ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΣΤΡΟ-ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΠΟ ΤΑ ΚΟΥΛΟΥΜΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΤΟΥ ΖΩΗΣ

 

1906 - Συνέπειες αποκριάτικης τρέλας....


του Στέφανου Μίλεση

Τέτοιες ημέρες, τελευταία βδομάδα της Αποκριάς ήταν που συνάντησα στην Αμερική πριν λίγα χρόνια τον Θείο τον Δημήτρη. Στην Ελλάδα ήτανε ναυπηγός στα καΐκια, ο μαστρο-Δημήτρης με τ' όνομα. Φεύγοντας όμως για την Αμερική, αναγκάστηκε ν' αλλάξει και επάγγελμα και όνομα. Έγινε εργάτης σε ένα υφαντουργείο στο Μπίντιφορντ, και από μαστρο-Δημήτρης έγινε μίστερ Τζίμης. Εκείνο όμως που δεν άλλαξε σ' αυτό τον άνθρωπο ήταν η ψυχή του και η αγάπη του για τον τόπο που γεννήθηκε. Για τούτο και πάντα σε κάτι τέτοια γυρίσματα του χρόνου, Απόκριες και Λαμπρή, η ψυχή του γέμιζε νοσταλγία και πόνο. Και τότε, κάτω από τον Αμερικανό Μίστερ Τζίμη ξυπνούσε ο μαστρο - Δημήτρης, φορτωμένος με τις αναμνήσεις της αλησμόνητης πατρίδας.

- Στην πατρίδα έχουμε τις μέρες τούτες Απόκριες, μουρμούριζε. Εδώ δεν υπάρχουν Απόκριες. Υπάρχουν μονάχα τσίκλες, που τις μασάς για να περάσεις τη μονοτονία σου!

Ίσως ο μπαρμπα Δημήτρης ήταν υπερβολικός στην κρίση του, ωστόσο είχε τους λόγους του. Ήταν οι ζωηρές αναμνήσεις του και η νοσταλγία. Για την Αμερική ο μπάρμπα Δημήτρης έφυγε μεγάλος, περασμένα τα είκοσιπέντε του χρόνια. Πιο πριν είχε ζήσει πέντε, έξι χρόνια στον Πειραιά, δουλεύοντας στα Ναυπηγεία στο Πέραμα. 

Κούλουμα στο Νέο Φάληρο το 1908.

Τότε, κάθε Καθαρή Δευτέρα, συνήθιζε να ανεβαίνει στην Αθήνα, που ήταν κάποιοι συγγενείς του και να πηγαίνουνε μαζί στους στύλους του Ολυμπίου Διός. Σαν το μελίσσι βούιζε ο τόπος από τον κόσμο, που παρέες - παρέες είχε πιάσει τις απλοχωριές, άλλοι τους ξαπλωμένοι πάνω στην πρασινάδα και άλλοι χορεύοντας συρτό και τσάμικο. Ο κοσμάκης, ξεφάντωνε, γιορτάζοντας τα Κούλουμα. Τα σαρακοστιανά, τα μαρούλια και τα κρεμμυδάκια, ο ταραμάς και η φασολάδα χωρίς λάδι, οι ελιές, χαρακτές και ξιδάτες και οι λαγάνες, ζεστές και γεμάτες σουσάμι, ήταν όλα στρωμένα κατά γης και αποτελούσαν το πατροπαράδοτο φαγητό της ημέρας. Και πλάι τους, πλάι σ' όλην αυτή τη σαρακοστιανή ποικιλία, καμάρωναν οι γεμάτες νταμιτζάνες.

.........

Πρώτες Αποκριές της απελευθέρωσης το 1945 στο Πασαλιμάνι

Σε τέτοιες στιγμές, στα Κούλουμα και ο περαστικός ξένος γινόταν φίλος. Τον καλούσαν να τον κεράσουν ένα ποτήρι να σύρει μαζί τους μια βόλτα το χορό κι ύστερα, αν θέλει, ας πηγαίνει το δρόμο του ή πάλι και του αρέσει η συντροφιά τους, ας κάτσει και τούτος μαζί τους, σαν αδελφός με αδελφό και σα φίλος με φίλο, τη μέρα τη σημερινή. 

