Στις Πειραϊκές γειτονιές του χθες

Φανοκόρος το 1935


Του Στέφανου Μίλεση

Οι γειτονιές της πόλης μας τα παλαιότερα χρόνια φυσικά, δεν είχαν την σημερινή κίνηση που προκαλεί η ασταμάτητη ροή των αυτοκινήτων, είχαν όμως μια άλλου είδους κίνηση εντελώς διαφορετική. Υπήρχε ένας κόσμος που πηγαινοερχόταν καθημερινώς, συνήθως κρατώντας ένα σταθερό ωράριο με εξαίρεση τις Κυριακές. 

Ο Γαλατάς με την καρδάρα:

Την κίνηση άνοιγε κάθε Δευτέρα πρωί ο γαλατάς με το ιπποκίνητο κάρο του, το βαριά φορτωμένο από μπουκάλια γάλα, που άφηνε στα σκαλάκια των σπιτιών στην εξώπορτα, παίρνοντας πίσω τα άδεια μπουκάλια της προηγούμενης ημέρας. Τέτοιος γαλατάς υπήρχε στον Πειραιά μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του '80 έχοντας μάλιστα αντικαταστήσει τους παλαιούς ξύλινους τροχούς του κάρου του, με λάστιχα αυτοκινήτου.

Ακόμη πιο παλιά, την θέση του κάρου κατείχε ένα κοπάδι από κατσίκες! Γαλατάς και κοπάδι σταμάταγαν έξω από κάθε σπίτι όπου η σπιτονοικοκυρά πήγαινε ένα άδειο δοχείο. Ο γαλατάς γέμιζε μια καρδάρα δική του αρμέγοντας επί τόπου τις κατσίκες. Η τιμή καθοριζόταν ανάλογα με τις πόσες καρδάρες γέμιζε ο γαλατάς, μέχρι να γεμίσει το δοχείο της νοικοκυράς. 

Κάποτε οι κάτοικοι μιας γειτονιάς είχαν ρίξει πολύ ξύλο σε έναν γαλατά όταν διαπίστωσαν πως η καρδάρα του ήταν γεμισμένη μέχρι ένα σημείο με νερό, ώστε να τους κλέβει! Τα πρώτα κουτιά γάλακτος που πωλήθηκαν σχετικά εύκολα ήταν εκείνα που περιείχαν γάλα σε μορφή σκόνης, απευθυνόμενο όμως μόνο στις μητέρες που δεν μπορούσαν να θηλάσουν τα παιδιά τους. 

Το φρέσκο γάλα που πωλούσαν στις γειτονιές οι γαλατάδες δύσκολα άλλαξε και οι εταιρείες γάλακτος κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες ώστε να πείσουν τους Έλληνες να αγοράσουν γάλα σε κονσέρβα.

"Κατά τον τελευταίο Βαλκανικόν Πόλεμον αι γενναίοι Έλληνες στρατιώται κατηνάλωσαν μεγάλας ποσότητας γάλακτος....το οποίον τοις έδωκε την δύναμιν και την υγείαν"
(Διαφήμιση ΒΛΑΧΑΣ 1916)


Κανάτια από την Αίγινα με νερό από τον Πόρο:

Αν ήταν καλοκαίρι ακολουθούσε ο παγοπώλης καθώς τα παλαιότερα χρόνια είτε τα σπίτια έβαζαν τα Αιγινήτικα κανάτια πάνω σε μια κολώνα πάγου, είτε αργότερα διέθεταν τα πρώτα ψυγεία πάγου, εκείνα τα ξύλινα με το βρυσάκι μπροστά. Υπήρχε μια φήμη που έκανε τα κανάτια Αιγίνης μοναδικά! Έλεγαν πως κανάτι Αιγίνης είχε την δυνατότητα να κρατά το νερό περισσότερο δροσερό, από τα υπόλοιπα κανάτια! Κανάτια Αιγίνης λοιπόν γεμισμένα με νερό Πόρου. Γιατί ήταν επίσης γνωστό πως το νερό του Πόρου ήταν το πιο ευεργετικό από όλα τα νερά! Ο Πειραιάς για πολλά χρόνια έπασχε από λειψυδρία και εξυπηρετείτο μόνο από πηγάδια και δημόσιες βρύσες αλλά και από τους υδροδιανομείς του νερού Πόρου.

Οι κρεμαστοί κήποι του μανάβη:

Λίγο αργότερα ακολουθούσε το διαδοχικό πέρασμα ενός ολόκληρου κόσμου πωλητών και μικροπωλητών. Ο Μανάβης με το γαϊδουράκι του το φορτωμένο με τα ψάθινα καλάθια που κρέμονταν δεξιά κι αριστερά ξέχειλα από πρασινάδα, φρούτα και λαχανικά δημιουργώντας την εντύπωση κρεμαστών κήπων στα πλευρά ενός γαϊδάρου! 

