γρήγορα που ένας επισκέπτης θα νόμισε ότι ένα τεράστιο ναυάγιο, μια τραγωδία εξελίχθηκε δίπλα στις ακτές, που ξέβρασε κατά εκατοντάδες του παγωμένους ναυαγούς που γκαζοτενεκέδες και μαδέρια έφτιαξαν στα γρήγορα πρόχειρα καταλύματα για να ζεσταθούν. 




Μόνο που στην περίπτωση της Δραπετσώνας η έννοια "πρόχειρα", είχε μόνιμο χαρακτήρα. Η επιβίωση δεν άφηνε περιθώρια θαυμασμού των υπολειμμάτων των αρχαίων πύργων που κάποτε φιλούσαν την είσοδο του αρχαίου πειραϊκού λιμανιού. Το γνωστό "Καστράκι". Ούτε αυτό αποτέλεσε εξαίρεση καθώς τα δομικό του υλικό υπήρξε πολύτιμο για την στερέωση προσφυγικών κατασκευών. Το ίδιο συνέβη με όλη την οχύρωση της Ηετιωνείας Ακτής, με τα τείχη, τους ναούς, τους αρχαίους πύργους και τάφρους, τα βάθρα και τους ενυπόγραφους λίθους που η οικοδομική δραστηριότητα χρησιμοποίησε καθώς η ανάγκη ήταν επιτακτική. 


Το γνωστό "Καστράκι" Δραπετσώνας. Πάνω του κάθονται παιδιά, ενώ δεξιά κι αριστερά διακρίνονται οι πρόχειρες κατοικίες.
Η ίδια η βάση της αρχαίας κατασκευής είναι ασβεστωμένη

Ανάμεσα στις χιλιάδες κατασκευές δαιδαλώδη δρομάκια γεμάτα από ακαθαρσίες και λιμνάζοντα ύδατα δημιουργούσαν έναν λαβύρινθο με αδιέξοδα ή βιαίως διακοπτόμενα σημεία από χαντάκια και γκρεμνούς ή από τα ίδια τα σπίτια. 
Πάνω σε εκείνες τις πρασινωπές λίμνες ακαθαρσιών ριγμένες πέτρες προεξείχαν που έμοιαζαν με βραχάκια στη θάλασσα, που πατώντας πάνω τους οι άνθρωποι απέφευγαν να βρέξουν τα πόδια τους.

Όσο για τις κατασκευές που λέγονταν σπίτια, αποτελούνταν από ένα και μόνο δωμάτιο εντός του οποίου μαγείρευαν, έτρωγαν, κοιμούνταν, ζούσαν διαρκώς χειμώνα και καλοκαίρι. Καθώς τα χωρίσματα ανάμεσα στα ξυλόσπιτα ήταν μονοσάνιδα οι κάτοικοι ήταν υποχρεωμένοι να μιλάνε χαμηλόφωνα όχι μόνο για να μην ενοχλούν τους διπλανούς, αλλά για να κρατούν καλά κρυμμένα τα μυστικά τους καθώς από περηφάνια δεν ήθελαν η δυστυχία τους να γίνει γνωστή στους δίπλα. Η δυστυχία στην Δραπετσώνα μιλούσε ψιθυριστά. 

Η έλλειψη αποχωρητηρίων καθιστούσε την υγιεινή αλλά και την ηθική προβληματική. Ορίζονταν σημεία που απείχαν ελάχιστα -που να βρεθεί άλλωστε ελεύθερος χώρος- τα οποία χρησίμευαν ως κοινά αποχωρητήρια. Εκεί οι κάτοικοι ήταν υποχρεωμένοι να πηγαίνουν με βροχή, με κρύο, μέρα ή νύχτα για τις ανάγκες τους. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κάποιος τις ιδιαίτερες δυσκολίες που είχε ένα τέτοιο εγχείρημα, όταν νερό τρεχούμενο δεν υπήρχε, κι όταν έπρεπε να περπατήσεις μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, για να πας σε ένα μέρος στο οποίο η χολέρα, ο τύφος και η φυματίωση θέριζε, πέρα της βρωμιάς που αναδύετο εκεί. 