Όσο περνούσαν οι ώρες, οι νταμιτζάνες όλο και άδειαζαν, τα πόδια αποχτούσαν καινούργια φτερά και η φουστανέλα μερικών που χόρευαν μπροστά, ανέμιζε ψηλά σαν ένα κομμάτι άσπρο σύννεφο που ξέκοψε από τον ουρανό και έπεσε ανάμεσα στο πανηγύρι. Και πάνω από το πανηγύρι, το πατροπαράδοτο και το ακατάλυτο από τους αιώνες, υψώνονταν καμαρωτοί και στεφανωμένοι με τα πελώρια κορινθιακά τους κιονόκρανα, οι μαρμαρένιοι Στύλοι του Ολυμπίου Διός, ακατάλυτοι και τούτοι μάρτυρες πατροπαράδοτης ελληνικής τέχνης. 


Η παράδοση έβρισκε πρόσφορο έδαφος στις πόλεις την εποχή της Αποκριάς (1936)

Σήμερα όμως του μπαρμπα - Δημήτρη, ο λογισμός δεν ταξιδεύει μονάχα στα Κούλουμα των Αθηνών, αλλά πιάνει και θυμάται όλη την εορταστική ατμόσφαιρα της παιδικής του ζωής, εκεί στο μακρινό και το φτωχό Μοραΐτικο χωριό του: Θα ήταν δεκαπεντάχρονο παιδί. Θυμάται όλα εκείνα τα μακρινά σα να ξαναγίνονται σήμερα. Θυμάται τον πατέρα του, τ' αδέλφια του, τους θειούς με τις θειάδες και τα ξαδέλφια, μελίσσι ολόκληρο, μαζεμένο στην ευρύχωρη σάλα, που ήταν στου παππού το σπίτι. Μαζεύτηκαν εκεί αργά το βράδυ, στην Κυριακή της Τυρινής. Μερικοί τους μάλιστα, οι νεότεροι, είχανε ντυθεί μασκαράδες, πράγμα που κατάφεραν με τον απλούστερο και το φτηνότερο τρόπο. Άλλοι τους φορούσαν ανάποδα τα ρούχα τους κι άλλοι έβαναν με τρόπο κωμικό τα ρούχα των άλλων, οι γυναίκες αντρίκεια ρούχα και οι άντρες γυναικεία. 


Όμως την ώρα του φαγητού, τη στιγμή που ο γερο-παππούς έδινε το σύνθημα και σηκώνονταν όλοι τους όρθιοι γύρω από το γεμάτο τραπέζι, τότε το γλέντι και οι φωνές και τα γέλια σταματούσαν αμέσως, σαν κομμένα με το μαχαίρι. Στα πρόσωπα όλων, μικρών και μεγάλων, κυριαρχούσε η σοβαρότητα της στιγμής, η συναίσθηση πως βρίσκονται μπροστά σε κάποια τελετή θρησκευτική που μόλις τώρα αρχίζει. Και τότε, σύμφωνα με το παλαϊκό, το πατροπαράδοτο έθιμο του χωριού τους, έπιαναν όλοι, μικρό και μεγάλοι, το πλούσιο τραπέζι και όλοι μαζί το σήκωναν ψηλά. 

- Το σηκώναμε, καθώς σηκώνει ο παππάς το ύψωμα, σοβαροί και αμίλητοι. Για τούτο και τις Απόκριες τις λέγαμε στην πατρίδα "Οι Μεγάλες Σήκωσες" γιατί, βλέπεις, σηκώναμε ψηλά και με πολύ σέβας το τραπέζι της Αποκριάς!

........


Βόλτα στον Ζωολογικό κήπο Παλαιού Φαλήρου το 1904. Επίσκεψη στα κλουβιά των λεόντων. 


Μετά το τέλος του φαγητού, ο παππούς σηκωνόταν και πάλι όρθιος, ψηλός και ασπρομάλλης, σαν τη χιονισμένη κορφή του γειτονικού βουνού, και σοβαρός, καταπώς ταίριαζε στο σεβάσμιο ιεροφάντη της συγκεντρωμένης οικογένειας. Έδινε πάλι σ' όλους την εντολή να πιάσουνε και να σηκώσουνε ψηλά το τραπέζι, και την ώρα εκείνη τους ρωτούσε: "Φάγατε;", Εκείνοι απαντούσαν όλοι μαζί "Φάγαμε!", "Ήπιατε;" τους ξαναρωτούσε, "Ήπιαμε!" απαντούσαν εκείνοι. "Χορτάσατε;" ξαναρωτούσε ο παππούς "Χορτάσαμε!" απαντούσαν όλοι μαζί, μικροί και μεγάλοι. 


