Οι τελευταίες στιγμές του Ανδρέα Μιαούλη και ο τάφος του στον Πειραιά

Μαρμάρινη επιγραφή από τον τάφο στον οποίο εναποτέθηκε η σορός του Ανδρέα Μιαούλη στις 14 Ιουνίου 1835. Το έτος που αναγράφεται σε αυτήν (1838), δεν ανταποκρίνεται στο αληθινό έτος θανάτου του. Πρόκειται για το έτος αποπερατώσεως του πρώτου μνημείου, κοντά στο Βασιλικό Περίπτερο.
(Συλλογή Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος). 


του Στέφανου Μίλεση

Ο Ανδρέας Μιαούλης σταμάτησε να ταξιδεύει πριν ακόμα από την έναρξη της επανάστασης, σε ηλικία 47 ετών. Η διακοπή αυτή είχε να κάνει με προβλήματα υγείας που τον καταπονούσαν όπως οι ρευματισμοί. Η υγρασία επί του πλοίου τον έκανε να υποφέρει. 

Όμως όταν η επανάσταση άρχισε ο Μιαούλης επέστρεψε και πάλι στα καράβια. Με την έλευση του Όθωνα ο Μιαούλης εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Είχε διοριστεί διευθυντής του ναυτικού. Το 1835 έγινε υποναύαρχος (ο ανώτερος βαθμός τότε) και ήταν επιθεωρητής στόλου ενώ παράλληλα ασκούσε καθήκοντα σύμβουλου της Επικράτειας. 

Τον Φεβρουάριο εκείνου του έτους μια πνευμονία τον χτύπησε βαριά. Στο μεταξύ οικοδομούσε το σπίτι του στον Πειραιά, μπροστά από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, για την οποία έχουν υπάρξει πολλές αναφορές στο παρελθόν (θεωρήθηκε γρουσούζικο). Ο Μιαούλης επιθυμούσε να μείνει για πάντα στον Πειραιά, αντικρίζοντας το λιμάνι στο οποίο λίγα χρόνια πριν (το 1827) επιχειρούσε με τη φρεγάτα ΕΛΛΑΣ. 

Η οικία Μιαούλη (ως προς το ιδιοκτησιακό και μόνο καθεστώς) απαθανατισμένη από τον πατέρα της θαλασσογραφίας Κωνσταντίνο Βολανάκη.


Τον Μάιο του 1835 έπαθε και φυματίωση! Τόσο ο ίδιος όσο και ο κόσμος καταλάβαινε ότι ο ναυμάχος διάβαινε τους τελευταίους χρόνους της ζωής του. Ακόμα και η ακατοίκητη εν Πειραιεί οικία του είχε γίνει τόπος προσκυνήματος. Ο Όθωνας που μόλις είχε ενηλικιωθεί δύο φορές, τον επισκέφθηκε και τον βρήκε στο δωμάτιό του στην Αθήνα άρρωστο. Την δεύτερη φορά του κρέμασε στο στήθος μια κυανόλευκη ταινία με σταυρό και ο ναύαρχος τον ευχαρίστησε λέγοντας ότι πεθαίνει ευχαριστημένος. Στις 10 Ιουνίου 1835 ο Μιαούλης εξομολογήθηκε και μετέλαβε. Κάλεσε μόνο τα παιδιά του και τα φίλησε. Την άλλη ημέρα (11 Ιουνίου) «μπάρκαρε» για πάντα ήρεμος σα να κοιμήθηκε. 

Η προτομή του Α. Μιαούλη, στη θέση του σπιτιού που ουδέποτε κατοίκησε...

Στις 12 Ιουνίου το σώμα του έμεινε στο δωμάτιο της οικίας του και στις 13 μεταφέρθηκε για πρόχειρη ταρίχευση πρώτα κι ύστερα στη Μητρόπολη της Αγίας Ειρήνης. Μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία ο νεκρός παρέμεινε όλη τη νύχτα για προσκύνημα του λαού που σχημάτιζε ουρές. Την ίδια εκείνη ημέρα, 13 Ιουνίου, εκδόθηκε Βασιλικό Διάταγμα που καθόριζε τη θέση του τάφου κοντά στον άλλο μεγάλο ναυμάχο της αρχαιότητας τον Θεμιστοκλή. 

Αποφασίστηκε η ανέγερση ενός λαμπρού μνημείου με δαπάνη του κράτους. Στις 14 Ιουνίου, στις 5 η ώρα το πρωί σχηματίστηκε μια μεγάλη πομπή στην κορυφή της οποίας βρισκόταν η οικογένεια του Μιαούλη και πολλοί επίσημοι και με αυτόν τον τρόπο έφεραν το σκήνωμα στον Πειραιά. Στη θάλασσα, έξω από το σημείο όπου θα γινόταν η ταφή, είχαν συγκεντρωθεί πλήθος βαρκών του Ελληνικού, Γαλλικού, Αγγλικού και Αυστριακού ναυτικού. Επί του παράλιου τάφου, έγινε δέηση και αμέσως μετά τοποθετήθηκε το φέρετρο σε έναν λιτό τάφο. Ήταν ένας προσωρινός μέχρι να φιλοτεχνηθεί ένα λαμπρό ταφικό μνημείο, όπως όριζε η σχετική απόφαση. 

Ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου και υπουργός Περικλής Αργυρόπουλος εκφώνησε τον επιτάφιο λόγο. Για πολλές ώρες μετά η ατμόσφαιρα δονείτο από τις αποχαιρετιστήριες κανονιές τόσο από τη στεριά όσο και από τα καράβια. Η καρδιά του Ανδρέα Μιαούλη είχε προηγούμενα τοποθετηθεί σε μια χρυσή λήκυθο και είχε μεταφερθεί στην Ύδρα.  Έκτοτε το λιμάνι επεκτεινόταν και άκμαζε διαρκώς. Η ζωή του πειραϊκού λιμένα ξεκινούσε ουσιαστικά έχοντας όριο έναν τάφο! 

Ορθωνόταν στην δεξιά πλευρά (για τους εισπλέοντες) του λιμανιού. Από τον τάφο του Μιαούλη και μετά άρχιζε ένα πραγματικό χάος από αποθήκες, γερανούς, παροπλισμένα πλοία και ταρσανάδες και μικροναυπηγεία. Με την ανάπτυξη του λιμανιού, η θέση του τάφου του Ανδρέα Μιαούλη κρίθηκε ακατάλληλη και οι πρώτοι που αντέδρασαν ήταν οι Υδραίοι. Ο τάφος ήταν ο λιτός της πρώτης ταφής και κανένα λαμπρό μνημείο δεν είχε οικοδομηθεί. Έφτασαν στο σημείο να απειλήσουν ότι θα έρθουν απροειδοποίητα στον Πειραιά για να πάρουν τα λείψανά του και να τα μεταφέρουν στην Ύδρα. Στο μεταξύ η αλληλογραφία μεταξύ των υπηρεσιών του Δήμου, του βασιλικού ναυτικού και των Υδραίων, είχε κορυφωθεί και λύση δεν βρισκόταν για τον τάφο του Μιαούλη. Λύση στο πρόβλημα επιχείρησε να δώσει τον Απρίλιο του 1940 ο Μιχάλης Μανούσκος καθώς επιθυμούσε την παράλληλη αξιοποίηση του χώρου του Βασιλικού Περιπτέρου με το νέο ταφικό μνημείο του Θεμιστοκλή δίπλα του. Απέρριψε μια πρόταση για μετακομιδή των οστών του σε ταφικό μνημείο στην Πλατεία Αλεξάνδρας, καθώς θεώρησε ότι επρόκειτο για μια καθαρώς αστική περιοχή στην οποία δεν αρμόζουν ταφικά μνημεία. 

Τον πρόλαβε ο πόλεμος και τίποτα δεν άλλαξε. Μέχρι που το 1952 ο διοικητής της υπηρεσίας Παρακτίου Αμύνης,  ο υποναύαρχος Ι. Τούμπας, διέταξε την μετακομιδή των οστών, δίνοντας λύση στο πρόβλημα. Είχε προηγούμενα κατασκευάσει ένα νέο ταφικό μνημείο εντός του προαύλιου χώρου της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων. Ο Τούμπας αναφέρθηκε στο νέο ταφικό μνημείο του Α. Μιαούλη στο πανηγυρικό λόγο που εκφώνησε στις 8 Απριλίου 1952, ημέρα που πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια των εγκαταστάσεων παρακτίου αμύνης. 

Ναύτες στο ταφικό μνημείο του Θεμιστοκλή. Από τις τελετές μετακομιδής οστών Α. Μιαούλη, και διαμόρφωσης περιβάλλοντος χώρου του 1952

Αποκαλυπτήρια προτομής Θεμιστοκλή (1952), από τον Βασιλιά Παύλο. Πίσω του ο Πρίγκιπας Γεώργιος. 



Αναφέρθηκε αρχικά στον τάφο του Θεμιστοκλέους διαβάζοντας τις αναφορές των αρχαιολόγων Ορλάνδου, Καρούσου και Παπαδημητρίου οι οποίες κατέγραφαν τους λόγους για τους οποίους ο τάφος του όρμου του Κανελλόπουλου, ήταν ο τάφος του νικητού της Σαλαμίνας. Εν συνεχεία, ανέφερε τους λόγους για τους οποίους ο Ι. Δραγάτσης είχε υποπέσει σε σφάλμα μη εκτιμώντας τη γεωγραφία της περιοχής, περί του σχηματισμού γωνίας που οριοθετούσε εσωτερικό όρμο στον οποίο η θάλασσα ήταν γαλήνια για τους κολυμβητές (μέχρι σήμερα η μικρή ακτή αποτελεί πρώτη επιλογή στους κολυμβητές της περιοχής). 