Οι δρόμοι στη Δραπετσώνα το 1930 γεμάτοι νερό, όμοιοι με λίμνες. Μια μικρή βροχή ήταν αρκετή
Ανάμεσα στα στενά δρομάκια της Δραπετσώνας που μετά δυσκολίας μπορούσαν να περάσουν
δύο άνθρωποι, έτρεχαν αδιάκοπα ρυάκια ακαθαρσιών
Η γηραιά κυρά Αργυρώ η οποία στην αδυναμία της να φτιάξει δικό της ξυλόσπιτο, ζούσε στο ήμισυ κατασκευής
προορισμένης για δημόσιο αποχωρητήριο. Η Αργυρώ ήταν πλούσια πριν την καταστροφή και καλής κοινωνικής τάξης. Αφού φιλοξενήθηκε μαζί με δύο τρεις οικογένειες σε ένα δωμάτιο, κατέληξε να μένει σε δημόσιο αποχωρητήριο. 


Σαράντα χιλιάδες άνθρωποι, σαράντα χιλιάδες προφυματικοί! Έτσι καταγραφόταν ο πληθυσμός που επιβίωνε κάτω από συνθήκες που οδηγούσαν στην φυματίωση. Και εκεί ανάμεσα η μοίρα ήθελε να έχουν στήσει την έδρα τους τα μεγαλύτερα εργοστάσια στην Ελλάδα που υπερέβαιναν τα σαράντα στον αριθμό αλλά και τα σφαγεία του Πειραιά που από το 1884 λειτουργούσαν εκεί! 

Το Υπουργείο Υγιεινής ωστόσο ουδέποτε παρέμβει στην περίπτωση της Δραπετσώνας. Οι ανήμποροι μέσα στην αδυναμία τους να κατασκευάσουν έστω και ένα παράπηγμα ζούσαν ακόμη και μέσα στα δημόσια αποχωρητήρια τα οποία δεν διέθεταν τρεχούμενο νερό, απλά ήταν καθορισμένα ως σημεία τα οποία εξυπηρετούσαν 30 και 40 άτομα που ζούσαν πέριξ αυτών. Γνωστή η περίπτωση στην Δραπετσώνα της Αργυρώς Απ.... η οποία ζούσε εντός δημοσίου αποχωρητηρίου. Η ίδια πριν την καταστροφή ήταν πλούσια, ανωτέρας κοινωνικής τάξης, με υπηρέτες και προσωπικό. 




Φτώχεια και καλή καρδιά. Φωτογραφία του Μεγαλοκονόμου

Η γεωγραφία της Δραπετσώνας στην αρχή της δεκαετίας του '30 περιελάμβανε σαράντα χιλιάδες ετερόκλητες ψυχές, με διαφορετικές πατρίδες καταγωγής, ανάμεσά τους και Πόντιους και Αρμένιους που καταλάμβαναν μια περιοχή που νοητά χωριζόταν σε τέσσερις συνοικίες. Των Λιπασμάτων, του Κορδελλιού, της Κρεμμυδαρούς και του Αγίου Διονυσίου





Την τελευταία αποκαλούσαν μάλιστα ως "Ταρσί Αγίου Διονυσίου", καθώς εκεί στον δρόμο δίπλα από τη γέφυρα ο επισκέπτης μεταφέρεται νοερώς στη Σμύρνη μιας άλλης εποχής. 

Τριακόσιοι πενήντα έμποροι λοιπόν σχημάτιζαν το "ταρσί του Αγίου Διονυσίου"με μαγειρεία, παστρουρματζίδικα, χαλβατζίδικα, μπακάλικα, στραγαλάδικα, λουκουματζίδικα, φίρδην μίγδην όλα μαζί. Αυτή ήταν η κεντρική αγορά της Δραπετσώνας. 

Οι μικρέμποροι αυτοί, που είναι σίγουρο πως άλλοτε κρατούσαν στα χέρια τους το εμπόριο της Μικράς Ασίας, βρέθηκαν ξαφνικά να αποκαλούνται ως μικρέμποροι του Αγίου Διονυσίου, καθώς έτσι ήθελε η πραγματικότητα που είναι υπαρκτή, η γεννημένη από το άυλο της μοίρας.


