«Ιωάννης Κούτσης»: Το Σπετσιώτικο εμπορικό ατμόπλοιο που συνέχισε τη ναυτική παράδοση της ηρωικής νήσου.

Το ατμόπλοιο των αδελφών Κούτση

 

του Στέφανου Μίλεση

Η Ελλάδα στους Βαλκανικούς πολέμους 1912-13, κλήθηκε μόνη να αντιμετωπίσει τον Τουρκικό στόλο, αλλά και να καλύψει την τροφοδοσία και τις μεταφορές τόσο του ελληνικού στρατού, όσο και των συμμάχων.

Τα 97 εμπορικά ατμόπλοια του πολέμου

Να ληφθεί υπόψη ότι οι μεταφορές δια ξηράς ήταν δύσκολες, καθώς το οδικό δίκτυο ήταν ανύπαρκτο, τα μέσα περιορισμένα και το σιδηροδρομικό δίκτυο ανεπαρκές. Η μόνη εφικτή συνεπώς οδός μεταφοράς υλικού και ανδρών ήταν η θάλασσα. Τότε εμφανίστηκαν τα σωτήρια και πάλι εμπορικά πλοία. Ο στόλος του εμπορικού μας ναυτικού στάθηκε επάξια δίπλα στον πολεμικό διαθέτοντας στο σύνολο 97 ατμόπλοια! Από αυτά τα 6 ατμόπλοια που ήταν ταχυδρομικά (ακτοπλοϊκά) έφεραν πάνω τους μάλιστα και ταχυβόλα εκτελώντας πολεμικές αποστολές όπως τα εύδρομα της εποχής. Αυτά ήταν τα «Εσπερία», «Μακεδονία», «Αρκαδία», «Μυκάλη», «Αθήναι» και το «Θεμιστοκλής».

Το μοναδικό εμπορικό πετρελαιοφόρο

Δύο άλλα ταχυδρομικά μετασχηματίσθηκαν σε πλωτά νοσοκομεία ένα για τις ανάγκες του στρατού ξηράς και το άλλο για τις ανάγκες του πολεμικού ναυτικού (Τα «Ιωνία» και «Αλβανία»). Δύο ατμόπλοια χρησιμοποιήθηκαν στη γραμμή Πειραιώς – Μούδρο, ως διαρκή ανθρακοφόρα του στόλου, ενώ ένα ακόμα ήταν πετρελαιοφόρο. Αυτό το τελευταίο ήταν το «Ιωάννης Κούτσης», για το οποίο θα αναφερθούμε εκτενέστερα.

Το «Ιωάννης Κούτσης» ήταν 1666 τόνων και ως προς την ταχύτητα δεν ξεπερνούσε τα 10,5 μίλια την ώρα. Κατασκευάστηκε στα ναυπηγεία W. G. Armstrong Mitchell and Co Ltd στο New Castle το 1888 για λογαριασμό Βέλγων. Το 1898 περιήλθε στην ιδιοκτησία των αδελφών Κούτση και έγινε το πρώτο ελληνικό πετρελαιοφόρο και για αυτό κρίθηκε σημαντικότατο στο ναυτικό πόλεμο που ακολούθησε.

Σπετσιώτες οι ιδιοκτήτες, Σπετσιώτικο και το πλήρωμα

Οι αδελφοί Κούτση διατηρούσαν το γραφείο και έδρα της επιχείρησής τους στον Πειραιά. Πριν τους βαλκανικούς το δεξαμενόπλοιο «Ιωάννης Κούτσης», μετέφερε καύσιμα από τη Ρωσία ή από τα λιμάνια της Ρουμανίας (Κωνστάντζα, Βατούμ) προς την ηπειρωτική Ευρώπη και τη Μεγάλη Βρετανία. Καθώς τα ρωσικά φορτία του ήταν ανάρπαστα στους Ευρωπαϊκούς λιμένες, τα αδέλφια σκέφτηκαν να το εκμεταλλευτούν παράλληλα και για άλλες μεταφορές εκτός του ρωσικού και του ρουμανικού πετρελαίου. Έτσι έκαναν μετασκευές ώστε να δέχεται και στάρι ή κάρβουνο. Πριν από τέτοια φόρτωση το πλήρωμα καθάριζε τις δεξαμενές (πλύσιμο) ώστε τα σιτηρά να μην λαμβάνουν την οσμή καυσίμου. Από τις αλλαγές αυτές του φορτίου το πλήρωμα είχε εκπαιδευτεί να καθαρίζει τις δεξαμενές πολύ γρήγορα. Εκτός από τους ιδιοκτήτες όλο το πλήρωμα ήταν επίσης από τις Σπέτσες. Όποια αβαρία πάθαινε το πλήρωμα την επισκεύαζε επί τόπου.