Ακολούθησαν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Θεμιστοκλή, ο σχεδιασμός της οποίας είχε γίνει με βάση εκμαγείο της προτομής που είχε βρεθεί στην Όστια της Ιταλίας. Για αυτό και στα αποκαλυπτήρια μεταξύ των επισήμων βρισκόταν και ο πρεσβευτής της Ιταλίας Αλεσαντρίνι που είχε κομίσει το εκμαγείο. Επακολούθησε επίσκεψη στα κτήρια των εγκαταστάσεων και στο νέο ταφικό μνημείο του Ανδρέα Μιαούλη. 

Η προτομή του Θεμιστοκλή στην Ιταλία, από την οποία αντιγράφηκε με χρήση εκμαγείου και φιλοτεχνήθηκε η προτομή της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων. Το εκμαγείο κόμισε ο ίδιος ο πρεσβευτής της Ιταλίας. 


Και πάλι όμως υπήρξαν αντιδράσεις, καθώς τόσο οι Υδραίοι όσο και οι δημότες του Πειραιά που επιθυμούσαν μια επίσκεψη στον τάφο του, δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν εντός του απαγορευμένου στρατιωτικού χώρου. Οι Υδραίοι από την πλευρά τους επέμεναν, ότι η θέση των οστών του Μιαούλη ήταν εκεί που βρίσκεται και η καρδιά του. Δηλαδή εντός μιας λάρνακας στην Ύδρα. Το πρόβλημα για τη θέση του τάφου του Μιαούλη απασχολούσε για χρόνια τις δημοτικές αρχές του Πειραιά και της Ύδρας, τον Ο.Λ.Π. αλλά και τις υπηρεσίες του τότε Βασιλικού Ναυτικού. Και επρόκειτο για ένα διπλό πρόβλημα! 

Το δεύτερο κατά σειρά ταφικό μνημείο που κατασκευάστηκε εντός της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων το 1952.

Διότι αφενός υπήρχε έριδα για το ποιος είναι ο ιδιοκτήτης της περιοχής του Βασιλικού Περιπτέρου, όπου βρισκόταν θαμμένος ο Μιαούλης (και μέχρι σήμερα η έκταση δηλώνεται από τον Δήμο Πειραιά στο κτηματολόγιο αλλά αναφέρεται ως ιδιοκτήτης ο ΟΛΠ), αφετέρου σε δεύτερο επίπεδο υπήρχε ανταγωνισμός μεταξύ Ύδρας και Πειραιά για το ποιος δήμος δικαιούνταν να φιλοξενεί τα οστά του. 

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι τα μαυσωλεία και τα ταφικά μνημεία των μεγάλων ανδρών πρέπει να ορθώνονται εκεί που άφησαν την τελευταία τους πνοή. Με το πνεύμα αυτό άλλωστε έγινε μετακομιδή των οστών του Γεωργίου Καραϊσκάκη στο Νέο Φάληρο. Διότι τελικώς οι αγώνες τέτοιων μεγάλων μορφών είναι αγώνες εθνικοί και όλοι επιθυμούν να σπεύσουν άπαντες να τους τιμήσουν. Μάρτυρες της δόξας του Μιαούλη δεν υπήρξαν μονάχα οι Υδραίοι αλλά όλοι οι θαλασσινοί που βρέθηκαν στις διαταγές του. 

Ο Μιαούλης υπήρξε ο Θεμιστοκλής της νεότερης ναυτικής ιστορίας, διαπράττοντας ακόμα και τα λάθη του πρώτου. Όμως προαναφέραμε από το 1952 ο τάφος του Μιαούλη μεταφέρθηκε εντός της Σχολής Ναυτικών. Το 1986 λέγεται πως έγινε μετακομιδή των οστών του στην Ύδρα όπου φυλασσόταν και η καρδιά του. Από τον πρώτο τάφο του Μιαούλη επί της Ακτής Αλκίμων το μόνο που διασώθηκε είναι ένα κομμάτι μαρμάρου το οποίο εκτίθεται σήμερα στο Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος στην Φρεαττύδα. Και πώς να σωθεί κάτι άλλο, αφού επρόκειτο για τον λιτό πρώτο τάφο του ναυμάχου. Από τον θάνατό του και μετά η κυριότερη παράλια λεωφόρος και Ακτή του Πειραιά, έλαβαν το όνομά του σε Λεωφόρο και Ακτή Μιαούλη αντίστοιχα.


Διαβάστε επίσης:

Η κατάρα του σπιτιού του Ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη


Η προτομή του Ανδρέα Μιαούλη (1978)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"