1932 - Σύναξη εμπόρων στη συνοικία του Αγίου Διονυσίου υπέρ του υποψηφίου Αθανασίου Μιαούλη (Βενιζελική παράταξη)

Πιο κάτω στη γειτονιά των Αρμενίων στα Λιπάσματα. Αυτοί οι Αρμένιοι που απαριθμούσαν 5.000 οικογένειες, φαίνονταν πιο οργανωμένοι καθώς είχαν στήσει τη δική τους μικροκοινωνία. Εξακόσια Αρμενόπουλα πήγαιναν σε δύο Αρμένικα σχολεία για να μάθουν να μιλάνε ελληνικά. Αρμένικο ιατρείο και αρμένικο φαρμακείο παρείχε δωρεάν φροντίδα και περίθαλψη. Μπροστάρης ο επίσης Αρμένης ιατρός ο Μαρντικιάν που φρόντιζε και αγωνιζόταν όχι μόνο για την περίθαλψη αλλά για την απόδοση της ελληνικής υπηκοότητας στους Αρμενίους πρόσφυγες. Ο νόμος προέβλεπε τα παιδιά και οι έφηβοι μέχρι 18 ετών να λαμβάνουν την ελληνική υπηκοότητα, όχι όμως οι γονείς τους! 


Αρμένιοι Πρόσφυγες στον Πειραιά, 1932
Αυτοσχέδια κουρεία Αρμενίων το 1922 στημένα έναντι του Ξενοδοχείου Κοντινένταλ στην Πλατεία Καραϊσκάκη

Τον Μάρτιο θα είμαστε έτοιμοι:

Σε αυτές τις οικονομικά ανθηρές νησίδες, τα εργοστάσια της Δραπετσώνας, στηρίχθηκαν 45 πρόσφυγες που πρώτοι την άνοιξη του 1931 έλαβαν την απόφαση να συγκροτήσουν μια επιτροπή και να επισκεφτούν τον Δήμαρχο Πειραιώς τον Τάκη Παναγιωτόπουλο. Ζήτησαν ο προσφυγικός συνοικισμός της Δραπετσώνας, είτε να τεθεί στο επίκεντρο της οικονομικής πολιτικής του Δήμου, άλλως να γίνει αυτόνομη κοινότητα. Του ζήτησαν να καταρτιστεί σχέδιο ρυμοτομίας για να γνωρίζουν οι κάτοικοι που να κτίζουν τα σπίτια τους. Σε όλα τα αιτήματά τους ο Δήμαρχος Πειραιώς έδινε την ίδια απάντηση που έδιναν και οι προγενέστεροι από αυτόν. "Τον Μάρτιο θα είμαστε έτοιμοι!". 

Παρόλα αυτά θα μπορούσαν να είχαν γίνει πολλά καθώς ήταν σε όλους γνωστό ότι τα εργοστάσια της Δραπετσώνας που πλησίαζαν τα σαράντα στον αριθμό, θα μπορούσαν να καλύψουν μέσω των κοινοτικών τελών τα απολύτως απαραίτητα σε έναν πληθυσμό που δεν είχε καν βόθρους. Και ο Δήμος Πειραιώς που παρότι απομυζούσε υπέρογκους φόρους από αυτά τα εργοστάσια, λησμονούσε διαρκώς τις υποσχέσεις του και άφηνε τους δρόμους άστρωτους και τους ανθρώπους παρατημένους στη μοίρα τους. Μια πρόταση ήταν το εργοστάσιο Λιπασμάτων αντί της καταβολής φόρου, να κατασκεύαζε σπίτι όμοια με εκείνα που είχε κατασκευάσει ως κατοικία των εργαζομένων σε αυτό. Κοντά στο εργοστάσιο Λιπασμάτων τα σπίτια διέφεραν καθώς όμορφα διώροφα και τριώροφα οικοδομήματα φιλοξενούσαν τους εργαζόμενους πριν από την έλευση των προσφύγων. 

Ανάλογη πρόταση είχε γίνει και από τις εγκαταστάσεις πετρελαίων της "Στάνταρτ Όιλ Κόμπανι" που διέθετε δεξαμενές και διυλιστήρια. Όμοια και από το τσιμεντοποιείο "Τιτάν" αλλά και από το Σαπωνοποιείο που ήταν εγκατεστημένο στον όρμο της Δραπετσώνας δίπλα σε ένα βυρσοδεψείο. Αυτές ήταν μονάδες με μεγάλη οικονομική ισχύ που αν και μόνο για ένα ή δύο έτη αντί φορολογίας είχαν προβεί στην κατασκευή οικιών το προσφυγικό στην Δραπετσώνα θα είχε επιλυθεί.