 Ο μανάβης εξυπηρετούσε ιδιαίτερα τις νοικοκυρές καθώς τότε ο μόνος τρόπος μεταφοράς ήταν με το διχτάκι. Συνεπώς ήταν ιδιαίτερα δύσκολο τα χρόνια πριν από το 1929, ημερομηνία που καθιερώθηκε ο θεσμός της λαϊκής αγοράς, να μεταφερθούν με το μικρό διχτάκι πατάτες, λεμόνια, μήλα, πορτοκάλια, λάχανα ή κουνουπίδια στις απότομες ανηφοριές του Πειραιά.

Αγορά με το διχτάκι από τον μανάβη


Ψαράς με πηλήκιο δύο σε ένα:

Ο ψαράς ήταν ιδιαίτερα χαρακτηριστικός τύπος καθώς ήταν συνήθως ξυπόλητος με το παντελόνι γυρισμένο προς τα πάνω για να μην βρέχεται όταν εργάζεται στο καΐκι. Από αυτή την συνήθεια έμεινε άλλωστε μέχρι και σήμερα η ονομασία «ψαράδικο πανταλόνι» όταν αναφερόμαστε σε κάθε παντελόνι που έχει τα παντζάκια προς τα πάνω. Ο ψαράς ήταν επίσης χαρακτηριστικός και για το ναυτικό του καπέλο το οποίο θύμιζε κάτι μεταξύ του πηληκίου του καπετάνιου και της τραγιάσκας με σκληρό όμως το γείσο. Ήταν κάτι ανάμεσα για να δείχνει ταυτόχρονα καπετάνεμα και ναυτοδουλειά! Δύο σε ένα! 

 Οι ψαράδες τότε δεν πωλούσαν τα ψάρια τους πάνω στο καΐκι όπως συμβαίνει σήμερα με όσους έχουν απομείνει κοντά στο ρολόι στο Πασαλιμάνι, αλλά τα φόρτωναν στο καλάθι και έκοβαν στον ποδαρόδρομο όλους τους δρόμους του Πειραιά για να είναι σίγουροι ότι οι κόποι τους δεν θα πάνε χαμένοι, αφού ψύξη δεν υπήρχε και τα ψάρια στο τέλος της ημέρας αν δεν είχαν πωληθεί πήγαιναν για πέταμα!

Ψαράς 1932


Η πλέον συνηθισμένη φωνή όμως ήταν του ψαρά καθώς τις περισσότερες φορές στον Πειραιά φώναζαν για την «μαρίδα του Φαλήρου» που ήταν φθηνή και περιζήτητη. Ανάρπαστα ήταν όλα τα είδη ψαριού που ήταν προσιτά στην τιμή τους όπως ο γαύρος, η αθερίνα, το μαριδάκι, η γόπα, η σαρδέλα.

Εκτός όμως από τους συνηθισμένους πλανόδιους πωλητές, υπήρχαν και άλλοι όπως ο καρεκλάς που τριγυρνούσε μέσα στις γειτονιές φωνάζοντας «ο καρεκλαααάς» κρατώντας την φωνή του παρατεταμένα στο «ααας». Αμέσως συνέχιζε με το μέγιστο ερώτημα «ποιος έχει καρέκλες για φτιάξιμο;». Οι καρέκλες αποτελούσαν ένα ξεχωριστό είδος επίπλου, που μπορούσε κάποιος να αγοράσει μόνο από τα Καθεκλοποιεία! Πωλούνταν δηλαδή μια εποχή, σε διαφορετικά καταστήματα από εκείνα των επίπλων. Κι αυτό είχε να κάνει με την επεξεργασία της ψάθας, που αποτελούσε το κάθισμα της καρέκλας. Η ψάθα ήταν υλικό που καταστρέφονταν εύκολα και συνεπώς την επισκευή της αναλάμβανε ο "Καρεκλάς". 

Καθεκλοποιείο Τζανέτου 1873
Καθεκλοποιείο Καστρινάκη - Βενιζέλου 1876


Επίσης υπήρχαν και πωλητές που εκτός του βασικού είδους πώλησης που φώναζαν, πωλούσαν και άλλα είδη που ήταν παράγωγά του. Για παράδειγμα ο Σαπουνάς εκτός των πράσινων σαπουνιών που πωλούσε, τροφοδοτούσε τις γειτονιές με σπαρματσέτα και με πετρέλαιο για τα καμινέτα!

Αγοράζω παλιά: 

Ο παλιατζής της εποχής ήταν λίγο διαφορετικός από ότι είναι στις μέρες μας. Σήμερα ο παλιατζής σου αδειάζει το πλυσταριό ή την αποθήκη με τίμημα να παραλάβει ότι δεν θέλεις… «υπόγεια, ταράτσες, αποθήκες αδειάζω» το σύνθημά του! 