Και τότε ο γερο Παππούς με βαθιά κατάνυξη, σοβαρός σα να ήταν ο αντιπρόσωπος του ίδιου του Θεού, που ο κάθε λόγος του γίνεται πράξη, ευχόταν όλο εκείνο το ανθρώπινο μελισσολόι, τους απογόνους του, λέγοντάς τους με συγκίνηση την εξής μεγάλη ευχή:

"Πάντα χορτασμένοι νά' στε κι εσείς και τα παιδιά σας!". 

Έπειτα τους έδινε εντολή ν' αφήσουνε χάμω το τραπέζι και να αρχίσει το γλέντι, που κρατούσε ως τα μεσάνυχτα και ακόμη.

.......


Περιφορά καμήλας στους δρόμους της πόλης το 1908


Θέλησα να δώσω ένα τέλος στη σοβαρή και την πένθιμη ατμόσφαιρα των παιδικών αναμνήσεων. Και τότε θύμισα στου μπαρμπα-Δημήτρη τα γέλια, που γίνονται τέτοια βράδια με τους Αποκριάτικους χορούς και με το ομαδικό στούμπημα που κάνουμε στη γη, τραγουδώντας το γνωστό εκείνο:

"Τούτ' η γης που θα μας φάει, 

δώστε της κλωτσιές κι ας πάει..."

Του είπα τότε και για τον αλησμόνητο "Χαραλάμπη" που τον κωμικοτραγικό σύνδεσμό του με τις Αποκριές τον οφείλει στη γειτονική χρονιά γιορτή του Αγίου Χαραλάμπους και που τον καλούσαμε τραγουδιστά να έρθει, για να παντρέψουμε με το ζόρι...

"Έλα βρε Χαραλάμπη, να σε παντρέψουμε,

να φάμε και να πιούμε και να χορέψουμε..."

Απόκριες στο Ζάππειο το 1935

Όμως ούτε ο "Χαραλάμπης" ούτε "η πίτα πόφαγε ο σπανός κι ήταν κολοκυθένια" έκαμαν τον μπαρμπα-Δημήτρη να λησμονήσει την πικρή αλήθεια, πως όλα εκείνα ήταν περασμένα μεγαλεία και πως τώρα η πραγματικότητα, η σκληρή πραγματικότητα, ήταν εντελώς διαφορετική.

Αργότερα εξακρίβωσα ότι επικρατούσε και στο σπίτι του το αμερικάνικο έθιμο, ένα έθιμο που ευτυχώς δεν επικρατεί στα περισσότερα ελληνικά σπίτια της Αμερικής, γιατί διατηρούν σε ακμή τα δικά τους ελληνικά συνήθεια. Σύμφωνα με αυτό, καθένας τρώει και φεύγει για την δουλειά του δίχως να περιμένει να κάτσουν και οι άλλοι τις ίδιας οικογένειας. Τότε κατάλαβα γιατί ο νους του μπαρμπα-Δημήτρη δεν εννοούσε να ξεκολλήσει από την ανάμνηση του ομαδικού οικογενειακού τραπεζιού των παιδικών του χρόνων!...

.......

Ο μπαρμπα-Δημήτρης κοίταζε το άδειο απ' ανθρώπους τραπέζι και ελεεινολογούσε τον εαυτό του, γιατί άφησε στο ναυπηγείο του Πειραιά μισοφτιαγμένη στα σκαριά μια "Βαγγελίστρα" και ξεκίνησε για την Αμέρικα, για να γίνει ένα υφαντουργός, ένας μίστερ Τζίμης. Αποτέλεσμα ήταν να βρίσκεται τώρα μπροστά σε ένα άδειο τραπέζι και να συλλογιέται "τις Μεγάλες Σήκωσες" των ευτυχισμένων χρόνων της παιδικούς του ζωής, εκεί στη μακρινή του πατρίδα.


(Από το κεφάλαιο "Οι Μεγάλες Σήκωσες" του Κ. Ρωμαίου και το βιβλίο του "Κοντά στις ρίζες. Έρευνα στον ψυχικό κόσμο του ελληνικού λαού", Αθήνα 1959)


Διαβάστε επίσης:


Όταν το επίνειο κατατρόπωσε το Άστυ (Πειραϊκή Αποκριά 1901)






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"