Τέλμα από ακάθαρτα νερά και περιττώματα μπροστά από τα προσφυγικά σπίτια

Έρευνες και στατιστικές μελέτες υγιεινολόγων κατέδειξαν ότι στην Δραπετσώνα εκδηλώνοντας για πρώτη φορά όλη τη δεκαετία του '20 μετά την Μικρασιατική καταστροφή αλλά και τη δεκαετία του '30, η ελονοσία, η φυματίωση, ο εξανθηματικός και ο τυφοειδής πυρετός, ενώ ο θάνατος ήταν καθημερινή συνήθεια. 

Η μόνη μέριμνα που λήφθηκε σε αυτούς τους δυστυχισμένους ανθρώπους, ήταν είτε από κάποιους πλούσιους ιδιώτες είτε από την Αμερικανική Περίθαλψη της Εγγύς Ανατολής που κατασκεύαζε μικρά δωμάτια ή διοργάνωνε συσσίτια, ιατρική εξέταση και λάμβανε μέριμνα για την εκπαίδευση των παιδιών. 

Και η Δραπετσώνα αποσχίστηκε το 1934 από τον Πειραιά όχι επειδή ακούστηκαν οι φωνές των 45 ανθρώπων, ούτε γιατί το Κράτος υλοποίησε κάποιο έργο αποκατάστασης της θλιβερής κατάστασης των προσφύγων, αλλά δια πολιτικούς και μόνο λόγους! 

Η Κυβέρνηση Τσαλδάρη έχοντας μελετήσει διάφορα σενάρια για την επικράτηση του Λαϊκού Κόμματος, σε μια πόλη που ήταν γνωστή ως "κάστρο" του Βενιζελισμού στην Ελλάδα, βρήκε έδαφος να τα εφαρμόσει. 

Οι πρόσφυγες ψήφιζαν Βενιζέλο. Ο Τσαλδάρης ήθελε έναν Πειραιά αντιβενιζελικό. Έτσι ο τεμαχισμός, η καρατόμηση της πόλης, αποφασίστηκε με βάση την εξυπηρέτηση του Λαϊκού Κόμματος του Παναγή Τσαλδάρη. Το σχέδιο αυτό προέβλεπε τρεις νέους Δήμους με τα ονόματα, Ταμπουρίων, Νέας Κοκκινιάς και Δραπετσώνας και τεσσάρων κοινοτήτων του Αγίου Γεωργίου, του Περάματος, του Ικονίου και του Κουτσικαρίου. 

Το σχέδιο της επταετίας για μετονομασία:

Κάτι που δεν είναι γνωστό για την Δραπετσώνα είναι ότι στα τέλη Ιανουαρίου του 1969 μετονομάσθηκε σε Δήμο Θεμιστοκλέους
Η νέα της ονομασία επιλέχθηκε σε έναν διαγωνισμό ανάμεσα σε εκατοντάδες ονόματα από τα οποία αυτά που επικράτησαν ήταν: Δήμος Αναγέννησης, 
Δήμος Φοίνικα, 
Δήμος Ποσειδώνος. 
Όταν αποφασίστηκε ότι το τελικό όνομα της μετονομασίας ήταν σε Δήμο Θεμιστοκλέους, βραβεύτηκε ο ανάδοχος που ήταν ο Ευάγγελος Πατούσης ο οποίος ήταν κάτοικος Αθηνών και ουδεμία σχέση είχε την Δραπετσώνα. Η νέα αυτή ονομασία φυσικά ουδέποτε επικράτησε. 

Περί της ονομασίας Δραπετσώνα:

Φυσικά η αρχική ονομασία Δραπετσώνα απέχει τελείως με τα όσα αναγράφει γνωστή διαδικτυακή εγκυκλοπαίδεια, αφού ούτε αρβανίτικη προέλευση έχει, ούτε από τον κτηματία Τσώνη φυσικά έχει σχέση και φυσικά ούτε με τους δραπέτες των φυλακών των Βούρλων (αν είναι δυνατόν!). 

Η ονομασία Δραπετσώνα απαντάται πολλά χρόνια πριν ακόμη ανεγερθούν φυλακές, αναφέρεται στα ημερολόγια των περισσοτέρων αγωνιστών της εθνικής μας ανεξαρτησίας, ειδικά εκείνων που έλαβαν μέρος στις μάχες του Φαλήρου, του Πειραιά, της Καστέλλας, του Χαϊδαρίου. 