Την εποχή εκείνη όμως, που τα πάντα είχαν αξία, τίποτα δεν χαριζόταν όσο παλαιό κι αν ήταν. «Ρούχα παλιά αγοράζω» διαλαλούσε ο παλιατζής της εποχής εκείνης σαν να ήταν βγαλμένος από τη ταινία «Ένας ήρωας με παντούφλες» με τον Βασίλη Λογοθετίδη, που σαν Στρατηγός εν αποστρατεία πωλούσε ότι είχε προκειμένου να συμπληρώσει τη πενιχρή του σύνταξη. Εκείνος ο παλιατζής κυκλοφορούσε με ένα τσουβάλι στην πλάτη και αυτό ήταν το σήμα κατατεθέν του, όμοιο με τον σάκο του Χριστουγεννιάτικου Άη Βασίλη.

Καμιά φορά, όχι όμως καθημερινά, άκουγες και το «μαχαίρια, ψαλίδια ακονίζω» του τροχιστή ή την βραχνή φωνή του γανωτή. Ο γανωτής ή γανωματής ή και γανωτζής έκανε το στίλβωμα στα τζετζερεδικά, στα μαγειρικά δηλαδή σκεύη. Επειδή είχε να κάνει με ζήτημα υγείας, ήταν από εκείνους που περνούσαν τακτικά.

Αλλά επίσκεψη στις γειτονίες δεν έκαναν μόνο οι πωλητές αλλά και εκείνοι που εργάζονταν σε διαφόρους τομείς όπως του καθαριστή του Δήμου που περνούσε με τον δίτροχο αραμπά κουνώντας στο ένα του χέρι ένα καμπανάκι όμοιο με εκείνο που χρησιμοποιούσαν οι δάσκαλοι της εποχής για να σημάνουν τα διαλείμματα. Αυτός λοιπόν με το καμπανάκι του έκανε γνωστή την παρουσία του.

Την εποχή των λυχνοστατών, λίγο πριν πέσει το σκοτάδι περνούσε και ο φανοκόρος που φρόντιζε για τον δημοτικό φωτισμό που συνήθως έπιανε τις γωνίες. Τα φανάρια δηλαδή τα τοποθετούσαν σε γωνίες δρόμων και διασταυρώσεις για να φωτίζουν σε διάφορες κατευθύνσεις. 

Τα φανάρια συνήθως τα τοποθετούσαν σε γωνίες δρόμων και διασταυρώσεις για να φωτίζουν σε διάφορες κατευθύνσεις. 


Υπήρχε και ένας άλλος κόσμος πωλητών και ανθρώπων που κάτι είχαν να προσφέρουν που δεν περνούσαν όμως έξω από τα σπίτια, αλλά είχαν πόστα σε κεντρικά σημεία και πλατείες και ο καθένας ήξερε που θα τους βρει. Τέτοιοι ήταν οι παγωτατζήδες, οι στραγαλατζήδες, οι λούστροι, οι γλυκατζήδες και τόσοι άλλοι (έχουμε αναφερθεί σ΄ αυτούς παλαιότερα) αλλά και αυτοί που έπαιζαν την ρομβία, τον πρόγονο της λατέρνας.

Υπήρχαν και οι «μικτοί» εκείνοι δηλαδή που είχαν χωρίσει την εργασία τους πότε στις πλατείες και πότε στις γειτονιές. Τέτοιοι ήταν οι καραγκιοζοπαίχτες που τα πρωινά φώναζαν στις γειτονιές για τις παραστάσεις που θα έδιναν τα βράδια στις πλατείες.

Κατά φαντασία δρόμοι:

Στις γειτονιές συνήθως υπήρχαν και τα αμέτρητα παιδιά η «μαρίδα» που έπαιζαν διαρκώς με μόνη εξαίρεση τις ώρες του σχολείου και του νυκτερινού ύπνου. Τις υπόλοιπες ώρες τις ημέρας, η «μαρίδα» τις έβγαζε στο δρόμο της γειτονιάς που ήταν φυσικά χωματόδρομος. Λέγοντας χωματόδρομο, δεν εννοούμε κανένα ομαλό δρόμο που είχε απλά χώμα, αλλά στην κυριολεξία έναν κατσικόδρομο, σκαμμένο από τις βροχές του χειμώνα και από την καθημερινή χρήση. Μεγάλα αυλάκια τον διαπερνούσαν άλλοτε στο κέντρο του, άλλοτε στα πλαϊνά του, ακόμη και κάθετα σ΄ αυτόν. 

Οδός Αιτωλικού 1938

Η μέθοδος του Μακαντάμ!