Τον καιρό του πολέμου

Το «Ιωάννης Κούτσης» κλήθηκε να αναλάβει το πιο σημαντικό ρόλο εκτός των πολεμικών μονάδων του στόλου. Το ελληνικό κράτος είχε παραλάβει τέσσερα αντιτορπιλικά (Λέων, Πάνθηρ, Αετός, Ιέραξ) τα οποία κινούνταν με πετρέλαιο. Όταν η Ελλάδα ενεπλάκη στις πολεμικές επιχειρήσεις, έπρεπε να βρει τρόπο ανεφοδιασμού των. Στην αρχή αναζήτησε λύση από το εξωτερικό, να ενοικιάσει δηλαδή πετρελαιοφόρο. Όμως τα ποσά που απατούσαν οι Ιταλοί στους οποίους απευθύνθηκε αρχικά, ήταν τεράστια. Χρόνος δεν υπήρχε κι έτσι κατέφυγε στη λύση της επίταξης του πετρελαιοφόρου «Ιωάννη Κούτση». Ήταν το μοναδικό εμπορικό πλοίο που θα μπορούσε να αναλάβει το ρόλο του εφοδιασμού των αντιτορπιλικών, που έμειναν γνωστά ως «Θηρία». Το «Ιωάννης Κούτσης» βρέθηκε να συμμετέχει σε όλες τις επιχειρήσεις τόσο κατά των Τούρκων (Μούδρο, 1912), όσο και κατά των Βουλγάρων (παράλια Θράκης 1913). Η ικανότητα γρήγορου καθαρισμού των δεξαμενών που είχε αποκτήσει το πλήρωμα προπολεμικά, αξιοποιήθηκε και στον καιρό του πολέμου. Αναλάμβανε μετά τα καύσιμα να μεταφέρει πόσιμο και τροφοδοτικό νερό για τις ανάγκες των πλοίων και των λεβήτων, χωρίς αυτό να έχει τη γεύση ή την οσμή του καυσίμου. Μετά πάλι αναλάμβανε να μεταφέρει πετρέλαιο για τα «θηρία» όπως και για το υποβρύχιο «Δελφίν».

Αξιωματικοί Ε.Ν. ως Έφεδροι Αξιωματικοί Π.Ν.

Σε όλη την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων οι Σπετσιώτες αξιωματικοί (πλοίαρχοι και μηχανικοί) που είχαν ναυτολογηθεί από πριν, παρέμειναν επί του πλοίου με το βαθμό του Εφέδρου Αξιωματικού του Π.Ν. καθώς ήταν οι μόνοι που γνώριζαν καλά τη λειτουργία ενός δεξαμενόπλοιου.

Το 1915 επωλήθη σε νορβηγική εταιρεία λαμβάνοντας το όνομα «Thor Minor». Ακολούθησαν και άλλες αλλαγές ιδιοκτησίας με τελευταία να είναι γερμανική. Εξώκειλε και θεωρήθηκε συμφέρουσα πλέον η διάλυσής του η οποία επήλθε το 1934. Η συμμετοχή αμιγώς Σπετσιωτών ως αξιωματικών και πληρώματος σκάφους που μετείχε σε πολεμικές επιχειρήσεις σε σύγχρονη περίοδο της ιστορία, επανάφερε στο προσκήνιο τις σελίδες ναυτικής δόξας που κάποτε το νησί των Σπετσών είχε καταγράψει.


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:


Το κατόρθωμα του ατμόπλοιου «Πέλοψ»



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"