Προέρχεται από την αρχαία ονομασία "Τραπεζών", λόγω της έκτασης πάνω στην οποία έχει αναγερθεί το "Καστράκι" που στα παλαιότερα χρόνια ήταν ακόμη πιο έντονη και θύμιζε ένα τραπέζι. 
Το "Τραπεζών - Τραπεζώνα - Τραπετσώνα - Δραπετσώνα" είναι μια κοινή περίπτωση ονόματος που στη δημώδη ονομασία του μεταλλάσσεται και προσαρμόζεται στις γλωσσικές συνήθειες της εποχής.        


Διαβάστε επίσης:


Η καρατόμηση του Πειραιά του 1934

Νικόλαος Κρητικός, ο Πειραιώτης μελετητής του Αστεροσκοπείου Αθηνών

Ο Νικόλαος Κρητικός το 1920


Του Στέφανου Μίλεση

Ο Νικόλαος Κρητικός γεννήθηκε στον Πειραιά στη συμβολή των οδών Υψηλάντου και Ηφαίστου (σημερινή Ελευθερίου Βενιζέλου) στις 2 Φεβρουαρίου του 1888. 

Ο πατέρας του Αθανάσιος Κρητικός που είχε καταγωγή από την Καλαμάτα, βρέθηκε στον Πειραιά ως Καθηγητής Μαθηματικών ενώ η μητέρα του (το γένος Τζαμτζή) ήταν βέρα Αθηναία. Ο Νικόλαος είχε ακόμα δύο αδέλφια τους Κωνσταντίνο και Ευάγγελο.

Τα παιδικά του χρόνια ο Νικόλαος Κρητικός τα πέρασε σε μεγάλη οικονομική στεναχώρια καθώς ο πατέρας του, υπέστη αναίτια μετάθεση λόγω των πολιτικών ιδεών και διώχθηκε από τον Πειραιά, παρά τη μεγάλη και πετυχημένη πορεία του στο χώρο της εκπαίδευσης, την ηλικία του και τα τρία παιδιά που είχε και μετατέθηκε δυσμενώς σε Γυμνάσιο της Δημητσάνης. Στην απελπισία του ο Αθανάσιος Κρητικός να παραμείνει στον Πειραιά εξαναγκάσθηκε να βγει σε σύνταξη και έτσι η πενταμελής οικογένειά του βρέθηκε να ζει μηνιαίως με το ποσό των 138 δραχμών. 

Κάτω από αυτές τις συνθήκες και καθώς δεν μπορούσαν να καταβληθούν τα δίδακτρα του εκπαιδευτηρίου «Πλάτων» στο οποίο φοιτούσε ο Νικόλαος Κρητικός (μαθητής γυμνασίου ακόμη) αναγκάσθηκε να αλλάξει σχολείο και να εγγραφεί στο δημόσιο Α΄ Γυμνάσιο Πειραιώς.

Όταν τελείωσε το γυμνάσιο ο Νικόλαος Κρητικός δέχθηκε πίεση από τον πατέρα του να ακολουθήσει τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση καθώς στον Πειραιά τότε στις αρχές του 20ου αιώνα, λειτουργούσαν πετυχημένα πολλά εργοστάσια στα οποία προσφέρονταν πολλές θέσεις εργασίας. Συνεπώς ο πατέρας του επιθυμούσε να δει τον γιο του άμεσα αποκαταστημένο επαγγελματικά. Ο Νικόλαος Κρητικός, ανήσυχο πνεύμα, γράφτηκε παρά τις αντιρρήσεις το 1903 στο Φυσικομαθηματικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών κάνοντας παράλληλα ιδιαίτερα μαθήματα στα μαθηματικά σε παιδιά προκειμένου να εξασφαλίσει κάποιο εισόδημα.