Από το 1939 επί Μιχάλη Μανούσκου και μετά άρχιζαν τα στενά, τα σοκάκια και οι δρομίσκοι να στρώνονται και αυτοί ελάχιστοι στο γενικό σύνολο των δρόμων της πόλης. Κάποτε ένας κεντρικός δρόμος του Πειραιά, θα δούμε ποιός, ήταν στρωμένος με μια μέθοδο που οι Έλληνες μηχανικοί την είχαν ονομάσει «Μακαντάμ»! Η ονομασία αυτή ήταν αποτέλεσμα από έναν Σκωτσέζο μηχανικό τον Μακ Άνταμ που το όνομά του είχε μετατραπεί σε μέθοδο μακαντάμ. Ήταν ας πούμε μια εξελιγμένη μορφή λιθόστρωτου δρόμου. Η μέθοδος μακαντάμ είχε εμφανιστεί για πρώτη φορά στον Πειραιά όταν το 1891 ο τότε Δήμαρχος Θεόδωρος Ρετσίνας έστρωσε όλη την παραλιακή οδό στο Πασαλιμάνι, μπροστά από την Πλατεία Κανάρη. Η στρώση εκείνου του δρόμου με αυτόν τον τρόπο θεωρήθηκε τόσο πρωτοποριακό στην εποχή του που τέθηκε ως παράδειγμα από τον Δήμο Αθηναίων, ενώ η εφημερίδα «Ακρόπολις» ζητούσε να στρωθούν έτσι όλοι οι δρόμοι της χώρας. Βέβαια ούτε οι δρόμοι στρώθηκαν κι όταν αυτό επιτεύχθη χρόνια αργότερα, έγινε με απλή λιθόστρωση των κεντρικών και μόνο δρόμων.

Ας μην χτυπούσες, να μην τις έτρωγες:

Για να γυρίσουμε όμως στα παιδιά της γειτονιάς, έμεναν όλη την μέρα στον δρόμο καθώς τι θα μπορούσαν να κάνουν στο σπίτι που ήταν υπέρμετρα μικρό; Μια αυλή με δωμάτια πέριξ που εκτελούσαν κάθε χρήση. Έτσι ο ανύπαρκτος χώρος του σπιτιού, ωθούσε τα παιδιά στον δρόμο. Και τα παιχνίδια τους ήταν πραγματικά άγρια και σκληρά! Πριν ακόμη διαδοθεί το ποδόσφαιρο, κυρίαρχη θέση κατείχε ο πετροπόλεμος και η σφενδόνα με το λάστιχο. Τα ατυχήματα ήταν συχνά και αντί πρώτων βοηθείων είχαν εξασφαλισμένο ένα καλό χέρι ξύλο. "Ας μην έπαιζες πετροπόλεμος, ας μην χτυπούσες, να μην τις έτρωγες"! Με λίγα λόγια κάνε ότι θες μονάχα κοίτα να μην γυρίσεις πίσω κλαίγοντας, ήταν το κεντρικό νόημα.

Σταδιακά το ποδόσφαιρο έγινε το επίσημο παιχνίδι των παιδιών, ενώ τα Σαββατοκύριακα μπορούσαν, να παρακολουθήσουν τις παραστάσεις του Καραγκιόζη. Αν και κινηματογράφοι υπήρχαν πολλοί ειδικά στο Πασαλιμάνι, τα παιδιά συνήθως έρχονταν σε πρώτη επαφή με αυτό το νέο είδος διασκέδασης, μέσω των πλανόδιων που έστηναν αυτοσχέδιες αίθουσες σε καφενεία ή και υπαίθρια. Την εποχή του Μεταξά καθιερώθηκαν και Κινητοί Παιδικοί Κινηματογράφοι που ανήκαν στην τότε Διοίκηση της Πρωτευούσης. Αν και παιδικοί είχαν ως κύριο σκοπό την προπαγάνδα των έργων του καθεστώτος σε σύντομα δίλεπτα ή τρίλεπτα συνήθως έργα που προηγούνταν της κυρίως παράστασης.


Ο κόσμος τα καλοκαίρια ακόμη κι αν είχε αυλές, ήθελε να συζητά με τους γείτονες. Γιαυτό και όλοι άρπαζαν τις καρέκλες τους και κάθονταν έξω από τα σπίτια τους. Υπήρχαν δρόμοι που έσφιζαν στην κυριολεξία από ζωή, όσο κι αν σήμερα μας φαίνεται απίστευτο.

Οδός Λεωχάρους 1936
Οδός Λεωχάρους σήμερα όπως εμφανίζεται στο Google Map. Γεμάτη από αυτοκίνητα, άδεια από ανθρώπους!


Διαβάστε επίσης:

Στις Λαϊκές Αγορές του Πειραιά




 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"