Ο Νικόλαος Κρητικός στα φοιτητικά του χρόνια


Τον αμέσως επόμενο χρόνο η οικογένεια του Κρητικού έφυγε από τον Πειραιά καθώς δεν μπορούσε να καταβάλλει το ενοίκιο της οικίας της οδού Υψηλάντου και πήγε να ζήσει στα Αμπελάκια της Σαλαμίνας καθώς εκεί βρήκε σπίτι με χαμηλό ενοίκιο. Ο φοιτητής πλέον Νικόλαος Κρητικός κατέβαινε με τα πόδια από τα Αμπελάκια στο Ναύσταθμο. Εκεί είχε έναν φίλο ο οποίος τον επιβίβαζε παράτυπα στην «ευκαιρία» που καθημερινώς, όπως και σήμερα ακόμα, εκτελεί το δρομολόγιο Ναύσταθμος Πειραιάς. Έφτανε στον Πειραιά λίγο μετά τις 7 το πρωί και από εκεί άλλοτε ανέβαινε στην Αθήνα με τα πόδια, άλλοτε γύριζε με τα πόδια όλη την πειραϊκή περιφέρεια καθώς πολλοί γνώριζαν το ταλέντο του στα Μαθηματικά και τον ήθελαν να διδάσκει τα παιδιά τους.

Τα πράγματα δυσκόλευαν όμως ακόμη περισσότερο όταν πολλές φορές τον κατέβαζαν από την «ευκαιρία» καθώς δεν είχε νόμιμο δικαίωμα να επιβιβάζεται σε αυτήν. Τότε ανέβαινε σε πλωτή σχεδία που χρησιμοποιούσαν την εποχή εκείνη διάφοροι μικρέμποροι που ήθελαν ανέξοδα να περάσουν την πραμάτεια τους από το Πέραμα στη Σαλαμίνα ή αντίθετα. Με μια τέτοια σχεδία, με βροχή ή κρύο, περνούσε ο Νικόλαος Κρητικός από τη Σαλαμίνα στο Πέραμα και από εκεί με τα πόδια τραβούσε για τον Πειραιά. Και δεν έφτανε μόνο αυτό!

Ήταν δυνατόν σε μια τέτοια δύσκολη μέρα, να μην πήγαινε στο Πανεπιστήμιο αλλά να την αφιέρωνε εξ ολοκλήρου σε παραδόσεις μαθημάτων προκειμένου να εξασφαλίσει εισόδημα. Μετά τον τεράστιο ποδαρόδρομο Πέραμα – Πειραιά πήγαινε για μάθημα στην περιοχή της Ευαγγελίστριας, μετά για άλλο στην Αγία Σοφία, και για κάποιο τρίτο στα νταμάρια της Πειραϊκής. Και το μαρτύριο γινόταν ακόμη πιο έντονο όταν έπρεπε να τα κάνει αυτά συνοδεία βροχής ή ψύχους, όπου έπρεπε να πεζοπορεί σε ερημότοπους σε χαντάκια και σε λάκκους καθώς οι περιοχές αυτές τότε ήταν τελείως απόμακρες και έρημες από σπίτια και ανθρώπους.  Και όλα αυτά τα άντεχε έχοντας την ελπίδα ότι μετά από κάποιο μάθημα θα πληρωνόταν ώστε να δώσει κάτι από το κέρδος του για να εξασφαλίσει μια επιστροφή με το τραμ στον Πέραμα ή του ηλεκτρικού όταν είχε Πανεπιστήμιο και να γλιτώσει τον τρομερό ποδαρόδρομο.

Με αυτόν τον τρόπο ζωής, πραγματικό μαρτύριο, ο Νικόλαος Κρητικός τελείωσε τα τέσσερα χρόνια φοίτησης στο Πανεπιστήμιο. 
Το 1908 έλαβε το πτυχίο της Φυσικομαθηματικής Σχολής με άριστα.  Πέτυχε την εισαγωγή του στο Μετεωρολογικό Τμήμα του Αστεροσκοπείου Αθηνών. 
Λόγω των πολέμων που ακολούθησαν από το 1912 και μετά μόνο το απολύτως απαραίτητο προσωπικό του Αστεροσκοπείου έμεινε να το λειτουργεί, καθώς οι περισσότεροι επιστρατεύθηκαν. Το πρωί ο Νικόλαος Κρητικός ασκούσε τα καθήκοντά του στα Σεισμολογικά, το απόγευμα στα Μετεωρολογικά και το βράδυ στα αστρονομικά, αποκτώντας έτσι πλήρης γνώση των δράσεων του Αστεροσκοπείου. 

Από τον Πειραιά είχε έρθει σε επαφή με τον Ιάκωβο Δραγάτση (Γυμνασιάρχη του Α’  Γυμνασίου το οποίο τελείωσε ο Νικόλαος Κρητικός και μετέπειτα ιδρυτή ιδιωτικού γυμνασίου με τίτλο "Δραγάτσειον"). 
Ο Δραγάτσης τότε μεταφέρει το ιδιωτικό γυμνάσιο που είχε ιδρύσει, από την Πλατεία Τερψιθέας του Πειραιά στην οδό Φιλελλήνων στην Αθήνα. Είχε καλέσει σε αυτό τον Νικόλαο να διδάσκει γνωρίζοντας την μεγάλη κατάρτισή του. Παράλληλα ο Νικόλαος Κρητικός συνέχιζε τα μαθήματα και σε διάφορες οικογένειες του Πειραιά.

Δραγάτσειον 1908
Όλοι οι διδάσκοντες Καθηγητές του Δραγάτσειου


Τον Απρίλιο του 1917 κατέλαβε τη θέση του Επιμελητή του Εργαστηρίου της Αστρονομίας, το 1920 έγινε Προϊστάμενος του Γεωδυναμικού Τμήματος και τέλος Διευθυντής όλου του Αστεροσκοπείου. Παράλληλα το ίδιο διάστημα από το 1917 έως το 1920 ο Νικόλαος Κρητικός δίδασκε το μάθημα της Αστρονομίας στη Βασσάνειο Ναυτική Σχολή (Σχολή Ναυτικών Δοκίμων). Για τον εκεί διορισμό του, είχε μεσολαβήσει ο ίδιο ο Ελευθέριος Βενιζέλος (πολιτογραφημένος δημότης Πειραιώς) καθώς τον είχε καλέσει να τον γνωρίσει από κοντά. Τόσο μεγάλη ήταν η φήμη του στον Πειραιά ώστε να φτάσει και στον ίδιο τον Πρωθυπουργό.

Ο Νικόλαος Κρητικός στο γραφείο στο Αστεροσκοπείο Αθηνών


Ο Νικόλαος Κρητικός ήθελε πάντα το αντικείμενο εργασίας του να είναι το Αστεροσκοπείο στο οποίο είχε αφοσιωθεί ολόψυχα δίνοντας όλη την πνευματική του δύναμη.

Το 1922 μετέβη στη Γερμανία όπου παρακολούθησε γεωφυσική και Σεισμολογία ενώ το 1923 εκπαιδεύτηκε στο Ναυτικό Μετεωρολογικό Σταθμό του Αμβούργου. Βρέθηκε και στην Ιένη (Γερμανίας) όπου παρακολούθησε πειραματικές εργασίες που αφορούσαν τη σεισμολογία και τους τεχνητούς κραδασμούς των εδαφών. Η γνώση και εμπειρία που απέσπασε στη Γερμανία ο Νικόλαος Κρητικός, παρότι πολύτιμη δεν αξιοποιήθηκε. Έπρεπε να ακολουθήσουν οι καταστροφικοί σεισμοί της Κορίνθου του 1928 ώστε να γίνει αντιληπτή η ανάγκη διδασκαλίας στην Ελλάδα της επιστήμης της Σεισμολογίας. Μόνο μετά από εισηγήσεις των Καθηγητών Δ. Αιγινήτου, Κ. Κτενά  και Θ. Σκούφου ιδρύθηκε έδρα Σεισμολογίας στην Ελλάδα την οποία κατέλαβε ως μοναδικός υποψήφιος ο πειραιώτης Νικόλαος Κρητικός. 

Την περίοδο 1935 - 1936 αναλαμβάνει προσωρινός διευθυντής του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών αντικαθιστώντας προσωρινά μια μεγάλη μορφή του Αστεροσκοπείου τον Σταύρο Πλακίδη.



Πέθανε αθόρυβα την 21η Μαΐου 1970 χωρίς να αποδοθούν τιμές ανάλογες της επιστημονικής του προσφοράς. Στον Πειραιά ήταν και παραμένει άγνωστος, καθώς τα φώτα της δημοσιότητας στρέφονται από εκείνους που τα ελέγχουν, προς τους ασήμαντους και εφήμερους, που μονοπωλούν τη φήμη και τα πρωτοσέλιδα αναίτια, δημιουργώντας τη ψευδαίσθηση στους νεώτερους ότι τα πάντα μπορούν να επιτευχθούν χωρίς αγώνα και σκληρή δουλειά.   


"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"